Ο ένας είναι σταθερός επισκέπτης, κυρίως τα καλοκαίρια, κυρίως στο Φεστιβάλ Αθηνών εδώ και αρκετά χρόνια. Ρομέο Καστελούτσι, ο καλλιτέχνης που θίγει πολλά μέσω των εικόνων που δημιουργεί. Η δεύτερη είναι αρκετά νεότερη (γεννήθηκε το 1981 στη Γαλλία από μητέρα Βιετναμέζα), και παρότι το βιογραφικό της έχει ήδη κάμποσους σταθμούς, στην Ελλάδα ήταν άγνωστη μέχρι το φετινό καλοκαίρι. Καρολίν Γκυγελά Ενγκυγέν. Σκηνοθέτες και οι δύο. Και οι δύο παρουσίασαν φέτος παραστάσεις τους στο Φεστιβάλ Αθηνών. Και νομίζω θα συμφωνήσουμε ότι στις πλέον αναμενόμενες ήταν η παράσταση του Ρομέο Καστελούτσι «Η νέα ζωή» -επειδή γνωρίζουμε και εκτιμούμε το ύφος της δουλειάς του, επειδή έχουμε γοητευτεί από προηγούμενες ή επειδή σε κάποιους αρέσει να βλέπουν δημοφιλή ονόματα. Και αρκετοί πήγαμε από φιλοπερίεργη διάθεση στη «Σαϊγκόν» της  Καρολίν Γκυγελά Ενγκυγέν. Αλλά συχνά τα πράγματα δεν είναι όπως τα αναμένει κανείς ή όπως τα έχει  τακτοποιήσει στο μυαλό του.

«Σαϊγκόν»

Βιωματική και νατουραλιστική σε πολλά σημεία της η παράσταση της Καρολίν Γκυγελά Ενγκυγέν. Με διαρκή φλας μπακ από το Βιετνάμ στο Παρίσι και αντιστρόφως. Με χρονική αφετηρία το 1956 και κατάληξη το σήμερα. Με ένα σκηνικό που συνέδεε τους ήρωες και στο τότε και στο τώρα, και στη Σαϊγκόν και στο Παρίσι -ένα εστιατόριο-, με ιδιοκτήτρια και μαγείρισσα τη… Μαρία Αντουανέτα -έτσι την είχαν βαφτίσει στη μακρινή Σαϊγκόν και λόγω γαλλικής κυριαρχίας. Στο τότε, από το εστιατόριο περνούσαν οι ντόπιοι, αλλά και οι Γάλλοι στρατιώτες που υπηρετούσαν στη γαλλική αποικία στην Ινδοκίνα. Κι όταν οι Γάλλοι έφυγαν από το Βιετνάμ το 1956, τους ακολούθησαν και κάποιοι ντόπιοι, που είτε είχαν συνεργαστεί με τους Γάλλους είτε έτσι θεωρούσαν οι ντόπιοι -δυσδιάκριτα συχνά αυτά τα όρια, παρούσες οι εμπάθειες και οι άδικες κρίσεις. (Από τις δυνατές στιγμές της παράστασης ήταν εκείνη που ο νεαρός Βιετναμέζος δέχεται απειλές από συμπατριώτες του, επειδή τραγουδάει στα γαλλικά).  

Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν βρίσκονται σε μια νέα χώρα, χωρίς δυνατότητα να επιστρέψουν στη χώρα τους για πολλά χρόνια (ήταν ανεπιθύμητοι στο Βιετνάμ μέχρι το 1996). Υποχρεωτική ξενητειά. Περιορίστηκαν στη μεταξύ τους συναναστροφή. Αναζητούσαν τις εικόνες της χώρας τους στο εστιατόριο της Μαρίας Αντουανέτας. Εμαθαν σιγά σιγά τα γαλλικά. Κάποιοι έκαναν μικτό γάμο (μία από τις ηρωίδες, που παραπέμπει στη μητέρα της Καρολίν Γκυγελά Ενγκυγέν, βρέθηκε στη Γαλλία επειδή ακολούθησε τον Γάλλο αγαπημένο της. «Θ’ αγαπήσω τη Γαλλία, θα προσαρμοστώ» λέει πριν φύγει, για να τ’ ακούσει εκείνη πρώτα). Στην παράσταση παρακολουθούμε τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων, στην πρώτη και στη δεύτερη πατρίδα τους. Το πώς και το αν προσαρμόστηκαν, το πώς και το αν συναντήθηκαν οι δύο κουλτούρες. Βλέπουμε στο τώρα τους λίγους Γάλλους που μπήκαν στην καθημερινότητά τους, τη συστολή του ξένου που εξακολουθούν να έχουν. Και η πιο δυνατή στιγμή ήταν εκείνη με χρονολογία 1996, ημερομηνία που έγινε δυνατή η επίσκεψη στην πατρίδα τους. Κάποιοι το τόλμησαν, όπως ο Χάο (ήρωας στην παράσταση). Φτάνοντας εκεί το μόνο που βρήκε ίδιο ήταν κάποιο τοπόσημα. Ούτε τους παλιούς γνώριμους βρήκε, ούτε την ίδια χώρα. Και ο άνθρωπος που αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του επειδή τραγούδησε στα γαλλικά, διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να συνεννοηθεί απολύτως με τους νεαρούς συμπατριώτες του -μιας και οι γλώσσες αλλάζουν μαζί με τις γενιές- και στρέφεται στα διεθνή αγγλικά για να επικοινωνήσει στην πατρίδα του!

Η Καρολίν Γκυγελά Ενγκυγέ στην παράστασή της απευθύνθηκε ασφαλώς στο συναίσθημα των θεατών, αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί. Αγγιξε τις ζωές και τα συναισθήματα των ανθρώπων που έχουν δύο πατρίδες και δεν ανήκουν τελικά σε καμία («αυτή η χώρα δεν με γνωρίζει» λέει κάποια στιγμή ένας εμιγκρές Βιετναμέζος), μίλησε για όσους είναι ή νιώθουν κυρίαρχοι (σε χώρους ή σε ανθρώπους). Κι όλα αυτά απλά, μέσα στην καθημερινότητα ενός εστιατορίου, που φιλοξενεί γάμους, γιορτές, αποφοιτήσεις, γενέθλια. Που μεταφέρθηκε σχεδόν αυτούσιο από το Βιεντάμ στο Παρίσι, κι ήταν τελικά η μόνη σύνδεση με την πατρίδα τους. Θα μπορούσε να έχει πιο γοργό ρυθμό, ιδίως στο δεύτερο μέρος, και άρα να μειωθεί η διάρκεια της παράστασης, που ήταν 3 ώρες και 20 λεπτά. Ομως ήταν μια παράσταση απλά καμωμένη, που έθιγε δύσκολα θέματα. Και τα έθιξε με τρυφερότητα, ευαισθησία και διεισδυτικότητα. Σίγουρα από τις πιο ωραίες παραστάσεις που είδαμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών.

«Η νέα ζωή»

