Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΒΙΒΛΙΟ

Popaganda Αποκλειστικό: Διαβάστε ένα απόσπασμα από την Πόλη στις Φλόγες

Το πιο πολυσυζητημένο βιβλίο της χρονιάς, δια χειρός Garth Risk Hallberg, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος. Απολαύστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα σε αποκλειστική προδημοσίευση.
garth

Επτά από τους μεγαλύτερους αμερικανικούς εκδοτικούς διεκδίκησαν τα δικαιώματα του City on Fire, με προσφορές που ξεπέρασαν το 1 εκατ. δολάρια. Τη δημοπρασία κέρδισε τελικά ο οίκος Knopf, προσφέροντας στον Garth Risk Hallberg 2 εκατ. δολάρια, πιθανότατα το υψηλότερο ποσό που έχει δοθεί σε νέο συγγραφέα για «καπάρωμα» του βιβλίου του. Και τι βιβλίο! Μία χιλίων σελίδων ωδή στη Νέα Υόρκη των 70s, με πλοκή που παντρεύει τους punks του Lower East Side με τους χρηματιστές της Wall Street, χαρακτήρες δηλαδή αταίριαστους μεταξύ τους, των οποίων όμως οι πορείες ζωής θα συναντηθούν με αφορμή μία απόπειρα φόνου στο Central Park.

Οι κριτικοί στην πλειοψηφία τους παραληρούν και το hype είναι τόσο έντονο που κάποιοι μιλάνε όχι απλά για το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς αλλά και της τρέχουσας δεκαετίας. Στα ελληνικά το City on Fire θα κυκλοφορήσει στις αρχές Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Κέδρος, με τίτλο Πόλη στις Φλόγες, σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή (ο οποίος υπογράφει και τις μεταφράσεις των βιβλίων του Thomas Pynchon – μεγάλο ατού της έκδοσης από μόνο του αυτό το γεγονός). Στην Popaganda μπορείτε να διαβάσετε κατ’ αποκλειστικότητα την προδημοσίευση ενός απολαυστικού αποσπάσματος.

«Ειλικρινά, δεν ξέρω», είπε ο Μέρσερ, λες και η ερώτησή της μόλις είχε φτάσει στ’ αυτιά του. «Δεν ξέρω πια. Εννοώ, όπως είπες, είναι καλό να έχεις κάποιον. Αυτό όμως που συνέβη μεταξύ σας, ό,τι κι αν ήταν, τον τρώει, είναι σαν τρύπα μέσα του, που πιστεύει πως πρέπει να την κρύψει. Μάλλον αυτή η αύρα μυστηρίου ήταν ένα από τα πράγματα που με τράβηξαν κοντά του. Όμως δεν ήρθα στη Νέα Υόρκη με σκοπό να ζήσω με έναν άγνωστο. Κάποια στιγμή υπέθεσα πως εκείνος θα… δεν ξέρω».

Της έκανε νεύμα να του δώσει το τσιγάρο, αλλά παραήταν μικρό πια και δεν μπορούσε να πάρει τζούρα χωρίς να κάψει τα δάχτυλά του, οπότε το πέταξε στέλνοντάς το σε ελεύθερη πολυώροφη πτώση, σαν φωτοβολίδα μέσα στην καταχνιά.

«Για κοίτα. Το ’χεις μέσα σου», έβαλε τον αναπτήρα στο τσαντάκι της λέγοντας ότι μπορεί να τον έβρισκαν τα παιδιά της, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να επιστρέψει στο πάρτι.

«Δεν κρυώνεις;» τη ρώτησε.

«Δεν είμαι ακόμα έτοιμη να ξαναπάω εκεί μέσα. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους δεν θέλω να μιλήσω».

Ο Μέρσερ τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα του και χτύπησε τα πόδια του κάτω περιμένοντας να νιώσει κάπως διαφορετικά:

«Τέλος πάντων, ο Γουίλιαμ έχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από μένα σ’ αυτά τα πράγματα. Στις σχέσεις».

«Έτσι σου είπε;»

«Σκέφτηκα πως ίσως επειδή είμαι αγόρι, άντρας, γι’ αυτό κρατούσε εμένα σε ένα κουτάκι και όλους εσάς σε ένα άλλο. Όταν όμως εμφανίστηκες στο σχολείο την περασμένη βδομάδα…»

«Συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση. Μόλις είχα φύγει από το διαμέρισμα του άντρα μου. Είχα μεγάλη ανάγκη να μιλήσω με κάποιον και σκέφτηκα ότι ίσως το διαζύγιο σήμαινε πως και όλα τα άλλα θα άλλαζαν. Ίσως ο Γουίλιαμ να ήταν έτοιμος να γκρεμίσει τα ηλίθια τείχη του».

