unknown

Balarom Trio …και ζήτω τα Βαλκάνια!

Πως ξεφεύγει κανείς από τους προσδιορισμούς, τις ετικέτες και τις κατηγοριοποιήσεις; Πολύ απλά… δεν ξεφεύγει! Οι ετικέτες είναι χρήσιμες γιατί είναι εύκολα κατανοητές. Γι΄ αυτό και δύσκολα θα… ηττηθούν.

Όσο κι αν θέλει λοιπόν ο Παντελής Στόϊκος να διατηρεί την μουσική-δημιουργική αυτονομία του και να παίρνει αποστάσεις από τα «ωδεία» και την «παράδοση», εννοώντας ότι η ταύτιση με την όποια πλευρά εγκλωβίζει, δεν πρόκειται να αποφύγει τους χαρακτηρισμούς και τις εντάξεις. Άλλωστε μικρή σημασία έχουν όλα αυτά. Το «ζουμί» της υπόθεσης είναι η μουσική. Η αξία της, η καλλιτεχνική και πνευματική της διάσταση, η σύγκριση αλλά και η σύγκρουση με άλλα παρεμφερή ή αντιθετικά (μουσικά) κεφάλαια.

Για να μην το κουράζουμε λοιπόν το θέμα, παραδοχή πρώτη: ο Στόϊκος είναι ένας από τους δύο καλύτερους τρομπετίστες που έχει η ελληνική μουσική σκηνή σήμερα (ο άλλος, στο «απέναντι» στιλιστικό στρατόπεδο είναι ο Ανδρέας Πολυζογόπουλος). Η τεχνική του είναι άψογη. Ο ήχος του γεμάτος, με ανάλογη έκταση και όγκο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως και θηριώδης!

Παραδοχή δεύτερη: ο Στόϊκος έχει ένα αδιαμφισβήτητο συνθετικό ταλέντο με την έννοια του να «συνενώνει» δηλαδή αντικείμενα, τάσεις, ρεύματα και μουσικά ιδιώματα που μπορεί να φαντάζουν ετερόκλητα σε πρώτη ανάγνωση, αλλά που όμως στα σωστά χέρια γίνονται κάτι καινούργιο και οπωσδήποτε ενδιαφέρον. Έτσι, η ελληνική παραδοσιακή μουσική, ο βαλκανικός ήχος με την απίστευτη ενέργεια και ζωντάνια που τον διακρίνει, η τζαζ και ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός αναμειγνύονται με φαντασία και προκύπτει το συγκεκριμένο εκρηκτικό και εξόχως γοητευτικό ηχοτοπίο του BalaRom Trio.

Κάπου εδώ και για να συνδεθούμε με τον πρόλογο μας, μπορούμε λοιπόν να βάλουμε και την «ετικέτα» που μάλλον τελικά ταιριάζει στον καινούργιο δίσκο του Στόϊκου: Βαλκανικό τζαζ ροκ! Και βέβαια, πολύ μας αρέσει. Είναι άλλωστε σφηνωμένος ο ήχος αυτός στο DNA μας, πολύ περισσότερο που με τον αυτοσχεδιασμό και τα τζαζ στοιχεία απογειώνεται. Το BalaRom trio λοιπόν είναι ο Παντελής Στόϊκος σε τρομπέτα και κίμπορντς, ο Κυριάκος Ταπάκης στο ούτι και ο Λουκάς Μεταξάς στα κρουστά. Εξέχοντες καλεσμένοι μαζί τους στον συγκεκριμένο δίσκο, ο θρυλικός Ivo Papasov στο κλαρινέτο και στο Καβάλ ο επίσης Βούλγαρος, Nedyalko Nedyalkov!


Vincent-Peirani-Living-Being_2_teaser_700x

Vincent Peirani – Living Being

Ένας αλλιώτικος ακορντεονίστας, από το μέλλον της ευρωπαϊκής τζαζ.

