Βρίσκομαι ξανά στο μαγικό σύμπαν του Γιάννη Τσαρούχη, στο Μαρούσι, στο Μουσείο του, το νεοκλασικό -με δικά του σχέδια- κτίσμα, στο ισόγειο του οποίου ζούσε και δημιουργούσε μέχρι την τελευταία του πνοή, τον Ιούλιο του 1989. Έχει γεμίσει κόσμο που λατρεύει τη δουλειά του και δεν λησμονεί ακόμη και σήμερα το σπινθηροβόλο αεικίνητο πνεύμα και τις εύστοχες δημόσιες παρεμβάσεις του. Είναι εκεί για τη νέα έκθεση “Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής“, που ρίχνει αυλαία την Κυριακή. Και η Νίκη Γρυπάρη, η ανιψιά και στενή συνεργάτιδά του, και πρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, θυμάται στα γρήγορα, στα σκαλοπάτια με λίγο κρασί ανά χείρας, ιστορίες όπως αυτή που έχει εξελιχθεί σε αστικό μύθο και θέλει τον Μόραλη να προσκαλεί τον Τσαρούχη στα γενέθλια μιας κοσμικής κυρίας. Πόσα θα έκλεινε; Για ακόμη μια χρονιά είχε μειώσει κατά ένα έτος τα κεράκια της, διαπίστωσε ο Τσαρούχης. «Και της ευχήθηκε να τα μηδενίσει!», ανακαλεί η Νίκη κι όλοι γελάμε, δίπλα από τα περίφημα ασπρόμαυρα φωτογραφικά πορτρέτα του σπουδαίου ζωγράφου από τον Γιώργο Τουρκοβασίλη.

Λίγα λεπτά μετά, ανηφορίζοντας στον πρώτο όροφο της έκθεσης, αλλά και στο μικρό δώμα, ο επισκέπτης βρίσκεται αντιμέτωπος με το θαύμα της ζωγραφικής τέχνης του Τσαρούχη αλλά και εκπλήξεις. Στο σύνολό της η έκθεση επιβεβαιώνει εκ νέου ότι ο ζωγράφος μπορούσε να αποτυπώσει τα πάντα, με τον δικό του τρόπο, έχοντας «χωνέψει» διδαχές, επιρροές, δοκιμές, εντατικές έρευνες: πορτρέτα, τοπία, οικήματα αλλά και ατμόσφαιρες, καταστάσεις.

Όμως, υπάρχουν και άγνωστα αυτοπορτρέτα του. Άγνωστα τοπία… «Κάθε τοίχος είναι θεματικός, αλλά με διαύλους επικοινωνίας», εξηγεί η Νίκη Γρυπάρη. Τα δύο από τα τρία αυτοπορτρέτα του είναι σχεδόν άγνωστα. «Το ένα το έκανε στο Αλβανικό Μέτωπο Πολέμου με ένα σπασμένο καθρεφτάκι». Η απόδοση της πράσινης όασης του Hyde Park μπορεί να είναι Τσαρούχης; Κι όμως, ναι!

Έφιππη φρουρά στο Hyde Park, δεκαετία ’50 Νερομπογιά σε χαρτί, 24,0 Χ 33,6 εκ., Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Γιάννης Τσαρούχης, Έφιππη φρουρά στο Hyde Park, δεκαετία ’50
Νερομπογιά σε χαρτί 24,0 Χ 33,6 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

«Όσοι έρχονται στο Μουσείο λένε “Τον γνωρίζουμε τον Τσαρούχη, κάνει ναύτες”», διαμαρτύρεται η Νίκη Γρυπάρη. «Επομένως, έγινε μια έκθεση με οκτώ θεματικές για να φανεί το εύρος της δουλειάς του. Δεν είναι μόνο οι ναύτες. O Τσαρούχης είναι από τους ζωγράφους που έχει δουλέψει τα περισσότερα θέματα. Τοπία, σπίτια, πορτρέτα, στολές και φορεσιές, θρησκευτικά, μυθολογικά, ανθρώπους με φτερά, νεκρές φύσεις. Η σειρά με τα σπίτια σε γειτονιές προσφυγικές δεν έχει εκτεθεί. Έχει ζωγραφίσει πολύ την Κοκκινιά. Έχει δουλέψει πολύ και τα πορτρέτα. Κάποια με παραγγελία και άλλα γιατί ο ίδιος ήθελε να ζωγραφίσει συγκεκριμένους ανθρώπους, όπως η Δέσποινα».

