React! Αν έδινα με μία λέξη την άποψή μου τόσο για το έργο της Στέλλας Θεοδωράκη, όσο και για την ίδια, αυτήν θα επέλεγα. Να αναβοσβήνει σε κατάσταση συναγερμού, όπως και στη νέα ταινία της σκηνοθέτριας, «Ελεύθερο Θέμα», που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες. Κι ας είναι αγγλική. Ούτε ελληνική, όπως η χώρα που υπεραγαπά, ούτε γαλλική, όπως η χώρα που την ανέθρεψε στα γόνιμα κι ανήσυχα χρόνια των σπουδών της. Έτσι, σαν γροθιά στο τραπέζι. Η δημιουργός, τολμηρό πνεύμα από τότε που την γνώρισα κι ακόμη περισσότερο στο πέρασμα του χρόνου, είτε μιλάει για το σινεμά είτε για τη ζωή είτε για τον πολιτισμό είτε για τον έρωτα είτε για την πολιτική είτε για ο,τιδήποτε μπορεί να μιλήσει κάποιος τέλος πάντων, πάντα θα αφήσει να ξεχυθεί η αγωνία της για μία κοινωνία στην οποία η ελευθερία, φυσικά, πάντα ελέγχεται, η διαφορετικότητα είναι, φυσικά, ακόμη δακτυλοδεικτούμενη, ο κανόνας είναι, φυσικά, υπεράνω οποιασδήποτε εξαίρεσης, ο ελληνικός κινηματογράφος είναι, φυσικά, στο έλεος του κράτους και των παραγόντων. Το «φυσικά» δεν είναι ειρωνικό, υπογραμμίζει απλώς πώς η ζωή και η ιστορία κύκλους κάνουν -και σε έναν κύκλο, φυσικά, δεν υπάρχει ούτε τέλος ούτε αρχή. 

«Ο ένοχος είναι ανάμεσά μας. Ο ένοχος είναι η αδράνεια», γράφουν οι ήρωες τής ταινίας της στο πανό, τις αφίσες και τα στένσιλ που απλώνουν στους τοίχους της πληγωμένης πόλης. «Χανόμαστε –σαν ένα σχέδιο χαραγμένο στην άμμο», αγωνιούν. Αλλά δεν εγκαταλείπουν γιατί είναι φωτεινοί, μαχητές και αισιόδοξοι: «Σώσε το όνειρό σου», τραγουδούν για όποιον θέλει να το ακούσει. Εκείνοι, αυτό προσπαθούν. Και αυτό είναι το σλόγκαν της ταινίας. 

Το «Ελεύθερο Θέμα» καταθέτει τις αγωνίες ζωής και τέχνης μιας ομάδας φοιτητών και της καθηγήτριάς τους, μέσα στην ταραγμένη Αθήνα. Οχτώ φοιτητών καλών τεχνών που καλούνται να δημιουργήσουν, μέσα από όποιο ελεύθερο θέμα επιλέξει ο καθένας, ένα έργο, με όπλο την κάμερά τους και χρώμα την ψυχή τους. Ένα έργο με διαφορετικές προσεγγίσεις και προεκτάσεις για τον καθένα, που εμπνέεται από την ίδια την τέχνη και από την ίδια τη ζωή, υπερβαίνει τη λογική, έχει χιούμορ και σουρεαλιστική διάθεση, πειραματίζεται, ξεπερνά όρια, προτείνει άποψη. Η ίδια η καθηγήτρια που αναθέτει τα ελεύθερα θέματα, ψάχνει παράλληλα τη δική της έξοδο διαφυγής από μία κοινωνία που καθημερινά μπλέκεται όλο και περισσότερο σε δίχτυα συντηρητισμού, περιορίζει όλο και περισσότερο την ελευθερία της σε κάθε επίπεδο. «Fuck them all… / forget your problems/ I am going to tell you a story about your fantasies of love… / I don’t know what to teach you… / Ι want to fight for you / I want to fight for you / for the utopia / I am waiting for you to react / I am waiting for me to react…» τραγουδάει σε ένα κλαμπ, αποκαλύπτοντας μια άλλη πτυχή στους φοιτητές της.

