Με την Ευρώπη να ζει ξανά έξαρση εθνικισμών και να κωφεύει μπροστά στον τρόμο της ανόδου (νεο)ναζιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες (μετά τις πρόσφατες εκλογές δε, και στην ίδια τη μήτρα του ναζισμού, τη Γερμανία), η στήλη θεωρεί υποχρέωσή της να υπενθυμίσει τους λόγους που οδήγησαν στην απαραίτητη μεταπολεμική ένωση των κρατών που σήμερα έχει μετασχηματιστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ένας καλός τρόπος είναι μέσω των «Απομνημονευμάτων» του Jean Monnet (1888-1979), του επονομαζόμενου και «Πατέρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ο Μονέ, γόνος εταιρείας παραγωγής κονιάκ από την ομώνυμη περιοχή της Νότιας Γαλλίας, είχε – κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – την ιδέα της ένωσης της Γαλλίας με τη Μεγάλη Βρετανία, ώστε μαζί να αντιμετωπίσουν τη Γερμανία.

Η καριέρα του στη διεθνή σκακιέρα ξεκίνησε όταν, σε ηλικία μόλις 22 ετών, κατάφερε να γνωρίσει τον Γάλλο πρωθυπουργό Βιβιάνι και να του μιλήσει για αυτή την ιδέα, η οποία το 1916 και το 1917 άρχισε διστακτικά να υλοποιείται στα πλαίσια ενός πρωτοφανούς οργάνου οικονομικής συνεργασίας που ανέλαβε τη συνολική διαχείριση των προμηθειών των δύο χωρών.

Η εμπειρία που απέκτησε ο Μονέ σε αυτό το όργανο υπήρξε κομβική, τόσο διότι στο μέλλον η προϋπηρεσία του αυτή θα τον έφερνε σε καίριες θέσεις που απαιτούσαν τη διαχείριση αντίστοιχων περιπτώσεων, όσο και επειδή τον βοήθησε να κατασταλλάξει στη μέθοδο εργασίας και διαπραγματεύσεων που μπορεί να οδηγήσει σε νέου τύπου διακρατικές συνεργασίες.

Το βιβλίο αποτυπώνει ξεκάθαρα ένα από τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης Ευρώπης: η απουσία μεγάλων Ευρωπαίων πολιτικών βαραίνει σημαντικά το παρόν αλλά και το μέλλον της Ένωσης, καθώς αυτό που δεν υπάρχει είναι το όραμα για την επόμενη ημέρα.

Έτσι, υπήρξε ο Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας της Κοινωνίας των Εθνών (1920), θέση την οποία όμως εγκατέλειψε όταν διαπίστωσε τον αρτηριοσκληρωτικό τρόπο λήψης αποφάσεων που πίστευε ότι ανήκει στο παρελθόν και δεν μπορεί να λειτουργήσει στον ταραγμένο, νέο κόσμο του 20ου αιώνα. Έπειτα, συνέβαλε στη σταθεροποίηση των νομισμάτων της Πολωνίας (1927) και της Ρουμανίας (1928), ενώ τη δεκαετία του ’30 εργάστηκε για την κυβέρνηση της Κίνας.

Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο ρόλος του υπηρξε τόσο σημαντικός, ώστε ο Κέινς να πει ότι πιθανότατα οι ενέργειές του συντόμευσαν τον πόλεμο κατά ένα έτος. Ο Μονέ ήταν αυτός που κατάφερε να κάνει τον Τσώρτσιλ και τον Ντε Γκωλ να ξεκινήσουν την αγγλο-γαλλική συνεργασία, στο πρότυπο της αντίστοιχης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, είναι αυτός που είχε την ιδέα να καταστούν οι ΗΠΑ ένα «μεγάλο πολεμοφόδιο της δημοκρατίας» που με την ατελείωτη οικονομική και βιομηχανική ικανότητά της, θα προμηθεύσει τις Αγγλία και Γαλλία με (αδιανόητες ως τότε) ποσότητες όπλων και λοιπών προμηθειών, ώστε να μπορέσει τελικά να νικηθεί ο Άξονας των Γερμανών και των Ιταλών.

Η σχέση που ανέπτυξε με τον Ρούσβελτ και την αμερικανική ηγεσία ήταν τέτοια, ώστε μετά το τέλος του πολέμου διαπραγματεύτηκε και πέτυχε τη διαγραφή χρέους σχεδόν 3 δις δολαρίων της Γαλλίας ως προς τις ΗΠΑ, ενώ πήρε και δάνειο με πολύ χαμηλό τόκο.