O Vincent Peirani μόλις στα 35 του έχει ήδη επτά άλμπουμ σαν leader και δεκάδες συμμετοχές σε project άλλων κι αυτό από μόνο του λέει κάτι. Ή μάλλον λέει πολλά, όσα τουλάχιστον και η ίδια η μουσική του, οι συνθέσεις του και το ενδιαφέρον άκουσμα που παράγει το ακορντεόν στα επιδέξια χέρια του. Η γαλλική και ιδιαίτερα η παριζιάνικη παράδοση στο ιδιαίτερο αυτό όργανο είναι φυσικά τεράστια, τόσο μέσα από το «γαλλικό τραγούδι» όσο και μέσα από το αυτοσχεδιαστικό στυλ ενός Galliano για παράδειγμα. Το ακορντεόν στα χέρια του Peirani όμως ακούγεται αλλιώς και πάει σε άλλα, όχι απλώς σύγχρονα, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα και εντυπωσιακά δημιουργικά μονοπάτια της Μουσικής του σήμερα. Ο Γάλλος ακορντεονίστας είναι ένας βιρτουόζος με το βάθος ενός πραγματικά ικανού συνθέτη που εξελίσσει τον τρόπο που το ακορντεόν συμμετέχει στη συνέχεια της σύγχρονης δημιουργικής μουσικής και της ευρωπαϊκής τζαζ του σήμερα. Το Living Being είναι ένας δίσκος που ήρθε για να μείνει στη δισκογραφία της ευρωπαϊκής σκηνής.

Περιέχει εννιά συνθέσεις – όχι όλες του ίδιου επιπέδου, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα είναι αξιομνημόνευτο. Οι επτά από αυτές είναι του Peirani ενώ υπάρχει μια εξαιρετική εκτέλεση-διασκευή του «Dream Brother» του Jeff Buckley, διάρκειας εξήμισι λεπτών που δείχνει πως ένας εμπνευσμένος μουσικός μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα κομμάτι από άλλο μουσικό τόπο και να δημιουργήσει ένα «καινούργιο» άκουσμα στο είδος που αυτός υπηρετεί. Εξίσου ενδιαφέρουσα και ευφάνταστη είναι και η χρήση του Mutinerie, του μεγάλου αβανγκαρντίστα συμπατριώτη του, Michele Portal από τον Peirani και τους τέσσερις μουσικούς που τον πλαισιώνουν με επιτυχία.

Το Living Being ξεκινάει με μια εισαγωγή (Suite en v Part 4), κινηματογραφικού ύφους, με έντονο λυρισμό και μελωδικότητα, δείχνοντας τις γενικότερες προθέσεις του συνθέτη ακορντεονίστα. Και πράγματι το «Suite en v Part 1» που ακολουθεί είναι η επιτομή του στυλ Peirani. Συνθέσεις που πλέκουν τον δεξιοτεχνικό αυτοσχεδιασμό τους γύρω από μια αναγνωρίσιμη μελωδία, ένα θέμα δηλαδή που είναι η βάση και ταυτόχρονα οδηγεί την εξέλιξη του κάθε κομματιού. Αυτό είναι εν πολλοίς και το ζητούμενο άλλωστε. Αυτό κάνει τα κομμάτια να ακούγονται διαχρονικά αφού εντυπώνονται στη μνήμη του ακροατηρίου τους. Ο Peirani βέβαια δεν το κάνει με τον παλιομοδίτικο τρόπο των στάνταρτς της τζαζ αλλά με τρόπο μουσικά σύγχρονο και δημιουργικό, επιβεβαιώνοντας το αληθινό του ταλέντο αλλά και την ευρωπαϊκή προέλευσή του.

Iδιαίτερη στιγμή του δίσκου η σύνθεση Some Monk που πέραν των άλλων , ενσωματώνει ευφάνταστα ροκ και fusion στοιχεία στο σώμα της ευρωπαϊκής τζαζ που τελικά κυριαρχεί. Για την ιστορία, μαζί του είναι οι: Emile Parisien (soprano saxophone), Tony Paeleman (fender rhodes & effects), Julien Herne (electric bass) και Yoann Serra (drums).