«Κι εγώ σκέφτηκα πως μόλις έβλεπε την πρόσκληση θα άνοιγε αμέσως μια χρυσή πόρτα και δεν θα ήμασταν πια υποχρεωμένοι να ζούμε όπως ζούμε. Έχει κι αυτό τη χάρη του, κατά κάποιο τρόπο, αλλά πώς να χτίσουμε ένα μέλλον μαζί αν δεν μπορώ να γνωρίζω βασικά πράγματα για το παρελθόν του;»

«Πάντα ήταν μυστικοπαθής ο αδελφός μου. Από παιδί. Νομίζει ότι το να έχει διπλή ζωή τού δίνει κάποια προσωπική δύναμη. Εγώ νομίζω ότι διάβαζε πάρα πολλά κόμικς».

«Οπότε, ίσως να ήρθα εδώ γιατί ήξερα ότι θα τσατιζόταν αν το μάθαινε. Όχι ότι δεν είσαι ευχάριστη παρέα», και ένα σχεδόν ακατανόητο χαμόγελο ξεπήδησε από κάπου μέσα του. Ήταν αλήθεια. Του άρεσε η Ρέιγκαν. Του θύμιζε μερικά άλλα λευκά κορίτσια που είχε γνωρίσει, τις συμφοιτήτριές του στην αγγλική φιλολογία, που τον είχαν υιοθετήσει στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια: «Μπορούμε τώρα να μπούμε μέσα, σε παρακαλώ; Έχω ξεπαγιάσει».

Άγγιξε το μπράτσο του με το καλό της χέρι:

«Δεν μου λες, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου;»

«Να έρθω μαζί σου;»

«Θέλει να με δει ο αδελφός της Φελίσια. Θα σε συστήσω και θα μπορέσεις να δεις τι έχει να αντιμετωπίσει ο Γουίλιαμ. Και ίσως μπορέσεις να με προστατέψεις».

«Να σε προστατέψω από τι;» Εκείνη όμως είχε στραφεί ήδη προς τη ζεστασιά της κρεβατοκάμαρας. Ξαναπήρε τη μάσκα του. «Είσαι σίγουρη ότι δεν άκουσες εκείνο τον ήχο;» τη ρώτησε πριν κλείσει την μπαλκονόπορτα.

«Είμαι από το Νότο. Εκεί κάτω ξέρουμε από όπλα».

Ανασήκωσε τους ώμους της:

«Είμαστε στα δυτικά του Σέντραλ Παρκ, Μέρσερ. Μάλλον θα ήταν η εξάτμιση κάποιου φορτηγού».

Μέσα το βάδισμά της γινόταν πιο αποφασιστικό σε κάθε κατώφλι που περνούσαν, λες και έπαιρνε δύναμη από την παρουσία του, ή από το ναρκωτικό, αν και δεν ήταν σίγουρος πως δεν έφταιγε η θολή αίσθηση του χρόνου μέσα στο κεφάλι του. Επίσης, οι καλεσμένοι έμοιαζαν πυκνότεροι. Από ένα συνονθύλευμα σωμάτων έβγαιναν χέρια που κρατούσαν μπουκάλια, οδοντοστοιχίες γυμνωμένες σε ξεσπάσματα ρεπουμπλικάνικου γέλιου, δόντια τρομακτικά στην τελειότητά τους, σαν τσίχλες. Ήταν ο μόνος μη λευκός καλεσμένος – αν και, με τη στενή έννοια του όρου, δεν ήταν καν καλεσμένος. Θα πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Πού να ήταν ο Γουίλιαμ; Να ακουμπούσε με την πλάτη στον τοίχο της τουαλέτας κάποιου μπαρ ενώ δεχόταν τις περιποιήσεις ενός ξανθού κεφαλιού στο κάτω κεφάλι του; Έδιωξε από το νου του την εικόνα, άφησε τη συνείδησή του να γίνει μια παλίρροια πάνω στα περσικά χαλιά. Άφησε τη Ρέιγκαν να τον οδηγήσει.