Για την Στέλλα Θεοδωράκη, η ζωή και η τέχνη δεν είναι δυο ξεχωριστά πράγματα, ταυτίζονται. Όπως η ζωή και ο πολιτισμός. «Πολιτισμός είναι ακόμη και ο τρόπος που δρας και προτείνεις έργο και παραγωγή προϊόντος στην κοινωνία, ο τρόπος που χειρίζεσαι το θέμα της καθημερινότητάς σου, της υγείας σου, τα πάντα…» τονίζει. 

Στην έβδομη μεγάλου μήκους ταινία της, τρίτη μυθοπλασίας συγκεκριμένα, που έρχεται μετά το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Ημερολόγια Αμνησίας» (2013), προχωρά ακόμη περισσότερο τις αναζητήσεις της πάνω στη ζωή, την ελευθερία, τον έρωτα και τον χρόνο, γιατί «όλοι οι σκηνοθέτες έχουν εμμονές. Το ευτύχημα είναι σε κάθε έργο να τις πηγαίνεις λίγο παραπέρα, αν μπορείς». Όπως τις πηγαίνει η ίδια με μέσο την κάμερά της που πειραματίζεται και προχωράει σε ιδιαίτερα εντυπωσιακούς δρόμους τη σκηνοθεσία της, από τις ακτές της Νορμανδίας ως την γαλήνια θάλασσα του Σουνίου και από τις πολυτελείς αίθουσες του Λούβρου ως τα γεμάτα γκράφιτι στενά και τις πορείες της Αθήνας, δημιουργώντας μία ταινία ανατρεπτική, τολμηρή, ασπρόμαυρη, πολύχρωμη, διαφορετική –που τυχαίνει να είναι και ελληνική.  

H Στέλλα Θεοδωράκη

«Ελεύθερο Θέμα» –κάποιες στιγμές, κάποιες εικόνες στην ταινία φέρνουν στο νου και ελεύθερη πτώση, καθώς οι ήρωες βουτάνε με τόλμη στο άγνωστο του έρωτα, της τέχνης, της ζωής για να τα ανακαλύψουν, ακόμη κι αν κινδυνεύουν να συντριβούν. Το σκέφθηκες κι έτσι ίσως;  Μ’ αρέσει η ερμηνεία σου και, μέχρις ενός σημείου, έτσι είναι. Υπάρχει η ελεύθερη πτώση με την έννοια του ρίσκου, υπάρχει όμως και η αγάπη για μια ατέρμονη έρευνα της ύπαρξης. Μια απελευθερωτική έρευνα που σου αφήνει την επιλογή να πετάς και να βλέπεις κι όχι να πετάς και να πέφτεις. Αυτή ήταν η πρόθεση του χαρακτήρα της Θεοδώρας Τζήμου που παίζει την καθηγήτρια.

Η ταινία κινείται σε δύο χώρες: Γαλλία-Ελλάδα. Πόσο δύσκολη ήταν η πραγματοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήματος; Γιατί επέλεξες τη Γαλλία -και συγκεκριμένα τη Νορμανδία και το Παρίσι- για να στήσεις μέρος της ιστορίας;  Επειδή η Γαλλία είναι για μένα ένας τόπος ή ένας «χώρος» αν θες, οικείος – ιδίως το Παρίσι όπου έζησα εκεί έξι φοιτητικά χρόνια. Αλλά και επειδή είναι μια χώρα με παράδοση στις «υπαρξιακές» αναζητήσεις. Παρόλα αυτά όμως, παρόλες τις συγκλίσεις προς μια αλληλοεκτίμηση πολιτισμών, πάντοτε μου έμπαινε το ερώτημα της πολιτιστικής διαφοράς στις σχέσεις των ανθρώπων και στον τρόπο που η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυτήν την σύγχρονη Ελλάδα, την έτοιμη να παραδώσει την οποιαδήποτε ανεξαρτησία της. Η Νορμανδία ως τόπος πάντοτε με τραβούσε. Η παλίρροια και τα νερά που τραβιούνται κάποιες ώρες, αυτό το άνοιγμα στον ορίζοντα… Και ταυτόχρονα η ιστορική βαρύτητά της, το γεγονός πως εκεί κάποτε έγινε μια απόβαση, και εδώ, τώρα, στην ίδια ακτή, ένας μπαμπάς με τον γιο του παίζουν μπάλα.

