Θανατηφόρο

Θανατηφόρο

5η Μέρα: Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου

Το ελληνικό κοινό δεν είναι έτοιμο να ενστερνιστεί την κουλτούρα της Ασίας. Η σωματική και φωνητική υπερβολή των Ασιατών όταν ευθυμούν (λίγο είναι να ζει κανείς με υπερβολικά αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς;), η παρουσίαση των ψυχικά διαταραγμένων αουτσάιντερς και η άποψή τους για τον Κινηματογράφο διαφέρει σημαντικά από τον καθ’ ημάς τρόπο ζωής και σκέψης. Αυτό συνειδητοποίησα στην προβολή της ταινίας Θανατηφόρο.

Παρά τους όποιους γέλωτες μερίδας του κοινού, η ταινία στη βάση της ήταν ένα ψυχολογικό θρίλερ. Θρίλερ, όμως, που δε γεννά φόβο, αλλά εμπεριέχει μια χροιά δραματική. Ένας καλοκάγαθος νεαρός συμμετέχει (ενεργά ή μη δεν είναι απόλυτα διαυγές) στον ομαδικό βιασμό μιας κοπέλας, κάτω από τη βίαιη παρότρυνση της «παρέας» του. Δέκα χρόνια μετά προσπαθεί να σουλουπώσει τη ζωή του, αν και η καλοσύνη του δεν τον γλιτώνει από την συνεχόμενη εκμετάλλευση. Κάποια στιγμή, ο δρόμος του και ο δρόμος του θύματος θα συναντηθούν σε μια γωνία και θα αρχίσουν να συμπορεύονται. Όλες οι θαμμένες τύψεις θα επιπλεύσουν με ισχυρή άνωση, οδηγώντας τον σταδιακά σε μια εμμονική συμπεριφορά και σε μια προσπάθεια εξιλέωσης με όλους τους δυνατούς τρόπους. Από την προσφυγή στη θρησκεία ως και την αιματηρή εκδίκηση .

Η αναζήτηση της εξιλέωσης μετά από μια τέτοια τραυματική εμπειρία, όπως φαίνεται, είναι ένα μονοπάτι δύσκολο και ψυχοφθόρο όταν είναι κανείς εγκάρδιος. Τρώει τα σωθικά αργά και βασανιστικά, σκοτώνοντας και την τελευταία υποψία ηρεμίας. Ο πρωταγωνιστής (απόλυτα πειστική ερμηνεία του αλαφροΐσκιωτου εμμονικού από τον πρωτοεμφανιζόμενο Γέον Γου Ναμ) αναζητά την κάθαρση από την κόλαση που βιώνει, μια κόλαση όχι θρησκευτική μα απόλυτα προσωπική. Πάντα όμως συναντά κάτι που θα του θυμίσει τα πεπραγμένα του: ένα όνειρο, ένα διάλογο, μια κατάσταση, έρχεται παντού αντιμέτωπος με αυτά. Σε σημείο που η ταινία μοιάζει να αντικατοπτρίζει περισσότερο εξπρεσιονιστικά την κατάσταση του πρωταγωνιστή παρά πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν έξω από αυτόν. Αυτό θα ήταν μια πολύ καλή εξήγηση, καθώς πρόκειται για ταινία ψυχολογική και σχεδόν καθόλου ρεαλιστική.

Στην απόδοση της παραπάνω παράνοιας συμβάλλει και η σκηνοθεσία του Ντόν-κου Λι. Όταν ο βιασμός και άλλα κτηνώδη περιστατικά πρόκειται να πραγματοποιηθούν, θα χτίσει την ένταση γύρω από αυτά βασανιστικά αργά, απεικονίζοντας όλα τα βήματα μέχρι την πραγματοποίηση, και όταν έρθει, αναπόφευκτα, η ώρα δε θα δείξει τίποτα. Η ψυχολογική προετοιμασία για μια δολοφονία κρατάει πολύ περισσότερο από την ίδια την πράξη της, και αυτό ο Λι δείχνει να το γνωρίζει καλά. Θα χρησιμοποιήσει, επίσης, τρεμάμενα τρε γκρο πλαν και ομπλίκ για να αποδώσει την ψυχική αστάθεια των χαρακτήρων. Και στις σκηνές των ονείρων και φαντασιώσεων του πρωταγωνιστή, πέρα από μεταφορικές παραβολές, θα επιστρατεύσει ντελιριακούς συνδυασμούς φωτός και ήχου, προσφέροντάς μας γυμνό το βραχνά που κουβαλά.

