Η παλιά Πλαγιά είναι χτισμένη βορειοδυτικά της Αιτωλοακαρνανίας, απέναντι από το άνοιγμα του Αμβρακικού προς το Ιόνιο. Έχει μοναδική πανοραμική θέα προς τη Λευκάδα, το Μεγανήσι και το Σκορπιό.

Είναι ένα ερειπωμένο χωριό χτισμένο στην πλαγιά του βουνού Στέρνα. Κατοικούνταν τουλάχιστον από τον Μεσαίωνα και η παράδοση θέλει, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοί του από την γύρω περιοχή του Ξηρομέρου, να βρίσκουν εκεί ασφάλεια από τις συχνές επιδρομές ληστών και πειρατών. Ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι, αλλά επίσης καλιεργούσαν καπνά και ελιές. 

Η μεγάλη ερήμωση του χωριού από τους κατοίκους του ήρθε μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1966 στην περιοχή. Τα μισά σπίτια κατάρρευσαν αμέσως, ενώ τα υπόλοιπα υπέστησαν σοβαρές ζημιές και με τις κατολισθήσεις των επόμενων ημερών λόγω της έντονης βροχής, η καταστροφή έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Οσοι κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στις κακουχίες του σεισμού, σιγά σιγά και εξαιτίας της φτώχιας, έφυγαν κι αυτοί για λόγους επιβίωσης. Έγιναν εσωτερικοί μετανάστες στα παράλια απέναντι από την γειτονική Λευκάδα, που τότε είχε αρχίσει να αναπτύσσεται τουριστικά και χρειαζόταν φθηνά εργατικά χέρια και δημιούργησαν εκεί την νέα Πλαγιά. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, το παλιό χωριό είχε ερημώσει εντελώς.

Από εκεί και ύστερα, η φύση άρχισε το προαιώνιο έργο της. Τα σπίτια καλύφθηκαν με κισσούς κι άγριες συκιές, πουρνάρια, βελανιδιές και αιωνόβιες ελιές τα έχουν περικυκλώσει. Οι πεσμένοι τοίχοι, τα σαπισμένα δοκάρια  και τα ανοίγματα με τους σκουριασμένους μεντεσέδες, που κάποτε ήταν νοικοκυρεμένα παράθυρα με θέα στο γραφικό, θαλασσινό τοπίο, χάσκουν σαν ξεδοντιασμένα στόματα λειψάνων. Απομεινάρια από μισογκρεμισμένες σκάλες, χαγιάτια, τζάκια, αυλές και ξυλόφουρνους δημιουργούν μια αίσθηση, μέσα στην σιωπή του τοπίου, ότι το χωριό κατοικείται ακόμη από φαντάσματα. Δύο εκκλησίες στέκουν καλοδιατηρημένες με τα καμπαναριά τους να μοιάζουν σε εγρήγορση, έτοιμα να σημάνουν την πρωινή λειτουργία. Κατσίκες, πρόβατα και κότες γυρίζουν ανάμεσα στα χαλάσματα, η κτηνοτροφία είναι ακόμη σε άνθηση στην περιοχή και το μέρος είναι ιδανικό για βοσκή τον χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. 

Το χωριό κείτεται κατά μήκος του επαρχιακού δρόμου, που φιδίσια σε οδηγεί στα βάθη του Ξηρόμερου. Αφήνοντάς το πίσω, σκέφτεσαι ότι καλά θα ήταν να μην γυρίσεις να κοιτάξεις, γιατί μπορεί να έχει ήδη σβήσει η εικόνα του, τόσο αχνό που στέκεται στην άκρη του χρόνου.