Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΜΟΥΣΙΚΗ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Πάμε στοίχημα ότι το live των Xylouris/White θα είναι από τα καλύτερα του φετινού Plisskën;

Λίγες ώρες πριν ανέβουν στη σκηνή, ο Ψαρογιώργης και ο Jim White εξηγούν στον Παναγιώτη Μπάρλα πόση Κρήτη και πόση Αυστραλία έχει τελικά μέσα του ο πολυσυζητημένος δίσκος τους, Goats.
1

Το τηλεφώνημά μου βρήκε τον Γιώργη Ξυλούρη στις Αρχάνες, όπου θα έπαιζε και την επομένη θα συναντούσε τον παλιόφιλό του, τον Jim White για να πάνε στην Τήνο, όπου θα παρουσίαζαν το Goats στο 3ο World Music Festival. Ήρεμος, ευγενικός, με τη φωνή του να ζεσταίνεται ιδιαίτερα όταν μιλάει για τη μουσική του ή για τον φίλο του (και πλέον σταθερό συνεργάτη του) Jim White. Με τη συγκίνηση να μην μπορεί να κρυφτεί όταν μιλάει για τον τόπο του και την οικογένειά του, που είναι γεμάτη από ιερά τέρατα της κρητικής μουσικής παράδοσης.

Όσες ερωτήσεις είχα κατά νου να κάνω στο Γιώργη τις είχα στείλει με mail και στον Jim, ο οποίος ήταν καθ’ οδόν για Ελλάδα από το Βερολίνο. Έτσι, σε κάποια ερωτήματα έχουμε και τις σύντομες σημειώσεις του Jim, ο οποίος απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί στους Dirty Three, ενώ ξεκαθάρισε πως «το σχήμα Xylouris White είναι μια ενεργή μπάντα. Αυτή τη στιγμή διασχίζουμε την υφήλιο, ενώ δουλεύουμε ήδη το υλικό για το νέο μας δίσκο».

Ψαρογιώργης: «Έμεινα στην Αυστραλία για οκτώ χρόνια. Πρωτοπήγα για συναυλίες με τον πατέρα μου, μετά για 2-3 χρόνια πηγαινοερχόμουν. Και, τελικά, εγκαταστάθηκα εκεί, έκανα οικογένεια και μετά από χρόνια επέστρεψα στην Ελλάδα… Έπαιζα αρκετά συχνά με τους Dirty Three. Με καλούσαν και μου έδιναν κάποια μέρη, κάποιο χώρο στα κομμάτια τους, όπου αυτοσχεδίαζα. Εκεί γνωριστήκαμε σαν μουσικοί με τον Jim. Αποκτήσαμε μια κοινή γλώσσα. Ένα κώδικα. Είδαμε ότι οι δυναμικές συμπίπτανε και μαζί πλάθαμε κάθε μουσικό θέμα. Για χρόνια, αυτός άκουγε τα δικά μας και εμείς τα δικά τους… Στις συναυλίες που κάναμε στην Αυστραλία με τους Xylouris Ensemble έρχονταν πάντα όλοι οι Dirty Three. Και ο Jim, και o Warren και ο Mick. Στην πάροδο των χρόνων κρατήσαμε επαφή με τον Jim, είτε όταν σμίγαμε, είτε μιλώντας στο τηλέφωνο. Και ανταλλάσσαμε μουσικές. Μέχρι που, κάποια στιγμή ήρθε στην Κρήτη ο Jim και μπήκαμε σε κάποια στούντιο για να δοκιμάσουμε να παίξουμε κάποια πράγματα που είχα ήδη προετοιμάσει. Δουλέψαμε σε τρία στούντιο και σε αυτές τις ηχογραφήσεις ήρθανε και δέσανε όσα είχαμε ζήσει, όσα είχαμε ακούσει και όσα είχαμε παίξει μαζί, όλα αυτά τα χρόνια.»

Και ο Jim συμπληρώνει: «Νομίζω πως γνωρίζομαι με τον Γιώργη γύρω στα 25 χρόνια. Είμαστε καλοί φίλοι και τώρα δενόμαστε ακόμη περισσότερο, καθώς η μουσική συνεργασία και τα ταξίδια, μας δίνουν περισσότερο χρόνο μαζί. Γιατί δεν προέκυψε νωρίτερα μια τέτοια συνεργασία; Θα έλεγα πως προετοιμαζόμασταν!»

