– Ίαν ΜακΓκουάιρ –

Σκοτεινός Αρκτικός

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας


Ιδε ο άνθρωπος.

Σέρνοντας τα πόδια του, βγαίνει από την αυλή τού Κλάπισον στη Σάικς Στριτ και ανασαίνει ένα μείγμα διαλυτικού, ιχθυάλευρου, μουστάρδας, γραφίτη και συνηθισμένης αφόρητης πρωινής κατρουλίλας από μόλις αδειασμένα δοχεία νυκτός. Ξεφυσάει μια φορά, τρίβει το κεφάλι του με τα τραχιά, όρθια μαλλιά και διορθώνει τον καβάλο του. Μυρίζει τα δάχτυλά του, ύστερα τα πιπιλάει αργά ένα ένα, ρουφώντας τα τελευταία υπολείμματα, για να μην πάει χαμένη ούτε δεκάρα από τα λεφτά που έδωσε. Στο τέλος της Τσάρτερχαουζ Λέιν, στρίβει βόρεια στη Γουίνκολμλι, περνάει την Ταβέρνα «De La Pole», περνάει το εργοστάσιο σπαρματσέτων και το ελαιοτριβείο. Πάνω από τις στέγες των αποθηκών, βλέπει τα μεσιανά και τις μετζάνες των πλοίων να λικνίζονται, ακούει τις φωνές των λιμενεργατών και τις ματσόλες από το βαρελοποιείο εκεί κοντά. Ο ώμος του τρίβεται στο λειασμένο κόκκινο τούβλο, τον προσπερνούν ένα σκυλί τρεχάτο κι ένα κάρο θαμμένο κάτω από ένα φορτίο χοντροκομμένης ξυλείας. Παίρνει πάλι μια βαθιά ανάσα και περνά τη γλώσσα του πάνω από τους αραιούς προμαχώνες των δοντιών του. Νιώθει να γεννιέται μέσα του μια καινούργια ανάγκη – μικρή αλλά επίμονη: μια νέα επιθυμία που λαχταρά να ικανοποιηθεί. Το πλοίο του φεύγει τα χαράματα, αλλά υπάρχει κάτι που πρέπει να γίνει προηγουμένως. Κοιτάζει προσεκτικά γύρω του, και, για μια στιγμή, αναρωτιέται τι είναι αυτό. Αντιλαμβάνεται τη ρόδινη μυρωδιά του αίματος από το χοιροσφαγείο, το λιγδιασμένο λίκνισμα μιας γυναικείας φούστας. Σκέφτεται σάρκα, ζώου, ανθρώπου· ύστερα ξανασκέφτεται – δεν είναι αυτό το είδος λαχτάρας, αποφασίζει, όχι ακόμη, είναι το πιο ήπιο είδος, το λιγότερο πιεστικό.

Κάνει μεταβολή και κατευθύνεται πίσω στην ταβέρνα. Είναι σχεδόν άδεια τόσο πρωί. Η σχάρα σιγοκαίει, και μυρίζει τηγανίλα. Ψαχουλεύει βαθιά στην τσέπη του, αλλά βρίσκει μόνο ψίχουλα, έναν σουγιά κι ένα κέρμα της μισής πένας.

«Ρούμι», λέει.

Σπρώχνει τη μοναδική μισή πένα του στην απέναντι πλευρά της μπάρας. Ο μπάρμαν ρίχνει ένα βλέμμα στο κέρμα και κουνάει το κεφάλι.

«Φεύγω το πρωί», εξηγεί αυτός, «με το “Volunteer”. Θα σου δώσω τη σύμβασή μου».

Ο μπάρμαν ξεφυσά.

«Μοιάζω για βλάκας;» λέει.

Ο άντρας ανασηκώνει τους ώμους και σκέφτεται για μια στιγμή.

«Κορόνα ή γράμματα τότε. Αυτός ο καλός σουγιάς για ένα ποτηράκι από το ρούμι σου».

Βάζει τον σουγιά στην μπάρα κι ο μπάρμαν τον παίρνει και τον κοιτάζει προσεκτικά. Ανοίγει τη λεπίδα και τη δοκιμάζει στην καμπύλη του αντίχειρά του.