Ποια ήταν η Δέσποινα, που έχει εξασφαλίσει την αιωνιότητα χάρη στα πορτρέτα  του Τσαρούχη; «Η Δέσποινα Πολίτη ήταν ανιψιά του. Κόρη δεύτερης ξαδέλφης του. Ήταν πραγματικά πάρα πολύ όμορφη. Δυστυχώς, έχει φύγει». Τι έκανε η καλλονή αυτή στη ζωή της; «Ύφαινε στον αργαλειό».

Η βιωματικότητα έχει αφήσει το αποτύπωμα στο έργο του ζωγράφου. Το μέγαρο όπου έμενε η θεία του στον Πειραιά, το είχε χρησιμοποιήσει και ως σκηνικό για την «Ωραία Κοιμωμένη του Δάσους», που θα παρουσίαζαν τα μπαλέτα της Μασσαλίας. Η παράσταση δεν ανέβηκε ποτέ.  

Ποια ήταν αυτή η θεία; «Ήταν η Δέσποινα Μεταξά», μας απαντά η Νίκη Γρυπάρη. «Ο άνδρας της είχε τα κονιάκ Μεταξά. Το σπίτι τους ήταν του Τσίλερ. Υπάρχει ακόμα στον Πειραιά».

Οι γονείς του Τσαρούχη έφυγαν μαζί με την αδελφή του στο εξωτερικό και τον άφησαν μαζί με τον αδελφό του (σ.σ.: τον πατέρα της  Νίκης) στη θεία Δέσποινα, αδελφή της μητέρας τους. «Ζώντας μαζί της του έκανε μεγάλη εντύπωση το σπίτι της. Πρώτα από όλα, εκεί έβλεπε την Κυβέλη, την Κοτοπούλη και την Παξινού. Παρότι μικρός, μπορούσε και περιέγραφε λεπτομερώς τους επισκέπτες του σπιτιού. Υπήρχαν φωτογραφίες τους στους τοίχους, όχι ζωγραφιές».

Ζώντας στο μέγαρο, από όπου παρήλασαν προσωπικότητες της εποχής, ο Τσαρούχης ζωγράφιζε. «Ζωγράφιζε και μαζί με την ξαδέλφη του, τη Δέσποινα, και με άλλα παιδιά. Κι ήθελε πάντα το δικό του  σχέδιο να είναι το πιο ωραίο». Και ήταν. Είχε ξεκινήσει να ζωγραφίζει νωρίτερα, όπως επιβεβαιώνει το  “Καράβια στο Ηλιοβασίλεμα”, έργο που φιλοτέχνησε  8 ετών, πριν φύγουν μετανάστες οι γονείς του, αποκαλύπτοντας τις ζωγραφικές του δυνατότητες. «Νομίζαμε ότι ζωγράφιζε τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, του Βολανάκη, αλλά τελικά ήταν αντιγραφή που είχε κάνει από μια κάρτα ολλανδική».

Η Δέσποινα με δαντελένιο μπλουζάκι, 1968 Λάδι σε πανί, 30,5 Χ 21,7 εκ., Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Η Δέσποινα με δαντελένιο μπλουζάκι, 1968
Λάδι σε πανί 30,5 Χ 21,7 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Η οικογένεια πώς τον θυμάται ως παιδί; «’Ατακτο. Με την καλή έννοια. Κάποια στιγμή μου είχε πει ο ίδιος ότι πήγε στον παπά της ενορίας στη Ζέα, στο Πασαλιμάνι -έμεναν κοντά-, επειδή θα μοίραζε μικρά χάρτινα εικονίσματα. Είχε πάρει μαζί του και τον μπαμπά μου. Κι ο παπάς μόλις τον είδε του είπε “παρόλο που έφερες και τον μικρό σου αδελφό, δεν θα σου δώσω εικονίσματα γιατί είσαι άτακτο παιδί”».