Μου φαίνεται παράξενο που ήξερα τους Dirty Three, και από αυτούς έμαθα τον Ψαραντώνη και τον Ψαρογιώργη.

Ψαρογιώργης: Έχει να κάνει με το χώρο που κινείται ο καθένας. Αν κάποιος ακούει ροκ, δε φαντάζεται εύκολα ότι συμβαίνουν τέτοια πράγματα στην παραδοσιακή μουσική. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό συμβαίνει πάντα. Υπάρχουν ηχογραφήσεις παραδοσιακών μουσικών που είναι ανάλογα σε αίσθηση με τα blues, με το rock… Αυτό που σου διεγείρει τη χορδή μέσα σου μπορεί να προκύψει και από μουσικές που δε θα άκουγες αν δεν τύχει να τις ακούσεις, ή αν δεν τις ψάξεις.

Υπάρχουν ροκ ή άλλα ακούσματα (έξω από τα κρητικά) που να σε έχουν αγγίξει και συγκινήσει στο διάβα του χρόνου;

Ψαρογιώργης: Πάρα πολλά ροκ ακούσματα με έχουν αγγίξει. Μεγαλώνοντας, άκουγα κάθε είδους μουσική. Σε αυτό έπαιξε πρωταρχικό ρόλο ο πατέρας μου, ο Ψαραντώνης. Παίζοντας δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια, με ωθούσε πάντα να ακούσω καινούργια πράγματα. Χωρίς να με πιέζει. Η ίδια η μουσική του με παρακινούσε να ανοίξω τους ορίζοντές μου. Βλέποντάς τον και παίζοντας μαζί του, έμαθα να ανοίγομαι σε κάθε είδους άκουσμα. Πολλά ροκ πράγματα με έχουν αγγίξει κατά καιρούς, αλλά δε θυμάμαι καν τα ονόματά τους. Θυμάμαι έντονα πόσο μου άρεσε ο Hendrix ή οι Rolling Stones, ας πούμε, αλλά όλα αυτά τα άκουγα παράλληλα με πολλά άλλα πράγματα. Άκουγα και blues, και ηπειρώτικα, άκουγα flamengo, ποντιακά, αραβικά, ινδικά… Άκουγα –και ακόμα ακούω- κάθε είδος μουσικής.

Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα επιρροών και αισθητικών προσεγγίσεων είναι το σήμα κατατεθέν του σχεδόν αυτοσχεδιαστικού Goats, ενός δίσκου που –ίσως για πρώτη φορά- καταγράφονται ως αποκλειστικοί πρωταγωνιστές δυο όργανα που συνήθως ορίζουν τη ρυθμική δομή των μουσικών σχημάτων.

Ψαρογιώργης: Στην Κρήτη, το λαούτο δεν είναι μόνο ένα όργανο που κρατάει το ρυθμό. Το λαούτο έχει πολλαπλό ρόλο στα κρητικά. Άλλοτε παίρνει τη μελωδία, παίζει πάνω στη μελωδία του σόλο οργάνου (π.χ. του βιολιού ή της λύρας) και άλλοτε παίζει ρυθμό, κάνει συγχορδίες, μπορεί να ακουστεί ακόμη και σαν κρουστό ανάλογα με το πώς το χειρίζεσαι. Δεν υπάρχουν στάνταρ κανόνες για το πώς θα παίξει κανείς λαούτο στα κρητικά. Ο τρόπος που θα παίξεις διαπλάθεται μέσα σου με τον καιρό. Με την τριβή με το όργανο και με τα ακούσματα. Είναι ένα όργανο με μεγάλο φάσμα. Δίνει πολλά διαφορετικά πράγματα. Έτσι, έχεις τη δυνατότητα να κάνεις ήχους, να παίξεις και άλλα πράγματα πέρα από το παραδοσιακό. Αν και στο παραδοσιακό (τέτοια ακούω συνέχεια, τα μελετάω και αντλώ πολλά πράγματα από εκεί). Για το λαούτο υπάρχουν πάρα πολλές καταγραφές της κρητικής μουσικής παράδοσης, ενώ αντίθετα για τα κρουστά υπάρχει ελάχιστο ηχογραφημένο υλικό από τα προηγούμενα 50 χρόνια. Η αλήθεια είναι πως δε χρησιμοποιούσαν πολλά κρουστά στην Κρήτη παλιότερα. Είναι πιο νέο στοιχείο στη μουσική μας παράδοση. Απαντούσες κρουστά μόνο στην Ανατολική Κρήτη στη μεριά της Σητείας. Εκεί παίζανε το νταουλάκι, που το παίζανε με δυο ξύλα και το χτύπαγαν από τη μία μόνο μεριά, σε αντίθεση με το γνωστό νταούλι. Ακούγοντας τέτοιες ηχογραφήσεις βρίσκει κανείς την πολύ ιδιαίτερη αίσθηση του ρυθμού και του χορού που είχαν πάντα οι μουσικές της Κρήτης. Αν και όλοι οι κρητικοί χοροί είναι στα 2/4, έχει ο κάθε χορός ένα δικό του ρυθμό μέσα στο βασικό ρυθμό. Άλλο λίκνισμα κάθε φορά, τονίζει αλλού ανάλογα την κάθε μελωδία. Αυτά τα ακούσαμε πολύ και με τον jim και μας έδωσαν πολλά ερεθίσματα. Επιπλέον, ο Jim είναι ένας πολύ ιδιαίτερος παίκτης. Έχει έναν πολύ ιδιαίτερο και διαφορετικό τρόπο παιξίματος. Έτσι, μελετώντας, ανασκαλεύοντας και παίζοντας ξανά και ξανά ένα κομμάτι, βρίσκουμε πάντα όλο και πιο νέα πράγματα. Όσο το δουλεύουμε τόσο το εξελίσσουμε. Ακόμη κι όταν είμαστε μακριά, στέλνουμε ο ένας στον άλλο πράγματα, τα ακούμε, τα δουλεύουμε… όλο το προχωράμε και όλο το στήνουμε.