cover

Δεν συγκράτησε πόσες φορές τη σταμάτησαν, πόσα φιλιά πνιγμένα στο ουίσκι υπέμεινε από πόσους μεσήλικες, πόσες φιλοφρονήσεις δέχτηκε για την εμφάνισή της – φαίνεσαι μια χαρά, είπε μια γυναίκα, υγιέστατη, ευφημισμοί με σημεία αναφοράς που εκείνος δεν μπορούσε να εντοπίσει –, πόσα συνοφρυώματα για το μπανταρισμένο χέρι της, πόσα βλέμματα τον ζύγισαν κρυφά από την κορφή ως τα νύχια. Υπηρέτης; Τσιράκι; Περίπτωση ελεημοσύνης; Αυτό ωστόσο τον ενοχλούσε λιγότερο απ’ ό,τι την πρώτη ώρα του στο πάρτι, που την είχε περάσει προσπαθώντας να κρυφτεί πίσω από μια γλάστρα με έναν πελώριο φοίνικα. Ίσως να μην μπορούσε ακόμα να μπει στoν μαγικό κύκλο των Χάμιλτον-Σουίνι, αλλά μπορούσε τουλάχιστον να μελετήσει από κοντά την επίδρασή του και ίσως κάποια μέρα να επέστρεφε χέρι χέρι με τον Γουίλιαμ και κανείς να μην τολμούσε να πει κουβέντα. Όσο για τη Ρέιγκαν, που έμοιαζε τόσο πεσμένη όταν την είχε δει στην κουζίνα – είχε περάσει, αλήθεια, μόνο μισή ώρα; – ήταν θεσπέσια, ακόμη και χωρίς μάσκα. Το είχε δει και στον Γουίλιαμ, το διακόπτη με τον οποίο άλλαζε συμπεριφορά όταν ήταν με κόσμο. Αυτό που ο Μέρσερ απέδιδε σε προσωπική παθολογία προφανώς ήταν γενετικό. Η Ρέιγκαν έλαμπε σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι, ενώ εκείνος την ακολουθούσε από κοντά, αβέβαιος αν περνούσε καλά ή άσχημα.

Τότε, στη μέση μιας ψηλής αίθουσας γεμάτης κόσμο, κοίταξε προς τα πάνω. Τρία μέτρα πάνω από το κεφάλι του, εκεί που κανονικά θα ήταν ο πάνω όροφος, ένας εξώστης διέτρεχε όλη την περίμετρο, με μια πόρτα να οδηγεί εκεί από καθεμιά από τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας. Εκεί πάνω, κοιτάζοντάς τους, στεκόταν ένας κοντός ασπρομάλλης άντρας, που έμοιαζε να χαμογελά κατευθείαν στον Μέρσερ. Δεν φορούσε ούτε στολή, ούτε μάσκα αλλά, με το μαύρο σμόκιν του, είχε τον αέρα δούκα που επιβλέπει την επικράτειά του. Ο Μέρσερ ένιωθε τα μασκοφόρα κεφάλια να βουλιάζουν,

τη φλυαρία να υποχωρεί σαν τη θάλασσα μέσα σ’ ένα κοχύλι, τη θερμότητα των συγκεντρωμένων σωμάτων να σβήνει. Ο άντρας πήρε το ένα χέρι του από το σφυρήλατο σιδερένιο κιγκλίδωμα, το σήκωσε με την παλάμη ανοιχτή στον αέρα και την έκλεισε απότομα.

Τότε ο Μέρσερ συνειδητοποίησε ότι ο θείος Έιμορι – γιατί αυτός πρέπει να ήταν – έγνεφε στη Ρέιγκαν, όχι σ’ εκείνον. Τη σκούντησε κι εκείνη αποχώρησε ευγενικά από τη συζήτηση που είχε. Έπιασε τον Μέρσερ αγκαζέ με το τραυματισμένο χέρι της και τον οδήγησε προς μια στριφογυριστή σκάλα. Ανέβηκαν στον εξώστη σαν μέσα από ένα ψυχρό, πηχτό υγρό. Το σφιγμένο χαμόγελο του άντρα παρέμενε σταθερό. Κάποια στιγμή θα πρέπει να ήταν εμφανίσιμος: ούτε ένα ψήγμα χρώματος δεν φαινόταν στο σχολαστικά περιποιημένο κεφάλι του.

