– Ρένος Αποστολίδης –

Πυραμίδα 67-Το βιβλίο του εμφυλίου

Εισαγωγή, σχόλια, επιμέλεια: Ήρκος και Στάντης Ρ. Αποστολίδης


Νύχτωνε πια. Το ταρακούνημα κρατούσε, η βροχή δυνάμωνε, η αποχτήνωση περνούσε κάθε όριο…

Στις εννιά τη νύχτα φάνηκαν μακριά, κάτω στον κάμπο, τα Γιάννενα: γώτα, φώτα, φώτα, δίπλα στη λίμνη!.. Η βροχή είχε κόψει λιγάκι…

–Τα Γιάννενα, ρε! Σηκώστε την κουκούλλα! Ανοίξτε ρε, να δούμε!

Μα έκανε κρύο, μα ψιλόβρεχε ακόμα – τίποτα! Αυτοί άνοιξαν την κουκούλλα και σηκώθηκαν όλοι ορθοί. Ακουμπώντας με τα δυο τους χέρια πάνω στο καπό, οι μπροστά-μπροστά, που ’χαν τώρα θεωρείο πρώτης, κι άλλοι δίπλα, δεξιά κι αριστερά, κι άλλοι όρθιοι, πεσμένοι πάνω από τους ώμους των μπροστινών τους, χαζεύανε με λαιμαργία τα φώτα!..

–Κοίτα, κοίτα ρε! Ξύπνα ρε να δεις τα φώτα!..

Αλλ’αυτό δεν το περίμενες! Να τους σιχαθής απόψε πάλι όλους τόσο πολύ!

Τ’είναι ο άνθρωπος!.. Όσο ζύγωνε η πόλη, τόσο γίνονταν περσότερο πλήθος, μάζα, με κοινή ψυχολογία! Ναι, ναι! Όλοι ετούτοι, που τώρα μόλις –μισή ώρα δεν ήτανε!– κοίταγε ο καθένας τους το τομάρι του, και βλαστήμαγε τα πάντα, τώρα, όσο ζυγώνανε, τόσο και ξέχναγαν. Κι όταν πια, τα πρώτα τρισάθλια χαμόσπιτα τους ρούφηξαν, μες στους στενούς τους λασπωμένους δρόμους, με τα θαμπά τους τα φώτα, των πέντε κεριών, τα μυγοφτυσμένα, πάνω απ’τις κλειστές βρομόταβλες των μαγαζιών – τότε άρχισαν να τραγουδάνε όλοι μαζί!.. Και φούσκωναν σα γαλλιά, που ίσως τους βλέπουν δυο-τρεις εκεί κακομοίρηδες, νυσταγμένοι, μούρτζουφλοι, αργοπορημένοι στην ταβέρνα και στη μιζέρια. Αυτοί οι δυο-τρεις, γυρνούσαν τώρα σπίτι τους, με λασπωμένα παπούτσια, με τρύπιες σόλες, με κάλτσες βρόμικες, βρεμένες, μ’ένα πουκάμισο λερό στο γιακά και τριμμένο απ’τον καιρό στα μανικέττια, μ’ένα-δυο κουμπιά παράταιρα στο παλιό παλτό τους, κι άλλα ένα-δυο να λείπουν στο σακκάκι τους. Θα γύριζαν σπίτι τους, και θα τους υποδέχονταν η οικογενειακή τους μπόχα. Θα ξαπλώναν σ’ένα κρεββάτι, με σκουριασμένα πόμολα, με χαλασμένες τις βόλτες τους. Με γυναίκα ή χωρίς γυναίκα, ανάκατα εκεί με σεντόνια βρόμικα… Δυο-τρεις νυχτερινοί κακομοίρηδες, άθλιοι, κουρέλια! Κι όμως, αυτοί έφταναν για να καταφέρουν όλο εκείνο το λεφούσι, πάνω στ’αυτοκίνητα, να ξελαρυγγιάζεται τόση ώρα τώρα, τραγουδώντας, όσο του ήταν δυνατό λιγώτερο παράφωνα!


Καμάρωναν, κορδώνονταν, κομπάζαν μέσα στο σκοτάδι, δίχως κανείς στ’αλήθεια να τους βλέπη. Δεν πίστευαν τίποτε απ’όσα τραγουδούσαν. Κι όμως καμαρώναν και τραγουδούσαν, και κόμπαζαν, γιατί έτσι, έστω και ψέματα, έστω και ομαδικά, έλπιζαν να εισπράξουνε την προσοχή. Φουσκώναν με την ιδέα πως στα μάτια των άλλων, ήταν, μια φορά «οι λεβέντες μας!» – όσο κι αν ξέραν αυτοί τι κακομοίρηδες ήταν! (Δεν πείραζε όμως! Έσω και ψεύτικα κλεμμένη, με απάτη κερδισμένη, λίγη εχτίμηση τη λιμάζανε!)

