Η αίθουσα σύνταξης των New York Times, Νέα Υόρκη 1942

Η αίθουσα σύνταξης των New York Times, Νέα Υόρκη 1942

Πραγματοποιώντας ένα σύντομο ταξίδι στη μνήμη μου δε θα μπορούσα να τοποθετήσω με χρονική ακρίβεια την αρχή της συζήτησης για τη μη βιωσιμότητα-παρακμή του παραδοσιακού τύπου, των έντυπων ΜΜΕ. Το αναφέρω με κάπως σκωπτική διάθεση καθώς το ζήτημα μου φαίνεται ότι έχει χρονίσει για τα καλά. Πλέον η κουβέντα συμπεριλαμβάνει όλα τα παραδοσιακά μέσα, όσα δηλαδή προϋπήρχαν του διαδικτύου, άλλα εξακολουθεί να είναι επικεντρωμένη στις εξελίξεις στο χώρο των εφημερίδων και των περιοδικών. Κατά τη γνώμη μου αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: αφ’ ενός αυτά τα μέσα πλήττονται περισσότερο από τη μείωση των εσόδων τους, αφ’ ετέρου το διαδίκτυο ως μέσο είναι άκρως ανταγωνιστικό προς αυτά. Όσο κι αν οι υψηλότερες ταχύτητες ευνοούν την ενσωμάτωση των πολυμέσων στην πλοηγητική μας ρουτίνα, στις ιστοσελίδες κατά κανόνα διαβάζουμε κείμενα και βλέπουμε φωτογραφίες.

Ξανάρχομαι στην αρχή του κειμένου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η αρχική ευφορία που συνοδεύει την ευρεία εξάπλωση του ίντερνετ και η χρηματιστηριακή φούσκα των νέων ηλεκτρονικών εταιρειών ανατροφοδοτούνται, μέχρι φυσικά η τελευταία να σκάσει. Καρπός αυτής της εξέλιξης ήταν και η εξαγορά της Time Warner, κολοσσού των παραδοσιακών μέσων, από την AOL, εταιρεία παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών. Η εξαγορά αποσκοπεί στο να μπολιάσει με την τεχνολογική αιχμή της AOL τα παραδοσιακά μέσα της Time Warner και να τα καταστήσει πολλαπλά κερδοφόρα. Η συνέχεια δε δικαίωσε την αρχική αισιοδοξία και η AOL θεωρήθηκε από τα στελέχη της Time Warner ως επιζήμιος παράγοντας καθώς δεν υπήρχε ούτε καθαρό όραμα για το μοντέλο που θα υιοθετούνταν στο νέο μέσο ούτε και καλή συνεργασία μεταξύ της AOL και των υπομονάδων της Time Warner που λειτουργούσαν σχετικά ανεξάρτητα από την κεντρική διοίκηση. Στο τέλος η AΟL κατάντησε μια απλή θυγατρική της Time Warner που αποκόπηκε εντελώς από τη μητρική εταιρεία το 2009. Αυτά τα –εντελώς- εγκυκλοπαιδικά σαν εισαγωγή στα πιο πρόσφατα γεγονότα που αφορούν την εταιρεία-σύμβολο του χώρου των εκδόσεων Time Inc. που τον περασμένο Ιούνιο αποκόπηκε επίσης καθώς είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως ήταν βαρίδι για την τιμή της μετοχής της Time Warner, εντύπωση που επιβεβαιώθηκε από την πορεία των μετοχών της έκτοτε.

Ο άνθρωπος που επιλέχθηκε προκειμένου να κάνει την Time Inc. να ορθοποδήσει πάλι είναι ο Joe Ripp και ως CEO ήδη προχώρησε σε μία σημαντική αλλαγή: αντικατέστησε τη θέση του αρχισυντάκτη-επί-του-συνόλου (των εκδόσεων) με αυτή του επικεφαλής υπεύθυνου περιεχομένου. Αυτό σημαίνει ότι πλέον οι αρχισυντάκτες των διαφόρων εκδόσεων θα υπάγονται στον εκδότη· σε αυτόν που έχει κυρίως το εμπορικό κομμάτι κατά νου παρά σε κάποιον που τον ενδιαφέρει κυρίως το δημιουργικό. Αυτή η αλλαγή φιλοσοφίας χαρακτηρίζεται από τους ανθρώπους του χώρου ως τεκτονική. Η Time Inc. είχε εν πολλοίς διαμορφώσει το μοντέλο διαχωρισμού των εμπορικών δραστηριοτήτων από τις συντακτικές ευθύνες. Η συρρίκνωση των εσόδων δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση πιο «προχωρημένων» μορφών διαφήμισης όπως οι καταχωρήσεις επί χορηγία, που στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα κείμενο -ή οποιουδήποτε άλλου είδους περιεχόμενο- που δε διαφέρει στη μορφή σε τίποτε από τα υπόλοιπα κείμενα του σάιτ πέρα από κάποια –κατά κανόνα μικρή- επισήμανση αλλά εντούτοις πρόκειται για μια καλοστημένη διαφήμιση, ή, για να είμαι πιο ακριβής, για ένα κείμενο που θέλει να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για το προϊόν-χορηγό. Σε αυτή την περίπτωση φαίνεται λογικό ο αρχισυντάκτης να υπάγεται σε έναν υπεύθυνο με λιγότερους ενδοιασμούς για τη δημοσιογραφική ηθική.

