Στα Ιαπωνικά Ι, μάθημα 17, η ηθοποιός που παίζει τη σύζυγο λέει «Kaimono ga shitai n desu ga!» («Θέλω να πάω για ψώνια, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα και πρέπει να μαντέψεις τι είναι»). Η άσκηση αυτή είναι για τους αριθμούς, οπότε ο σύζυγος τη ρωτάει πόσα χρήματα έχει. Του λέει ένα νούμερο κι αυτός αρχίζει προοδευτικά να το αυξάνει.

Παρομοίως, στη γερμανική εκδοχή η σύζυγος ανακοινώνει ότι θέλει να αγοράσει κάτι: «Ich möchte noch etwas kaufen». Ο άντρας της τη ρωτάει πόσα χρήματα έχει και αφού του απαντήσει, της λέει ψυχρά: «Δεν πρόκειται να σου δώσω άλλα. Έχεις αρκετά».

Δεν υπάρχουν διαφωνίες στην Ιαπωνία του Pimsleur, αλλά η Γερμανία του είναι ένα ιδιότροπο και πολλές φορές βάναυσο μέρος. Σε μία από τις ασκήσεις καλείσαι να τσακωθείς με έναν αχθοφόρο που προσπαθεί με δόλιο τρόπο να σου πάρει όλα τα ψιλά και καταλήγει να σου πει περιφρονητικά: «Δεν καταλαβαίνεις γερμανικά».

«Κι όμως καταλαβαίνω» μαθαίνεις να λες. «Καταλαβαίνω πολύ καλά τα γερμανικά».

Αυτή η εκδοχή των μαθημάτων είναι γεμάτη παράξενους συνδυασμούς προτάσεων. Η φράση «Δεν ζούμε εδώ. Θέλουμε μεταλλικό νερό» υπονοεί ότι αν το ζευγάρι ζούσε όντως στη συγκεκριμένη πόλη, θα γίνονταν κι αυτοί λιώμα στο μεθύσι όπως όλοι οι υπόλοιποι. Άλλη μια φράση που ξεχωρίζει είναι, «Der Wein ist zu teuer und Sie sprechen zu schnell» («Το κρασί είναι πολύ ακριβό κι εσείς, κύριε, μιλάτε πολύ γρήγορα»). Η απάντηση σ’ αυτό θα έπρεπε να είναι «Χρειάζεστε τίποτα άλλο, Χερ Μαλάκα;», αλλά φυσικά δεν σου το μαθαίνουν αυτό.

Στο πιο πρόσφατο ταξίδι μας στο Τόκιο νοικιάζαμε με τον Χιου ένα διαμέρισμα σε μια αδιάφορη γειτονιά, μερικές στάσεις του μετρό από το σταθμό Σιντζούκου. Ένας αντιπρόσωπος του μεσιτικού γραφείου μάς περίμενε στην πόρτα και όταν του μίλησα ιαπωνικά, μου είπε ότι έπρεπε να αγοράσω μερικά μάνγκα. «Διαβάστε αυτά και θα μάθετε πώς μιλούν στ’ αλήθεια οι άνθρω- ποι» είπε. «Εσείς είστε κάπως υπερβολικά ευγενικός».

Καταλάβαινα τι ήθελε να πει, αλλά ειλικρινά δεν το θεωρώ αυτό σημαντικό πρόβλημα, ειδικά όταν είσαι ξένος και κάθε υποθετική αγένεια μπορεί να στρέψει κάποιον όχι μόνο εναντίον σου, αλλά εναντίον όλης σου της χώρας. Εδώ το σύστημα Pimsleur κερδίζει όλους τους πόντους σε σχέση με τις φράσεις των ταξιδιωτικών οδηγών των νεανικών μου χρόνων, όπου ο Απαίσιος Αμερικάνος ζούσε και βασίλευε και την έλεγε σε όλους. «Δεν είναι αυτό που παρήγγειλα!» φώναζε θυμωμένος στα ελληνικά και τα ισπανικά. «Νομίζεις ότι μπορείς να με ξεγελάσεις, ε;» «Φύγε από δω, αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία».

