Κάποτε, σε καιρούς πιο αθώους, όλοι οι Αθηναίοι που αγαπούσαν το θέατρο και προσπαθούσαν να διατηρούνται ενήμεροι περί αυτού – σπάνιες, βλέπετε, τότε οι μετακλήσεις σημαντικών παραστάσεων από το εξωτερικό, και μάλιστα ρηξικέλευθων και πολυσυζητημένων – μιλούσαν για τρεις συνονόματους σκηνοθέτες: τον Πήτερ Χωλ, τον Πήτερ Μπρουκ και τον Πέτερ Στάιν. Με τη λυπηρή αφορμή της αποδημίας του πρώτου, σε ηλικία 86 ετών, θα προσπαθήσω να θυμηθώ πώς ήταν τα πράγματα τότε: οι πληροφορίες περί αυτού, σε όλη τους την έκταση, υπάρχουν πλέον αφειδώς στο διαδίκτυο, και δεν πιστεύω πως έχει να προσφέρει κάτι η χιλιοστή αναπαραγωγή τους.

Ανήκω στη γενιά που δεν πρόλαβε τις πρώτες επισκέψεις των μεγάλων αυτών ανθρώπων του θεάτρου – την Ορέστεια του Χωλ, τη Μαχαμπαράτα του Μπρουκ, την πρώτη Ορέστεια του Στάιν – στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80. Όμως τις είδαν αυτοί που έπρεπε: ο Λευτέρης Βογιατζής, ας πούμε, που είχε ενθουσιαστεί με την παράσταση του Χωλ.  Και όλοι εκείνοι που έμελλαν να αναδιαμορφώσουν το πρόσωπο του ελληνικού θεάτρου, που, με συγκεκριμένες εξαιρέσεις, είχε παραμείνει παλαιικό και επαρχιακό.  Αντίθετα με την πλειοψηφία των καλλιτεχνών, η τότε θεατρική κριτική, με προεξάρχοντα το γνωστό και μη εξαιρετέο Κώστα Γεωργουσόπουλο, είχε επιτεθεί σφοδρά στον Άγγλο σκηνοθέτη.


Η δική μας γενιά πρόλαβε όμως τις μεταγενέστερες παραστάσεις του Πήτερ Χωλ: τον Άμλετ του στο Ηρώδειο  – ιδρυτής της Royal Shakespeare Company γαρ. Ο ίδιος είχε παίξει το ρόλο ως ηθοποιός σε νεαρότατη ηλικία. Θυμάμαι να βλέπω για πρώτη φορά έναν Άμλετ που τολμά να γελάσει με τα παιχνίδια που του στήνει η μοίρα του, να σαρκάσει πικρά αυτό που ο ίδιος αναγκάζεται να γίνει, παγιδευμένος μέσα στη δίνη του Τυχαίου. Χωρίς να είναι η αριστουργηματικότερη παράσταση του εμβληματικού έργου του σαιξπηρικού δραματολογίου, έριχνε φως σε σημεία που πολλοί άλλοι σκηνοθέτες ανά τον κόσμο προσπερνούσαν ως περίπου δεδομένα: τι παραπάνω να θελήσει κανείς; Όταν η δημοφιλία του συγκεκριμένου έργου, αλλά και η τάση όλων των σκηνοθετών και πρωταγωνιστών ανά τον κόσμο, είναι να αναμετρηθούν οπωσδήποτε μαζί του, το οδηγούν σε αλλεπάλληλα ανεβάσματα, το ελάχιστο που αναμένει ένας θεατής, επαγγελματίας ή μη, για να το παρακολουθήσει ακόμα μια φορά, είναι να του δοθεί ένας επαρκής λόγος για να το πράξει.

Ο Πίτερ Χωλ μιλά για τη χρήση της μάσκας.


Θυμάμαι επίσης τη Λυσιστράτη του, με την πολύ ενδιαφέρουσα χρήση της μάσκας. Στεκόταν ανάμεσα στο κλασικό θέατρο και την επερχόμενη πρωτοπορία. Ακριβώς αυτή ήταν κι η σημασία αυτής της γενιάς: άνοιξε νέους δρόμους χωρίς να κόψει ακόμα εντελώς τους δεσμούς με τη στέρεα δραματουργική δομή του παρελθόντος. Και φυσικά πλήρωσε το τίμημα, θεωρούμενη ως σχεδόν πατροκτόνος από τους προγενέστερους, ενώ οι επερχόμενοι δεν άργησαν να τη θεωρήσουν συντηρητική και ξεπερασμένη – σχεδόν αντιδραστική. Ίσως τώρα έχει έρθει η ώρα να αποτιμηθεί πιο ψύχραιμα η αξία και η σημασία της.

Ομολογώ πως μια από τις παραστάσεις που δεν κατόρθωσα ποτέ να δω και ανήκουν στα απωθημένα μου είναι ο δεκαπεντάωρος Τάνταλος του 2000, βασισμένος στον ομώνυμο κύκλο δέκα έργων του Τζων Μπάρτον, που μιλούν για τον Τρωικό πόλεμο – ακόμα μια παράσταση ελληνικού ενδιαφέροντος. Δεν θα ικανοποιηθεί ποτέ η περιέργειά μου: αυτό είναι, φευ, το θνησιγενές του θεάτρου. Ο Διονύσης Φωτόπουλος, που σχεδίασε τα σκηνικά και τα κοστούμια της μαραθώνιας παράστασης, θα είχε σίγουρα πολλά να πει για το εξαιρετικά περιπετειώδες ανέβασμά της αν αποφάσιζε να μιλήσει γι αυτό.


Ο Πήτερ Χωλ έζησε μια εξαιρετικά δημιουργική και γεμάτη ζωή, τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Έκανε τέσσερις γάμους και έξι παιδιά. Ένα από αυτά, την όμορφη και ταλαντούχα ηθοποιό Ρεμπέκα Χωλ, ίσως την θυμούνται όσοι είχαν χαρεί στην Επίδαυρο το Χειμωνιάτικο Παραμύθι του Σαίξπηρ από το Bridge Project, σε σκηνοθεσία του Σαμ Μέντες.