Jim White: Δεν αισθάνθηκα ποτέ απογοήτευση από τους ρόλους που μου δόθηκαν ως ντράμερ στην καριέρα μου. Και δεν πιστεύω πως όση γνώση έχω αποκτήσει για τα κρουστά είναι η αρχή και το τέλος των πάντων. Το άλμπουμ αυτό ήρθε σαν φυσική εξέλιξη όλων όσων έχω κάνει μέχρι σήμερα. Το ίδιο το πλαίσιο αυτής της δουλειάς επιτρέπει σε κάθε ακροατή να ακούσει κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Αυτό συμβαίνει ακόμη και με εμάς τους ίδιους.

Είστε και οι δύο δεξιοτέχνες, αλλά αυτό που είναι πραγματικά συναρπαστικό στις ζωντανές σας εμφανίσεις είναι η άνεση που έχετε να χάνεστε σε αυτοσχεδιαστικές εξάρσεις και ταυτόχρονα να μη χάνεται ούτε στιγμή την επαφή σας με την κεντρική ιδέα κάθε κομματιού. Αυτό είναι αποτέλεσμα που προέκυψε από πολλές πρόβες, ή είναι η σχέση σας και η χημεία μεταξύ σας;

Jim White: Σε ευχαριστώ για αυτή την ωραία περιγραφή. Δεν αισθάνθηκα ποτέ απογοήτευση από τους ρόλους που μου δόθηκαν ως ντράμερ στην καριέρα μου. Και δεν πιστεύω πως όση γνώση έχω αποκτήσει για τα κρουστά είναι η αρχή και το τέλος των πάντων. Το άλμπουμ αυτό ήρθε σαν φυσική εξέλιξη όλων όσων έχω κάνει μέχρι σήμερα. Το ίδιο το πλαίσιο αυτής της δουλειάς επιτρέπει σε κάθε ακροατή να ακούσει κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Αυτό συμβαίνει ακόμη και με εμάς τους ίδιους.

Ψαρογιώργης: Έχει να κάνει πολύ με τη χημεία και την επικοινωνία μας. Καταφέρνουμε η μουσική να ρέει μεταξύ μας αβίαστα, χωρίς να το πιέζουμε. Έχουμε πάντα μια κεντρική ιδέα και ξέρουμε σε ποιο σημείο θα αφεθούμε να αυτοσχεδιάσουμε, ξέρουμε και από ποια μεριά θα επιστρέψουμε, αλλά όταν φεύγουμε σε αυτοσχεδιασμό δεν ξέρουμε ποτέ τι ακριβώς θα γίνει. Έτσι, κάθε φορά το τελικό αποτέλεσμα είναι διαφορετικό, γιατί κάθε κομμάτι μένει πάντα ανοιχτό. Έχει να κάνει και με τη φάση που βρισκόμαστε κάθε φορά. Και αυτό είναι που κρατάει και το δικό μας ενδιαφέρον αμείωτο, γιατί κάθε φορά γεννιέται μια άλλη ιδέα, μια άλλη προσέγγιση. Συχνά, αφού ξαναπαίξουμε ένα κομμάτι λέμε ο ένας στον άλλο «να μην ξεχάσουμε την επόμενη φορά να κάνουμε ετούτο, ή εκείνο». Και ενώ χτίζουμε ένα κομμάτι διαρκώς, πάντα υπάρχουν χώροι για να μπουν νέα στοιχεία.