Είναι γνωστό ότι παραστάσεις, στις οποίες τον έπαιρναν ανελλιπώς μαζί τους οι θεατρόφιλοι και μελομανείς γονείς του, του έμειναν ανεξίτηλες. «Είχε δει μικρός την Αΐντα και ενθουσιάστηκε», εξιστορεί η Νίκη Γρυπάρη. «Μάζευε καρέκλες, ό,τι μπορούσε στο σπίτι, τις έδενε κι έστηνε το καρναβάλι της Νίκαιας. Ένας αδελφός του πατέρα του, ο Χρήστος ο Τσαρούχης, είχε τρία γραμμόφωνα. Κι έπαιρνε ο Γιάννης το ένα κι έβαζε τη μουσική της Αΐντας κι έπαιζε μετά διάφορες σκηνές της. Έβαζε και τα παιδάκια της γειτονιάς και έκαναν πορείες. Μια φορά είχανε φτάσει  μέχρι το Πασαλιμάνι και τους γυρίσαν πίσω. Δεν είναι αταξίες αυτά που έκανε ακριβώς. Αλλά το καταπληκτικό είναι ότι οι γονείς του δεν τον σταματούσαν να κάνει αυτά τα παιχνίδια με το θέατρο και τα σκηνικά».

Κάποια στιγμή είχε φτιάξει κι ένα θεατράκι και «ντεκουπάριζε φιγούρες κι έστηνε παραστάσεις. Από ένα σημείο και μετά, όμως, οι φίλοι του, που μεγάλωσαν, δεν ήθελαν να παρακολουθήσουν το θέατρό του. Κι ο Γιάννης έδενε τον αδελφό του σε μια καρέκλα για να έχει έστω έναν θεατή».

Με τέτοιο έρωτα για το θέατρο, παράδοξο που δεν ασχολήθηκε εξαρχής απευθείας μαζί του. «Μα του άρεσε η ζωγραφική. Το θέατρο ήταν το παιχνίδι που έκανε». ‘Εξι χρονών παρακολούθησε οικογενειακώς την επιθεώρηση «Ξιφίρ Φαλέρ», με σκηνικά και κοστούμα του Πάνου Αραβαντινού στο θεάτρο Φαλήρου. «Και του έμεινε τόσο πολύ η ανατολή του φεγγαριού πίσω από τον Παρθενώνα, σε ένα από τα σκηνικά, που κατόπιν έψαξε μόνος του, βρήκε μικρά μαρμαράκια κι έφτιαξε ένα φεγγάρι χάρτινο με μια κλωστή από πίσω κολλημένη. Και σιγά σιγά το ανέβαζε το φεγγάρι σε ένα φόντο, για να δείξει πως ανέτειλε. Αλλά δεν έκανε αυτό μόνο», υπογραμμίζει η Γρυπάρη. «Ο Τσαρούχης ζωγράφιζε συνέχεια. Είχε το portfolio του. Μελετούσε τα πράγματα και τα τεκμηρίωνε όσα ζωγράφιζε. Για τη δουλειά του στο θέατρο, ελπίζω να μπούμε σε ένα πρόγραμμα με τα αρχεία του τα οποία συνδέονται με τη ζωγραφική και τα σκηνικά του».

Είχε ένα βιβλίο με φτερά πεταλούδας όταν άρχισε να κάνει τους ανθρώπους με φτερά πεταλούδας. Για τα κοστούμια στους «Όρνιθες» του Θεάτρου Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, είχε επίσης ένα βιβλίο με όλων των ειδών τα πουλιά και το μελετούσε. Για τους χιτώνες στις τραγωδίες, όπως η «Μήδεια» με την Μαρία Κάλλας, «ήξερε ακριβώς πώς πρέπει να πέφτουν οι πτυχές. Έπαιρνε το ύφασμα από μια μεριά και μελετούσε πώς ακριβώς πρέπει να πιαστεί για να είναι οι πτυχές σωστές. Σε μια παράσταση που έφερε το Teatro Piccolo στο Εθνικό Θέατρο και με είχε πάρει μαζί του, όταν μετά πήγαμε στα καμαρίνια, οι ηθοποιοί τον αποκάλεσαν “α, ο mister paramana”. Γιατί στο Teatro Olimpico, στη Βιτσέντζα, τους είχε κάνει τα κοστούμια στο “Edipo re”, που σκηνοθέτησε ο  Μινωτής και, για να πέφτουν σωστά οι πτυχώσεις, έπιανε τα υφάσματα με παραμάνες».