–Να πως δουλεύει η μηχανή! Με κάτι τέτοια, φτηνά μέσα.

Μαζεύεις ένα τσούρμο κακομοίρηδες· τους ντύνεις όμοια· τους φορτώνεις στα καμιόνια και τους περιφέρεις, τους περιφέρεις, μες απ’τους δρόμους μιας πόλης. Κι αυτοί, όσο έξυπνοι κι αν είναι, δεν αντέχουν, δε βαστούν στο γαργάλισμα της ματαιοδοξίας: φουσκώνουν σαν κούρκοι στην ιδέα πως τους κοιτάνε! Τους θρέφει η επίδειξη κι αρχινάν να καμαρώνουν, να κορδώνωνται, να δείχνουνε παράστημα και σκληρές, σαν από μπρούντζο, φάτσες – δυναμικές! Ξεσηκώνουν μέσα τους όλες τις μνήμες και τις εικόνες – ό,τι εθαύμασαν κι αυτοί ποτέ, μικροί σαν ήταν, από νταήδες κι από κουμπουράδες, και πιο μεγάλοι, από κατακτητές χιτλερικούς που εμίσησαν, μα κ’έτρεμαν συνάμα, και τους κρυφοζήλευαν, ραγιάδες, από δέος, σαν παρελαύναν άλλοτε, όμοια κορδωμένοι κούρκοι, φουσκωμένοι μπόγοι, μπρος στα μάτια τους!… Τεζάρουν τώρα, ίδια κ’ετούτοι, το κορμί τους και πιάνουνε να τραγουδούν! Κάνουν τη φωνή τους πιο μπάσα – όσο αντρικώτερη μπορούν! Κοιτάν ο ένα τον άλλον, σα στον καθρέφτη, κι όλο και σφίγγουνται να φανούν «άντρες με τα όλα τους», φοβεροί και τρομεροί!.. Κι όλ’αυτά τάχα αδιάφορα για όσους τους ακούν, τους κοιτούν – πραγματικά όμως μόνο γι’αυτούς, κι ας είν’ετούτοι δυο-τρεις μονάχα ξενυχτισμένοι κακομοίρηδες, ή και μια γάτα ακόμη, που διασχίζει έντρομη απ’το θόρυβο το δρόμο!

Κ’οι αποκάτω που τους βλέπουν, επειδή δεν έχουνε κανένα λόγο οι ίδιοι να μην είναι κακομοίρηδες, και είναι, άθλιοι και για λύπηση, κι αντικρύζουν τούτους δω, που φαντάζουν τόσο κυρίαρχοι και ρωμαλέοι, ζαρώνουν και φοβούνται και θαυμάζουν: «Τι λεβέντες! Τι κορμιά!» Τόλμα αν θες, από το πεζοδρόμιο, να σκεφτής τίποτε αντίθετο με την τάχα θέληση αυτής της δύναμης!.. Κ’έτσι όλο και φουσκώνει η απάτη κι όλοι αυτοκοροϊδεύονται! Αποχτάν το λεγόμενο «σθένος» και «γερό ηθικό» τούτοι οι κούρκοι, και τη λεγόμενη «εμπιστοσύνη στη δύναμη» όλοι οι αποκάτω!.. Κι αυτά με το τίποτα, με τα ψέματα, με την ανθρώπινη αδυναμία και τη λίμα για επίδειξη, για φανφάρα, για παράτα!