Πόση Κρήτη και πόση Αυστραλία έχει μέσα του αυτός ο δίσκος; 

Ψαρογιώργης: Το Goats έχει προφανώς πολύ Κρήτη μέσα του. Εκτός από τα δυο ξεκάθαρα παραδοσιακά κομμάτια που περιέχει, εγώ παραμένω πάντα ένας παραδοσιακός κρητικός λαουτιέρης. Αυτά που παίζω βγαίνουν μέσα από όσα κάνω και από όσα ζω. Μέσα από την παράδοση. Ακόμη και οι καμπάνες, ο αέρας, το ‘Pulling the Bricks’, είναι όλα ιδέες που βγαίνουν μέσα από την κρητική μουσική και από τη ζωή μου στην Κρήτη. Έχει βέβαια επιρροές από τα πολλά πράγματα που έχω ακούσει τόσα χρόνια. Έχει, όμως, και πάρα πολύ Αυστραλία, γιατί παίζει ο Jim, ο οποίος όπου παίζει δίνει έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα.

Jim White: Αναμφίβολα είμαι ένα προϊόν της Μελβούρνης και της αυστραλέζικης σκηνής. Με έχουν σημαδέψει οι Saints (της περιόδου του Ed Kuepper). Προφανώς έχω διαμορφωθεί κυρίως από τη ζωή μου στη Μελβούρνη, αλλά και από τα ακούσματά μου. Και ακούω τον Ψαραντώνη και το Γιώργη για περισσότερα από 20 χρόνια.

Μοιάζουν αυτοί οι δυο τόποι;

Ψαρογιώργης: Μοιάζουν, ενώ φαίνονται εντελώς διαφορετικοί τόποι. Η απεραντοσύνη της Αυστραλίας, οι κάμποι της και οι ατέλειωτες ευθείες της, φαίνονται διαφορετικά από τα ατέλειωτα βουνά της Κρήτης. Όμως, είτε βρεθείς σε μια έρημο ή σε ένα δάσος της Αυστραλίας, είτε βρεθείς στο Σκίνακα, ή στα Λευκά Όρη, ή στο φαράγγι της Σαμαριάς θα νιώσεις το ίδιο αίσθημα δέους. Επίσης, μην ξεχνάμε ότι τόσο η Αυστραλία, όσο και η Κρήτη είναι δυο τεράστια νησιά.

Jim White: Υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στους δυο τόπους μας, κυρίως στο συνδυασμό αγριάδας και ομορφιάς που προσφέρουν τα τοπία τους.

Όλα τα κομμάτια του δίσκου γράφτηκαν στη Νέα Υόρκη, εκτός από το ‘Chicken Song’ που γράφτηκε στο Ρέθυμνο, στο ΤΕΙ. Έχουν μείνει και άλλες, πολλές άλλες ηχογραφήσεις από τότε που βρεθήκαμε με τον Jim στην Κρήτη, αλλά και από τη Νέα Υόρκη. Από αυτές θα προκύψει το επόμενο άλμπουμ μας, το οποίο το δουλεύουμε ήδη.

Πώς ήταν η συνεργασία με τον Guy Piccioto (Fugazi), στο στούντιο του οποίου στη Νέα Υόρκη, ηχογραφήσατε το άλμπουμ; Έπαιξε κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση της ηχογράφησης; Λειτούργησε αυστηρά σαν τεχνικός ήχου, ή είχε γνώμη και για άλλα θέματα;