«Καλή μου», είπε στη Ρέιγκαν. «Έλπιζα ότι θα βρισκόμασταν απόψε ».

«Έιμορι Γκουλντ», είπε εκείνη. «Επίτρεψέ μου να σου παρουσιάσω τον Μέρσερ Γκούντμαν».

Ο Μέρσερ πρόσεξε με απογοήτευση ότι δεν τον σύστησε ως κάτι συγκεκριμένο, κάτι που υπονοούσε πως είχε κάποια σχέση με τη Ρέιγκαν και όχι με τον Γουίλιαμ. Τα ωμά δεδομένα της εμφάνισής του χρησιμοποιούνταν για να σοκάρουν, ακόμη και να πληγώσουν. Αν ξεδιάλυνε όμως τη σύγχυση, θα ήταν σαν να την πρόδιδε, και αυτό δεν μπορούσε να το κάνει· το καλό της χέρι έσφιγγε το δικέφαλό του σαν περιχειρίδα πιεσόμετρου. Ένιωθε το στόμα του στεγνό και σχεδόν άκουγε το χτύπο της καρδιάς του. Το περίεργο ήταν πως ο θείος Έιμορι δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει. Ήταν

αδύνατον να καταλάβει κανείς τι ακριβώς πάνω του έκανε τον κόσμο να ταράζεται, εκτός από το σκληρό γαλανό βλέμμα του.

«Λοιπόν, κύριε Γκούντμαν», είπε, «ποιο είναι το αντικείμενό σας;»

Ο Μέρσερ έβηξε. Μάλλον μύριζε Γούντστοκ:

«Ορίστε;»

«Τι δουλειά κάνετε, νεαρέ;»

Είχε μάθει να μην αφήνει τα μειωτικά, ή ακόμη και ανοιχτά προσβλητικά, σχόλια να τον παρασύρουν σε αντίδραση. Εσύ είσαι ο μόνος που έχει εξουσία πάνω σου, του είχε θυμίσει η μητέρα του πριν φύγει για το πανεπιστήμιο, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν το είχε πιστέψει ποτέ στ’ αλήθεια. Ήταν όμως σίγουρος ότι ο Έιμορι Γκουλντ δεν το πίστευε. Ο άντρας τον κοιτούσε σαν παιδί που κοιτάζει μυρμήγκι πάνω στο οποίο κατευθύνει το φως του ήλιου με μεγεθυντικό φακό.

«Είμαι καθηγητής», τόλμησε να πει. «Δουλεύω στο γυμνάσιο, στο Γουένσεσλας-Μόκινμπερντ».

«Τότε θα ξέρετε τον Εντ Μπάνκομ, τον υπεύθυνο των καθηγητών».

«Τον έχει αντικαταστήσει ο δρ. Ράνσιμπλ».

Αργότερα θα αναρωτιόταν γιατί δεν είχε σταματήσει εκεί. Τα νύχια όμως της Ρέιγκαν κόντευαν να τρυπήσουν το ύφασμα του σακακιού του, ο Έιμορι Γκουλντ φορούσε ακόμα εκείνο το ανεξιχνίαστο χαμόγελο και, καθώς η σιωπή στον εξώστη απλωνόταν, ο Μέρσερ είχε την εντύπωση ότι ο κόσμος από κάτω τους κοίταζε.

«Και γράφω». Αμέσως κατάλαβε ότι αυτό ήταν λάθος.

«Μάλιστα. Και τι γράφετε, κύριε Γκούντμαν;»

«Έιμορι, μη γίνεσαι αδιάκριτος, σε παρακαλώ», είπε η Ρέιγκαν. «Μέρ-

σερ, δεν είναι ανάγκη να απαντήσεις».

«Έχει δίκιο. Πολύ πολύ δίκιο», είπε ο Έιμορι. «Όταν φτάνεις σε κάποια ηλικία, ξεχνάς πόσο εύθραυστα μπορούν να είναι κάποια πράγματα. Μια ανάσα μπορεί να τα ρίξει. Θα το πιστεύατε ότι κι εγώ έγραφα ποιήματα όταν ήμουν φοιτητής; Φρικτά. Κάποια στιγμή τα παράτησα, ξεκίνησα μια πιο πρακτική καριέρα στο δημόσιο και μετά ασχολήθηκα με τις επιχειρήσεις. Οι τρεις ηλικίες του άντρα, ξέρετε. Θα ήθελα όμως να σας ρωτήσω κάτι, κύριε Γκούντμαν». Το κεφάλι του έμοιαζε να φουσκώνει καθώς πλησίαζε. Τα μάτια του είχαν ροζ περίγραμμα, σαν κομμάτια πάγου που είχαν ανοίξει τρύπες στα χέρια που τα κρατούσαν: «Σχετικά με την κανονική σας δουλειά, τη διδασκαλία, ξέρουν για τις άλλες σας ροπές; Γιατί το χρωστάει κανείς στους άλλους, και στον εαυτό του, να είναι ειλικρινής».