«Είναι φίνος σουγιάς», λέει ο άντρας. «Ποτέ δε με απογοήτευσε ως τώρα».

Ο μπάρμαν βγάζει ένα σελίνι από την τσέπη του και το δείχνει.

Στρίβει το νόμισμα και το χτυπάει κάτω δυνατά. Κοιτάζουν και οι δύο.

Ο μπάρμαν γνέφει με ικανοποίηση, παίρνει τον σουγιά και τον βάζει στην τσέπη του γιλέκου του.

«Και τώρα μπορείς να πας να γαμηθείς», λέει.

Η έκφραση του άντρα δεν αλλάζει. Δε δείχνει κανένα σημάδι εκνευρισμού ή έκπληξης. Είναι λες και το να χάσει τον σουγιά του είναι μέρος ενός μεγαλύτερου και πιο σύνθετου σχεδίου, που μόνο ο ίδιος γνωρίζει.


Την επόμενη στιγμή, σκύβει, βγάζει τις ναυτικές του μπότες και τις ακουμπάει, τη μία δίπλα στην άλλη, επάνω στην μπάρα.

«Ξαναστρίψε», λέει.

Ο μπάρμαν στρέφει το βλέμμα προς τα πάνω αγανακτισμένος και γυρίζει αλλού.

«Δεν τις θέλω τις γαμημένες τις μπότες σου», λέει.

«Έχεις τον σουγιά μου», λέει ο άντρας. «Δεν μπορείς να κάνεις πίσω τώρα».

«Δεν τις θέλω αυτές τις γαμημένες τις μπότες», ξαναλέει ο μπάρμαν.

«Δεν μπορείς να κάνεις πίσω».

«Θα κάνω ό,τι σκατά μού κάνει κέφι», λέει ο μπάρμαν.

Στην άλλη άκρη της μπάρας, γέρνει ένας τύπος από τα Σέτλαντ και τους παρακολουθεί. Φοράει πλεχτό σκούφο και παντελόνι από καραβόπανο καλυμμένο με μάκα βρoμιάς. Τα μάτια του είναι κόκκινα, απλανή και μεθυσμένα.

«Θα σε κεράσω εγώ ένα ποτό», λέει. «Φτάνει να βγάλεις τον σκασμό».

Ο άντρας γυρίζει και τον κοιτάζει. Έχει έρθει αντιμέτωπος στο παρελθόν με νησιώτες από τα Σέτλαντ, στο Λέργουικ και στο Πίτερχεντ. Δεν είναι έξυπνοι αντίπαλοι, αλλά είναι πεισματάρηδες και τους αποτελειώνεις δύσκολα. Αυτός εδώ έχει ένα σκουριασμένο λιπομάχαιρο** χωμένο στη ζώνη του, και ελεεινή, τσαντισμένη όψη. Ύστερα από μια στιγμιαία παύση, ο άντρας κουνάει το κεφάλι του.

«Θα σ’ ευχαριστούσα γι’ αυτό», λέει. «Ήμουνα στις πουτάνες όλη νύχτα και τα χείλια μου είναι στεγνά».

Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ γνέφει στον μπάρμαν, κι εκείνος, με μεγαλοπρεπή επίδειξη απροθυμίας, σερβίρει άλλο ένα ποτό. Ο άντρας παίρνει τις ναυτικές του μπότες από την μπάρα, παίρνει το ποτό και πηγαίνει σε έναν πάγκο πλάι στη φωτιά. Ύστερα από λίγα λεπτά, ξαπλώνει, μαζεύει τα γόνατα στο στήθος και αποκοιμάται. Όταν ξυπνάει, ο νησιώτης από τα Σέτλαντ κάθεται σε ένα τραπέζι στη γωνία και μιλάει σε μια πόρνη. Είναι μελαχρινή, χοντρή, με πρόσωπο γεμάτο λεκέδες και κάπως πρασινωπά δόντια. Ο άντρας την αναγνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομά της. Μπέτι; αναρωτιέται. Χάτι; Έστερ;


Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ φωνάζει ένα μαύρο αγόρι που κάθεται στις φτέρνες του στην είσοδο, του δίνει ένα κέρμα και του λέει να του φέρει ένα πιάτο μύδια από τον ψαρά στην Μπορν Στριτ. Το αγόρι είναι εννιά ή δέκα χρονών, λεπτό, με μεγάλα σκούρα μάτια και ανοιχτό καφετί δέρμα. Ο άντρας ανακάθεται στον πάγκο και γεμίζει την πίπα του με τα τελευταία τρίμματα του καπνού του. Ανάβει την πίπα και κοιτάζει γύρω. Έχει ξυπνήσει ανανεωμένος και έτοιμος. Νιώθει τους μυς του χαλαρούς κάτω από το δέρμα του και την καρδιά του να σφίγγεται και να χαλαρώνει ρυθμικά στο στήθος του. Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ προσπαθεί να φιλήσει τη γυναίκα κι αυτή τον αποκρούει με μια άπληστη τσιρίδα διαμαρτυρίας. Έστερ, θυμάται ο άντρας. Το όνομα της γυναίκας είναι Έστερ και αυτή έχει ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα στην Τζέιμς Σκουέαρ, με σιδερένιο κρεβάτι, μια κανάτα, μια λεκάνη κι ένα λαστιχένιο κλύσμα για να ξεπλένει το σπέρμα. Σηκώνεται όρθιος και τους πλησιάζει.

«Κέρασέ με άλλο ένα ποτό», λέει.

Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ τον λοξοκοιτάζει για λίγο· ύστερα κουνάει το κεφάλι του και ξαναγυρίζει στην Έστερ.

«Άλλο ένα και δε σου ξαναζητάω».

Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ τον αγνοεί, αλλά ο άντρας δε σαλεύει.

Η υπομονή του ανήκει στο αδιάφορο και αδιάντροπο είδος. Νιώθει την καρδιά του να φουσκώνει και ύστερα να μαζεύει, οσφραίνεται τη συνηθισμένη μπόχα της ταβέρνας: κλανιές και πίπα, καπνός και χυμένη μπίρα. Η Έστερ τον κοιτάζει και χαχανίζει. Τα δόντια της είναι περισσότερο γκρίζα παρά πράσινα, η γλώσσα της έχει το χρώμα χοιρινού συκωτιού. Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ βγάζει το λιπομάχαιρο από τη ζώνη του και το απιθώνει στο τραπέζι. Σηκώνεται όρθιος.

«Θα προτιμούσα να σου κόψω τ’ αρχίδια παρά να σε κεράσω άλλο ένα ποτό», λέει.

Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ είναι ξερακιανός και κρεμανταλάς. Τα μαλλιά του και τα γένια του κολλάνε από λίπος φώκιας, και βρομοκοπάει κάσαρο.

Ο άντρας αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη φύση των τωρινών έντονων επιθυμιών του και τη μορφή της εκπλήρωσής τους· καταλαβαίνει πια τι πρέπει να κάνει. Η Έστερ χαχανίζει πάλι. Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ πιάνει το μαχαίρι του και ακουμπάει την κρύα λεπίδα του στο ζυγωματικό του άντρα.

«Θα μπορούσα να σου κόψω τη γαμημένη τη μύτη σου και να την ταΐσω στα γουρούνια εκεί πίσω».

Γελάει με αυτή την ιδέα· μαζί του γελάει και η Έστερ.

Ο άντρας δείχνει ατάραχος. Δεν ήρθε ακόμη η στιγμή που περιμένει. Αυτό είναι μόνο ένα βαρετό –αλλά απαραίτητο– διάλειμμα, μια παύση. Ο μπάρμαν παίρνει ένα ρόπαλο, και το πορτάκι της μπάρας ακούγεται να τρίζει.

«Εσύ», λέει, δείχνοντάς τον, «είσαι ένας λουφατζής λεχρίτης και αναθεματισμένος ψεύτης, και θέλω να μου αδειάσεις τη γωνιά».