Ψαρογιώργης & Jim White (πραγματικά απάντησαν ακριβώς τα ίδια!): Εκτός του ότι πήρε πάνω του το τεχνικό κομμάτι, σα μηχανικός ήχου, έπαιξε κι ένα ρόλο καθοδηγητή. Σε κάποιες περιπτώσεις η γνώμη του έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Είναι ιδανικός στο να σου δώσει μια αποστασιοποιημένη οπτική για αυτό που κάνεις. Είναι πολύ οργανωμένος και συνεπής. Κάθε φορά που πηγαίναμε στο στούντιο, είχε ήδη ακούσει όσα είχαμε γράψει την προηγούμενη, είχε κρατήσει σημειώσεις, μας έβαζε να ακούμε ξανά κάποια πράγματα που του άρεσαν περισσότερο ή λιγότερο. Με όσα μας έλεγε έδινε χαρακτήρα σε όσα ξανακούγαμε και μας βόηθαγε να κατασταλάξουμε. Γιατί κάθε φορά που γράφαμε ένα κομμάτι, έβγαινε λίγο διαφορετικό και δυσκολευόμασταν πολύ να διαλέξουμε την κατάλληλη εκτέλεση. Σε αυτό το σημείο ο ρόλος του Guy υπήρξε πολύ καθοριστικός.

Είστε μέλος της σπουδαιότερης μουσικής οικογένειας του τόπου μας. Οι θείοι και ο πατέρας σας υπήρξαν πραγματικά σπουδαίοι. Πώς βιώνετε τη μετάβαση; Το βαρύ όνομα;

Ψαρογιώργης: Με συγκινεί, με φοβίζει και με εμπνέει. Κυρίως με εμπνέει, το κουβαλάω μέσα μου σαν πολύτιμο εφόδιο. Χωρίς να με βαραίνει με κρατάει σε μια εγρήγορση. Σε μια διαρκή αγωνία να ψάξω, να μελετήσω, να προχωρήσω κι άλλο. Άλλοτε απογοητεύεσαι, άλλοτε ξαποσταίνεις, άλλοτε ξανανιώνεις, ξαναβρίσκεις πράγματα, απογοητεύεσαι ξανά και δώσ’ του από την αρχή. Και πάει λέγοντας. Αυτό γίνεται συνέχεια. Η επιρροή από τους παλιότερους από την προηγούμενη γενιά, τους θείους μου και τον πατέρα μου, είναι μεγάλη. Από αυτούς έμαθα. Από αυτούς και από τους παλιότερους. Αυτός που με επηρέασε περισσότερο ήταν ο πατέρας μου, ο Ψαραντώνης, αλλά και ο θείος μου ο Νίκος και ο θείος μου ο Γιάννης, ο οποίος επίσης παίζει λαούτο. Πάντως, αν θεωρούμαι εγώ εξέλιξη όσων που παρέλαβα από αυτούς, νιώθω δέος σκεπτόμενος πόσο πολύ εξέλιξε η προηγούμενη γενιά τη μουσική μας. Έδωσαν μεγάλη ώθηση στην κρητική μουσική παράδοση. Πρόσθεσαν πολλά νέα στοιχεία, αλλά κυρίως δώσανε ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στα τραγούδια τους και στις ηχογραφήσεις τους. Ο καθένας ξεχωριστά, έκαναν σπουδαία πράγματα και ο Ψαραντώνης και ο Ψαρογιάννης και ο Ψαρονίκος. Ήταν πρωτογενή πράγματα και πρωτοποριακά όσα έκαναν. Έτσι, πάντα τους θαύμαζα για όσα έκαναν. Ο δε Ψαραντώνης, είναι από μόνος του μια νέα κουλτούρα για την Κρήτη. Πρόκειται για μια ξεχωριστή φυσιογνωμία και αυτό φάνηκε στην πορεία του. Μέσα από την εξέλιξή του στα παιξίματα και τις ηχογραφήσεις του.

Το Goats είναι το πρώτο δείγμα γραφής μιας συνεργασίας που χαράζει πραγματικά μια τολμηρή νέα πορεία στα μουσικά πράγματα. Δυο πολυταξιδεμένοι μουσικοί που κάνουν τα πιο μακρινά ταξίδια μέσα στην ίδια τη μουσική τους, φτιάχνουν ένα ψηφιδωτό από ακούσματα, επιρροές, αισθήσεις και βιώματα. Θραύσματα μιας παγκοσμιοποιημένης μνήμης που στέκονται αμήχανα στον ιστό που υφαίνει η αράχνη του χρόνου.

Ταξιδέψτε μαζί τους σήμερα το απόγευμα στo Plissken Festival.


Η συναυλία των Xylouris/White θα γίνει στην κεντρική σκηνή, στις 17:30.
POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.