Δεν είχα κατεβάσει το σύστημα Pimsleur για τα κινέζικα κι έτσι στην πτήση προς το Πεκίνο στράφηκα στο βιβλίο με τις χρήσιμες φράσεις του ταξιδιωτικού οδηγού Lonely Planet, γνωρίζοντας εξαρχής ότι δεν είχα καμία ελπίδα. Τα κινέζικα μοιάζουν περισσότερο με τραγούδι παρά με ομιλία και παρόλο που οι λέξεις ήταν γραμμένες φωνητικά, δεν μπορούσα να τις κα- ταφέρω. Το βιβλίο ήταν λεπτό, στο μέγεθος παλάμης, και χωρισμένο σε σύντομα κεφάλαια: «Τράπεζα», «Ψώνια», «Περνώντας τα σύνορα». Το κεφάλαιο με τον τίτλο «Ειδύλλιο» περιλάμβανε τα ακόλουθα: «Θα ήθελες ένα ποτό;» «Είσαι καταπληκτικός χορευτής». «Μου θυμίζεις μια ξαδέρφη μου». Αυτό το τελευταίο μπορεί να πιάσει μόνο αν είσαι Ασιάτης, αλλά ακόμη και τότε είναι λίγο ανατριχιαστικό, μια που υπονοεί «την ξαδέρφη που πάντα ήθελα να γδύσω και να εκσπερματώσω πάνω της».

Στο υποκεφάλαιο «Ερχόμαστε πιο κοντά» μαθαίνει κανείς να λέει, «Μου αρέσεις πάρα πολύ». «Είσαι καταπληκτικός». «Θέλεις ένα μασάζ;» Στην επόμενη σελίδα, η ατμόσφαιρα ζεσταίνεται. «Σε θέλω». «Θέλω να σου κάνω έρωτα». «Τι θα ’λεγες να πάμε στο κρεβάτι;» Και, μια ατάκα που θα μπορούσε να έχει γραφτεί ειδικά για μένα, «Μην ανησυχείς, θα το κάνω μόνος μου».

Παραδόξως, οι συγγραφείς δεν έχουν συμπεριλάβει τη φράση «Άσε αναμμένο το φως», απαραίτητη προϋπόθεση αν θέλεις να πεις πραγματικά οποιαδήποτε από αυτές τις φράσεις. Φαντάζεται κανείς τον τουρίστα γυμνό σε ένα κρεβάτι να κοιτάζει αλληθωρίζοντας το βιβλιαράκι του για να βογκήξει «Ω ναι!», «Ήρεμα, τίγρη», «Πιο γρήγορα», «Πιο δυνατά», «Πιο αργά», «Πιο μαλακά», «Αυτό ήταν… εκπληκτικό/περίεργο/τρελό», «Μπορώ να μείνω το βράδυ;».

Στο επόμενο υποκεφάλαιο τα πάντα διαλύονται: «Βλέπεις κάποιον άλλο;», «Είναι απλώς φίλος/φίλη», «Με χρησιμοποιείς μόνο για σεξ», «Δεν νομίζω ότι μπορεί να προχωρήσει». Και, τελικά, «Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ».

Ο Χιου κι εγώ επιστρέψαμε από την Κίνα και μερικές μέρες αργότερα άρχισα να ετοιμάζομαι για ένα ταξίδι στη Γερμανία. Την πρώτη φορά που πήγα, το 1999, δεν κατάφερνα να πω ούτε Guten Morgen. Οι ήχοι ακούγονταν προσποιητοί όταν έβγαιναν από τα χείλη μου κι έτσι πέρασα όλο μου το χρόνο μιλώντας αγγλικά με απολογητικό ύφος. Όχι ότι περίμενε κανείς να ζητήσω συγγνώμη. Στο Παρίσι, ναι, αλλά στο Βερολίνο η στάση του κόσμου ήταν περισσότερο «Σ’ ευχαριστώ που μου επιτρέπεις να εξασκήσω τα τέλεια αγγλικά μου». Και το εννοώ, τέλεια. «Είσαι από τη Μινεσότα;» ρωτούσα διαρκώς.

Στην αρχή με απωθούσε η σκληρότητα των γερμανικών. Μπορεί κάποιος να παράγγελνε ένα κομμάτι τούρτα και ακουγόταν σαν να έδινε ένα πραγματικό παράγγελμα, όπως, «Κόψε την τούρτα και πήγαινε και ξάπλωσε μπρούμυτα σε κείνο το χαντάκι, ανάμεσα στον τσαγκάρη και το κοριτσάκι». Υποθέτω ότι γι’ αυτό φταίει το ότι έχω δει πάρα πολλές ταινίες για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά θυμήθηκα τις άπειρες ταινίες του Φασμπίντερ που είχα δει τη δεκαετία του ’80 και τα γερμανικά άρχισαν να μου ακούγονται σαν μια γλώσσα όχι άκαρδη, αλλά με ψυχολογικά προβλήματα. Ξαναπήγα δύο φορές το 2000 και με τον καιρό άρχισα να τη συνηθίζω. Είναι σαν τα αγγλικά, αλλά ανάποδα.

Έχω κάνει τουλάχιστον δέκα διαφορετικά ταξίδια εκεί τώρα πια και έχω επισκεφτεί τη χώρα από τη μια άκρη έως την άλλη. Διάφοροι άνθρωποι μου έμαθαν ένα σωρό λέξεις, αλλά οι μόνες που μου έμειναν ήταν Kaiserschnitt, που σημαίνει «καισαρική τομή» και Lebensabschnittspartner. Αυτό το τελευταίο δεν μεταφράζεται ως «εραστής» ή «σύντροφος», αλλά μάλλον ως «το πρόσωπο με το οποίο είμαι μαζί σήμερα», υπονοώντας ότι τα πράγματα αλλάζουν και παραμένεις ανοιχτός στις αλλαγές.

Για το πιο πρόσφατο ταξίδι ήθελα να ετοιμαστώ καλύτερα κι έτσι κατέβασα και τα τριάντα μαθήματα Γερμανικών Ι του Pimsleur, που ξεκινούν κι αυτά με τη φράση «Με συγχωρείτε, μιλάτε αγγλικά;». Όπως και με τα ιαπωνικά και τα ιταλικά, η μέθοδος μου έμαθε να μετράω και να λέω την ώρα. Έμαθα ξανά «Το κορίτσι είναι ήδη μεγάλο» και «Πώς είστε;» («Wie geht es Ihnen?») Στα ιαπωνικά και τα ιταλικά η απάντηση στην τελευταία ερώτηση είναι «Πολύ καλά, κι εσείς;». Στα γερμανικά η απάντηση ξεκινάει με έναν αναστεναγμό, ακολουθεί μια παύση και ο ομιλητής καταλήγει «Όχι και τόσο καλά».

Το ανέφερα αυτό στον Γερμανό φίλο μου, τον Τίλο, που είπε ότι βεβαίως και είναι αυτή η απάντηση. «Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μας ότι ρωτάει κάποιος κάτι τέτοιο μόνο από ευγένεια» είπε.

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα