pop_fitzgerald

Κάθε λογής άνθρωποι έρχονταν στα γραφεία της εβδομαδιαίας εφημερίδας και ο Όρισον Μπράουν είχε κάθε λογής σχέσεις μαζί τους. Εκτός ωρών γραφείου ήταν ένας από τους συντάκτες — την ώρα της δουλειάς ήταν απλώς ένας σγουρομάλλης άντρας που πριν ένα χρόνο είχε τη σύνταξη του Jack-O-Lantern του Ντάρτμουθ και τώρα ήταν πολύ χαρούμενος μόνο και μόνο επειδή αναλάβαινε τις ανεπιθύμητες αποστολές μέσα στο γραφείο, από το χτένισμα ενός δυσανάγνωστου κειμένου μέχρι το να παρασταίνει τον κλητήρα δίχως τον τίτλο.

Είχε δει αυτόν τον επισκέπτη να μπαίνει στο γραφείο του αρχισυντάκτη — έναν χλωμό, ψηλό σαραντάρη με ξανθά, αγαλματένια μαλλιά, και φέρσιμο που δεν ήταν δειλό ούτε συνεσταλμένο ούτε απόκοσμο σαν του καλόγερου, μα κάτι κι απ’ τα τρία μαζί. Το όνομα στην κάρτα του, Λιούις Τριμπλ, ανακαλούσε κάποια θαμπή μνήμη, αλλά μην έχοντας από πού να ξεκινήσει, ο Όρισον δε σκοτίστηκε γι’ αυτό — ωσότου ένα κουδούνι ήχησε πάνω στο γραφείο του και η προηγούμενη πείρα του τον ειδοποίησε πως ο κ. Τριμπλ θα ήταν το πρώτο του έδεσμα στο μεσημεριάτικο γεύμα.

«Ο κ. Τριμπλ — ο κ. Μπράουν», είπε η Πηγή όλων των εξόδων φαγητού. «Όρισον — ο κ. Τριμπλ έλειπε πολύ καιρό. Ή αισθάνεται ότι είναι πολύς ο καιρός — σχεδόν δώδεκα χρόνια. Ορισμένοι θα θεωρούσαν τον εαυτό τους τυχερό αν είχαν χάσει την τελευταία δεκαετία.»

«Έτσι είναι», είπε ο Όρισον.

«Εγώ δεν μπορώ να γευματίσω σήμερα», συνέχισε ο προϊστάμενός του. «Να τον πας στου “Voisin” ή στο “21” ή οπουδήποτε θα του άρεσε. Ο κ. Τριμπλ αισθάνεται ότι υπάρχουν πολλά που δεν έχει δει.»

Ο Τριμπλ αντέτεινε ευγενικά.

«Ω, μπορώ να κάνω έναν γύρο.»

«Το ξέρω, παλιόφιλε. Κανένας δε γνώριζε αυτά τα μέρη όπως εσύ μια φορά — κι αν ο Μπράουν δοκιμάσει να σου εξηγήσει την άνιππο άμαξα, τότε στείλ’ τον πίσω, εδώ σε μένα. Και θα γυρίσεις κι εσύ στις τέσσερις, έτσι;»

Ο Όρισον πήρε το καπέλο του.

«Λείπατε δέκα χρόνια;» ρώτησε ενώ κατέβαιναν με τον ανελκυστήρα.

«Είχαν αρχίσει το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ», είπε ο Τριμπλ. «Πόσο μας κάνει αυτό;»

«Περίπου 1928. Αλλά, όπως είπε κι ο προϊστάμενος, σταθήκατε τυχερός που χάσατε τόσα και τόσα.» Σαν για βολιδοσκόπηση πρόσθεσε: «Πιθανόν να είχατε πιο ενδιαφέροντα πράγματα να δείτε.»

«Δεν μπορώ να πω πως είχα.»

Έφτασαν στο δρόμο και ο τρόπος που σφίχτηκε το πρόσωπο του Τριμπλ με τον ορυμαγδό της κυκλοφορίας έκανε τον Όρισον να τολμήσει άλλη μια εικασία.

