Το επόμενο πρωί, με διαφορετική παρέα, πήγαμε με τον Χιου στο βουνό απ’ όπου προέρχεται το τσάι. Ήταν τέλη Ιανουαρίου και κατά τη διάρκεια της δίωρης διαδρομής περάσαμε αναρίθμητα εργοστάσια. Καπνός στο χρώμα της μουστάρδας ανέβαινε προς τον ουρανό και τα ποτάμια που περνούσαμε ήταν γεμάτα λύματα και σκουπίδια. Τελικά φτάσαμε στο χιόνι, που βελτίωσε την κατάσταση αισθητικά, αλλά δυσκόλευε πολύ την κίνηση του αυτοκινήτου. Όταν αρχίσαμε να κατεβαίνουμε πάλι, ήταν σχεδόν τρεις το μεσημέρι. Τα περισσότερα εστιατόρια δεν σέρβιραν πλέον μεσημεριανό κι έτσι σταματήσαμε σε ένα μέρος που λέγεται Αγροτική Οικογενειακή Ευτυχία. Πρόκειται για φάρμες, όπου, αν έχουν διάθεση, οι άνθρωποι που ζουν εκεί θα μαγειρέψουν και θα σου δώσουν να φας.

Ένα από τα μέλη της παρέας μας ήταν ντόπιος, από το Τσενγκντού, και από τους πέντε Αμερικανούς μόνο εγώ κι ο Χιου δεν μιλούσαμε κινέζικα. Γι’ αυτόν το λόγο μείναμε στα μετόπισθεν όσο εκείνοι διαπραγματεύονταν με την αγρότισσα, που ήταν ομορφούλα, είχε τετράγωνο πρόσωπο και αφέλειες. Φάγαμε στο δωμάτιο που ήταν κανονικά το σαλόνι για το μα-τζονγκ, ένα μεγάλο δωμάτιο με θέα στη φυτεία τσαγιού της οικογένειας. Στον ένα τοίχο υπήρχαν δύο τηλεοράσεις, καθεμία συντονισμένη σε διαφορετικό κανάλι, με τον ήχο δυνατά και κανέναν να τις κοιτάζει. Στον άλλο τοίχο υπήρχε ένα πιστοποιητικό υγιεινής –κατηγορία Γ ́– και η βαθμολογία για την προσφορά υπηρεσιών, ένα χαμογελαστό προσωπάκι με το χαμόγελο στραμ- μένο προς τα κάτω.

Όπως κατάλαβα, δεν υπήρχε κατάλογος. Η οικογένεια έφτιαχνε ό,τι τη βόλευε, με ό,τι υλικά υπήρχαν πρόχειρα αναλόγως με την εποχή. Έξω στην αυλή τη μια στιγμή παρέλαυνε ένας κόκορας και μετά εξαφανίστηκε. Αφού ο μάγειρας του έκοψε το λαιμό, τον χρησιμοποίησε ως βάση για πέντε διαφορετικά πιάτα, ένα εκ των οποίων ήταν μια φρικτή σούπα με δύο πόδια κοτόπουλου, σαν αντεστραμμένες πιάστρες για σαλάτα, να εξέχουν από το μπολ. Τίποτα άλλο δεν ήταν έστω στο ελάχιστο αναγνωρίσιμο.

Είμαι συνηθισμένος στον τυποποιημένο τεμαχισμό των ζώων: εδώ είναι το πόδι, το στήθος κτλ. Στην Αγροτική Οικογενειακή Ευτυχία αντί να κοπεί σε κομμάτια, ο κόκορας είχε κατακρεουργηθεί, σε μικρά μικρά κομμάτια, σαν από τυφλό, και μάλιστα κάποιον πολύ θυμωμένο τυφλό, που δεν χώνευε καθόλου τα πουλερικά. Οι μερίδες δεν ήταν άλλο από ψιλά κομματάκια, κυρίως από κόκαλο, με ένα ελάχιστο κομμάτι κρέας ίσως κολλημένο πάνω τους. Αυτά συνδυάζονταν στη συνέχεια με λάχανο και ένα είδος καυτερής σάλτσας.