Ήθελε τα πράγματα να είναι τέλεια, επαναλαμβάνει συχνά στην κουβέντα μας η ανιψιά του. «Έκανε μεγάλη έρευνα για τις φορεσιές. Ήξερε κι έφτιαχνε ακόμη και το πατρόν τους. Αυτό τον βοήθησε στο θέατρο, στα κοστούμια εποχής. Όταν οι ράφτρες δεν ξέραν ακριβώς πώς να τα κόψουν, ο Τσαρούχης ήξερε πώς έπρεπε να το κάνουν για να πέφτουν σωστά. Ο ίδιος διαρκώς μάθαινε. Ερευνούσε τα πράγματα. Υπήρχε μεγάλη έρευνα στη δουλειά του, ειδικά στα σκηνικά του. Και στα τοπία του. Τον είχα ρωτήσει πώς έκανε την ανατολή του ήλιου από το λιμάνι της Χίου, και πριν και μετά, επειδή είναι κάτι που κρατά πολύ λίγο, δυο λεπτά. Παρατήρησε τα χρώματα, τα σημείωσε και την επόμενη ημέρα πάλι στην ανατολή, έχοντας έτοιμα τα χρώματα στην παλέτα του, κατάφερε να τη ζωγραφίσει αποδίδοντάς τη σωστά».

Γιάννης Τσαρούχης, Ανατολή από το λιμάνι της Χίου, 1965 Ακουαρέλλα σε χαρτί 13 x 34 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Γιάννης Τσαρούχης, Ανατολή από το λιμάνι της Χίου, 1965
Ακουαρέλλα σε χαρτί 13 x 34 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Εσαεί μαθητευόμενος, με άλλα λόγια; Όπως κι ο τίτλος της έκθεσης; Τον τίτλο της έκθεσης τον επιλέξαμε αλλά τον έχει πει ο ίδιος και είχε γραφτεί στον τόμο της μεγάλης αναδρομικής του στη Θεσσαλονίκη, το 1981 στο Αρχαιολογικό Μουσείο, που οργάνωσε το τότε Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνη. Έγραψε: «Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής, νομίζω όχι πάντα πολύ επιμελής». Δεν κοιτούσε ποτέ τους κανόνες και πώς πρέπει να  δουλέψει βάσει αυτών. Βλέπει κανείς στη ζωγραφική του πώς χρησιμοποιεί το λάδι, το έτριβε για να γίνει διαφανές και να φαίνεται το φόντο -κάτι που έχει κάνει και στο πορτρέτο της Δέσποινας. Το έξυνε το λάδι, όταν ήθελε να κάνει ένα φως. Έκανε διάφορα κόλπα. Ναι, ήταν πράγματι μαθητής. Διαρκώς μάθαινε. Είχε μαθητεύσει στον Παρθένη, που ήθελε μεγάλη προσοχή και τάξη όσο ζωγραφίζανε, και στον Κόντογλου, κοντά στον οποίο έμαθε τη βυζαντινή τέχνη. Και κράτησε όσα ήθελε από αυτούς τους δύο, καταφέρνοντας να κάνει αυτή τη ζωγραφική που αποκαλούν δυτική. Τη δική του Αναγέννηση. Κάτι το οποίο πιστεύω ήταν εύκολο γι’ αυτόν, έχοντας κάνει όλες τις σπουδές, μαθητείες και προσπάθειες και με τα Βυζαντινά και τον Παρθένη. Μέχρι το τέλος, αν σου μιλούσε όμως για σχέδιο, θα σου έλεγε τις αρχές του Παρθένη. Πού να βάζεις γραμμή και πού να μην βάζεις. Κράτησε αυτά που τον ενδιέφεραν. Ήταν επίσης τρομερά περίεργος ο τρόπος που διάβαζε.