(Α, κακομοίρη εσύ από κάτω, και να θυμόσουν πάντα το τρύπιο σου άλλοτε χιτώνιο, πάνω στο καμιόνι, σαν έδινες παρόμοια εικόνα στους τότε ανίδεους, σα φούσκωνες κ’εσύ κάποτε – την τρύπια κάλτσα σου μες στην αρβύλα, τα βρόμικά σου πόδια, τη λάσπη που θα κοιμηθής, τους εξευτελισμούς σου, την αηδία σου, την οργή σου, τη σκλαβιά σου – την κακομοιριά σου, κακομοίρη μου, κακομοίρη!.. Αλλά τι πριμένεις; Ίδιοι κι απόιδιοι είστ’όλοι! Είτε με αστρί στο μέτωπο, είτε με κοκόρι, είτε με σβάστικα, είτε με σφυροδρέπανο – τα ίδια είστ’όλοι, τα ίδια! Όλοι απατημένοι, αυτοαπατημένοι, αλληλοαπατημενοι και απατεώνες! Παίζετε θέατρο – τις «κουμπάρες» παίζετε! Τάχα μου «άντρες»! – τι να σας πω;.. Γιατί αυτές, τουλάχιστο, φουσκώνουν μπρος στον καθρέφτη τους ή στο σεργιάνι, για να πλασάρουν κάτι: το φύλο τους!.. Ενώ εσείς, μ’αυτά που κάνετε, παίρνετε φόρα κι αλληλοσφάζεστε!.. Τα ιδανικά σας όλα, τα οσοδήποτε «ανώτερα», τα οσοδήποτε «ευγενή», και «υψηλά», και «πανελεύθερα», καταλήγουν άσφαλτα εκεί πάντα: σ’ένα καμιόνι φορτωμένο κούρκους, να περιφέρουμε το ψεύτικο καμάρι τους στις σκονισμένες, λασπωμένες, άθλιες πόλεις σας! Δεν πα’ να τραγουδάτε την «Internationale» ή το «Über alles!», τη «Μαρσεγιέζα» ή το «Σώζοι ο θεός τον βασιλέα», τη «Τζιοβινέτσα» ή το «Avanti»; Το ίδιο κάνει – τα ίδια είστ’όλοι! Φουσκωμένα γαλλιά σε μια φανφάρα, με λιλιά, με μπιχλιμπίδια, με ασοβάρευτες αρλούμπες – μασκαράδες! Να τι είστε: Μασκαράδες!..)

–Όλα! Ρέκαζε ο Σαλτας έξαλλος: – Όλα έξω! Βγάλτε τα όλα έξω ρε! Μας κοιτάζουν ρε! Δείχτε τα όλα! Έξω και τ’αρχίδια τώρα που μας βλέπουν! Ξεβρακωθήτε! Δείχτε τα όλα!.. (Να μου ζήσης εσύ, γαβριά μου, που το αστραφτερό μυαλό σου, κόψη ξυραφιού, τόπιασε καλά το νόημα της φανφάρας! Να μου ζήσης, Σαλταδόρε, που καμμιά αλήθεια δε σου ξεφεύγει, ίσα-ίσα γιατ’είσαι των κουρελιών το κουρέλι, και το ξέρεις!..)


…Λίγα παράθυρα άνοιξαν, σαν είδαν πια κι απόειδαν πως τα καμιόνια δεν παύαν να διαβαίνουν. Φάνηκαν κάτι μορφές νυσταγμένες, απορημένες, χλιαρές!.. Κ’ύστερα τα σπίτια τελειώσαν κ’οι δρόμοι μας ξεφούρνισαν ξανά στον ολοσκότεινο κάμπο…

Για την Άρτα, λοιπόν, ή για την Πρέβεζα. Για κάτω μια φορά! Πάει κ’η Κόνιτσα, πάει κι ο Γράμος κ’η Μουργκάνα…

…Ξάφνου άρχισε πάλι να βρέχη γερά!.. Το κέφι κόπηκε! Και ’του κι απ’την αρχή το βλαστημίδι…

–Ρε που μας πάνε, ρε!.. Σε λάσπες θα μας βάλουν πάλι να κοιμηθούμε;..

–Μπα, δε’ ’ναι τίποτα! αντίσκοβε ο Σάλτας χλευαστικά: Δε’ ’ναι τίποτα, κορόιδα!.. Τόσα κορίτσια, τόσες γάτες, τόσοι σκύλοι μας είδανε στα Γιάννενα, και μας θαμάξανε, και μας φοβήθηκε η ψυχούλα τους! Δε’ ’ναι τίποτα, ρε κορόιδα!.. Δε βαριέστε – λάσπες!..   


Για το έργο:

Στα όσα πράξατε, ο λαός αυτός, πολύ σοφώτερός σας, πολύ ανθρωπινώτερός σας, δε σας αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι, έναν πόνο – τον πιο βαθύ πόνο του ανθρώπου! Δεν σας έλεγε να πάτε νa πεθάνετε – καθώς τον στέλνατε σεις. Σας θύμιζε μόνο τη μάνα σας, τη δικιά σας τη μάνα, που όμοια και για σας θα πονούσε, όσο ένοχοι κι αν είσαστε! Πάνω στa υψώματα, απ’ τα μεγάφωνα των μονάδων, που ήταν στημένα για την προπαγάνδα, κι απ’ τα χωνιά τ’ αντάρτικα, που ήταν για τη «διαφώτιση», τρία ολάκερα χρόνια, σαν τελείωναν τα διαταγμένα λόγια τους οι «επίτροποι» κ’ οι «Α2», τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι:

Κάποια μάνα αναστενάζει,
μέρα-νύχτα ανησυχεί…

Κάθε νύχτα το ίδιο – πονεμένο, αληθινό, κλαμένο… Και κάθε μέρα, το αίμα πάλι, εξαιτίας σας.