Στις μέρες μας ο Αμερικανός ταξιδιώτης έχει πολύ λιγότερο ανάγκη αυτές τις φράσεις. Όχι μόνο αποδεχόμαστε ότι όλοι μιλούν τη γλώσσα μας, αλλά περιμένουμε από αυτούς να τη μιλάνε και άπταιστα. Πολύ σπάνια ακούω κάποιον Αμερικανό σε διακοπές να λέει σε έναν μαγαζάτορα ή σερβιτόρο στην Ευρώπη, «Τα αγγλικά σας είναι τόσο καλά». Αντιθέτως, φερόμαστε σαν αυτό να είναι μέρος της δουλειάς τους, όπως το να κουβαλούν το δίσκο ή να μας κάνουν ψιλά. Από αυτή την άποψη τα βιβλιαράκια με τις χρήσιμες προτάσεις και τα προγράμματα εκμάθησης άνευ διδασκάλου αποτελούν έναν σχεδόν γοητευτικό αναχρονισμό, που υπενθυμίζει ότι ο ταξιδιώτης επιλέγει να βρεθεί κάπου, ότι εκείνος οφείλει να είναι ανοιχτός στην κριτική και όχι ο άνθρωπος που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα πουλώντας κεφτεδάκια στο Μπουμφούκιο της Ιταλίας.

Ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν στο Τόκιο είναι η διαρκής ενθάρρυνση που δέχεται κανείς για την προσπάθεια που καταβάλλει. «Μιλάτε πολύ καλά τα ιαπωνικά» μου λένε διαρκώς όλοι. Ξέρω ότι το κάνουν από ευγένεια και μόνο, αλλά με ενθαρρύνει, και ακριβώς έτσι ήλπιζα να με ενθαρρύνουν και στη Γερμανία. Για να τα καταφέρω, πρόσθεσα κι ένα δεύτερο πρόγραμμα εκμάθησης, φτιαγμένο από κάποιον Μίκελ Τόμας, που δουλεύει με δύο φοιτητές, έναν άντρα και μία γυναίκα. Στην αρχή εξηγεί ότι τα γερμανικά και τα αγγλικά έχουν στενή σχέση και κατ’ επέκταση πολλά κοινά σημεία. Στα αγγλικά το ρήμα έρχομαι είναι to come και στα γερμανικά kommen. Στα αγγλικά το δίνω λέγεται to give και στα γερμανικά geben. Το «That is good» (Καλό είναι αυτό) που λένε στη Βοστόνη, στο Βερολίνο το λένε «Das ist gut». Είναι εξαιρετικός τρόπος να ξεκινήσει κανείς και ο ακροατής σκέφτεται στη συνέχεια, Hey, Ich kann do dis.

Αντίθετα με τον ανώνυμο δάσκαλο του Pimsleur, ο χερ Τόμας εξηγεί τα πράγματα – το γεγονός για παράδειγμα ότι αν υπάρχουν δύο ρήματα σε μια γερμανική πρόταση, το ένα από τα δύο πάει στο τέλος. Δεν σου δίνει φράσεις για να τις μάθεις απέξω. Στην πραγματικότητα δεν ενθαρρύνει καθόλου τη μελέτη. «Πώς θα έλεγες “Δώσ’ το σε μένα;”» ρωτάει τη μαθήτρια. Εκείνη κι εγώ απαντούμε σωστά και μετά στρέφεται στο μαθητή. «Τώρα προσπάθησε να πεις: “Θα ήθελα να μου το δώσεις εσύ”».