Τι εννοείτε; Δεν ξέρω πώς έβρισκε τα πράγματα που τον ενδιέφεραν μέσα σε τεράστια βιβλία. Ο ίδιος έχει δηλώσει «δεν έχω διαβάσει πολύ. Παρατηρούσα». Παρατηρούσε γύρω του πολύ τι συνέβαινε. Τους ανθρώπους, τα σπίτια. Ζωγράφιζε κάθε φορά την εποχή του. Δεν του άρεσε καθόλου η λέξη “ελληνικότητα”. Έτυχε να είναι στην Ελλάδα και έκανε θέματα που κανείς δεν είχε ασχοληθεί πρωτύτερα. Όπως τα καφενεία. Σε ένα παλιό ντοκιμαντέρ που έδειχνε την Πανεπιστημίου από το Ρεξ ως την Ομόνοια, με πλάνα κι από τη δεκαετία του ’50, που έτυχε να δω, νόμιζες ότι όσοι κυκλοφορούσαν ήταν μοντέλα του Τσαρούχη. Από το ντύσιμό τους. Άνδρες και γυναίκες. Επομένως, παρακολουθούσε γύρω του τα πάντα. Έτσι, όταν πήγε στο Παρίσι, ενθουσιάστηκε με τα αγόρια με τα μακριά μαλλιά. Είχε γράψει πως είναι σαν να βγαίνουν τα αγόρια από τους πίνακες των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης και περπατούν στο δρόμο. Έχει κάνει μια σειρά με Γάλλους μοντέλα.

Τι είναι το «μαγικό μαντζούνι» που ζήταγε ο Τσαρούχης να του φτιάχνετε; Είναι το Medium Venetien, ένα παχύρευστο υγρό σαν βερνίκι, διαφανές, λίγο κιτρινωπό που έπρεπε να το αλείψεις στον τελειωμένο και στεγνό πίνακα. Αλλά έπρεπε να αλειφθεί τέλεια. Ώστε να μην φαίνεται σε σημεία πιο παχύ κι αλλού να είναι λιγότερο. Έχω αλείψει κι εγώ με το ματζούνι κάποια έργα του. Το χρησιμοποιούσε στο τελείωμα των πινάκων του, τη δεκαετία του ’70, όταν ήτανε στο Παρίσι, όπου μπορούσε να βρει και νέα υλικά και μιλούσε και με άλλους ζωγράφους. Του άρεσε να δοκιμάζει στα έργα του νέες ύλες. Με το μαγικό μαντζούνι όμως τον είχε πιάσει μανία. Κάθε φορά έβγαινε ένα νέο υλικό που ήθελε να το δοκιμάσει. Ο Βακέρ είχε μια συνταγή για τον μουσαμά, γιατί δεν έπαιρνε έτοιμους μουσαμάδες ο Τσαρούχης, τους ετοίμαζε πάντοτε μόνος ή φώναζε άλλους ζωγράφους να κάνουνε την προετοιμασία του καμβά, σύμφωνα με τη συνταγή του Βακέρ. Τα τελευταία χρόνια, από το ’70, του άρεσε να ζωγραφίζει όμως πολύ πάνω σε χαρτί. Έχει κάνει έργα που έχουμε στο Μουσείο, που έχουν γίνει σε χαρτί Kraft, με ακρυλική προετοιμασία και λάδι. Δοκίμαζε. Δοκίμαζε τις τεχνικές.