Σίγουρα όχι η ταινία που θα επανορίσει το είδος του ψυχολογικού θρίλερ, πάσχει, μάλιστα και σε κάποια σημεία, όπως στην πρωτοτυπία και στο άνισο σενάριο. Καταφέρνει, παραταύτα, να λάμψει αυτοδύναμα, ένα μικρό κομψοτέχνημα αφιερωμένο στην ανθρώπινη θέληση για ειλικρινή μετάνοια.

6η Μέρα: Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου

Αγάπη Αιώνια

Αγάπη Αιώνια

Ο Μπρένταν Μαλντάουνι κερνά fusion πρόγευμα ιρλανδικής και ιαπωνικής γευσιγνωσίας, με ρόφημα θανατολαγνείας τους πρωινούς επισκέπτες της Όπερας. Πρόταση ριψοκίνδυνη αλλά ευχάριστη τελικά.

Το Αγάπη Αιώνια επικεντρώνεται στη ζωή του Ίαν, ενός ενήλικα που το χόμπυ του είναι να σχεδιάζει την αυτοκτονία του και να συναναστρέφεται διαδικτυακά με ομοϊδεάτες. Έχοντας νεανικές «περιπτύξεις» με το θάνατο του πατέρα του και μιας συμμαθήτριάς του, κλείνεται στο δωμάτιό του για 10 χρόνια. Ωστόσο αναγκάζεται να βγεί στον ήλιο μετά το θάνατο της μητέρας του. Αρχίζει να επιδιώκει μια ανθρώπινη επαφή στο βαθμό του ασφαλούς για τα δεδομένα του, επαφή που, όμως, επικεντρώνεται σε μελλοντικούς αυτόχειρες. Αν και αρχικά ελπίζει να αποτελέσουν ένα αποκούμπι στην αυτοκτονία του, ξεκινά να αναθεωρεί και να διδάσκεται τη σημασία της ζωής. Κυρίως μέσω μιας γυναίκας που προσφάτως υπέφερε το χαμό κάποιου δικού της προσώπου.

Βασισμένος στον κεντρικό ήρωα του βιβλίου του Ιάπωνα Κεν Οίσι «In Love With The Dead», ο Ίαν υφίσταται ως ειδήμων του θανάτου, αλλά έχει ελλιπή μελέτη της Ζωής. Η εξ επαφής παρατήρηση του θανάτου, που στα νεαρά χρόνια της ζωής του κατέληξε να έχει επιπτώσεις στον ψυχισμό του, κατά τρόπο ειρωνικό τον επουλώνει. Ό, τι και να συμβεί, το θνήσκειν θα παραμείνει το κέντρο της κοσμοθεωρίας του, το κριτήριο επιλογής των κινήσεών του και, μέχρις ενός σημείου, αυτοσκοπός.

Όσα μακάβρια περιστατικά βρίσκονται στο πεδίο της κάμερας, γίνονται πολύ πιο νοσηρά μέσω της πανέμορφης, ήπιας φωτογραφίας. Θυμίζοντας σύγχρονη ιαπωνική σκηνοθεσία, το κλίμα παραμένει σταθερά ήρεμο, χωρίς υπερβολές στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Τα χρώματα εναλλάσσονται ανάμεσα σε μουντές και ζωηρές αποχρώσεις, ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει και η ονειρική μουσική που συνοδεύει τα πανέμορφα σκηνικά της Ιρλανδίας, καθώς και τις φρικαλεότητες που πραγματοποιεί ο Ίαν.

Για κάποιο λόγο, και στην απλή σκέψη του γιαπωνέζικου αντίστοιχού της ταινίας, ριγούσα. Πραγματικά όμως δεν πειράζει, οι Ιρλανδοί είναι ίσως ο μόνος λαός που, ενώ ο ψυχισμός του διαφέρει σημαντικά από την ιαπωνική νοοτροπία, μπορεί να την καταλάβει απόλυτα. Ιρλανδός δεν ήταν, άλλωστε και ο Lafcadio Hearn, που συγκέντρωσε τις γιαπωνέζικες φολκλόρ ιστορίες τρόμου στο “Kaidan” -ΟΚ, Ελληνοϊρλανδός-;

Πολύ δυνατή παρουσία στο φεστιβάλ, ένα θαυμάσιο φιλμικό δοκίμιο σχετικά με την αντικοινωνικότητα, το θάνατο και πάνω απ’ όλα, τη ζωή. Αδύνατο να μην προκαλέσει ένα συγκινημένο χαμογελάκι στο τέλος της. Και υπέροχη η σκηνή που οι πρωταγωνιστές επιδίδονται σε έξαλλο χορό υπό τους ήχους των θρύλων Minor Threat.

