Με τους εργαζόμενους του αθηναϊκού μετρό να βρίσκονται ακόμη σ’ επίταξη, η απόφαση των συναδέλφων τους στο Λονδίνο να κηρύξουν 48ωρη απεργία, μας προσφέρει μια καλή ευκαιρία για σκέψη. Όχι, βέβαια, για τις εικόνες συνωστισμού στους λονδρέζικους δρόμους, εύλογες άλλωστε όταν, οπουδήποτε, «παγώνει» ένα συγκοινωνιακό δίκτυο, αλλά για τη μεταχείριση που επιφυλάσσουν τόσο στους εν λόγω απεργούς όσο και στην αφηρημένη ιδέα της απεργίας οι «από πάνω». Έτσι, όχι έκπληκτοι, θα διαπιστώσουμε ότι η γραμματική και το συντακτικό των απανταχού «ανταπεργών» είναι κοινά.

fos0600041

Το «κατά απεργ(ι)ών» ανάγνωσμα

Από την Τετάρτη λοιπόν, στη βρετανική πρωτεύουσα, βρίσκεται σ’ εξέλιξη διήμερη απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων στο υπόγειο δίκτυο μεταφορών της πόλης. Οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν αντιδρούν στην πρόθεση των διοικούντων το σχετικό φορέα να «εκσυγχρονίσουν» τις παρεχόμενες υπηρεσίες, μεταξύ άλλων και ν’ αντικαταστήσουν εκδοτήρια εισιτηρίων στα οποία υπάρχει ανθρώπινη παρουσία με αυτοματοποιημένα συστήματα, κάτι που όπως υπολογίζεται από τους απεργούς θα οδηγήσει στην απώλεια 950 θέσεων εργασίας. Οι διαβεβαιώσεις των αρμόδιων ότι οι εργαζόμενοι θα απασχοληθούν σε άλλα πόστα δεν ακούστηκε πειστική στ’ αυτιά των τελευταίων, μ’ αποτέλεσμα, έπειτα από άκαρπες διαπραγματεύσεις, η απεργία να μοιάζει αναπόφευκτη. Η επιλογή της 48ωρης αναστολής των δραστηριοτήτων τους, αυτόματα μετέτρεψε τους υπαλλήλους στον «υπόγειο» σ’ αποδιοπομπαίους τράγους για εκείνους που συνήθως είναι «αλλεργικοί» απέναντι σ’ οποιαδήποτε μορφή εργατικής κινητοποίησης, όπου κι όποτε κι αν εκδηλώνεται, οποιονδήποτε σκοπό κι αν αυτή επιχειρεί να ικανοποιήσει.

Συντηρητική συγχορδία

Οι λεπτομέρειες της συγκεκριμένης σύγκρουσης εργαζομένων και εργοδοτών δεν έχουν τόση σημασία για εμάς εδώ όσο σημαντική είναι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται ενάντια στη στάση των απεργών. Επικαλούμενοι πρώτιστα το αγαθό της απρόσκοπτης κίνησης των πολιτών, από κοινού η συντηρητική κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας και ο εκ των επιφανέστερων υποστηρικτών της, ο επίσης συντηρητικός δήμαρχος Λονδίνου Boris Johnston, έχουν επιδοθεί, επικουρούμενοι από τα φιλικά προς τις πεποιθήσεις τους media, σ’ έναν άνευ όρων πόλεμο κατά της απεργίας και των υποστηρικτών της. Ο πυρήνας της κριτικής είναι γνώριμος, καθώς λίγο-πολύ συγκροτείται από τα ίδια κοινότοπα υλικά με τον αντίστοιχο στην καθ’ ημάς πραγματικότητα. Άλλωστε, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στο στόχαστρο τίθεται κατά βάση η ίδια η -κατακτημένη- δυνατότητα των εργαζομένων να αναλαμβάνουν δράση προασπιζόμενοι τα συμφέροντά τους, όπως τουλάχιστον εκείνοι τ’ αντιλαμβάνονται. Οι επιμέρους διαστάσεις δευτερεύουσα μόνο αξία έχουν για τους εκάστοτε πολέμιους των σχετικών δράσεων.

 Η κινητοποίηση ως απειλή

Από τη μία λοιπόν, από εχθές υπάρχει σωρεία παρεμφερών προτάσεων αφενός για περιορισμό της δυνατότητας των εργαζομένων να προχωρούν σε κινητοποιήσεις αφετέρου για επιβολή υψηλότερου «κατωφλιού» για τη λήψη απόφασης για διενέργεια απεργίας. Τόσο στελέχη της πλειοψηφίας όσο και ο δήμαρχος του Λονδίνου, μέσα από αλλεπάλληλες συνεντεύξεις και πυκνή αρθρογραφία καλούν την κυβέρνηση όχι μόνο να νομοθετήσει επί τούτου αλλά και να εντάξει σχετικές «δρακόντειες» πρόνοιες στο εκπονούμενο Συντηρητικό μανιφέστο του 2015.

Ψάχνοντας «Φωτόπουλους»

Από την άλλη, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, ο επικεφαλής των εργαζομένων στις Μεταφορές, Bob Crow, έχει τεθεί στο επίκεντρο των επιθέσεων, παρουσιαζόμενος περίπου ως η βρετανική ενσάρκωση του Διαβόλου. Έχοντας καταστεί η αγαπημένη-μισητή φιγούρα για το συντηρητικό Τύπο, εμφανίζεται ως αριβίστας που «παραλύει» την πόλη του για ν’ απολαύσει ένα αναζωογονητικό διάλειμμα από τις εργασιακές υποχρεώσεις του . Σ’ ένα λιβελογράφημά του στην Daily Telegraph, ο Johnston τον καλεί να τερματίσει την απεργία και εν συνεχεία να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έστω και πίνοντας… pina colada, δίνοντας συνέχεια στις -ιδεολογικά προσανατολισμένες- σατυρικές αναπαραστάσεις του Crow με καλοκαιρινή εμφάνιση στην Copacabana.

Συμβαίνουν και αλλού (;)

Τα παραπάνω δίνουν μια καλή ευκαιρία ν’ αναλογιστούμε όσα συχνά ακούγονται σ’ αντίστοιχες περιπτώσεις στην Ελλάδα, όταν δηλαδή οι εδώ απεργοί παρουσιάζονται ως περίπου μοναδικές περιπτώσεις παγκοσμίως, που αδιαφορώντας για τους συμπολίτες τους, εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο τις κοντόθωρες και στενά συντεχνιακές βλέψεις τους. Τα διαδραματιζόμενα στο Λονδίνο, μια παγκόσμια μητρόπολη, ευρωπαϊκό κέντρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μια «καθωσπρέπει» πόλη δηλαδή στα μάτια όσων οικτίρουν την αντιλαμβανόμενη ως εγχώρια υστέρηση, προσφέρουν ένα πάτημα για να σκεφτούμε την εγκυρότητα του (δήθεν) «ελληνικού εξαιρετισμού», που σε κάθε ευκαιρία προβάλλεται από εκείνους που ζουν ελπίζοντας να «κανονικοποιηθούμε» ως κοινωνία. Ίσως τότε η κυρίαρχη αφήγηση στα «δελτία των 8» να μη μας μοιάζει και τόσο συνεκτική.