Ο άντρας κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο. Είναι μόλις περασμένες δώδεκα το μεσημέρι. Έχει δεκαέξι ώρες για να κάνει ό,τι πρέπει να κάνει. Για να ικανοποιηθεί πάλι. Η λαχτάρα που νιώθει είναι το κορμί του, που λέει τις ανάγκες του, που του μιλάει – μερικές φορές ένας ψίθυρος, κάποιες φορές ένα μουρμουρητό, άλλες φορές ουρλιαχτό. Ποτέ δε σωπαίνει· αν κάποτε σωπάσει, τότε θα ξέρει πως είναι οριστικά νεκρός, πως κάποιος άλλος μαλάκας τον σκότωσε τελικά – και πάει, τέλειωσε.

Κάνει ξαφνικά ένα βήμα προς τον νησιώτη από τα Σέτλαντ, για να του δώσει να καταλάβει πως δε φοβάται και ύστερα απομακρύνεται πάλι. Γυρίζει προς το μέρος του μπάρμαν και υψώνει το πιγούνι του.

«Αυτό το ρόπαλο να το βάλεις στον γαμημένο τον κώλο σου», λέει.

Ο μπάρμαν τού δείχνει την πόρτα. Καθώς ο άντρας φεύγει, φτάνει το παιδί μ’ ένα τσίγκινο πιάτο μύδια, αχνιστά και μυρωδάτα. Αλληλοκοιτάζονται για μια στιγμή και ο άντρας νιώθει έναν νέο παλμό σιγουριάς.

Πηγαίνει πίσω, στη Σάικς Στριτ. Δε σκέφτεται το «Volunteer», που περιμένει στην αποβάθρα –φορτωμένο και ετοιμασμένο από τον ίδιο για απόπλου, μετά από μερικές εβδομάδες δουλειάς–, ούτε τους καταραμένους έξι μήνες στη θάλασσα που θα περάσει. Σκέφτεται μόνο αυτή την παρούσα στιγμή – την Γκρότο Σκουέαρ, τα τούρκικα λουτρά, το δημοπρατήριο, το σχοινοποιείο, τις πέτρες του λιθόστρωτου κάτω από τα πόδια του, τον αγνωστικιστή ουρανό του Γιόρκσερ. Από χαρακτήρα, δεν είναι ανυπόμονος ή νευρικός· όταν χρειάζεται να περιμένει, θα περιμένει. Βρίσκει έναν τοίχο και κάθεται εκεί· όταν νιώθει πείνα, πιπιλάει μια πέτρα. Οι ώρες περνούν. Οι περαστικοί τον παρατηρούν, αλλά δεν επιχειρούν να του μιλήσουν. Σε λίγο θα είναι η ώρα. Παρακολουθεί: οι σκιές μακραίνουν, βρέχει λίγο, ύστερα η βροχή σταματά και τα σύννεφα τρεμουλιάζουν στον νοτισμένο ουρανό. Είναι σχεδόν σούρουπο, όταν τους βλέπει επιτέλους. Η Έστερ τραγουδά μια μπαλάντα, ο νησιώτης από τα Σέτλαντ έχει ένα μπουκάλι γκρογκ στο ένα χέρι και με το άλλο την οδηγεί αδέξια. Τους παρακολουθεί να στρίβουν στη Χόντγκσον Σκουέαρ. Περιμένει μια στιγμή, και ύστερα πηγαίνει βιαστικά στη γωνία και στρίβει στην Καρολάιν Στριτ. Δεν έχει νυχτώσει ακόμη, αλλά είναι αρκετά σκοτεινά – αποφασίζει. Τα τζάμια στο Τάμπερνακλ φεγγοβολούν, στον αέρα πλανιέται μια μυρωδιά από καρβουνόσκονη και συκωτάκια πουλιών. Φτάνει στο Φάιχες Άλεϊ πριν από αυτούς και γλιστράει μέσα. Η αυλή είναι άδεια, εκτός από ένα σχοινί λιγδιασμένης μπουγάδας και δυνατή μυρωδιά αμμωνίας από κάτουρα αλόγων. Στέκεται με την πλάτη σε ένα σκοτεινό κατώφλι, κρατώντας στη χούφτα του μισό τούβλο. Όταν η Έστερ και ο νησιώτης από τα Σέτλαντ μπαίνουν στην αυλή, περιμένει μια στιγμή για να βεβαιωθεί, και ύστερα πετάγεται ξαφνικά και κοπανάει με δύναμη το μισό τούβλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του νησιώτη.

