Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ POPAGANDA

H τελευταία αρκούδα του δάσους- Του Άκη Παπαντώνη

Έλληνες συγγραφείς γράφουν, αποκλειστικά για την Popaganda, ένα διήγημα με αφετηρία ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
PAPADONIS

Εισπνοή: Πρωτοετής φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, τραβιόσουν με μια τελειόφοιτη της Νομικής. Εκείνη νοίκιαζε στην Παπάφη, εσύ ψηλά στις Σαράντα Εκκλησιές. Δεν είχες χωρίσει ακόμα με την Αθηνά. Τα βράδυα, μετά τις οχτώ, άφηνες το δυάρι και κατέβαινες στο καρτοτηλέφωνο. Πρώτα το υπεραστικό τηλεφώνημα: –Είσαι καλά; –Καλά, ναι. –Πότε θα έρθεις; –Δεν ξέρω. Θα έρθω. –Κάνει κρύο; –Πολύ κρύο. Πολύ. –Τι άλλο; –Τι άλλο; Τίποτε άλλο. –Oκέι… –Τελειώνουν οι μονάδες, πρέπει να κλείσω. –Γειά σου. –Γειά. Ύστερα το τοπικό: –Έλα. –Έλα μου. –Τώρα; –Τώρα αμέσως. Δεν μπορώ να περιμένω. –Έρχομαι. Έκλεινες βιαστικά κι έτρεχες πίσω στο σπίτι, να βγάλεις τα διπλά και τρίδιπλα μακό και το παντελόνι της πιτζάμας που φορούσες κάτω από τα ρούχα σου, να πλυθείς γρήγορα, να πάρεις ταξί ως την Παπάφη. Ανέβαινες δυο-δυο τα στενά σκαλιά ως την πόρτα της στον τρίτο. Σε περίμενε γυμνή στο άνοιγμα—για όσο άντεχες σε άφηνε να παριστάνεις τον εραστή. Ύστερα εκείνη άναβε τσιγάρο. Σου το πρότεινε, όμως εσύ δεν το άγγιζες.

Εκπνοή: Η πολυκατοικία ήταν χτισμένη σε ένα βύθισμα, έτσι που από την πλευρά του δρόμου το διαμέρισμα ήταν σχεδόν ημιυπόγειο, ενώ από την πλευρά του βουνού υπήρχαν άλλα δυο μπαλκόνια χαμηλότερα από το δικό σου. Από το μπάνιο σου ξεχώριζαν τα φώτα της Άνω Πόλης—το πρώτο πράγμα που είχε σπεύσει να σου δείξει η διαχειρίστρια. Τα δέντρα έφταναν ως το παντζούρι του υπνοδωματίου σου. Τη μοναδική άνοιξη που πέρασες σ’ εκείνη την πόλη είχατε βγει, κάποια πολύ ζεστή μέρα, οι δυο σας ανάμεσα στα πεύκα. Eκείνη—και το συνειδητοποιείς καθώς γράφεις: δεν θυμάσαι το όνομά της—είχε πετάξει τα παπούτσια της και βάδιζε αδέξια καθώς οι πευκοβελόνες πλήγωναν την ψίχα των δακτύλων της. Εσύ ακολουθούσες. Ήσουν καβλωμένος και ήθελες να μαζέψεις με τη γλώσσα το αχνό ρυάκι ιδρώτα που κατέβαινε τους ώμους της. –Μου αρέσει όταν περπατάς στις μύτες των ποδιών. –Έτσι δηλαδή; –Έτσι. –Έλα εδώ. –Εκεί; Τώρα; –Τώρα. Μόλις ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το βουνό, εκείνη επέμεινε να γυρίσετε στο σπίτι, σαν από παιδικό φόβο για την άγρια αρκούδα του δάσους.

Εισπνοή: Συχνά, στο στενό πίσω μπαλκόνι που χαϊδεύει το φύλλωμα των πεύκων παίζατε σκάκι εσύ κι εκείνος. Έφερνε μπουγάτσα με κρέμα από την Κρήνη, όμως δεν τη άγγιζε. Συνήθως έχανες—δεν σου έκανε χάρες. Συνήθως μιλούσε λίγο. Τα χρόνια περνούσαν βαριά από πάνω του. Γινόταν, φορά τη φορά, ο καθρέφτης του πατέρα του. Σε ρωτούσε συχνά για την κοπέλα της Παπάφη. Τότε ήταν που δεν μιλούσες εσύ. Στις μακρές παύσεις των συνομιλιών σας ακουγόταν ο ήχος του αέρα όπως κατέβαινε ανάμεσα από τα πεύκα. Που και που, μισοαστεία, του έλεγες πως τα βράδυα άκουγες την τελευταία ζωντανή αρκούδα του δάσους να σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι σου και να βολεύεται με την πλάτη κόντρα στο παντζούρι.