Από τα γυρίσματα στη Νορμανδία

Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στα γυρίσματα; Και ποια εκείνη που σε έκανε να νιώσεις δικαιωμένη που μπήκες σε τέτοια περιπέτεια; Το «Ελεύθερο Θέμα» υπήρξε για μένα ένα ταξίδι που οι δυσκολίες του το καθιστούσαν προκλητικό. Δεν με άφησε να πλήξω, και μου έβαζε συνέχεια νέα εμπόδια πρακτικού ή αισθητικού τύπου που θα έπρεπε να ξεπεραστούν. Ένιωθα πολύ χαρούμενη όταν οι προτάσεις όλης της καλλιτεχνικής ομάδας και οι μικροί αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών ξεπερνούσαν το σενάριο. Όταν η ζωή εισχωρούσε επίμονα στην ταινία και άλλαζε τα κάδρα ή όταν εμείς τα βλέπαμε μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα από εκείνο που τα είχαμε βάλει αρχικά.

Η Θεοδώρα Τζήμου και ο Δημήτρης Κίτσος

Αν και πάντα υπήρχαν, ειδικά στις τελευταίες ταινίες σου οι σκηνοθετικοί πειραματισμοί είναι έκδηλοι και σε οδηγούν σε καινούργια και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κινηματογραφικά μονοπάτια. Ποιες είναι οι επιρροές σου, πέρα από το γαλλικό Nouvelle Vague («Νέο Κύμα») του Γκοντάρ και του Τρυφώ κι ακόμη, ίσως, από ένα πιο συγκεκριμένο κομμάτι του, το Rive Gauche («Αριστερή Όχθη») του Ρενέ και της Βαρντά; Υποθέτω πως οι επιρροές είναι πολύ περισσότερες, απλά βρίσκονται κάπου κρυμμένες και τις ξεχνάμε. Μεγαλώνοντας κιόλας, τις έχεις απλώς αποθηκεύσει. Μ’ αρέσουν πολλοί σκηνοθέτες, πιο βόρειοι και πιο νότιοι, πιο παλιοί και πιο νέοι. Ο Αντονιόνι π.χ. ήταν ο αγαπημένος μου στα φοιτητικά μου χρόνια, ο Ντράγιερ, ο Ταρκόφσκι, ο Μπουνιουέλ… και αυτοί οι περίεργοι Έλληνες, όπως ο Νικολαΐδης, ο Παναγιωτόπουλος, ο Αγγελόπουλος, ο Κούνδουρος, ο Θέος, η Μαρκετάκη, η Λιάππα, που έβαλαν κάποιες βάσεις σε μια πιο προσωπική αφήγηση και χάθηκαν… και τόσοι άλλοι ακόμα…