Το οστό θραύεται εύκολα. Ταυτόχρονα, πετάγονται μικρές σταγόνες αίματος κι ακούγεται ένας ήχος σαν βρεγμένο κλαδί που σπάζει. Ο νησιώτης από τα Σέτλαντ σωριάζεται αναίσθητος μπροστά και τα δόντια και η μύτη του τσακίζονται στο λιθόστρωτο. Πριν προλάβει να ουρλιάξει η Έστερ, ο άντρας έχει βάλει το λιπομάχαιρο στον λαιμό της.

«Θα σε σκίσω σαν γαμημένο μπακαλιάρο», υπόσχεται.

Εκείνη τον κοιτάζει τρελή από φόβο και ύστερα παραδίδεται, σηκώνοντας ψηλά τα βρόμικα χέρια της.

Αυτός αδειάζει τις τσέπες του νησιώτη, παίρνει τα λεφτά και τον καπνό του, και πετάει τα υπόλοιπα στην άκρη. Ένα αιμάτινο φωτοστέφανο απλώνεται γύρω στο πρόσωπο και το κεφάλι του νησιώτη από τα Σέτλαντ – ωστόσο, ανασαίνει ακόμη αδύναμα.

«Πρέπει να τον μετακινήσουμε τον μπάσταρδο τώρα», λέει η Έστερ, «αλλιώς θα βρεθώ χωμένη στα σκατά».

«Μετακίνησέ τον, λοιπόν», λέει ο άντρας. Νιώθει πιο ελαφρύς από όσο ένιωθε μια στιγμή νωρίτερα, λες και ο κόσμος έχει φαρδύνει γύρω του.

Η Έστερ προσπαθεί να σύρει τον νησιώτη από το χέρι, αλλά είναι υπερβολικά βαρύς. Γλιστράει στο αίμα και σωριάζεται στο λιθόστρωτο. Γελάει μόνη της και ύστερα αρχίζει να γκρινιάζει. Ο άντρας ανοίγει την πόρτα της καρβουναποθήκης και σέρνει μέσα τον νησιώτη από τα πόδια.

«Αύριο μπορεί να τον βρουν», λέει. «Αλλά εγώ θα είμαι μακριά».

Η γυναίκα σηκώνεται, ασταθής ακόμη από το ποτό, και προσπαθεί, μάταια, να σκουπίσει τη λάσπη από τη φούστα της. Ο άντρας γυρίζει να φύγει.

«Δε δίνεις και σ’ εμάς ένα δυο σελίνια, αγαπούλα;» του φωνάζει η Έστερ. «Για την ταλαιπωρία που πέρασα».

Του παίρνει μία ώρα να εντοπίσει το αγόρι. Το όνομά του είναι Άλμπερτ Σταμπς και κοιμάται σε μια μικρή καμάρα, κάτω από τη βόρεια γέφυρα. Ζει με κόκαλα και φλούδες και με τις πενταροδεκάρες που κερδίζει κάπου κάπου, κάνοντας θελήματα για τους μεθύστακες που μαζεύονται στις βρομοταβέρνες της προκυμαίας περιμένοντας καράβι.

Ο άντρας τού προσφέρει φαγητό. Του δείχνει τα λεφτά που έκλεψε από τον νησιώτη.

«Πες μου τι θέλεις και θα σ’ το αγοράσω».

Το αγόρι τον κοιτάζει άφωνο, σαν ζώο που το ξάφνιασαν στη μονιά του. Ο άντρας παρατηρεί πως δεν έχει την παραμικρή άσχημη μυρωδιά· καταμεσής όλης αυτής της βρόμας έχει παραμείνει με κάποιο τρόπο καθαρό, άσπιλο, λες και το φυσικό σκούρο χρώμα του είναι προφύλαξη από την αμαρτία και όχι –όπως πιστεύουν κάποιοι– έκφρασή της.

«Είσαι χάρμα οφθαλμών», του λέει ο άντρας.

