Ο Βάιος Ιακωβάκης είναι νοσηλευτής εδώ και 25 χρόνια. Από το 2014 εργάζεται στο Ασκληπιείο. Τους τελευταίους 10 μήνες βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά του κορωνοϊού.

Από τον Μάρτιο έως τις αρχές Ιουνίου ήταν πρώτος υπεύθυνος, αμέσως μετά την προϊσταμένη στην ιεραρχία, της ΜΕΘ covid-19 του νοσοκομείου. Στα τέλη Αυγούστου κλήθηκε από την Διεύθυνση Νοσηλευτικής Υπηρεσίας να οργανώσει την κλινική covid-19, που ξεκίνησε για πρώτη φορά τη λειτουργία της τον Σεπτέμβριο.

Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και σήμερα προΐσταται της νοσηλευτικής ομάδας της κλινικής covid-19 του Ασκληπιείου Βούλας.

Αυτά είναι όσα μοιράστηκε μαζί μας, για τη ζωή του και την καθημερινότητά του ως υγειονομικός πρώτης γραμμής της χρονιά που το covid-19 εισέβαλλε στη ζωή μας.

Λίγο πριν το τέλος του 2020 ο λόγος του ανήκει. 

«Δεν θέλω να με λένε ήρωα. Επαγγελματίας είμαι και εάν μπορώ να είμαι ο καλύτερος δυνατόν επαγγελματίας για το καλό όλης της κοινωνίας τότε αυτή είναι η επιβράβευσή μου».

Εμείς στη δουλειά μας, και πριν covid-19, κάναμε και κάνουμε πράγματα που σε άλλους φαίνονται παράξενα ή υπερβολικά. Για παράδειγμα αλλάζουμε ούτως ή άλλως συνέχεια τις μάσκες μας και τα γάντια μας, για να προστατεύσουμε και εμάς και τους ασθενείς μας. Στην περίπτωση του covid-19 μπαίνει ένα θέμα: κατά πόσο είχαμε και έχουμε τα μέσα για να κάνουμε ό,τι πρέπει. Στο δικό μας νοσοκομείο μέχρι τώρα όσον αφορά τη δεύτερη κρίση μπορώ να πω ότι σε ένα βαθμό 90-95% έχουμε τα μέσα που απαιτούνται. Υπήρξαν βέβαια κάποιες μικρές καθυστερήσεις πχ σε μάσκες ffp3 και εκεί ζοριστήκαμε αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι είμαστε πτωχοί σε μέσα. Στο πρώτο κύμα, που ήταν και πιο ανώδυνο, ίσως επειδή και το σύστημα ήταν ανέτοιμο είχαμε περισσότερες δυσκολίες και περισσότερες ελλείψεις.

Το προσωπικό, όπως και να ‘χει, είναι πολύ σχολαστικό. Οφείλουμε να προστατεύσουμε και τους εαυτούς μας, οι περισσότεροι από εμάς έχουν οικογένειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανείς εργαζόμενος στη μονάδα ΜΕΘ covid19 και στην κλινική covid19 του Ασκληπιείου δεν έχει, μέχρι στιγμής, προσβληθεί από τον ιό. Κάποιοι, κατά το πρώτο κύμα, είχαν φύγει από τα σπίτια τους και έμεναν αλλού. Εγώ είχα μεταφέρει προσωπικά μου είδη στον χώρο του νοσοκομείου μπαίνοντας κατά κάποιο τρόπο σε διαδικασία αποχώρησης, για να προστατεύσω την οικογένειά μου, αλλά τελικά παρέμεινα στο σπίτι μου. Όμως ήμουν πολύ προσεκτικός, άλλαζα ρούχα στις σκάλες, πριν καν μπω στο σπίτι μου. Όταν έμπαινα κατευθείαν πήγαινα κατευθείαν να κάνω μπάνιο πολύ σχολαστικά και έριχνα τα ρούχα μου στο μπαλκόνι να τα δει ο ήλιος. Βέβαια, έκανα μπάνιο και στη δουλειά, όπως κάνω και τώρα. Όταν φεύγω από εδώ πρέπει να είμαι όσο πιο καθαρός γίνεται.