Μιλώντας για αρχισυνταξία, σε πρόσφατο δημοσίευμα το Atlantic γίνεται λόγος για το μέλλον της τροφοδοσίας ειδήσεων (του news feed) του Facebook. Συγκεκριμένα, για τον αλγόριθμο που ρυθμίζει την εμφάνιση δημοσιεύσεων στο προσωπικό feed του καθενός μας. Είναι σχετικά γνωστό πως ανάλογα με τα like που κάνουμε (και ένα πλήθος άλλων παραγόντων αλιευμένους από cookies – φαντάζομαι, δεν είμαι ειδικός) εμφανίζεται υλικό το οποίο πιθανολογείται ότι μας ενδιαφέρει περισσότερο. Ενδέχεται όμως αυτός ο αλγόριθμος να μαντεύει λάθος, επομένως, αναρωτιέται κανείς, θα ήταν δυνατό να επιλέξουμε εμείς κάποιον αλγόριθμο που θα προσαρμόζει καλύτερα τη ροή ειδήσεων του καθενός μας; Το άρθρο αφορά αυτό ακριβώς, άλλωστε το κυρίως ζητούμενο δεν είναι τόσο η εξατομίκευση των ειδήσεων όσο αυτή των διαφημίσεων που θα τις συνοδεύουν.

Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα στη δημοσιογραφία σήμερα όπως καταλαβαίνετε. Το παραδοσιακό μοντέλο αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες, όχι τόσο αυτές που αφορούν τη συνεχή, ακατάπαυστη και ακαριαία μεταφορά των ειδήσεων όσο στη διαρκώς συρρικνούμενη ροή εσόδων. Για να το θέσω πιο απλά: δε θέλουμε (τολμώ μια γενίκευση) να πληρώσουμε για τίποτα από τη στιγμή που μπορούμε να το έχουμε δωρεάν, είτε μέσω νόμιμων οδών είτε όχι. Και αν στην Ελλάδα του 2014 αυτή η συμπεριφορά φαντάζει μονόδρομος για πολλούς δε συμβαίνει σίγουρα το ίδιο στον υπόλοιπο κόσμο. Είναι όμως ορθολογική; Ας μιλήσουμε για την εφημερίδα, το παραδοσιακότερο όλων των παραδοσιακών μέσων. Σίγουρα, δεν προσφέρει άμεση ενημέρωση άλλα –σε μία ιδανική κατάσταση- προσφέρει άλλα θετικά αντισταθμίσματα. Για παράδειγμα, τον έλεγχο της αρχισυνταξίας που μπορεί να καλύπτει μια πληθώρα ζητημάτων: εξακρίβωση των πηγών, ηθικά ζητήματα, καθοδήγηση κ.α. Ένας εύρωστος οικονομικά οργανισμός, συντηρούμενος από τις εισφορές του αναγνωστικού κοινού, μπορεί να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία των συντακτών του από κακόβουλες επιρροές και την αποστολή τους σε διάφορα μέρη του πλανήτη προκειμένου να λειτουργήσουν σαν έγκυροι ανταποκριτές του μέσου.

Αντ’ αυτού, το τοπίο βαίνει προς κατακερματισμό: μπλόγκερς, οικονομικοί συντάκτες, αξιοπερίεργα, τουιτεράδες, προπαγανδιστές, εταιρικές καταχωρίσεις διαγκωνίζονται για την προσοχή μας. Περισσότεροι αλγόριθμοι θα μας βοηθήσουν να τα βάλουμε όλα αυτά σε τάξη και να επιλέγουμε σοφότερα; Ίσως και μακάρι. Αλλά στο τέλος της μέρας ένας αλγόριθμος είναι απλά ένα εργαλείο που προβλέπει τι θα μας ενδιαφέρει. Επίσης μεγάλη σημασία έχει αυτό που μας ενδιαφέρει να είναι και έγκυρο. Ως ένα βαθμό ο έλεγχος αυτός εναπόκειται στον αναγνώστη, πάντα έτσι ήταν. Όμως υπάρχει και ένα σκέλος που δεν μπορεί να το ελέγξει ο αναγνώστης και θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο αυτή η εγκυρότητα να αναγνωρίζεται και να ανταμείβεται.

Διαβάστε σχετικά με το θέμα το βιβλίο του Bernard Poulet, Το τέλος των εφημερίδων και το μέλλον της ενημέρωσης, εκδ. Πόλις. 

Ακόμα στην Popagannda 

Μα αφήνεις τη δημοσιογραφία για την πολιτική;

Νίκος Ξυδάκης: «Δε με εκπλήσσει τίποτα πια. Η δημοκρατία έχει δεχθεί πλήγμα και τα media δυστυχώς υπέκυψαν»

Παύλος Τσίμας: «Έγινα δημοσιογράφος λόγω δυσμενούς μετάθεσης. Στον Ριζοσπάστη».

Γιώργος Αυγερόπουλος: «Η δημοκρατία είναι το πρώτο θύμα της κρίσης. Κομματιάζεται, πλέον, με ματσέτες»

Δημοσιογράφος, ο μεγάλος χαμένος (και) της κρίσης

Τι μας χρειάζονται οι δημοσιογράφοι σήμερα;