«Συγγνώμη;»

«Για τη συγγραφή λέω, νεαρέ μου. Α! Δεν πιστεύω να νομίζατε πως εννοούσα…

Τώρα με φέρνετε σε αμηχανία».

Ροπές. Ο υπαινιγμός βέβαια δεν σχετιζόταν με τον ίδιο προσωπικά· ήξερε ότι ο στόχος του ήταν να πληγώσει την υποτιθέμενη κοπέλα του. Κιόμως, ο ανάλαφρος τρόπος με τον οποίο τον ανέφερε ο θείος Έιμορι ήταν ήδη εξευτελιστικός. Όσο για τη Ρέιγκαν, δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον υπερασπιστεί. Μα πώς του είχε περάσει από το μυαλό πως θα μπορούσε να γίνει μέρος εκείνου του κόσμου;

Μουρμουρίζοντας κάτι για το προχωρημένο της ώρας αποχώρησε. Ο Έιμορι δεν καταδέχτηκε να του σφίξει το χέρι, ούτε να του πει ότι χάρηκε που τον γνώρισε· είχε στραφεί ήδη προς τη Ρέιγκαν και της έλεγε ότι, αν είχε ένα λεπτό, είχαν σημαντικά θέματα να συζητήσουν· και τι είχε πάθει το δάχτυλό της; Όταν ο Μέρσερ γύρισε και τους έριξε μια ματιά, για την απίθανη περίπτωση που εκείνη τουλάχιστον θα τον κοίταζε θλιμμένα, οι δύο είχαν χαθεί μέσα σε μια από τις πόρτες του εξώστη. Πολύ θα ήθελε να εξαφανιστεί κι εκείνος εξίσου εύκολα, αλλά ο μόνος τρόπος να φύγει ήταν να κατέβει τη στριφογυριστή σκάλα και να διασχίσει ολόκληρη την αίθουσα. Ξαφνικά η μάσκα του δεν είχε κανένα νόημα. Ένιωθε ξεκάθαρα το σκούρο δέρμα του και την έντονη αντίθεση με το λευκό σακάκι, τα στεγνά μάτια του και το ξερό του στόμα, τις τρίχες των μαλλιών του. Οι γυναίκες, με τα παρδαλά τους ντόμινο, έμοιαζαν με πουλιά της σαβάνας που γυρνούσαν να κοιτάξουν το βαρύ και αδέξιο πέρασμα ενός πληγωμένου ρινόκερου. Ακόμη και το κορίτσι στο βεστιάριο του φουαγιέ φάνηκε να οσμίζεται την αδυναμία του. Άργησε χαρακτηριστικά να του φέρει το Παλτό των Πολλών Χρωμάτων, και ήταν αναγκασμένος να της δώσει και φιλοδώρημα, για να μην επιβεβαιώσει τη χειρότερη διαίσθησή της. Το ασανσέρ ήταν ενοχλητικά αργό.

Όταν βγήκε στον νυχτερινό αέρα, άρχισε να συνέρχεται κάπως και η ντροπή του έγινε μελαγχολία. Ένιωθε εξόριστος από την Εδέμ, ξανά κάτω στο δρόμο, όπου ένας φανοστάτης ήταν πάλι φανοστάτης και ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο είχε ακριβώς το μέγεθος ενός παρκαρισμένου αυτοκίνητου. Οι πύργοι του κεντρικού Μανχάταν ήταν αόρατοι μέσα στο χιόνι και ακόμη και το μπαλκόνι όπου (έστω και για λίγο) είχε τη λαμπερή ζωή που ποθούσε έμοιαζε μουντζουρωμένο και θολό, σαν την ανάμνηση ενός ονείρου. Προς στιγμήν η μόνη απόδειξη ότι βρισκόταν σε μια πόλη εν λειτουργία και όχι στα ερείπια του μέλλοντος ήταν το παγκάκι απέναντι, όπου μια πράσινη κηλίδα σε μέγεθος ανθρώπου ανάμεσα στο χιόνι μαρτυρούσε πως υπήρχαν ακόμα κάτοικοι. Σίγουρα κάποιος που περίμενε κάποιο λεωφορείο.