Γιάννης Τσαρούχης, Πορτραίτο Εγγλέζου με κόκκινο φράκο,1951 Λάδι σε χαρτόνι, 36,5 x 25,7 εκ., Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Πορτραίτο Εγγλέζου με κόκκινο φράκο, 1951
Λάδι σε χαρτόνι 36,5 x 25,7 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Τις γνώσεις που είχε για πολλά και διαφορετικά πεδία, σαν αναγεννησιακός άνθρωπος, από πού τις απέκτησε, αν δεν είχε διαβάσει πολύ όπως έλεγε; Από την παρατήρηση; Γνώσεις είχε. Δεν ξέρω πώς και πόσο διάβαζε. Ξεφύλλιζε, έβρισκε τα χωρία που ήθελε.

Ποια βιβλία τον ενδιέφεραν; Θυμάμαι κάποια βιβλία για τον Ματίς, τον Ντε Κίρικο – είχε βγει ένας μεγάλος τόμος. Αγόραζε βιβλία για ζωγράφους. Πήγαινε κι έβλεπε τις μεγάλες εκθέσεις στο Παρίσι. Δεν ήταν όλα τα βιβλία του όμως για τη ζωγραφική. Ήταν και δοκίμια. Όταν είχε φύγει στο Αλβανικό Μέτωπο, εκτός από τις μπογιές του, που του επέτρεψαν να πάρει και ζωγράφιζε, είχε πάρει μαζί του κι ένα βιβλίο του Ανατόλ Φράντς. Δεν θυμάμαι όμως ποιο.  

Διάβαζε και τις Γραφές. Πίστευε; Τις διάβαζε και πίστευε με τον δικό του τον τρόπο. Είχε διαβάσει το «Ο Ψαλμός του Δαυίδ», για να κάνει στη Μυτιλήνη την Αγία Παρασκευή. Είχε διαλέξει από τις δύο Αγ. Παρασκευές εκείνη που πούλησε όλα της τα υπάρχοντα, απελευθέρωσε τους δούλους κι έγινε Χριστιανή. Και ο Γιάννης την αποκαλούσε “χίπισσα”. Έψαχνε πάντα να βρει για τους χαιρετισμούς ποια εκκλησία είχε καλούς ψάλτες. Δεν πήγαινε απλά να ακούσει. Πήγαινε και σε καμιά καθολική εκκλησία και σε μοναστήρια. Τον ενδιέφερε κι αυτό. Τον ενδιέφεραν κι οι άνθρωποι. Είχε πάει στον Μυστρά, όπου βρήκε μια Ηγουμένη και μια μοναχή. Και μετά μιμούνταν πώς μιλούσε η μοναχή. Του άρεσε να μιμείται τις φωνές των ανθρώπων.

Ο Άγιος Σεβαστιανός, 1970 Λάδι σε πανί (έργο κολλημένο πάνω σε φωτογραφία) 91,5 x 128,5 εκ., Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Ο Άγιος Σεβαστιανός, 1970
Λάδι σε πανί (έργο κολλημένο πάνω σε φωτογραφία) 91,5 x 128,5 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Στην έκθεση έχετε δείγματα από τις δοκιμές του για τις βυζαντινές εικόνες, τα Φαγιούμ, τον Ενδημίωνα, την Ιφιγένεια και τον Άγιο Σεβαστιανό. Είναι πολύ λίγα αυτά που εκθέτουμε. Είχαμε κάνει μια έκθεση, την «Σπουδές και Παραλλαγές», όπου πραγματικά εκεί έβλεπες όλα τα στάδια της δουλειάς του. Για τις «Τέσσερις Εποχές» ειδικά έκανε πάρα πολλές παραλλαγές. Η πρώτη μεγάλη, με τα δύο ζευγάρια, εκτίθεται τώρα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Ακολούθησε η παραγγελία του Τεριάντ, με την Δέσποινα και την Κορίνα, είναι οι «Τέσσερις εποχές» με αγόρια για τον Κλοντ Μπερνάρ, που τις πούλησε στον Πιερίδη και πλέον ανήκουν σε ιδιωτική συλλογή, όπου είχε πρωτοζωγραφίσει τον Ντομινίκ. Οι «Εποχές» του είναι μεγάλη ιστορία. Έκανε άλλες «Τέσσερις Εποχές», με μοντέλα τον Ρολάν  και τον Αλαίν. Στο τέλος είχε γίνει και μια ιδιωτική παραγγελία για τις εποχές, με μοντέλο την κόρη του πελάτη, που δεν το παρέδωσε ποτέ…

Η σχέση που είχατε  οι δυο σας, αλλά και η σχέση του με τα μοντέλα του, πώς ήταν; Πιστεύετε ότι κατανοήσατε ποιος ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης; Η σχέση μου μαζί του δεν ήταν θείου-ανιψιάς. Στο τέλος είχε αναπτυχθεί μια σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας. Πραγματικά.

