Ο Ντέιβιντ Σερντάρις φωτογραφημένος από τον Hugh Hamrick

Ο Ντέιβιντ Σερντάρις φωτογραφημένος από τον Hugh Hamrick

#2 για έξω

«Πρέπει να πάω στην Κίνα» έλεγα σε όλους, με τον ίδιο τρόπο που θα έλεγα «Πρέπει να μονώσω το υπόγειό μου» ή «Πρέπει να πάω στο δερματολόγο να ελέγξω αυτές τις ελιές». Έτσι το ένιωθα πάντως. Σαν αγγαρεία. Αυτό που κυρίως με απωθούσε ήταν το φαγητό. Θα το φάω αν η εναλλακτική είναι η λιμοκτονία, αλλά ποτέ δεν το λαχτάρησα, ούτε καν όταν μου φαινόταν εξωτι- κό. Στο Ράλεϊ άνοιξε ένα κινέζικο εστιατόριο όταν είχα περάσει λίγο τα είκοσι. Ήταν ένα καινούργιο κτίριο, φτιαγμένο έτσι που να θυμίζει αμυδρά ναό, και η μητέρα μου δεν το χόρταινε. «Τι θα λέγατε για ασιατικά!»

Νομίζω της άρεσε ότι το φαγητό ήταν πέραν των δυνατοτήτων της. Οποιοσδήποτε μπορούσε να μιμηθεί τις διπλοφουρνιστές πατάτες του Peddler ή να φτιάξει ένα μοσχαράκι παρμεζάνα σαν αυτό που έκαναν στο Villa Capri, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος που δεν ήταν Κινέζος να φτιάξει χοιρινό μου σου, ό,τι εκπαίδευση κι αν είχε. «Και τα ρολά αυγού» έλεγε. «Το φαντάζεσαι!»

Το εστιατόριο δεν είχε άδεια για να σερβίρει αλκοόλ, αλλά επέτρεπαν να φέρνει κανείς το δικό του. Κι έτσι καταφτάναμε με μια νταμιτζάνα βαρύ κρασί βουργουνδίας. Πάντα ζητούσα από τη μητέρα μου να παραγγείλει για μένα, αλλά όταν το κοτόπουλο κουνγκ πάο έφτανε στο τραπέζι, ποτέ δεν ένιωθα τη χαρά που ένιωθα στο μπριζολάδικο ή στο ιταλικό. Και δεν έφταιγε μόνο το κινέζικο φαγητό του Ράλεϊ. Το ίδιο αδιάφορο με άφηνε κι εκείνο του Σικάγου και αργότερα της Νέας Υόρκης, πόλεις και οι δύο με πραγματικές Τσάιναταουν.

Όλοι ορκίζονταν ότι το φαγητό στο Πεκίνο και στο Τσενγκντού θα ήταν διαφορετικό από αυτό που είχα δοκιμάσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Είναι πιο αυθεντικό» έλεγαν και εννοούσαν, όπως αποδείχτηκε, ότι θα το απεχθανόμουν ακόμη πιο αυθεντικά.

Κάτι που χειροτέρεψε τα πράγματα, νομίζω, ήταν ότι προτού φτάσουμε στην Κίνα, περάσαμε με τον Χιου μία εβδομάδα στο Τόκιο, όπου το φαγητό ήταν, όπως πάντα, εξαίρετο, όλα τόσο λεπτοδουλεμένα και με την πάντα προσεκτική παρουσίαση. Με τα γεύματα έπινα τσάι, πράγμα που με οδηγεί σε ένα άλλο εκπληκτικό πράγμα με την Ιαπωνία – τις τουαλέτες. Όταν ήμουν νεότερος, δεν μου έκαναν και τόση εντύπωση. Μετά έκλεισα τα πενήντα και διαπίστωσα ότι ήμουν αναγκασμένος να κατουράω όλη την ώρα. Στο Τόκιο κάθε σταθμός του μετρό έχει μία δωρεάν δημόσια τουαλέτα. Τα πατώματα και οι πάγκοι είναι επιθετικά καθαρά και δίπλα σε κάθε ουρητήριο βρίσκεται ένας γάντζος για να κρεμάς την ομπρέλα σου.

Αυτό είχα συνηθίσει όταν πετάξαμε από το Ναρίτα στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Πεκίνου, όπου το πρώτο πράγμα που παρατηρείς είναι ένας ήχος σαν το μηχάνημα που φτιάχνει αφρόγαλα, αυτό που χρησιμοποιούν στις καφετέριες όταν φτιάχνουν καπουτσίνο. Τι παράξενο σκέφτεσαι. Υπάρχει κάποιο καφέ μέσα στο ασανσέρ για το πάρκινγκ; Αυτό που ακούς, αυτός ο ακατάπαυστος λαρυγγικός συριγμός είναι ο ήχος που κάνει κάποιος και μετά κάποιος άλλος, καθώς ανεβάζουν φλέμα, λες και προέρχεται από τα βάθη της ψυχής τους. Στην αρχή κοιτάς γύρω και σκέφτεσαι Πού θα το φτύσεις αυτό; Μια καλύτερη διατύπωση, συνειδητοποιείς σύντομα, είναι Πού δεν θα το φτύσεις αυτό;

Είδα κόμπους φλέματος να γυαλίζουν σαν φρεσκοκαθαρισμένα μύδια σε σκαλιά και κυλιόμενες σκάλες. Τους είδα σαν παγωμένες κηλίδες στα πεζοδρόμια και να τρέχουν πάνω σε τοίχους. Πολύ συχνά είχες την αίσθηση πως όταν δεν έφτυναν, οι άνθρωποι έβηχαν χωρίς να βάζουν το χέρι τους μπροστά στο στόμα ή εκτόξευαν κομμάτια μύξας από τη μύτη τους. Αυτό το έκαναν βουλώνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας από το άλλο. «Εμείς οι Κινέζοι πιστεύουμε ότι είναι καλύτερα να τα αποβάλλει κανείς αυτά τα πράγματα» μου είπε κάποια γυναίκα την ώρα του δείπνου. Είπε ότι, κατά τη γνώμη της, είναι αηδιαστικό το ότι οι Δυτικοί χρησιμοποιούν μαντίλι και μετά το βάζουν στην τσέπη τους.

«Δεν το κάνουμε για συναισθηματικούς λόγους» της είπα. «Δεν είναι ότι δεν μπορούμε να αποχωριστούμε τις μύξες μας. Το μαντίλι χρησιμοποιείται κυρίως για λόγους υγιεινής».

Συνέχεια στην επόμενη σελίδα