«Ήσασταν μακριά από τον πολιτισμό;»

«Κατά μία έννοια.» Οι λέξεις ειπώθηκαν με τρόπο τόσο μετρημένο που ο Όρισον συμπέρανε ότι αυτός ο άνθρωπος δε θα μιλούσε εκτός μόνο αν ήθελε — και ταυτόχρονα διερωτήθηκε αν ήταν δυνατό να ‘χει περάσει τη δεκαετία του ’30 σε φυλακή ή σε φρενοκομείο.

«Αυτό είναι το διάσημο “21”», είπε. «Νομίζετε πως θα ‘ταν καλύτερα να φάμε κάπου αλλού;»

Ο Τριμπλ κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας προσεχτικά το σπίτι από πωρόλιθο.

«Το θυμάμαι πότε άρχισε να γίνεται διάσημο το όνομα “21”», είπε, «περίπου την ίδια χρονιά με του “Moriarity’s”». Ύστερα συνέχισε απολογητικά σχεδόν: «Νόμισα πως θα μπορούσαμε ν’ ανηφορίσουμε την Πέμπτη Λεωφόρο για πέντε λεφτά και να φάμε όπου τύχει. Κάποιο μέρος όπου να βλέπομε νέους ανθρώπους.»

pop_nyc_1

Ο Όρισον του ‘ριξε ένα γοργό βλέμμα και σκέφτηκε άλλη μια φορά κάγκελα και γκρίζους τοίχους και κάγκελα· διερωτήθηκε αν στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν να συστήσει τον Τριμπλ σε καταδεχτικά κορίτσια· αλλά ο κ. Τριμπλ δε φαινόταν να έχει αυτό στο νου του — η κυρίαρχη έκφραση ήταν έκφραση απόλυτης και βαθύρριζης περιέργειας και ο Όρισον αποπειράθηκε να συνδέσει το όνομα με το κρησφύγετο του Ναυάρχου Μπερντ στο Νότιο Πόλο ή με αεροπόρους χαμένους μέσα στις βραζιλιάνικες ζούγκλες. Ήταν, ή είχε υπάρξει, πολύ τύπος — αυτό ήταν φανερό. Αλλά η μόνη θετική ένδειξη για το περιβάλλον του — και, για τον Όρισον, η ένδειξη που δεν οδηγούσε πουθενά — ήταν η χωριάτικη υπακοή του στα φώτα της κυκλοφορίας και η προτίμησή του να βαδίζει απ’ τη μεριά των καταστημάτων και όχι του δρόμου. Μια φορά σταμάτησε και στύλωσε τα μάτια του στην προθήκη ενός πουκαμισά.

«Γραβάτες crêpe», είπε. «Έχω να δω από τότε που τέλειωσα το Κολέγιο.»

«Πού είχατε πάει;»

«Πολυτεχνική Μασσαχουσέττης.»

«Σπουδαίο μέρος.»

«Θα πάω να ρίξω μια ματιά την ερχόμενη βδομάδα. Ας φάμε κάπου εδώ δίπλα», — βρίσκονταν πιο πέρα από την 55η οδό — «διαλέξτε εσείς».

Υπήρχε ένα καλό εστιατόριο μ’ ένα μικρό στέγαστρο, ακριβώς πάνω στη γωνία.

«Περισσότερο τι θέλετε να δείτε;» ρώτησε ο Όρισον μόλις κάθισαν.

Ο Τριμπλ συλλογίστηκε.

«Να — το πίσω μέρος απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων», πρότεινε. «Τους αυχένες τους — πώς ενώνονται τα κεφάλια με τα κορμιά τους. Θα μ’ άρεσε ν’ ακούσω τι λένε κείνα τα δυο κοριτσάκια στον πατέρα τους. Όχι ακριβώς τι λένε αλλά αν οι λέξεις επιπλέουν ή βουλιάζουν, πώς σφαλνάνε τα στόματά τους όταν έχουν πάψει να μιλούν. Ζήτημα μόνο ρυθμού — ο Κολ Πόρτερ γύρισε στις Ενωμένες Πολιτείες το 1928 γιατί ένιωσε πως εδώ γύρω υπήρχαν καινούριοι ρυθμοί.»

Ο Όρισον ήταν βέβαιος πως είχε τώρα την ένδειξή του και με προσεγμένη αβρότητα δεν την ακολούθησε ούτε για ένα χιλιοστόμετρο — καταπνίγοντας ακόμα και μιαν άξαφνη επιθυμία να πει πως θα γινόταν μια ωραία συναυλία στο Κάρνεγκι Χωλ το βράδυ.