Τότε, σαν από θαύμα, προς τα δυτικά του Σέντραλ Παρκ, στα όρια που του επέτρεπε να δει η αραιή πια χιονόπτωση, εμφανίστηκε ένα: δύο προβολείς και από πάνω μια φωτεινή επιγραφή. Πάντα ήταν βλακεία να προσπαθείς να υπολογίσεις τι θα σε πήγαινε πιο γρήγορα στο σπίτι σου, τα οδικά μέσα ή το μετρό, αλλά, από την εμπειρία του, είχε μάθει να μην παραβλέπει τα πέντε που είχε στο χέρι, ιδίως μετά τα μεσάνυχτα, άσε που θα ήταν απόλυτα ταιριαστό να τελειώσει εκείνη τη νύχτα και εκείνη τη χρονιά σε ένα άβολο και βαρετό αστικό λεωφορείο, ανάμεσα στους αλκοολικούς, στους επιληπτικούς και στους παντοιοτρόπως καταραμένους, λουσμένος στο φθορίζον φως, σαν σε νεκροτομείο, πατώντας στο γλιτσιασμένο δάπεδο, στη θέση που είναι πιο κοντά στον οδηγό.

Στο χρόνο που έκαναν αυτές οι μαστουρωμένες ανησυχίες να διασχίσουν τρεκλίζοντας τη σκηνή της προσοχής του και να κάνουν το μικρό τους στροβίλισμα, το φανάρι έγινε από κίτρινο κόκκινο, ακινητοποιώντας το λεωφορείο καμιά δωδεκαριά τετράγωνα πιο πέρα. Έγειρε στο στύλο της πινακίδας της στάσης προσπαθώντας να ανακτήσει την προηγούμενη εικόνα του εαυτού του ως ρομαντικής φιγούρας, του μοναχικού τύπου με το μακρύ καφέ παλτό. Σφύριξε μερικά μέτρα από την Τραβιάτα. Σκέφτηκε με θλίψη τον εαυτό του να σκέφτεται. Απολάμβανε την αισθαντική τολύπη της ανάσας του μπροστά του, όταν πίσω από τον απέναντι πέτρινο τοίχο, μέσα από το σκοτεινιασμένο πάρκο, έφτασε στ’ αυτιά του ο πιο συνταρακτικός ήχος που είχε ακούσει ποτέ. Ήταν ένας λυγμός: οξύς, ξέπνοος, γουργουριστός, σαν φώκιας που πεθαίνει. Έπειτα σταμάτησε. Θα πρέπει να ήταν η φαντασία του και, στο κάτω κάτω, δεν ήταν δική του δουλειά, αλλά ακόμη και πριν ακουστεί για δεύτερη φορά, κάποιο ζωώδες δίκτυο κάτω από την επιδερμίδα της συνείδησής του είχε ήδη ενεργοποιηθεί. Το λεωφορείο απείχε μόνο καμιά δεκαριά τετράγωνα, ή λιγότερα, και χαμήλωνε για να κατεβάσει έναν επιβάτη. Το παρότρυνε από μέσα του να βιαστεί. Θα ανέβαινε, και ο ήχος, αν υποθέσουμε ότι είχε υπάρξει πράγματι κάποιος ήχος, θα ήταν πρόβλημα του ανθρώπου που κατέβαινε εκείνη τη στιγμή. Μόνο που το φανάρι έγινε πάλι κόκκινο. Σκατά, σκέφτηκε. Σκατά. Τι έπρεπε να κάνει;

Ο ήχος δεν ξανακούστηκε. Σκέφτηκε όλα τα άκακα πράγματα που θα μπορούσε να είναι. Μια αλεπού που πέθαινε· υπήρχαν αλεπούδες στο Σέντραλ Παρκ, σωστά; Το μουγκρητό του ανέμου μέσα από μια πλαστική σακούλα που είχε πιαστεί σε κάποιο δέντρο. Ένας από εκείνους τους θλιβερούς, ψυχαναγκαστικούς άντρες που περιφέρονταν στους δημόσιους χώρους αναζητώντας ανώνυμο σκληρό σεξ. Ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν δική του ευθύνη, κι εκείνο το έγκαιρο μέσο μεταφοράς που θα τον πήγαινε στο σπίτι, η ανταμοιβή του για όσα είχε υποφέρει εκείνο το βράδυ, ήταν…