Η Φραγκίσκη Μουστάκη

Η μουσική, από παλιές μελωδίες και τανγκό μέχρι μιούζικαλ και ηλεκτρονική, έχει καθοριστικό ρόλο στην ταινία, παρά τη δύναμη των εικόνων σου. Τι σε οδήγησε σε αυτό;  Η μουσική και το ηχητικό περιβάλλον είναι, για μένα, η αδελφή όψη της εικόνας. Το ένα φωτίζει το άλλο με τρόπο συμπληρωματικό. Ο Χρήστος Δεληγιάννης συνέθεσε, πάνω στην αφήγηση της ταινίας, μια μουσική που ακολουθεί τη ροή και τους χαρακτήρες, τους χώρους και το φως -γράφτηκε πάνω στην εικόνα και το συναίσθημα που βγάζει μία σκηνή. Στόχος ήταν να συνδυάσουμε μουσικούς κόσμους και ηχοχρώματα με έναν τρόπο που ν’ αντικατοπτρίζει τον τρόπο που οι φοιτητές της ταινίας προσεγγίζουν το «ελεύθερο θέμα» και να δημιουργήσουμε μια νέα πρόταση ακόμη κι όταν υπήρχαν μουσικές αναφορές. Όπως σε μία σκηνή που υπάρχει αναφορά στις «3 Γυμνοπαιδείες» του Σατί, ο Χρήστος δουλεύει πάνω σ’ αυτές. Η μουσική εδώ γίνεται χαρακτήρας του έργου. Το μουσικό πριόνι σχίζει την εικόνα. Στην συγκεκριμένη τελική σύνθεση μάλιστα, πριόνι παίζει ο Adrian Stout των Tiger Lillies

Από τη άλλη, ειδικά το μιούζικαλ σε απελευθερώνει, καθώς χορεύει και ανοίγεται σε πολλούς και διαφορετικούς τρόπους έκφρασης που συνομιλούν μεταξύ τους. Η σκηνή – μιούζικαλ της ταινίας είναι ένα δεκάλεπτο μουσικό κολλάζ, όπου το στυλ και η ταχύτητα των συνθέσεων εναλλάσσονται συνεχώς. Εδώ η μουσική έπρεπε να γραφτεί πριν τα γυρίσματα και οι ιδέες ήρθαν μέσα από το σενάριο και πολλές συζητήσεις. Ενώ για τον συνθέτη τα χορωδιακά μέρη αποτέλεσαν πρόκληση.  

Ο Χρήστος Δεληγιάννης υπογράφει τη μουσική της ταινίας

Μέσα στην ταινία υπάρχουν ατάκες και εικόνες που αποτελούν δηλώσεις -είτε για την κρίση στα πολιτικά πράγματα είτε για την κρίση της ίδιας της ύπαρξης είτε για το μέλλον. Φοβάσαι ότι έχουμε εφησυχάσει, έχουμε δεχθεί την ελευθερία που μας προτείνουν και όχι την πραγματική, πώς η κοινωνία γίνεται όλο και πιο συντηρητική και όμοια, όλο και πιο Μεγάλος Αδερφός, ότι φοβάται όλο και πιο πολύ το διαφορετικό και τη διαφορετικότητα -σε κάθε τομέα; Δεν φοβάμαι, το πιστεύω. Νομίζω πως μπαίνουμε σε μια φάση ουσιαστικού συντηρητισμού και αδράνειας, αλλά και απαξίωσης του συνανθρώπου μας. Θεωρώ πως περνάμε τη φάση του απόλυτου μονόλογου με μορφή διάλογου. Κι εκεί δεν χωράνε άλλοι εκτός από τους νάρκισσους, εκτός από εμάς που βέβαια είμαστε και οι καλύτεροι. Σκέφτομαι μήπως στην επόμενη φάση  θα βαριόμαστε να πατήσουμε ακόμη κι ένα κουμπί απλής επικοινωνίας… Παρόλα αυτά οφείλεις μέσα εκεί να «Σώσεις το όνειρό σου». Για μένα αυτό είναι η μεγαλύτερη αισιοδοξία και το πιο σοβαρό πράγμα που πρέπει να διδάσκεται.

