!popaganda_pick-n-roll-001

Ήταν μάλλον δεδομένο ότι μόλις το εμβληματικό μουσείο σύγχρονης τέχνης Guggenheim προσκάλεσε την Zola Jesus να δώσει μια συναυλία στους χώρους του, η βραδιά θα καταγραφόταν και θα κυκλοφορούσε επίσημα απ’ την Sacred Bones. Η παρουσία του Foetus στις ενορχηστρώσεις έκανε το εγχείρημα ακόμα πιο ιντριγκαδόρικο, αλλά αυτό δεν έλυνε την απορία για την αναγκαιότητα του εγχειρήματος. Ούτε τώρα που έχουμε ακούσει το δίσκο, μας έχει λυθεί.  Όσοι εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους δεν διαψεύστηκαν, αφού το Versions δεν προσφέρει το παραμικρό στη δισκογραφία της, ίσα ίσα που της αφαιρεί κι ένα μεγάλο ποσοστό απ’ το καλλιτεχνικό της κύρος. Το ξεγύμνωμα των τραγουδιών της δεν τα κολακεύει. Περισσότερο υπενθυμίζει ότι η ραχοκοκαλιά τους είναι απέριττα ποπ κι ότι αυτό το είδος σπάνια «καλλωπίστηκε» όταν περιτριγυρίστηκε αποκλειστικά από έγχορδα. Η επιτηδευμένη λυρικότητα στη μουσική, η τραβηγμένη από τα μαλλιά ερμηνεία εκθέτουν (ελπίζω όχι ανεπανόρθωτα) τη Nika Roza Danilova, η οποία συμπεριφέρεται σα γερασμένη ντίβα που υποτίθεται ότι αναδεικνύει μια πρωτότυπη, φρέσκια πλευρά των τραγουδιών της (που κυκλοφόρησε μόλις πριν λίγα μόλις χρόνια). Η Bjork όμως μόλις θα είδε το λαμπατέρ γύρω απ’το λαιμό της θα την πήρε ενθουσιασμένη τηλέφωνο.

Στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, μια κατά κάποιο τρόπο συνοδοιπόρος της Zola Jesus, η Chelsea Wolfe παρόλο που πραγματοποίησε ένα παρόμοιο πείραμα με την περσινή κυκλοφορία του Unknown Rooms: 12 Acoustic Songs αλλά και γράφοντας ένα τραγούδι γι’ αυτό, μόλις έβγαλε τον δεύτερο εξαιρετικό δίσκο της καριέρας της. Το Pain is Beauty μπορεί να μην έχει την ορμή του προκατόχου του ή να έχει «καθαρίσει» πολύ στην μίξη/παραγωγή, αλλά αυτά που θεωρητικά θα ήταν μειονεκτήματα, η Chelsea Wolfe τα κάνει αρετές, αποδεικτικά στοιχεία ενός ισχυρού ταλέντου. Ο καθηλωτικός τσαμπουκάς του «Apocalypsis» μπορεί να εξαφανίζεται σε μεγάλο βαθμό αλλά τη θέση του παίρνουν μια ντουζίνα πιο «ψύχραιμα» τραγούδια που διασώζονται γιατί είναι, πολύ απλά, τα καλύτερα που έχει γράψει ποτέ. Ο καινούργιος και πιο πλούσιος ήχος της μπορεί να πατάει σταθερά πάνω στις dark παραδόσεις, αλλά δεν είναι ψεύτικος. Το φάντασμα της Siouxsie κυριαρχεί καθώς η ίδια τραγουδάει στο «Sick» ‘we carry on, even though you held us down/we carry on, with the song’, ένας στίχος που θα μπορούσε να είναι μια περήφανη στιγμή των This Mortal Coil. Και στο κάτω-κάτω, όταν τιτλοφορείς τραγούδι «Destruction Makes the World Burn Brighter» παίρνεις αρκετούς πόντους παραπάνω.

Very Good, Not Great

Υπάρχει μια περήφανη κατηγορία δίσκων που έχει τον από πάνω τίτλο, η οποία έχει περισσότερο να κάνει με προσδοκίες παρά με οτιδήποτε άλλο. Το Dagger Paths που κυκλοφόρησε ο Forest Swords το 2010 ήταν για μερικούς μήνες ένα καλά κρυμμένο μυστικό αλλά και ένα από τα καλύτερα EPs εκείνης της χρονιάς. Ο Μάθιου Μπαρνς είναι μάστορας του reverb και με αυτό ως βασικό όπλο (συν άπειρα samples, μετρημένα φωνητικά κτλ.) κυκλοφορεί επιτέλους τον πρώτο του ολοκληρωμένο δίσκο με τίτλο Engravings. Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στη μουσική του, εκτός ίσως απ’την πρόσθεση περισσότερων οργάνων, και γι’ άλλη μια φορά αποδεικνύει ότι είναι με διαφορά ο κορυφαίος ‘παραγωγός κρεβατοκάμαρας’. Όμως, ο σχεδόν ανατριχιαστικός προπομπός του καθώς και τα τρία χρόνια που πέρασαν από τότε, ανέβασαν υπερβολικά, απ’ ότι φαίνεται, τις απαιτήσεις μας με αποτέλεσμα το Engravings να μην ακούγεται σπουδαίο. Πολύ καλό ναι, αλλά σπουδαίο; Όχι. Ένα μικρό αριστούργημα όπως αυτό μπορεί σε άλλες περιπτώσεις να έφτανε για να χαρακτηρίσουμε εξαιρετικό ένα δίσκο αλλά στην περίπτωση του Barnes δίνεις άριστα στην ατμόσφαιρα και μικρότερο βαθμό σε όλα τα υπόλοιπα. Δηλαδή στις δέκα φορές που θα θελήσεις να ακούσεις κάτι τέτοιο, τις εννιά θα προτιμήσεις τους Boards of Canada.

