«Το χρήμα είναι καλύτερο από τη φτώχεια – αν μη τι άλλο για οικονομικούς λόγους», δήλωνε σε ανύποπτο χρόνο ο Woody Allen για να γυρίσει αργότερα μία από τις ωραιότερες ταινίες του. Στο «Blue Jasmine» ο πετυχημένος σκηνοθέτης αναλύει ακριβώς αυτό. Την ψευδαίσθηση της ευτυχίας που φέρνει το χρήμα και ο ανυπολόγιστος πλούτος και την πλήρη απώλεια της ουσίας των ανθρώπινων σχέσεων.

Εμπνευσμένος από την μεγαλύτερη οικονομική απάτη που γνώρισε ποτέ η Αμερική, το Madoff-gate, ο Allen δήλωσε ότι αφορμή για την τελευταία του ταινία αποτέλεσε η οικονομική κατάρρευση του Bernard Madoff και η σκληρή πραγματικότητα που έπρεπε να αντιμετωπίσει η οικογένειά του και κυρίως η σύζυγός του Ruth σαν μία άλλη Blanche Dubois.

Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται και η αμερικανική πραγματικότητα συναντά την ελληνική. Η κοσμική ζωή της Νέας Υόρκης συναντά την κοσμική ζωή της Αθήνας, τα πολυτελή διαμερίσματα στο Upper West Side, τις βίλες των Νοτίων προαστίων και τα πολυδάπανα πάρτι στο Palm Beach, τις πολυτελείς βαφτίσεις στην Ελούντα της Κρήτης. Και για όσους δεν κατάλαβαν ακόμα τη σύνδεση, η κάποτε σιδηρά κυρία της Νέας Υόρκης Ruth Madoff συναντά την κάποτε σιδηρά κυρία της κοσμικής Αθήνας Ρεβέκκα Σκαφτούρα πρώην Καρούζου, ενώ και οι δύο μαζί συναντούν τη νέα πραγματικότητα.

popaganda_rebeka_karouzou

Τα κοινά χαρακτηριστικά και στις δύο περιπτώσεις είναι πολλά. Η κακή οικογενειακή κατάσταση, η απιστία από την πλευρά των συζύγων τους και η περιθωριοποίηση μετά την πτώση είναι μόνο μερικά από αυτά. Το δράμα συνεχίζεται και για τις δύο. Οι φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και τα κοσμικά gala στα οποία επιδείκνυαν τα πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα δεν αποτελούν πια μέρος της καθημερινής τους ατζέντας, ενώ και οι δύο βρέθηκαν αντιμέτωπες με την σκληρή πραγματικότητα της μέσης γυναίκας.

Στην περίπτωση της Ruth Madoff η κόλαση ξεκίνησε στις 11 Δεκεμβρίου του 2008 όταν ο σύζυγός της κατηγορήθηκε για ένα οικονομικό σκάνδαλο υπεξαίρεσης 65 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Έχοντας χάσει όλη την περιούσια της, από τα ακίνητα και τους τραπεζικούς λογαριασμούς μέχρι τα κοσμήματα και τα έπιπλα, βρήκε αρχικά καταφύγιο στην αδερφή της στη Φλόριντα. Αντίστοιχα, η κυρία Σκαφτούρα, η οποία το 2010 είχε μηνυθεί από τον πρώην σύζυγό της για μεθόδευση πτώχευσης του ομίλου του για ίδιον όφελος, ζούσε μέχρι πρόσφατα στο σπίτι των γονιών της, ενώ πλέον φιλοξενείται σε κάποιο κελί κατηγορούμενη για συμμετοχή σε ξέπλυμα χρήματος. Αξίζει φυσικά να σημειωθεί ότι και οι δύο κυρίες δήλωναν πλήρη άγνοια για τα οικονομικά των συζύγων τους, ισχυρισμός που –μάλλον- δεν έπεισε κανέναν.

Επηρεασμένη, λοιπόν, από την ταινία έχω αρχίσει μάλλον να βλέπω γύρω μου περιπτώσεις «Θλιμμένης Τζάσμιν». Με  την κρίση να έχει φέρει τα πάνω κάτω δεν είναι και δύσκολο να βρεις γυναίκες που βρέθηκαν απ’ τα ψηλά στα χαμηλά. Έτσι, περιμένοντας ένα απόγευμα το λεωφορείο στο Σύνταγμα παρατήρησα μία κυρία λίγο πάνω από τα 50. Κομψά ντυμένη, με μαλλί κομμωτηρίου, ελαφρύ βάψιμο και παπούτσια Καλογήρου – κόβω το χέρι μου ότι ήταν Καλογήρου – ήταν μία όαση ανάμεσα στις συνομήλικές της που γκρίνιαζαν για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση των λεωφορείων. Αυτό που μου τράβηξε όμως την προσοχή ήταν ότι κρατούσε μία Hermes. «Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες», σκέφτηκα και μου ήρθε στο μυαλό η Carrie που σε μία δύσκολη φάση αναγκάστηκε και αυτή να πάρει το λεωφορείο. Ας σοβαρευτούμε όμως, η κατά τα άλλα συμπαθέστατη κυρία δεν κρατούσε Louis Vuitton ούτε κάποια άλλη φίρμα από αυτές που έχουν κατακλύσει την Αθήνα, αλλά μία πανάκριβη δερμάτινη μπλε Hermes, απομεινάρι πιθανότατα του παρελθόντος. Η φαντασία μου άρχισε να οργιάζει και μετά από λίγο στο μυαλό μου ήταν απατημένη, χωρισμένη και σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, πράγμα για το οποίο πείστηκα όταν κατέβηκε μία στάση μετά το Φιξ για να αλλάξει λεωφορείο. Κάπου εκεί ήταν που ήθελα να της φωνάξω: «Που την πας την Hermes, κυρά μου;».