Τον αποκαλούσατε Γιάννη; Πάντα. Μεγάλωσα έτσι από το σπίτι μου. Αλλά ήταν δύσκολο ως ανιψιά να τον κατανοήσω πλήρως. Ήταν αυστηρός όταν έπρεπε να κάνεις κάτι που σου είχε ζητήσει. Ήθελε να γίνει με τον τρόπο του, το οποίο όσο μεγαλώνω συνειδητοποιώ πόσο σωστό ήταν. Τη στιγμή που δούλευε, δεν ήταν αυστηρός. Άκουγε μουσική.

Τι είδος; Σωτηρία Μπέλλου. Όπερες. Διάφορα. Και σιγοτραγουδούσε. Ή έψελνε, γιατί είχε μάθει νέος να ψέλνει. Μιλούσε. Τα μοντέλα περνούσαν πολύ ωραία μαζί του, γιατί άνοιγε συζητήσεις για τα πάντα. Επομένως, διασκέδαζαν. Όταν έφτανε στο πρόσωπο έλεγε “ακίνητος, μην κινείς το πρόσωπο”. Αλλά συνέχιζε και μιλούσε.

Ήταν δάσκαλος; Ο ίδιος λέει ότι δεν ήταν δάσκαλος. Αλλά μέσα σε μια μέρα μπορούσε να πει όλα όσα ήθελε να μάθει ένας άνθρωπος. Δεν το παραδεχόταν. Μάθαινες περισσότερα όταν δούλευες μαζί του.

Ως άνθρωπο πώς θα τον χαρακτηρίζατε; Ως έναν άνθρωπο που έκανε τη δουλειά του, αλλά είχε τρακ κάθε φορά που την τέλειωνε. Κάθε φορά που άνοιγε το μουσείο κι έκανε εκθέσεις, μέχρι το ’89 που πέθανε, είχε άγχος για την έκθεση που είχε στήσει. Έλεγε “δεν έχω κάνει τίποτα”. Ήταν πολύ αγχωμένος. Στο τέλος έλεγε “κάτι έκανα κι εγώ”. Και τέλειωνε εκεί. Αλλά πραγματικά ανησυχούσε.

Από ανασφάλεια ή από τελειομανία; Δεν ξέρω ποιο από τα δύο ήτανε. Αν και βέβαια ήθελε να τα κάνει τα πράγματα τέλεια. Και αν τον αφήνανε να τα κάνει, τα έκανε τέλεια και με λίγα μέσα. Όταν έκανε τις Τρωάδες, την πρώτη φορά στη ζωή του που καταφέρνει να ανεβάσει μια τραγωδία στο πάρκινγκ της Οδού Καπλανών, μια ιδέα που του είχε μπει το 1947 και τελικά την  πραγματοποιεί το 1977, δεν ήταν μόνο ότι έβαλε σύγχρονα κοστούμια. Είναι και ο φωτισμός. Δεν του άρεσε ποτέ ο φωτισμός που γινόταν στο θέατρο. Μάλιστα, δεν θυμάμαι για ποια παράσταση  -έχω το απόκομμά της- είχε δηλώσει “δεν υπογράφω αυτά τα σκηνικά μου, γιατί είναι χάλια ο φωτισμός”. Το έγραψε μια εφημερίδα πριν την πρεμιέρα. Όταν έκανε τις Τρωάδες μπόρεσε να κάνει τον δικό του φωτισμό. Τις φώτιζε από δύο κουβάδες, που μετά είχε βάλει στην αυλή του στο Μαρούσι, με σίδερα μπροστά, για να μην τυφλώνονται οι θεατές, και μια απλή λάμπα πιο πέρα, εκεί που ήταν οι στρατιώτες και οι αιχμάλωτες. Αυτός ήταν όλος ο φωτισμός! Αλλά αυτόν ήθελε.