«Το βάρος των κουταλιών», είπε ο Τριμπλ, «έτσι ανάλαφρο. Ένα μικρό σκαφίδι με κολλημένο ένα μπαστουνάκι. Το λόξεμα στο μάτι εκεινού του σερβιτόρου. Τον γνώριζα κάποτε όμως αυτός δε θα με θυμάται.»

Αλλά καθώς έφευγαν από το εστιατόριο ο ίδιος σερβιτόρος κοίταξε τον Τριμπλ μάλλον απορημένος, σαν αν τον γνώριζε σχεδόν. Όταν βρέθηκαν πια έξω ο Όρισον γέλασε:

«Ύστερ’ από δέκα χρόνια οι άνθρωποι συνήθως ξεχνούν.»

«Ω, είχα δειπνήσει εδώ τον περασμένο Μάιο —». Έπαψε με τρόπο απότομο.

Είναι παλαβός με τα όλα του, αποφάσισε ο Όρισον και ξαφνικά μεταβλήθηκε σε ξεναγό.

«Από δω έχετε ένα καλό ζωντανό στιγμιότυπο από το Ροκφέλερ Σέντερ», επισήμανε με θέρμη, «κι από το Μέγαρο Κράυσλερ και το Μέγαρο Άρμιστεντ, που είναι ο μπαμπάς όλων των καινούριων».

«Το Μέγαρο Άρμιστεντ», έγνεψε υπάκουα ο Τριμπλ. «Ναι — εγώ το σχεδίασα.»

Ο Όρισον κούνησε πρόσχαρα το κεφάλι του — ήταν συνηθισμένος να βγαίνει μ’ όλων των ειδών τους ανθρώπους. Αλλά κι αυτό το παραμύθι ότι ήταν στο εστιατόριο τον περασμένο Μάιο…

Κοντοστάθηκε μπρος στο ορειχάλκινο γείσωμα στο αγκωνάρι του χτιρίου. «Ανηγέρθη τω 1928», έλεγε.

Ο Τριμπλ συγκατάνευσε.

pop_nyc_2

«Όμως εγώ άρχισα να πίνω εκείνη τη χρονιά — να πίνω και να μεθάω μ’ όλους τους τρόπους. Έτσι δεν το είδα ποτέ ως τα τώρα.»

«Ω!» Ο Όρισον δίστασε. «Θέλετε να πάμε μέσα τώρα;»

«Έχω πάει μέσα — ένα σωρό φορές. Αλλά δεν το έχω δει ποτέ. Και τώρα δεν είναι αυτό που θέλω να δω. Δε θα ήμουνα ποτέ ικανός να το δω, τώρα. Θέλω απλώς να δω πώς περπατούν οι άνθρωποι και από τι είναι φτιαγμένα τα ρούχα, τα παπούτσια και τα καπέλα τους. Και τα μάτια και τα χέρια τους. Θα σας πείραζε να δώσουμε τα χέρια;»

«Καθόλου, κύριε.»

«Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Πολύ ευγενικό. Υποθέτω πως φαίνεται παράξενο — αλλά ο κόσμος θα νομίσει ότι αποχαιρετιζόμαστε. Λέω να βαδίσω λιγάκι προς τα πάνω στη λεωφόρο, λοιπόν πρόκειται ν’ αποχαιρετιστούμε. Πείτε στο γραφείο σας πως θα ‘μαι εκεί στις τέσσερις.»

Ο Όρισον τον κοίταξε από πίσω ενώ ξεκινούσε, μισοπεριμένοντας να τον δει να στρίβει για κάποιο μπαρ. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα πάνω του που να υποβάλλει ή να είχε ποτέ υποβάλει το πιοτό.

«Ιησού Χριστέ!» μονολόγησε. «Δέκα χρόνια μεθυσμένος.»

Ένιωσε ξαφνικά ένα με την υφή του πανωφοριού του και τότε έβγαλε και πίεσε τον αντίχειρά του πάνω στο γρανιτένιο τοίχο του χτιρίου πλάι του.

Δημοσιευμένο στο περιοδικό Εκηβόλος, τεύχος 8,9, καλοκαίρι-φθινόπωρο 1981, μετάφραση Ιουλία Τσιακίρη.