Ο Γιώργος Συμεωνίδης σε σκηνή της ταινίας

Σε απασχολεί ιδιαίτερα επίσης το θέμα του φασισμού -όπως φαίνεται μέσα από την εμμονή ενός φοιτητή να καταπιαστεί με το έργο του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ. Φοβάσαι ότι αναβιώνει στην εποχή μας; Ότι η ιστορία κύκλους κάνει; Μα κάνει κύκλους -κι όταν κιόλας δεν την γνωρίζουμε, οι κύκλοι επανέρχονται με μεγαλύτερη ορμή. Η μνήμη χάνεται. Η Ευρώπη οδεύει προς το φασισμό μ’ ένα περίεργο αλτσχάιμερ. Δεν εμβαθύνει στο πραγματικό πρόβλημά της, ρίχνει τις ευθύνες στους αδύναμους και μετατρέπει σιγά σιγά τους περισσότερους σε φασιστικά ανδρείκελα. 

«Ο ένοχος είναι ανάμεσά μας. Ο ένοχος είναι η αδράνεια» γράφουν τα παιδιά στο πανό, τις αφίσες και τα στένσιλ που απλώνουν στους τοίχους.

Η ταινία σου από τη μια καταγράφει τον εσωτερικό κόσμο, την ψυχοσύνθεση μιας καθηγήτριας και της ομάδας των φοιτητών στους οποίους αναθέτει έργο – και από την άλλη υμνεί τις Τέχνες, από την αρχαιότητα ως σήμερα, από την Νίκη της Σαμοθράκης ως τον πίνακα «Las Meninas» του Velázquez. Επιλέγεις συγκεκριμένα έργα και ασχολείσαι μαζί τους. Υπάρχουν λόγοι για αυτό; Υπάρχουν, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχει κι ένα στοιχείο τυχαιότητας. Η Νίκη της Σαμοθράκης με προσέλκυσε γιατί τα φτερά της έδεναν μέσα μου με την αίσθηση της ελευθερίας. Ταυτόχρονα ήταν και κολλημένα. Τον πίνακα «Las Meninas» του Velázquez, πέρα από το ότι είχα σταθεί πολλές ώρες να τον κοιτάω στο Museo del Prado της Μαδρίτης αλλά και πέρα από τη σημασία του και τις διαφορετικές αναπαραγωγές του στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης, τον επέλεξα γιατί ανοίγει αυτή τη διάσταση του ποιός βλέπει ποιον, ποιός παρατηρεί ποιον, ποιός καταγράφει ποιον…

Στιγμιότυπα από τη σκηνή του μιούζικαλ

Την ίδια στιγμή όμως που υμνείς την κλασική τέχνη, παράλληλα την αποδομείς, την διασπάς και δίνεις το δικαίωμα στους φοιτητές να την αναπλάσουν και ξαναπλάσουν, όπως το επιθυμούν. Πιστεύεις ότι αυτός είναι ο ρόλος της Τέχνης γενικότερα; Να γεννά έργο, το οποίο διδάσκει γενιές αλλά και να παίρνει άλλες διαστάσεις από τις επόμενες; Αν δεν αποδομείς, δεν προχωράς. Είναι ένα είδος διάλογου, απαραίτητου για την εξέλιξη, ανεξάρτητα αν είναι το έργο καλύτερο ή χειρότερο. Η πρόθεση στην ταινία είναι να αποδομήσουν με χιούμορ. Να βάλουν σουτιέν στην Αφροδίτη της Μήλου, να δείξουν έναν ιπτάμενο πατέρα όταν επηρεάζονται από τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο» του Μπουνιουέλ και του Νταλί. Να αποφύγουν το συνηθισμένο copy paste ή, αν δεν μπορούν, να συνειδητοποιήσουν την αδυναμία τους. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι από τα σημαντικότερα μέρη του «Ελεύθερου Θέματος».