Ήδη κατά τη διάρκεια του ζόφου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μονέ υπήρξε ο βασικός μοχλός της πίεσης για τη δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», πιστεύοντας σωστά ότι μόνο η ένωση των κρατών (ειδικά της Γαλλίας με τη Γερμανία) θα φέρει μόνιμη ειρήνη στην ταλαιπωρημένη ήπειρο. Κατόρθωσε να ξεκινήσει τη διαδικασία της ένωσης με το Σχέδιο Σούμαν (το οποίο συνέταξε) που οδήγησε στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Χάλυβα και Άνθρακα (1951). Αυτό το τεράστιο βήμα άλλαξε οριστικά την Ευρώπη και αποτέλεσε την αρχή όλων των επόμενων βημάτων (Κοινή Αγορά, Ευρωπαϊκή Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Ένωση, κλπ).

Ο Μονέ ειναι ο άνθρωπος που δεν πίστεψε στην αλλαγή χάρη σε μαγικές συνταγές, αλλά χάρη σε οργανωμένα και σταθερά βήματα που σιγά σιγά θα αλλάξουν τις συνειδήσεις και τον κόσμο: «Η δική μας προσέγγιση ήταν τελείως διαφορετική. Ξεκινούσε από περιορισμένες δημιουργίες, δημιουργώντας μια εκ των πραγμάτων αλληλεγγύη που η βαθμιαία εξέλιξή της θα κατέληγε αργότερα σε ομοσπονδία. Δεν πίστεψα ποτέ ότι η Ευρώπη μπορεί να γεννηθεί μια μέρα από μια μεγάλη πολιτική μεταβολή και δεν πίστευα πως έπρεπε να αρχίσουμε ζητώντας τη γνώμη των λαών για τις φόρμες που θα έπαιρνε η Κοινότητα, τη στιγμή που δεν είχαν συγκεκριμένη εμπειρία σχετικά μ’αυτή».

Επίσης, υπήρξε αυτός που κατανόησε ότι για να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει μια Ενωμένη Ευρώπη, οι βασικές αποφάσεις θα πρέπει να είναι πολιτικές (και όχι οικονομικές), καθώς μόνο έτσι μπορούν να υπερκεραστούν τα εμπόδια στην δύσκολη πορεία μιας νεοπαγούς ιδέας. Σε αυτό είχε την τύχη να έχει την απόλυτη εμπιστοσύνη και συνεργασία του Γερμανού καγκελάριου Αντενάουερ, ενός βαθιά Ευρωπαίου πολιτικού που κατανοούσε ότι «τα οικονομικά προβλήματα, όσο κι αν είναι σημαντικά, κατέχουν δευτερεύουσα θέση: πάντα θα βρούμε για αυτά μια λύση» και ότι «ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα ήταν να ανασυσταθεί μια Ευρώπη κυρίαρχων κρατών που θα ελκυόταν από τα πλεονεκτήματα του προστατευτισμού».

Το βιβλίο βρίθει πληροφοριών για τις σημαντικότερες στιγμές του 20ου αιώνα, με τον Μονέ να παρουσιάζει καθαρά αλλά και αναλυτικά τόσο τις περιστάσεις αλλά και τους χαρακτήρες που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ιστορία. Άλλωστε, αυτή η αναλυτική ικανότητά του και η ψυχολόγηση των συνομιλητών του ήταν που τον έκαναν τόσο απαραίτητο σε όλες τις διεργασίες που πήρε μέρος, αφού μπορούσε – όσο κανείς άλλος – να επηρεάζει τους ηγέτες και να τους οδηγεί στον «σωστό» δρόμο. Έτσι, τα «Απομνημονεύματά» του διαβάζονται τόσο ως ιστορικό αποτύπωμα όσο και ως εγχειρίδιο για όσους επιθυμούν να μάθουν την τέχνη του συμβιβασμού και της διπλωματίας.

Πέρα από αυτά όμως, το βιβλίο αποτυπώνει ξεκάθαρα ένα από τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης Ευρώπης: η απουσία μεγάλων Ευρωπαίων πολιτικών βαραίνει σημαντικά το παρόν αλλά και το μέλλον της Ένωσης, καθώς αυτό που δεν υπάρχει είναι το όραμα για την επόμενη ημέρα. Έτσι, σε αντίθεση με την μεταπολεμική εποχή που η πολιτική υπερίσχυε της οικονομίας, τώρα ζούμε το αντίθετο, με τις αναπόφευκτες συνέπειες.


Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.