Ο οδηγός κόρναρε καθώς ο Μέρσερ πετάχτηκε μπροστά στο λεωφορείο, προς την άλλη πλευρά του δρόμου και την είσοδο του πάρκου. Καθώς βουτούσε κάτω από το χιονοσκέπαστο πλέγμα των κλαδιών και μέσα στο αλσύλλιο εξαρτιόταν αναγκαστικά από τη μνήμη του, από την εντύπωση κάποιου ήχου τον οποίο δεν περίμενε να ακούσει. Είχε ακουστεί σαν να ήταν κοντά στον τοίχο, σωστά; Έβρισε τα καλά του παπούτσια, που απειλούσαν να γλιστρήσουν ανά πάσα στιγμή στο παγωμένο κατηφορικό μονοπάτι. Μια στοίβα μαύρων βράχων υψωνόταν αριστερά του και μια συστάδα θάμνων δεξιά. Είσαι ηλίθιος, Μέρσερ Γκούντμαν, σκέφτηκε – ένας γελωτοποιός στα ρείκια, χωρίς βασιλιά Ληρ. Αν όμως ο ήχος ήταν από άνθρωπο; Ε, και; Σε αυτή την περίπτωση μάλλον θα υπήρχαν περισσότεροι από έναν άνθρωποι, ένας επιτιθέμενος και ένα θύμα, και ο Μέρσερ, με το παπιγιόν του και τα απαλά ερασιτεχνικά χέρια του, θα ήταν απλώς φρέσκο κρέας.

Πέρασε πάνω από τους σιδερένιους σωλήνες στο ύψος του γόνατου που όριζαν το μονοπάτι και τρύπωσε με δυσκολία ανάμεσα σε δύο θάμνους. Αρχικά το χώμα που έφτανε μέχρι τον τοίχο ήταν μια δυσανάγνωστη σελίδα από χιόνι και σκιά. Με τον ίδιο όμως ζωώδη συντονισμό που τον είχε οδηγήσει εκεί θα πρέπει να ένιωσε ανάσα, ή ζεστασιά, γιατί καθώς κοίταζε με προσοχή στη βάση του τοίχου διέκρινε έναν στραπατσαρισμένο όγκο.  Πλησίασε. Κάποια πουλιά, κουρνιασμένα στην κορυφή του τοίχου, χώθηκαν περισσότερο μέσα στα φτερά τους, σε επιφυλακή. Είδε ότι ο όγκος ήταν ένα παιδί. Ένα αγόρι. Όχι, ένα κορίτσι με κοντά μαλλιά. Το πρόσωπό της ήταν στραμμένο προς τα πάνω, προς το επίπεδο του φωτός που απλωνόταν πάνω από τον τοίχο, με το κεφάλι της σε εξαιρετικά άβολη στάση. Ήταν αναίσθητη, ίσως νεκρή. Αίμα από τον ώμο της είχε χυθεί και έβαφε το χιόνι. Ο Μέρσερ θυμήθηκε με φρίκη ότι το αίμα είχε οσμή, μια οσμή που θύμιζε χαλκό. Για μια στιγμή του ήρθε να ξεράσει.

«Βοήθεια!» φώναξε.

Η φωνή του αντήχησε στον τοίχο και χάθηκε στο κενό πίσω του. Φώναξε πάλι:

«Βοήθεια!»

Τα πουλιά αναστατώθηκαν. Το κορίτσι δεν κουνήθηκε. Ήξερε ότι δεν πρέπει να μετακινείς ένα πτώμα, ούτε ήθελε να το αγγίξει, οπότε στάθηκε εκεί για λίγο κοιτάζοντας τη μαύρη μορφή με την οποία είχε μπλεχτεί για πάντα. Μετά έφυγε ανάμεσα στους θάμνους, πάνω στο μονοπάτι, σαν φάντασμα που ορμούσε από τα σαγόνια της κόλασης, φωνάζοντας λες και θα μπορούσε κανείς να τον σώσει.

H Πόλη στις Φλόγες του Garth Risk Hallberg κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση Γιώργου Κυριαζή, από τις εκδόσεις Κέδρος.
ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.