Ο Πάνος Κούγιας και η Μάρθα Λαμπίρη-Φεντόρουφ

«Μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο;», είναι ένα ερώτημα της ταινίας σου. Λοιπόν, εσύ τι απαντάς; Μπορεί; Ο κόσμος αλλάζει ούτως ή άλλως. Όσοι βάζουν πετραδάκια θετικής αλλαγής κάπου χτίζουν μικρές νησίδες, όπου, ίσως, εκεί μερικοί αναπνέουν καλύτερα…

«A summer day I’ll take you to the moon… / This is a happy end… / this is nοt a happy end», τραγουδάνε οι ήρωες της ταινίας στη σκηνή του μιούζικαλ. Τελικά υπάρχει ή όχι φως στο βάθος του τούνελ; Η πορεία του κόσμου δείχνει πως, συνήθως, κάποια στιγμή ξυπνάει πριν ξανακοιμηθεί. Είναι οι κύκλοι που έλεγες. Το θέμα είναι σε ποιό σημείο του κύκλου πέφτει ο καθένας μας…

Στιγμιότυπα από τη σκηνή του μιούζικαλ

Τι είναι αυτό που σε συναρπάζει πάνω από όλα στον κινηματογράφο; Η δυνατότητα σύνθεσης διαφορετικών τεχνών μέσα σ’ αυτόν. Η δυνατότητα να αφήνουμε ζωντανή εικόνα κι όταν δεν υπάρχουν πια αυτοί που είναι μέσα ή όταν η ατμόσφαιρα που κατακλύζει την ταινία έχει διαλυθεί. Άρα, η ευτυχία να πεις αυτό που θες μέσα από πολλές διαστάσεις.

Η Στέλλα Θεοδωράκη με συνεργάτες της

Ελληνικός κινηματογράφος. Την τελευταία δεκαετία, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, ανθεί και διακρίνεται περισσότερο από ποτέ, ειδικά στο εξωτερικό. Όσο καλά όμως και αν πηγαίνει ως δημιουργία έργου, τόσο άσχημα πηγαίνει ως «προϊόν» στις αίθουσες. Για σένα, που ήσουν κι ένα από τα πιο ενεργά άτομα στο κίνημα «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη», υπάρχει λύση στο πρόβλημα; Η λύση είναι δύσκολη όταν υπάρχει μακροχρόνια απαξίωση του κινηματογραφικού πολιτιστικού έργου. Δεν υπάρχουν υγιή μέτρα που να κυκλώνουν όλα τα στάδια της παραγωγής ούτε κίνητρα που να ευνοούν την έξοδο της ελληνικής ταινίας, η οποία  διεθνώς δεν πάει καθόλου άσχημα. Ούτε αυτόματες χρηματοδοτήσεις σε διάφορα στάδια υπάρχουν, ιδίως όταν η αίθουσα βρίσκεται σε μεταιχμιακή φάση. Και, βέβαια, υπάρχει κι αυτή η απαίσια έλλειψη φαντασίας και αγάπης για το αντικείμενο. Μόνη λύση να συνεχίζουμε να δημιουργούμε κόντρα σε όλα αυτά. Ίσως αυτή η επιμονή προκαλέσει κάποια στιγμή τη δημιουργία μιας πλατφόρμας οικονομικών και νομικών διευκολύνσεων, οι οποίες θα εστιάσουν σε μέτρα που αφορούν στο εγχώριο προϊόν. Αυτό όμως σημαίνει πολιτική με κουλτούρα, που παίρνει και κάποιο ρίσκο. Γιατί σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν αυτά τα κίνητρα;