Το αγόρι ζητάει ρούμι, και ο άντρας βγάζει ένα λιγδωμένο μισό μπουκάλι από την τσέπη του και του το δίνει. Καθώς το αγόρι πίνει το ρούμι, τα μάτια του παίρνουν μια ελαφριά γυαλάδα και η ένταση της επιφυλακτικότητάς του μειώνεται.

«Ονομάζομαι Χένρι Ντραξ», εξηγεί ο άντρας, όσο πιο μαλακά μπορεί. «Είμαι φαλαινοθήρας. Φεύγω τα χαράματα με το “Volunteer”».

Το αγόρι κουνάει το κεφάλι αδιάφορα, λες κι όλα αυτά είναι πληροφορίες που τις έχει ξανακούσει από καιρό. Τα μαλλιά του έχουν μυρωδιά κλεισούρας και είναι θαμπά, αλλά το δέρμα του είναι υπερφυσικά καθαρό. Αστράφτει στο θολό φεγγαρόφωτο σαν ένα κομμάτι λουστραρισμένο τικ. Το αγόρι δεν έχει παπούτσια και τα πέλματα των ποδιών του είναι μαυρισμένα και ροζιασμένα από την επαφή με το οδόστρωμα. Ο Ντραξ νιώθει την παρόρμηση να το αγγίξει στο μάγουλο ίσως, ή στην άκρη του ώμου. Θα ήταν ένα σινιάλο, σκέφτεται, ένας τρόπος να αρχίσει.

«Σε είδα προηγουμένως στην ταβέρνα», λέει το αγόρι. «Δεν είχες λεφτά τότε».

«Η κατάστασή μου άλλαξε», εξηγεί ο Ντραξ.

Το αγόρι κουνάει πάλι το κεφάλι και πίνει κι άλλο ρούμι. Ίσως να μην είναι παραπάνω από δώδεκα χρονών, αλλά με καθυστερημένη ανάπτυξη, όπως όλα αυτά τα παιδιά, σκέφτεται ο Ντραξ. Απλώνει το χέρι και παίρνει το μπουκάλι από τα χείλη του αγοριού.

«Θα έπρεπε να φας κάτι», λέει. «Έλα μαζί μου».

Περπατούν μαζί χωρίς να μιλούν, ανεβαίνοντας τη Γουίνκολμλι και τη Σκάλκοατς, περνούν το Πανδοχείο «Whalebone», περνούν τις μάντρες ξυλείας, σταματούν στον φούρνο του Φλέτσερ και ο Ντραξ περιμένει όσο το αγόρι καταβροχθίζει μια κρεατόπιτα.

Όταν το αγόρι τελειώνει, σκουπίζει το στόμα του, καθαρίζει τον λαιμό του για να βγει το φλέμα, και το φτύνει στο ρείθρο. Ξαφνικά, δείχνει μεγαλύτερο.

«Ξέρω ένα μέρος που μπορούμε να πάμε», λέει, δείχνοντας προς την απέναντι μεριά του δρόμου. «Εκεί πέρα –βλέπεις;–, μόλις περάσεις το ναυπηγείο».

Ο Ντραξ καταλαβαίνει αμέσως πως πρέπει να είναι παγίδα. Αν μπει στο ναυπηγείο με τον μικρό νέγρο, θα τον λυσσάξουνε στο ξύλο και θα τον γδύσουνε, όπως κάνουν με τους πούστηδες. Ξαφνιάζεται που το αγόρι τον έχει υποτιμήσει τόσο απόλυτα. Αισθάνεται πρώτα περιφρόνηση για την κακή κρίση του αγοριού και ύστερα πιο ευχάριστα πράγματα, όπως το φούσκωμα και την ανατριχίλα μιας καινούργιας ιδέας, το ξεκίνημα της οργής.

«Εγώ είμαι αυτός που γαμάει», του λέει μαλακά. «Ποτέ δεν είμαι αυτός που γαμιέται».

«Αυτό το ξέρω», απαντάει το αγόρι. «Καταλαβαίνω».