Εκπνοή: Με το τέλος του εαρινού εξαμήνου έφυγες. Ο καιρός είχε ζεστάνει και δεν φορούσες πια πιτζάμα μέσα από το παντελόνι. Βδομάδες είχες να πατήσεις στην Παπάφη. Και οι παρτίδες σκάκι είχαν αραιώσει, αφού εκείνος ήταν όλο και πιο συχνά στο χωριό να φροντίζει το αμπέλι. Ο πατέρας σου έφτασε βράδυ με το ταλαιπωρημένο Toyota που είχε τότε. Το επόμενο πρωί το φορτώσατε ως επάνω με τα πράγματά σου, αγοράσατε μπουγάτσα από την Κρήνη, φουλάρατε βενζίνη κάπου έξω από την Κατερίνη.

Εισπνοή: Δέκα χρόνια μετά—ή σχεδόν τόσα—είχες βγάλει δίπλωμα. Οδηγούσες ένα μαύρο Renault. Χάραζε στη Λεωφόρο νίκης καθώς έψαχνες κάποιον να ρωτήσεις τον δρόμο για το Ιπποκράτειο. Πάρκαρες πίσω από το νοσοκομείο, μπροστά από ένα διανυκτερεύον μπουγατσάδικο. Σου φάνηκε αστείο. Στον τρίτο όροφο, μπροστά στην κλειστή πόρτα της εντατικής, ο επαναληπτικός ήχος κάποιου μηχανήματος υποστήριξης της αναπνοής σου έραβε το στόμα. Και σου έκοβε τα πόδια.

Εκπνοή: Στο πρωινό επισκεπτήριο παίξατε μια παρτίδα στο μαγνητικό σκάκι σου. Είχε τα λευκά. Θυμήθηκε τον πατέρα του, θυμήθηκε παιδί να βουτά στο ποτάμι έξω από το χωριό με τα ρούχα και μετά να τριγυρνά εδώ κι εκεί ώσπου να στεγνώσει για να επιστρέψει σπίτι. Θυμήθηκε την κοπέλα της Παπάφη. Τα μαύρα κέρδισαν όταν του πήρες τον ένα αξιωματικό με τον δικό σου και επειδή, στην αμέσως επόμενη κίνηση, τον ανάγκασες να θυσιάσει και τον τελευταίο πύργο του. Στα τεράστια χέρια του τα πιόνια χάνονταν.

Εισπνοή: Στον δρόμο της επιστροφής χιόνιζε, το αυτοκίνητο μύριζε αντισηπτικό, στα Τέμπη κόλλησες πίσω από μια νταλίκα. Πριν βγεις στην εθνική έκανες μια παράκαμψη: ανέβηκες την ανηφόρα ως τις Σαράντα Εκκλησιές και πέρασες από την μικρή πλατεία με το καρτοτηλέφωνο—στο βάθος η πολυκατοικία της Αμπατζόγλου ήταν ακόμα στη θέση της.

Εκπνοή: Το βράδυ που ο θείος σου πέθανε είχες συναντήσει την Αθηνά. Στο ανακοίνωσε ο πατέρας σου στο τηλέφωνο κι άρχισες να κλαις με αναφιλητά. Σε έβαλε στο μικρό της Fiat και σ’ έφερε σπίτι της—κάπου στη Μεσογείων. Ανεβήκατε με το ασανσέρ, σου έδωσε νερό, έβγαλε το φόρεμά της με μια κίνηση. Σε έγδυσε μπροστά στον καθρέφτη του χολ και σ’ έκανε να χύσεις.

Εισπνοή: Τη διαδρομή τη θυμόσουν: αριστερές και δεξιές στροφές που αποστήθισες όταν σε είχε πάει να δεις το αμπέλι. Το χωριό όμως σου φάνηκε ξένο, σαν νεανικός έρωτας που τον μασκάρευαν είκοσι χρόνια καθημερινότητας.

Εκπνοή: Έχωσες το αυτοκίνητο κάτω από ένα δέντρο. Κρύφτηκες πίσω από στις ανοικτές πόρτες, φόρεσες λευκό πουκάμισο και σκούρο παντελόνι. Στον καθρέφτη χτένισες τα μαλλία σου με τα δάκτυλα. Εισπνοή: Στο νεκροταφείο—χωρίς περίφραξη, αραιά σπαρμένο μνήματα—είχε κόσμο. Δεν μπήκες στην εκκλησία. Κι όταν τον κατέβαζαν στο χώμα στεκόσουν πίσω-πίσω.

Εκπνοή: Μάης μηνας, μεσημεριάτική ζέστη. Ο κόσμος κατηφόριζε για τον καφέ: με τα σακάκια στον ώμο οι άντρες, με τις παλάμες αντήλιο οι γυναίκες.

Εισπνοή: Δεν μπορούσες να κλάψεις. Στάθηκες με τις μύτες των παπουτσιών στο όριο του φρεσκοσκαμμένου τάφου. –Πέρασα από την Αμπατζόγλου. Η αρκούδα ζει ακόμα εκεί.  

Εκπνοή: Δίπλα στην είσοδο του νεκροταφείου υπήρχαν δυο κάδοι. Στη σκιά τους ένα τσούρμο τσιγγανάκια ξεδιάλεγαν τα λουλούδια από τα στεφάνια κι έφτιαχναν μικρά μπουκέτα. Εισπνοή. Εκπνοή.  

Ο Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Για το πρώτο του βιβλίο, τη νουβέλα Καρυότυπος (Κίχλη, 2014), τιμήθηκε με το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του Αναγνώστη.  
POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.