Εντελώς στον αντίποδα ήταν η παράσταση του Ρομέο Καστελούτσι. Στον Χώρο Α της Πειραιώς 260 βρεθήκαμε, σε μια άδεια τεράστια αποθήκη που είχε γεμίσει από παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σκεπασμένα με άσπρα καλύμματα. Οι θεατές στεκόμασταν όρθιοι στη μία πλευρά της τεράστιας αυτής αίθουσας, όπου κυριαρχεί το άσπρο, σαν ομίχλη, σαν σκόνη. Εμφανίζονται σιγά σιγά πέντε πανύψηλοι άνδρες αφρικανικής καταγωγής, με άσπρες κελεμπίες και γυναικεία πέδιλα με χοντρό τετράγωνο τακούνι. Διαρκώς ακούγονται ήχοι της πόλης και φωνές πουλιών. Αρχίζουν να κινούνται αργά ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα. Αμίλητα επικοινωνούν, αγγίζονται, φαίνεται να τους συνδέει κάποια σχέση. Και μετά, όλοι μαζί αναποδογυρίζουν ένα από αυτά. Μετά άλλο ένα… Στο κάτω μέρος ενός από αυτά υπάρχει το κεφάλι ενός αρχαιοελληνικού αγάλματος. Μετά, στην ίδια θέση, μια νεκροκεφαλή. Μετά μια τσάντα-δίχτυ με πέντε πορτοκάλια, ένα για τον καθένα. Οι πέντε άντρες περπατούν ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, κάποια στιγμή ανάμεσα στους θεατές. Κάποιος από αυτούς κρατά στα χέρια του ένα ξερό κλαδί βαμμένο χρυσό. Αλλος, ένα στρογγυλό μεταλλικό στεφάνι. Αυτά τα δύο αντικείμενα τα δίνουν στα χέρια θεατών. Μετά ανοίγουν ένα καπό, βγάζουν λευκές κάπες με παγιέτες και τις φορούν στοργικά ο ένας στον άλλον. Αμέσως μετά ένας από τους πέντε ερασιτέχνες ηθοποιούς αρχίζει να λέει, σαν ερασιτεχνική απαγγελία, τα ελάχιστα λόγια του κειμένου της παράστασης που υπογράφει η Κλαούντια Καστελούτσι. «Εδώ δεν υπάρχει ελεθερία. Αν θες να μείνεις μπορείς, αλλά δεν υπάρχει ελευθερία. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά δεν υπάρχει ελευθερία. (…) Η ελευθερία βρίσκεται στους τόπους, όχι στο μυαλό των ανθρώπων…». Και μετά μιλάει για τον εγκλωβισμό στην τέχνη, για την κατανάλωση τέχνης, αλλά και για τη χρηστική τέχνη, την καθημερινή, αυτήν που δημιουργείται από τα χέρια του κάθε τεχνίτη. 

Μετά το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο παίρνει μπρος, αυτοί οι άνθρωποι επιλέγουν να αναποδογυρίσουν τα αντικείμενα της ευμάρειας και του καταναλωτισμού και να βάλουν μπρος, με άλλον τρόπο, ανάποδο, για κάπου αλλού. 

Ο Ρομέο Καστελούτσι φτιάχνει πάντα θαυμάσιες εικόνες, που κρύβουν πολλά. Δεν είναι μόνο εικόνες. Αυτή τη φορά αυτό που κρυβόταν στις εικόνες που έστησε, κρυβόταν υπερβολικά καλά. Τόσο που ήταν δυσδιάκριτο. Αν δεν είχα προετοιμαστεί αρκετά για την παράσταση, θα μου έμενε μόνο η γεύση της ατμόσφαιρας που δημιούργησε, που ήταν πράγματι γοητευτική και ξεχωριστή, έτσι όπως ο Ρομέο Καστελούτσι ξέρει να κάνει. Το κείμενο που την συνόδευε μόνο εύληπτο και προσβάσιμο δεν ήταν, κι αναρωτιέμαι μήπως σ’ αυτό το σημείο κάπου αντιφάσκει ο Καστελούτσι. Γιατί ενώ καταφέρεται στην κατανάλωση τέχνης στις σύγχρονες κοινωνίες, μας καλούσε σε μετέχουμε ακριβώς σε κάτι τέτοιο. Να ήταν το δημόσιο μοίρασμα ενός προσωπικού προβληματισμού; Να ήταν ένα σχεδίασμα; Πιθανόν. Πάντως σίγουρα σε προηγούμενες παραστάσεις του έχουμε δει πολύ πιο επιτυχημένους σχολιασμούς των θεμάτων που αγγίζει.

Συμπέρασμα

Συχνά τα γνώριμα και τα πολυαναμενόμενα είναι κατώτερα των προσδοκιών. Και ευτυχώς έρχονται οι εκπλήξεις, οι ευχάριστες, και ισορροπούν τα πράγματα. Κάπως έτσι συνέβη με τις παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και της Καρολίν Γκυγελά Ενγκυγέν. Ενα Φεστιβάλ οφείλει να προτείνει και τα δύο. Ισως αναζητώντας περισσότερο τις ευχάριστες εκπλήξεις