Η άλλη πλευρά του δρόμου είναι κρυμμένη στο βαθύ σκοτάδι. Υπάρχει μια ξύλινη πύλη τριών μέτρων περίπου, με πράσινο χρώμα που ξεφλουδίζει, ένας τοίχος από τούβλα, και ύστερα ένα πέρασμα στρωμένο με χαλίκι. Δεν υπάρχει φως στο πέρασμα, και οι μόνοι ήχοι είναι το τρίξιμο από τις μπότες του Ντραξ και το κατά διαστήματα φυματικό κοντανάσαιμα του αγοριού. Το κίτρινο φεγγάρι είναι σφηνωμένο σαν μπουκιά στον στενό λαιμό του ουρανού. Ύστερα από ένα λεπτό, βγαίνουν σε μια αυλή μισογεμάτη με σπασμένα βαρέλια και σκουριασμένα στεφάνια.

«Είναι από κει μέσα», λέει το αγόρι. «Όχι μακριά».

Το πρόσωπό του προδίδει αποκαλυπτική προθυμία. Αν ο Ντραξ είχε κάποιες αμφιβολίες πριν, τώρα δεν του μένει καμιά.

«Έλα κοντά μου», λέει στο αγόρι.

Το αγόρι κατσουφιάζει και δείχνει πάλι προς την κατεύθυνση που θέλει να πάρουν οι δυο τους. Ο Ντραξ αναρωτιέται πόσοι από τους συντρόφους του αγοριού τούς περιμένουν στο ναυπηγείο και τι όπλα σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του. Μοιάζει όντως –αναρωτιέται– με το είδος του άχρηστου μαλάκα που μπορούν να τον ληστέψουν παιδιά; Αυτή είναι άραγε η εντύπωση που δίνει προς το παρόν στον κόσμο που περιμένει;

«Έλα εδώ», λέει πάλι.

Το αγόρι ανασηκώνει τους ώμους και συνεχίζει να προχωρά.

«Θα το κάνουμε τώρα», επιμένει ο Ντραξ. «Εδώ και τώρα. Δε θέλω να περιμένω».

Το αγόρι σταματάει και κουνάει το κεφάλι.

«Όχι», λέει. «Στο ναυπηγείο είναι καλύτερα».

Το σκοτάδι του ναυπηγείου τον τελειοποιεί, σκέφτεται ο Ντραξ. Σμιλεύει την ωραιότητά του σ’ ένα μελαγχολικό είδος ομορφιάς. Μοιάζει με παγανιστικό είδωλο καθώς στέκει εκεί: ένα τοτέμ σκαλισμένο σε έβενο – όχι ένα αγόρι, αλλά μάλλον ένα άπιαστο ιδεώδες αγοριού.

«Τι σόι μαλάκας νομίζεις πως είμαι;» ρωτάει ο Ντραξ.

Το αγόρι κατσουφιάζει για μια στιγμή, ύστερα του χαρίζει ένα σαγηνευτικό και απίστευτα πλατύ χαμόγελο. Τίποτε από αυτά δεν είναι καινούργιο, σκέφτεται ο Ντραξ. Όλα έχουν ξαναγίνει και όλα θα ξαναγίνουν σε άλλα μέρη, άλλες φορές. Το σώμα έχει τα βαρετά του μοτίβα, τις κανονικότητές του: το φαγητό, το πλύσιμο, το άδειασμα των εντέρων.

Το αγόρι τον αγγίζει γρήγορα στον αγκώνα και δείχνει πάλι προς την κατεύθυνση που θέλει να πάρουν: το ναυπηγείο, την παγίδα. Ο Ντραξ ακούει έναν γλάρο να κρώζει πάνω από το κεφάλι του, αντιλαμβάνεται τη συμπαγή οσμή από πίσσα και λαδομπογιά, το άπλωμα των αστεριών της Μεγάλης Άρκτου. Αρπάζει τον μικρό νέγρο από τα μαλλιά και του ρίχνει γροθιές ξανά και ξανά –δύο, τρεις, τέσσερις, γρήγορα, χωρίς δισταγμό ή ενοχές–, ώσπου τα χέρια του ζεσταίνονται και βάφονται με αίμα και το αγόρι λιποθυμάει και σωριάζεται ξέψυχο. Είναι λιγνός και κοκαλιάρης και δε ζυγίζει παραπάνω από ένα τεριέ. Ο Ντραξ τον γυρίζει μπρούμυτα και του κατεβάζει το παντελόνι. Δεν υπάρχει καθόλου ηδονή στην πράξη και καμιά ανακούφιση, γεγονός που αυξάνει μόνο την αγριότητά του. Του έκλεψαν κάτι ζωντανό, κάτι απερίγραπτο αλλά επίσης πραγματικό.