Ένα άλλο πιάτο αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από εντόσθια και όργανα, επίσης ψιλοκομμένα σε βαθμό που ήταν μη αναγνωρίσιμα. Η καρδιά βρισκόταν εκεί, τα πνευμόνια, πιθανότατα το λειρί και τα έντερα επίσης. Δεν ξέρω για ποιο λόγο με αηδίασε τόσο πολύ αυτό. Αν ήμουν χορτοφάγος, κατανοητό, αν όμως είσαι κρεατοφάγος, γιατί να ορίζεις αυτές τις αυθαίρετες διαχωριστικές γραμμές; «Θα φάω αυτό το όργανο που φιλτράρει τις τοξίνες, όχι όμως αυτό το πράγμα που στέκεται στην κορυφή του κεφαλιού και δεν χρησιμεύει σε τίποτα». Και πώς συμφωνείς να φας αυτό το ζώο κι όχι το άλλο;

Θυμάμαι ότι πριν από μερικά χρόνια είχα διαβάσει για ένα εστιατόριο στην Επαρχία Γκουάνγντονγκ που έκλεισε έπειτα από διαμαρτυρίες επειδή σέρβιρε γάτες. Το μαγαζί λεγόταν Φάνγκτζι Κεφτεδάκια Γάτας, που δεν αφήνει και τίποτα κρυφό. Αν πας στο Φάνγκτζι, ξέρεις λίγο πολύ τι παίρνεις. Οι αντιρρήσεις μου με τα κεφτεδάκια γάτας δεν έχουν να κάνουν με το ότι κατά καιρούς είχα διάφορες γάτες και τις αγαπώ, αλλά με το ότι προσπαθώ να μην τρώω ζώα που τρώνε κρέας. Όπως οι περισσότεροι Δυτικοί, έχω μια προτίμηση προς τα φυτοφάγα ζώα και όσα προτιμούν τα δημητριακά: αγελάδες, κοτόπουλα, πρόβατα κτλ. Τα γουρούνια τρώνε κρέας –ένα γουρούνι με χαρά θα φάει έναν άνθρωπο–, αλλά τα περισσότερα που προσφέρονται για κατανάλωση έχουν τραφεί με καλαμπόκι ή φρικτά χημικά και όχι με άλλα γουρούνια ή νεκρούς ανθρώπους.

Υπάρχουν διαβαθμίσεις ανάμεσα σε αυτούς που τρώνε ζώα τα οποία βοσκάνε επίσης. Όσοι απολαμβάνουν αρνάκι και μοσχάρι για παράδειγμα, τουλάχιστον στη Βόρεια Αμερική, σταματάνε στο άλογο, το οποίο κατά τη γνώμη μου είναι πολύ νόστιμο. Το καλύτερο που έχω δοκιμάσει ήταν σε ένα εστιατόριο στην Αμβέρσα, σε ένα κτίριο που ήταν κάποτε στάβλοι και ονομαζόταν, πολύ έξυπνα, Ο Στάβλος. Ο Χιου βρισκόταν εκεί μαζί μου και παρόλο που έφαγε το ίδιο πράγμα με μένα, σχεδόν δάκρυσε όταν κάποιος στην Κίνα ανέφερε ότι τρώνε ιππόκαμπους. «Αχ, τα κακόμοιρα» είπε. «Πώς μπορείτε να το κάνετε αυτό;»

Κι εγώ σκέφτηκα: «Τι;»

Είναι σαν να τρως πουλερικά, αλλά να σε ενοχλούν από ηθική άποψη τα ζαχαρωτά κοτοπουλάκια που πουλάνε το Πάσχα. «Ο ιππόκαμπος δεν σχετίζεται με τους αληθινούς ίππους» είπα. «Είναι ψάρια, και τρως ψάρια όλη την ώρα. Έχεις αντιρρήσεις για το συγκεκριμένο λόγω του σχήματός του;»

Είπε ότι δεν θα μπορούσε να φάει ιππόκαμπους επειδή ήταν φιλικοί και δεν πείραζαν ποτέ κανέναν. Αντίθετα βεβαίως με αυτά τα ύπουλα, αιμοδιψή αρνιά, τα μπουτάκια των οποίων τόσο συχνά ψήνουμε με δεντρολίβανο και πατατούλες.