Σας ενωχλούσε εσάς ένα τραγούδι, κ’ εμείς φορτώναμε τον αδερφό μας στα μουλάρια, και τον βλαστημούσαμε που ήταν σαν ξύλο και δε βολούσε να τον δέσουμε με την τριχιά… Σας πείραζ’ ένα τραγούδι εσάς. Μα εμείς το λέγαμε γιατί σκεφτόμαστε τη μάνα του αδερφού μας, που μας κατρακύλαγε νεκρός, μες στις χαράδρες. Σκεφτόμαστε τη μάνα του και κλαίγαμε!…

Οι αριστουργηματικές του σελίδες μοιάζουν με φλόγες που αναπηδούν πάνω από το σύγχρονο τέλμα.

Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, Δημοκρατικός Τύπος, 12.8.1951

__

Ο συγγραφέας της Πυραμίδας 67 είναι ένας αδιάλλακτος εχθρός του κομφορμισμού.

Β. ΒΑΡΙΚΑΣ, Το Βήμα, 24.3.1963

__

Ο Ρένος, πρώτος πεζογράφος με καθαρά «μεταπολεμική» νοοτροπία και προβληματική…

Α. ΑΡΓΥΡΙΟΥ, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, τόμος Ε΄, 2005

Για τον συγγραφέα:

Γιος του Ηρακλή Αποστολίδη, δημοσιογράφου, αρχισυντάκτη της Εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού και ιδρυτή της Ανθολογίας της Νεοελληνικής Γραμματείας, ο Ρένος γεννήθηκε το 1924, αντίκρισε έφηβος τους Γερμανούς να μπαίνουν στα Χαφτεία, εκ τύχης γλύτωσε απ’ τις εκκαθαρίσεις των αριστερών τον Δεκέμβρη του ’44, όταν οι αναρχικοί Αποστολίδηδες δεν κούνησαν απ’ τη «μπλε πολυκατοικία» των Εξαρχείων, και στρατεύτηκε υποχρεωτικά στον Εμφύλιο. Ωρκίστηκε να μη ρίξη σφαίρα και να καταγράψη ό,τι ζούσε επί δυόμισυ χρόνια στο Γράμο, στο Βίτσι και στις εκκαθαριστικές Ρούμελης και Πελοποννήσου. Μόλις απολύθηκε τύπωσε την Πυραμίδα 67 – το βιβλίο της αλήθειας του Εμφυλίου.

Δίδαξε ως φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση. Απ’ τις στήλες των Νέων Ελληνικών άσκησε καταλυτική κριτική εναντίον του πολιτικού και λογοτεχνικού κατεστημένου, Δεξιάς και Αριστεράς, κατά τις γενιάς του ’30 ιδιαίτερα, καταλογίζοντάς τους πνευματική και ηθική ανεπάρκεια. Έβγαλε πάνω από 20 βιβλία διηγημάτων, δοκιμίων και κριτικές, ορίζοντας με το χαρακτηριστικό του γράψιμο το νέο Λόγο στο Μεταπόλεμο. Επιμελήθηκε με τ’ αυστηρότερα κριτήρια την κλασσική επτάτομη Ανθολογία, μετάφρασε και σχολίασε με τους γιούς του Ήρκο και Στάντη, την εξάτομη Ιστορία του Μεγάλου ΑλεξάνδρουΔιαδόχων και Επιγόνων του Droysen, και μαζί δούλεψαν τη μοναδική σχολιασμένη έκδοση Καβάφη.

Το αρχείο του με δημοσιεύματα, επιστολές κι ανέκδοτα κείμενα ξεπερνάει τις 40.000 σελίδες. Σε 2 DVD κυκλοφορούν τα καλύτερα αποσπάσματα του ντοκιμαντέρ Ο Εμφύλιος μέσα μας, με σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΕΣΤΙΑ ΣΕΛΙΔΕΣ: 510 ΤΙΜΗ: € 19,00