Δέκα λεπτά αργότερα έχουμε φτάσει να λέμε «Δεν μπορώ να σου το δώσω σήμερα, επειδή δεν μπορώ να το βρω». Σε ανθρώπους που μιλούν μόνο τη μητρική τους γλώσσα αυτό μπορεί να φαίνεται πολύ απλό, αλλά όποιος έχει προσπαθήσει να μάθει άλλη γλώσσα, μπορεί να εκτιμήσει το βαθμό δυσκολίας: αρνήσεις, πολλαπλές χρήσεις του «το» και ο εφιάλτης που ξεσπά αμέσως μετά το γερμανικό «επειδή». Το ωραίο είναι ότι καταφέρνεις να φτάσεις εκεί μόνος σου. Δημιουργείς φράσεις σε μια ξένη γλώσσα, δεν την παπαγαλίζεις απλώς.

Προχωρώντας μέσα στο σούπερ μάρκετ με το σύστημα Pimsleur und τον Τόμας στο iPod, φαντάζομαι να φτάνω στο ξενοδοχείο μου στο Μόναχο μαζί με τη φίλη μου την Ούλρικε, που με έχει ακούσει να λέω μόνο «καισαρική τομή» και «το πρόσωπο με το οποίο είμαι μαζί μέχρι να εμφανιστεί κάτι καλύτερο».

«Bleiben wir hier heute Abend?» σκοπεύω να πω. «Wieviele Nächte? Zwei? Das ist teuer, nicht wahr?»

Η Ούλρικε είναι υπέροχος άνθρωπος, και αν η σοκαρισμένη της έκφραση καθώς θα φλυαρώ είναι το μόνο που έχω να κερδίσω από όλη αυτή την επιχείρηση, ο ένας μήνας μελέτης αξίζει και με το παραπάνω τον κόπο.

Ίσως εκείνο το βράδυ μετά το φαγητό να ανάψω την τηλεόραση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Και ίσως, αν είμαι τυχερός, να καταλαβαίνω μία λέξη σε κάθε διακόσιες που θα λέγονται. Το κόλπο σε αυτή την περίπτωση είναι να μην επιτρέψω σε αυτό να με αποθαρρύνει, αλλά να σκεφτώ Πάλι καλά. Την τελευταία φορά που είδα τηλεόραση στη Γερμανία δεν καταλάβαινα τόσα. Η τελευταία φορά ήταν πριν από μερικά χρόνια, στη Στουτγκάρδη. Στο δωμάτιό μου υπήρχε μία τηλεόραση τοποθετημένη σε έναν βραχίονα ψηλά στον τοίχο και όταν την άναψα έπεσα πάνω σε ένα ζευγάρι που έκανε σεξ. Δεν επρόκειτο για συνδρομητικό κανάλι, αλλά για συνηθισμένο πρόγραμμα σαββατόβραδου. Και όταν λέω σεξ, εννοώ ότι αυτοί οι δύο τα έδιναν όλα. Αν είχα μαζί μου τον οδηγό χρήσιμων φράσεων του Lonely Planet για τα γερμανικά, ίσως και να αναγνώριζα «Σε παρακαλώ, μη σταματάς!» «Αυτό ήταν υπέροχο/περίεργο». Με τον χερ Τόμας μπορούσα να καταλάβω «Μόλις το πήρες» και με το Pimsleur «Θα ήθελα να τελειώσουμε τώρα».

Παρακολούθησα αυτό το ζευγάρι για κάνα δυο λεπτά και μετά προχώρησα στο επόμενο κανάλι, που είχε μόνο χιόνια εκτός κι αν πλήρωνες. Τι στο καλό θα μπορούσαν να κάνουν εκεί πέρα, που δεν το έκαναν ήδη δωρεάν στο άλλο κανάλι; Αναρωτήθηκα. Να γδέρνουν και να τρων ο ένας τον άλλο;

Αυτή όμως δεν είναι η απόλαυση των ταξιδιών; Πάντα κάτι σε κάνει να απορείς. Δεν χρειάζεται να μιλάς απταίστως για να αναρωτηθείς. Μπορείς μια χαρά να μείνεις με το στόμα ανοιχτό, όχι ακριβώς σαν ηλίθιος, απλώς άφωνος.

Στην επόμενη σελίδα: #2 για έξω : Το δεύτερο διήγημα του Σερντάρις