Γιάννης Τσαρούχης: Το σαλόνι της θείας του, χρησιμοποιημένο ως σαλόνι για την πρώτη πράξη του La Belle au Bois Dormant, 1970 Νερομπογιά σε χαρτί, 14 x 21 εκ. Ίδρυμα Γιάννη ΤσαρούχηDormant - Γι

Το σαλόνι της θείας του, 1970
Νερομπογιά σε χαρτί, 14 x 21 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη
Το μέγαρο όπου έμενε η θεία του στον Πειραιά, το είχε χρησιμοποιήσει και ως σκηνικό για την Ωραία Κοιμωμένη του Δάσους, που θα παρουσίαζαν τα μπαλέτα της Μασσαλίας. Η παράσταση δεν ανέβηκε ποτέ.

Τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του; Έχετε καταλάβει; Δεν ξέρω. Του άρεσαν οι άνθρωποι. Πιστεύω όμως ότι οι καλοί του φίλοι ήταν αυτοί που είχε από το σχολειό, όταν δεν ήταν γνωστός. Είχε φίλους. Με όλους γινόταν φίλος, αλλά δεν ήταν σχέσεις εμπιστοσύνης. Του άρεσε επίσης να βλέπει θέατρο, του άρεσε και το καλό φαγητό. Όταν δουλεύαμε στο Παρίσι, η μέρα τέλειωνε πάντα με μια έξοδο σε ένα εστιατόριο. Του άρεσε να πηγαίνει στα καφενεία, να συναντιέται με κόσμο και να συζητά μέχρι αργά. Αλλά και νωρίτερα, στην Ελλάδα, όταν τέλειωσα το σχολείο και ανέβαινα να τον βλέπω, καθόταν ή στη Λυκόβρυση ή στο Ελληνικό, και ήξερε πολύ κόσμο. Ήταν πολύ δεκτικός ο Γιάννης. Μιλούσε στον κόσμο. Ήτανε το δίπολο δουλειά και διασκέδαση. Δούλευε κάθε μέρα, αλλά όχι με το «αχ πρέπει να δουλέψω». Αν έπρεπε να κάνει κι άλλα πράγματα, ζωγράφιζε το βράδυ. Στο τέλος ήθελε να δουλεύει μόνο στο φως της μέρας.

Ήταν γενναιόδωρος; Ήταν, καταρχάς γιατί εξηγούσε και έλεγε για τη ζωγραφική τα πάντα. Πώς γίνεται το ένα, πώς κάνεις το άλλο. Ήταν πολύ γενναιόδωρος στις πληροφορίες που έδινε για τη ζωγραφική. Άλλοι δεν λέγαν τίποτα.  

Είχε κι έναν ευφυώς καυστικό λόγο, που σε μια μόνο ατάκα μπορούσε να συμπυκνώσει και να αποδομήσει καταστάσεις, εθνικές παθογένειες. Είχε καυστικό και ειρωνικό λόγο, πολλές φορές. Αλλά έπεφτε διάνα. Ακόμα και τώρα, αν διαβάσεις τα κείμενά του, νομίζεις ότι τα έγραψε σήμερα.

Όλες οι φωτογραφίες των έργων είναι ευγενική παραχώρηση του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη.


Η έκθεση «Ήμουν και έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής”, με έργα του Γιάννη Τσαρούχη, στο Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη (Πλουτάρχου 28, Μαρούσι), σε επιμέλεια Νίκης Γρυπάρη, λήγει την ερχόμενη Κυριακή 28 Απριλίου. 
Ωράριο έκθεσης: Δευτέρα – Παρασκευή 09:00 – 15:00, Σάββατο & Κυριακή: 10:00-16:00.
Την Κυριακή στις 11 π.μ. την ξενάγηση θα κάνει ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Γιώργης Μαγγίνης.
Πληροφορίες: +30 210 80.62.636, email: [email protected]