!popaganda-factory-floor

Last but not least

Αν τα βάλεις κάτω, στα χαρτιά τουλάχιστον, οι Factory Floor είναι μια απ’ τις αγαπημένες μας μπάντες στον πλανήτη. Τα διάσπαρτα κομμάτια που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα ανήκουν στα highlights της τρέχουσας δεκαετίας, τα live τους είναι, κατά κοινή ομολογία, συγκλονιστικές εμπειρίες, η γυναίκα της παρέας συμμετείχε σε έναν από τους καλύτερους δίσκους του 2012, έχουν απολύτως σωστές επιρροές και οι συνθέσεις τους έχουν θέση σε δισκοθήκες γεμάτες με house/techno 12΄΄ των τελευταίων τριών δεκαετιών, αλλά και σε όσες είχαν ήδη όσα διδακτικά περιείχε η συλλογή του Τρέβορ Τζάκσον, Metal Dance.

Η ομαλή μεταμόρφωσή τους σε dance act, το βασικό δηλαδή συμπέρασμα που βγάζεις ακούγοντας το ντεμπούτο τους, είναι από μόνη της σημαντικό κατόρθωμα. Ο πρώιμος noise χαρακτήρας της μπάντας (δηλαδή πριν η Nik Colk Void μπει στο συγκρότημα το 2009) δεν ξεχώριζε απ’τον ορυμαγδό των ομολόγων τους, ενώ τώρα είναι με διαφορά το καλύτερο σχήμα του ρόστερ της DFA. Τουλάχιστον μέχρι το πρώτο reunion tour των LCD Soundsystem. Το ίδιο ισχύει και για τη μετέπειτα post industrial ταυτότητά τους που κουβαλούσαν μέχρι αυτήν εδώ την κυκλοφορία. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το «Two Different Ways» θα αποτελεί για πάντα το ορόσημο του συγκροτήματος, η στιγμή που παγίωσαν τον ήχο τους, που βρήκαν τι ακριβώς προσπαθούσαν να κάνουν τα τελευταία χρόνια. Γι’αυτό και δεν ξενίζει, ούτε πρέπει να χαρακτηριστεί ελάττωμα, η παρουσία του σε αυτόν τον δίσκο. Το «σήμερα» του σχήματος θα παρουσιαζόταν λειψό χωρίς το απόλυτο centerpiece του.

Οι Factory Floor έπραξαν ορθά καθυστερώντας την κυκλοφορία του, αφού το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του είναι ότι η χορευτική τους παιδεία έχει ανακατευτεί με απόλυτη επιτυχία με τους Throbbing Ghristle και τα σημαντικότερα συγκροτήματα της σκηνής του Σέφιλντ των 80s. Ειδικότερα, το Σέφιλντ –και το ΕΒΜ γενικότερα- υπάρχει με κεφαλαία γράμματα στην ούγια κάθε τραγουδιού τους. Για του λόγου το αληθές, είναι δεδομένο ότι κάπου σ’αυτόν τον πλανήτη θα ακούγονται δίπλα στα τραγούδια της μπάντας.

Το περίεργο που συμβαίνει όμως, πέρα απ’ τα όσα ωραία έχουμε ήδη περιγράψει, είναι ότι το τρίο απ’ το Λονδίνο φαίνεται πως έχει ήδη εξαντλήσει τη φαρέτρα του. Μόνο έτσι δικαιολογείται το γεγονός ότι ο δίσκος στο τέλος του φαίνεται να ξεμένει από ιδέες ή καλύτερα, να επαναλαμβάνει τα ίδια μοτίβα που σε ενθουσιάζουν στην πρώτη του πλευρά. Το «Breathe In» για παράδειγμα, θα μπορούσε να είναι κομμάτι των Shit Robot, με τους οποίους πέρα απ’το ότι μοιράζονται τη στέγη της DFA, δεν (θα έπρεπε να) έχουν οποιαδήποτε άλλη σχέση. Μαζί του, το «Work Out» είναι εύκολα το κομμάτι που προσπερνάς σε κάθε μία απ’τις πολλαπλές ακροάσεις που έχει ήδη κερδίσει ο δίσκος.

Πέρα απ’αυτό όμως, η παρούσα δουλειά είναι απ’ τους δίσκους της χρονιάς. Δεν θα βρούμε εύκολα άλλους δίσκους που όχι μόνο δεν κατηγοριοποιούνται εύκολα (γεγονός που τους έκανε κατευθείαν μια critics’ band), αλλά προσφέρουν και μια ανανεωτική ματιά στη χορευτική μουσική του σήμερα. Είναι όμως πολύ δύσκολο να χωνέψεις πως έπιασαν ήδη ταβάνι. Το δικό τους ταβάνι.