Αν και αγαπάς ιδιαίτερα την Γαλλία, επιμένεις στην Ελλάδα, παρά τα προβλήματα κρίσης ειδικά στο χώρο του κινηματογράφου -τα οποία αντιμετωπίζεις και ως παραγωγός μέσα από την εταιρεία «Φαντασία Οπτικοακουστική» που έχεις με τον Θάνο Αναστόπουλο. Πιστεύεις ότι θα αλλάξουν τα πράγματα (τώρα και εν όψει εκλογών); Η Ελλάδα είναι ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα με το φως της. Ο κινηματόγραφος είναι φως. Αγαπώ τραγικά την Ελλάδα, μπορεί πιο πολύ και από τον καλύτερο εραστή! Τα πράγματα δεν αλλάζουν με τις εκλογές, αλλάζουν όταν οι άνθρωποι συνειδητοποιούν συλλογικά τη γύμνια τους . Όταν σταματούν να είναι υποτελείς δηλαδή…

https://vimeo.com/318770468

INFO 
Η ταινία «Ελεύθερο Θέμα» της Στέλλας Θεοδωράκη προβάλλεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας και τον «Μικρόκοσμο», σε διανομή της One From The Heart.
Εκδήλωση-Συζήτηση 
Δευτέρα 1 Απριλίου // ώρα: 20.30 // Ταινιοθήκη της Ελλάδος 
Στο πλαίσιο των προβολών της ταινίας στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά οδός 42 και Μ. Αλεξάνδρου), θα γίνει απόψε συζήτηση με θέμα “Backstage ιστορίες”. Οι ηθοποιοί Θεοδώρα Τζήμου, Δημήτρης ΚίτσοςΚωνσταντίνος Ελματζίογλου, Φραγκίσκη Μουστάκη και η σκηνοθέτις Στέλλα Θεοδωράκη, μαζί με τον μοντέρ Χρήστο Γιαννακόπουλο, θα μιλήσουν για το πως μια ιδέα μεταπλάθεται σε εικόνα στην πορεία της κινηματογραφικής παραγωγής. Η συζήτηση θα γίνει στις 20:30, ανάμεσα στην απογευματινή και βραδινή προβολή (ώρες προβολών: 18:00 και 21:00)
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Στέλλα Θεοδωράκη // Παραγωγοί: Θάνος Αναστόπουλος [Ελλάδα], Guillaume De Seille [Γαλλία] // Παίζουν: Θεοδώρα Τζήμου, Δημήτρης Κίτσος, Laurent Sauvage, Αντώνης Καρυστινός, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Κωνσταντίνος Ελματζιόγλου, Δημήτρης Θεοδωρίδης, Πάνος Κούγιας, Μάρθα Λαμπίρη, Ιωάννα Μούσουρα, Φραγκίσκη Μουστάκη, Ναταλία Ρήγα // Φωτογραφία: Ηλίας Κωνσταντακόπουλος, Ηλίας Αδάμης // Μουσική: Χρήστος Δεληγιάννης // Σκηνογραφία: Αντώνης Δαγκλίδης // Μοντάζ: Χρήστος Γιαννακόπουλος // Κοστούμια: Τριάδα Παπαδάκη // Μακιγιάζ: Κατερίνα Βαρθαλίτου, Εύη Ζαφειροπούλου, Sanja Zecevic Markovic // Χορογραφία: Edgen Lame // Ηχοληψία: Νίκος Παπαδημητρίου, Philippe Henry // Σχεδιασμός ήχου: Χρήστος Γούσιος // Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης // Εφέ VFX: Θάνος Φατούρος, Νίκος Μούτσελος, Σάκης Μπουζάνης // Line producer: Διονυσία Δημητρακέλου // Παραγωγή: Φαντασία Οπτικοακουστική [Eλλάδα] // Arizona Productions [Γαλλία] // Συμπαραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου //  Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση-ΕΡΤ ΑΕ // CNC- Centre National du Cinéma et de l’Image Animée // με την υποστήριξη του Eurimages // Διανομή: One from the Heart [Ελλάδα] // Arizona Distribution [Γαλλία] // 2018 / DCP / 148’ / Έγχρωμη
https://www.facebook.com/freesubjectfilm/