Τα πιάτα στην Αγροτική Οικογενειακή Ευτυχία ήταν για να τα μοιραστούμε όλοι μαζί και καθώς η όμορφη γυναίκα με το φαρδύ πρόσωπο τα έφερε στο τραπέζι, ο άντρας που καθόταν απέναντί μου έλαμψε από χαρά και άρπαξε τα ξυλάκια του. «Ξέρετε», είπε, «αυτή η χώρα μπορεί να έχει ελαττώματα, αλλά είναι σχεδόν αδύνατο να φας ένα άσχημο γεύμα εδώ».

Δεν είπα τίποτα.

Άλλο ένα από τα πιάτα εκείνη την ημέρα περιλάμβανε αίμα κόκορα. Νόμιζα ότι θα ήταν υγρό, σαν ντοματοχυμός, αλλά όταν μαγειρευόταν έπηζε σε μικρά κομματάκια που είχαν ίδια υφή με το τόφου. «Δεν είναι κακό» είπε η κοπέλα που καθόταν δίπλα μου και την κοιτούσα καθώς έβαλε ένα κομμάτι στο στόμα της. Η Τζιλ ήταν Αμερικανίδα, εθελόντρια στο ειρηνευτικό σώμα που είχε έρθει στο Τσενγκντού για να διδάξει αγγλικά. «Πέρσι στην Ταϊλάνδη έφαγα μούρη σκύλου» μου είπε.

«Μόνο τη μούρη;»

«Εντάξει, μούρη και κεφάλι». Βρισκόταν σε ένα μικρό χωριό, ως μέλος μιας ομάδας που φρόντιζε να βρεθούν και να επιστρέψουν στην οικογένειά τους κορίτσια που είχαν πέσει θύματα απαγωγής. Για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, οι ντόπιοι ετοίμασαν ένα τσιμπούσι. Το σκυλί θεωρείται καλό φαγητό. Το κεφάλι υποτίθεται πως είναι το καλύτερο κομμάτι και, προκειμένου να μην προσβάλει τους οικοδεσπότες της, η Τζιλ το έφαγε.

Αυτό για πολλούς είναι ο ορισμός του μιαρού, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος δεν είναι σαν την Αμερική, όπου είναι πλέον σχεδόν αδύνατο να οργανώσεις ένα γεύμα με κόσμο. Ο ένας δεν τρώει κρέας, ενώ ο άλλος έχει δυσανεξία στη λακτόζη ή δεν μπορεί να χωνέψει το σιτάρι. Υπάρχουν χορτοφάγοι που τρώνε ψάρι και άλλοι που ούτε καν το αγγίζουν. Μετά υπάρχουν οι βίγκαν, αυτοί που ακολουθούν μακροβιοτική διατροφή, και μια καινούργια κατηγορία, οι «ευέλικτοι», που τρώνε κρέας όταν δεν τους βλέπει πολύς κόσμος. Αν λάβουμε αυτό υπόψη μας, είναι τουλάχιστον παρηγορητικό που ένα εικοσιδυάχρονο κορίτσι από τα προάστια του Ντιτρόιτ τολμά να πιάσει τα ξυλάκια της και να δοκιμάσει, έστω, λίγο λυκόσκυλο.