Μαθήματα Αρμονίας

Μαθήματα Αρμονίας

Τα Μαθήματα Αρμονίας ήταν ένας από τους πρώτους τίτλους του φεστιβάλ που ανακοινώθηκαν, ενώ λόγος έγινε για τη μεγάλη έκπληξη της χρονιάς. Άλλος τρόπος εξακρίβωσης πλην της εξ ιδίου παρατήρησης δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση.

Τα στατικά μονόπλανά της μας μεταφέρουν στο Καζακσταν και στο μικρόκοσμο ενός σχολείου. Του σχολείου στο οποίο φοιτεί ο Ασλάν, ένας νεαρός ιδιαίτερα ευφυής, με κλίση στη φυσική, που βιώνει τα χειρότερα είδη τραμπουκισμού. Υπαίτιος, ο δικτάτωρ του σχολείου, Μπολάτ, και τα τσιράκια του., οι οποίοι, δρώντας σα φαμίλια μαφιόζων, κακοποιούν σωματικά και ψυχικά τους συμμαθητές τους, μαζεύοντας λεφτά για τα λυκειόπαιδα, των οποίων και αποτελούν «υπάλληλους». Η κακοποίηση που δέχεται ο Ασλάν τον τραυματίζει ανεπανόρθωτα, οδηγώντας τον στο σχεδιασμό μιας αιματηρής εκδίκησης κατά του δυνάστη του.

Με γενικά πλάνα που αναδεικνύουν το τοπίο και συρρικνώνουν το άτομο, πλήρη έλλειψη μουσικής υπόκρουσης, το ψυχρό λευκό και τους μακρόσυρτους κλειστοφοβικούς διαδρόμους, η δημιουργία του πρωτοεμφανιζόμενου Εμίρ Μπαϊγκαζίν ραπίζει αλύπητα το ψυχισμό και τις αντοχές του θεατή. Στον κόσμο του δεν υπάρχει τίποτα όμορφο, μόνο μια διαρκώς ασταθής ψυχολογία και ένας ουροβόρος κύκλος βίας χωρίς πιθανότητες λύτρωσης. Μια βάρβαρη εφηβική ηλικία, που ο υπόκοσμος διεισδύει στα σχολεία, μετατρέποντας την απόδραση από την επαρχία στη μεγαλούπολη σε μόνη διέξοδο. Και μέσα από τη ρεαλιστική, σχεδόν ντοκιμαντερίστικη καταγραφή του Μπαϊγκαζίν, το μέλλον για τα παιδιά του Καζακσταν δε δείχνει ευοίωνο.

Η πλάγια κριτική του για το δύσκολο ζην στα παγωμένα όρη, δεν περιορίζεται στην κεντρική ιστορία της ζόρικης εφηβείας του Ασλάν. Οι συμμαθητές του, ακόμα και ο Μπολάτ, έχουν το μερίδιό τους στην κάμερα όπου εξομολογούνται, συζητούν, μονολογούν και βασανίζονται, αναδεικνύοντας όχι απλώς το μικρόκοσμο του σχολείου, αλλά και τις επιπτώσεις της καζάκικης νοοτροπίας στη νεότερη γενιά της μέσα από διαφορετικές μαρτυρίες.

Στο οπλοστάσιο του σκηνοθέτη, επίσης, καταγράφονται: η χρήση φαινομενικά ανούσιων πλάνων, που όμως, όσο προχωρά η ταινία, καταλαβαίνει κανείς τη σημασία που έχουν για την πλοκή της, αναγκάζοντας τον εαυτό του να παραδεχτεί ότι τα πάντα παίζουν ρόλο. Αριστοτεχνική είναι και η χρήση συγκεκριμένων μοτίβων, τα οποία δεν υπερφορτώνουν την ταινία. Το εξαγνιστικό νερό, η σκληρότητα του μετάλλου, η ανακάλυψη του εαυτού στο γυαλί του καθρέφτη, η προβολή της ανθρωπότητας στις κατσαρίδες, η φετιχοποίηση των αντικειμένων που αντιπροσωπεύουν τη χαρά και οι επώδυνες θύμησες του γυάλινου ποτηριού είναι μοτίβα κατανοητά και διόλου δυσανάγνωστα.