Μολυβένια και σκούρα ασημί σύννεφα κρύβουν το σχεδόν γεμάτο φεγγάρι, ακούγεται ο κρότος από ρόδες με μεταλλικό σκελετό, το μωρουδίστικο κλαψούρισμα ενός γάτου σε οίστρο. Ο Ντραξ περνάει σβέλτα από τη μια κίνηση στην άλλη: τη μια ενέργεια ν’ ακολουθεί την άλλη, με απάθεια και ακρίβεια, σαν μηχανή, αλλά όχι μηχανικά. Γραπώνει τον κόσμο σαν σκύλος που δαγκώνει κόκαλο – τίποτα δεν είναι ασαφές γι’ αυτόν, τίποτα δε διαφεύγει από τις άγριες και δυσοίωνες ορέξεις του. Αυτό που ήταν ο μικρός νέγρος έχει πλέον εξαφανιστεί, έχει χαθεί εντελώς, και κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό έχει παρουσιαστεί στη θέση του. Η αυλή έχει γίνει ένας τόπος μοχθηρής μαγείας, μεταμορφώσεων βουτηγμένων στο αίμα, και ο Χένρι Ντραξ είναι ο άγριος, ανόσιος σχεδιαστής της.


Για το έργο:

Ιδε ο άνθρωπος: δυσώδης, μέθυσος και βάναυσος. Ο Χένρι Ντραξ είναι μέλος του πληρώματος του φαλαινοθηρικού «Volunteer», που ξεκινά από το Γιόρκσερ για τα νερά του Αρκτικού Κύκλου. Στην αποστολή συμμετέχει για πρώτη φορά και ο Πάτρικ Σάμνερ, πρώην στρατιωτικός χειρουργός, με αμαυρωμένη φήμη και καθόλου χρήματα. Μην έχοντας καλύτερη επιλογή, αποφασίζει να αποπλεύσει μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα ως γιατρός του πλοίου, σε αυτό το καταδικασμένο, βίαιο, βρόμικο ταξίδι. 

Στην Ινδία, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Δελχί, ο Σάμνερ είχε δει πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος. Ήλπιζε να βρει προσωρινή ανακούφιση στο «Volunteer», ωστόσο η ανάπαυση αποδεικνύεται ανέφικτη με έναν άνθρωπο όπως ο Ντραξ ανάμεσα στους επιβαίνοντες. Η ανακάλυψη κάτι σατανικού στο αμπάρι κινητοποιεί τον Σάμνερ. Και καθώς η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο ανδρών κλιμακώνεται με φόντο το παγωμένο σκότος του αρκτικού χειμώνα, ένα είναι το ερώτημα: Ποιος θα επιβιώσει μέχρι την άνοιξη; 

Με άγριο, ασταμάτητο ρυθμό και σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ, ο Ίαν ΜακΓκουάιρ πλάθει μια αξεπέραστη ιστορία ανθρωπιάς κάτω από τις πιο ακραίες συνθήκες.

Για τον συγγραφέα:

Ο Ίαν ΜακΓκουάιρ μεγάλωσε κοντά στο Χαλ και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια στις ΗΠΑ. Είναι ιδρυτής και συνδιευθυντής του Centre for New Writing του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ. Γράφει λογοτεχνικές κριτικές και μυθιστορήματα, ενώ ιστορίες του έχουν δημοσιευθεί στο Chicago Review, στο Paris Review κ.α. Το The North Water είναι το δεύτερό του μυθιστόρημα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ψυχογιός ΣΕΛΙΔΕΣ: 376 ΤΙΜΗ: € 16,50