Θα ήθελα να ήμουν περισσότερο σαν την Τζιλ, αλλά στην Κίνα κάτι με εμπόδιζε διαρκώς. Στην καθαρή, εκλεπτυσμένη Ιαπωνία το αίμα του κόκορα, τοποθετημένο σε μια χειροποίητη πιατέλα ανάμεσα σε τέλεια μπιζέλια σε τεμπούρα και ένα ραπανάκι σκαλισμένο ώστε να μοιάζει με έμβρυο στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, θα μου φαινόταν πολύ καλή ιδέα. «Πρέπει να προσπαθήσουμε να το κάνουμε αυτό στο σπίτι» θα έλεγα στον Χιου. Εδώ ωστόσο σκεφτόμουν το πιστοποιητικό του βαθμού υγιεινής και τον κόκορα, που τσιμπούσε σκουλήκια από ανθρώπινα περιττώματα πριν τον σφάξουν. Τα περισσότερα εστιατόρια στην Κίνα μου φαινόταν πως είχαν μια άσχημη μυρωδιά, αν και αυτό που μύριζα ήταν μάλλον κάποιο άγνωστο σ’ εμένα υλικό, αλλά έβαζα στη θέση του όλα όσα είχα δει κατά τη διάρκεια της ημέρας – τις φτυσιές, τις μύξες κτλ.

Από την άλλη ίσως και όχι.

Όσο ήμασταν εκεί, τρώγαμε σε κανονικά, συνηθισμένα εστιατόρια και κάποιες φορές αγοράσαμε και φαγητό στο δρόμο. Το μοναδικό ακριβό μας γεύμα ήταν στο Πεκίνο, όπου πήγαμε μόνοι μας σε ένα καλό εστιατόριο που μας είχε συστήσει κάποιος γνωστός. Βρισκόταν σε μια παλιά αποθήκη και είχε διακοσμηθεί πολυτελώς. Υπήρχε κάποιος ειδικός για τα κρασιά και κάποιος του οποίου η δουλειά ήταν να έρχεται κάθε τρία λεπτά και να γεμίζει το ποτήρι σου. Φάγαμε πάπια Πεκίνου, που ήταν επαγγελματικά κομμένη και όχι κατακρεουργημένη και ερχόταν στο τραπέζι μαζί με μικρές κρέπες. Προς το τέλος του γεύματος πήγα στην τουαλέτα για να κατουρήσω κι εκεί, σε μια λεκάνη δυτικού τύπου, διαλυόταν αργά μια κουράδα που κάποιος δεν είχε ξεφορτωθεί τραβώντας το καζανάκι, μια μικρή υπενθύμιση που σου έλεγε, «Κοίτα, ακόμα στην Κίνα βρίσκεσαι!»

Επιστρέφοντας στο τραπέζι ζήτησα το λογαριασμό. Μετά θυμήθηκα πού ήμουν και είπα πιο απλά ότι ήθελα να πληρώσω. Στη Γαλλία μπορεί και να πεθάνεις περιμένοντας να πληρώσεις για το γεύμα σου – είναι κάτι που ποτέ μου δεν κατάλαβα. Πώς γίνεται να μη θέλουν να ξεκουμπιστώ από δω πέρα; σκέφτομαι. Μπορεί να περάσουν δέκα λεπτά. Και μετά είκοσι, όσο παρακολουθώ το σερβιτόρο να κάνει τα πάντα εκτός από το να παίρνει τα κωλολεφτά μου.

Στην Κίνα πάντως αρκεί να προσφερθείς να πληρώσεις και προτού προλάβεις να σφάξεις έναν κόκορα με κάποιο σκουριασμένο κατσαβίδι, κάποιος έχει ήδη εισπράξει το λογαριασμό. Νομίζω ότι θέλουν να σε προλάβουν προτού κάνεις εμετό, αλλά όποιος και να είναι ο λόγος, μέσα σε ελάχιστα λεπτά βρίσκεσαι πίσω στο δρόμο, ανιχνεύοντας τον θολό ορίζοντα καθώς αναρω- τιέσαι από πού μπορεί να έρθει το επόμενο γεύμα σου.

INFO:

Το βιβλίο “Ας συζητήσουμε για το διαβήτη με κουκουβάγιες” κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις Εκδόσεις  Μελάνι

1 2 3 4 5 6