Εν κατακλείδι : Ταινία της χρονιάς; Όχι, μεγάλη κουβέντα, έχουμε δρόμο να διανύσουμε μέχρι τη λήξη του έτους. Κεραυνός εν αιθρία; Σίγουρα.

Ηλεκτρικά Κύματα

Ηλεκτρικά Κύματα

Headliner της έκτης μέρας, για το γράφοντα, ο Μορίς Μαρτενό σε ένα αυτοβιογραφικό ρεσιτάλ. Δε θα αναφερθώ εις βάθος στο περιεχόμενο των Ηλεκτρικών Κυμάτων, αρχικά λόγω της μεγάλης έκτασης του κειμένου, και κυρίως, επειδή αποτελεί εμπειρία αισθαντική.

Με λίγα λόγια, το ντοκιμαντέρ ανατρέχει πίσω στη δεκαετία του ’30, όταν ο ασυρματιστής Μαρτενό κατάφερε να δαμάσει τα ηλεκτρικά κύματα, παράγοντας ένα μουσικό όργανο μαγευτικά εξωγήινο, το Ondes Martenot. Αν και πρόκειται περί ενός οργάνου παραγνωρισμένου (ρόλο σε αυτό παίζει και η άτυπη κόντρα του με το συνθεσάιζερ), έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως μέσα στα χρόνια. Από τα τραγούδια της Εντίθ Πιάφ και την ταινία του Αμπέλ Γκανς Το Τέλος του Κόσμου (στο οποίο εμφανίζεται ο ίδιος ο Μαρτενό), μέχρι το Kid A των Radiohead.

Η ταινία είναι γεμάτη αφηγήσεις σχετικά με το όργανο και τον ίδιο το Μαρτενό. Το ατύχημα της πρώτης μεγάλης του συναυλίας, που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή, η συγγραφή του πρώτου έργου αποκλειστικά για Ondes από τον Έλληνα συνθέτη Δημήτριο Λεβίδη, την προτίμηση του Ολιβιέ Μεσιάν στο σφυριχτό ήχο του οργάνου, η προσπάθεια του γιου Μαρτενό να δημιουργήσει μια νέα γενιά Ondes, όλες αυτές οι αφηγήσεις καταδεικνύουν ένα όργανο με ιστορία, κύρος και φινέτσα.

Ο Μαρτενό παρουσιάζεται ως πρωτοπόρος των καιρών του, ένας γνήσιος οραματιστής που προκάλεσε μια επανάσταση στο χώρο της μουσικής· αληθινός υπηρέτης της Τέχνης που δε δίστασε να γίνει ένας από τους πρώτους ανθρώπους που χρησιμοποίησαν τις τεχνολογικές τους γνώσεις αποκλειστικά για την παραγωγή ομορφιάς.

Στα συν του ντοκιμαντέρ, οι υπνωτιστικές performances από τους βιρτουόζους του Ondes, αιθέρια κατανυκτικές. Από την άλλη, οι πολλές τεχνικές λεπτομέρειες δυσκόλεψαν λίγο, αλλά καθώς πρόκειται για ντοκιμαντέρ που δεν αφορά σε κάποια περσόνα αλλά σε ένα όργανο, εξυπακούεται πως δεν αποτελεί αμιγώς αρνητικό στοιχείο.

Με την επαναφορά του φωτισμού στην αίθουσα, δύο είναι οι σκηνές που ανακαλούνται αυθόρμητα. Οι Radiohead επί σκηνής να παίζουν το “How to Disappear Completely” και κατόπιν ο Τζόνυ Γκρήνγουντ να δέχεται επίσκεψη από την παλαίμαχο Ondiste, Συζάν Μπινέ Ωντέ, και ο γιός του Μαρτενό να ακούει συγκινημένος τον πατέρα του να παίζει σε ένα δίσκο με πρωτότυπες ηχογραφήσεις. Μαγευτικό και συγκινητικό, μια εμπειρία ζωής.