Η ΜΕΘ, όπου οι ασθενείς είναι διασωληνωμένοι, είναι πολύ απαιτητικός χώρος. Όμως στην κρίση του κορωνοϊού είναι πιο δύσκολο να διαχειριστείς τους ασθενείς της κλινικής covid-19, ασθενείς που επικοινωνούν, σηκώνονται, σου μιλάνε, βήχουν, φοβούνται. Ο ασθενείς της κλινικής είναι πολύ φοβισμένοι και νιώθουν μοναξιά, γιατί δεν έχουν κάποια άλλη επαφή με τον έξω κόσμο πέρα του κινητού τους. Όταν τους επιβεβαιώνουμε ότι έχουν κορωνοϊό αυξάνεται κι άλλο η ψυχική και συναισθηματική τους φόρτιση.

Έχουμε αντιμετωπίσει περιπτώσεις πολύ δύσκολες· ανθρώπους που δεν θέλουν να μείνουν μέσα στο νοσοκομείο,  που κάνουν απόπειρες να πηδήξουν από το παράθυρο, που αντιδρούν επιθετικά,  που δεν το πιστεύουν και θεωρούν ότι κάποιος άλλος θέλει να τους κάνει κακό.

Πέρα από τον αμιγώς επιστημονικό μας ρόλο, δηλαδή τις ιατρικές και νοσηλευτικές πράξεις που πρέπει να φέρουμε εις πέρας, πρέπει να είμαστε δυνατοί και παρόντες στο κομμάτι της ψυχολογικής υποστήριξης. Σκεφτείτε ότι και εμείς με όλα αυτά που φοράμε είναι σαν να μην έχουμε πρόσωπο, με αυτά τα ρούχα είμαστε όλοι ίδιοι.

Προσπαθούμε να πείσουμε τους ασθενείς ότι παράλληλα, με τα φάρμακα και το οξυγόνο, πολύ καθοριστική είναι η ψυχική τους διάθεση. Το πιστεύω ακράδαντα αυτό, θα κάνω μάλιστα μια μελέτη όταν τελειώσει η ιστορία του κορωνοϊού, με όσο υλικό θα υπάρχει από τις κλινικές.

«Όταν με το καλό οι ασθενείς βγουν από την ΜΕΘ αν και ακόμη βλέπεις τον φόβο στα μάτια τους βλέπεις και άφθονη ευγνωμοσύνη. Δεν υπάρχει και θα υπάρξει ποτέ μεγαλύτερη ανταμοιβή από αυτό».

Πολλές φορές μπαίνω κι εγώ μέσα αλλά και το υπόλοιπο προσωπικό και κάνουμε ό,τι χρειάζεται για φτιάξουμε τη διάθεση των ασθενών. Μπορεί και να τραγουδήσουμε, μπορεί να πούμε κάτι για να γελάσουμε όλοι μαζί. Αυτό οφείλουμε να κάνουμε. Ευτυχώς έχω την τύχη όλα τα μέλη της ομάδας να είναι δυνατά, και ως επιστήμονες και ως άνθρωποι, και έχουμε καταφέρει να «σηκώσουμε» ασθενείς με μεγάλη ψυχολογική επιβάρυνση.

Είχαμε την περίπτωση μιας 68χρονης γυναίκας που θα έλεγα ότι έφτασε στα όρια της κλινικής κατάθλιψης. Έμπαινες μέσα στο δωμάτιο της και την έβλεπες σκεπασμένη με το σεντόνι μέχρι την κορυφή του κεφαλιού της και με τραβηγμένες τις κουρτίνες στο παράθυρο για να μην μπαίνει καθόλου φως απ’ έξω. Είχε αφεθεί, περίμενε να πεθάνει. Βάλαμε όλοι τη δυνατά μας για να αντιστρέψουμε αυτό το κλίμα. Πράγματι, αυτή η γυναίκα είναι πλέον στο σπίτι της και είναι καλά.

Η δική μου δύναμη και στήριξη απορρέει από την οικογένειά μου. Κατά δεύτερο λόγο, από την ικανοποίηση ότι έκανα καλά τη δουλειά μου. Το λέω έντονα και το εννοώ κάθε φορά: δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά εάν δεν την αγαπάς. Εάν δεν την αγαπάς θα την κάνεις για μικρό χρονικό διάστημα, μετά ή θα την «ξεράσεις» ή θα «ξεράσει».

Όλοι οπωσδήποτε δουλεύουμε για ένα μισθό όμως η ικανοποίηση η δικιά μας έρχεται όταν βλέπουμε τους ανθρώπους να βγαίνουν υγιείς από εδώ μέσα. Αυτό είμαι κάτι που δεν μετριέται με χρήματα, ούτε περιγράφεται ακριβώς με λέξεις. Αυτή είναι η δύναμή μας, οι άνθρωποι. Από την κλινική μας έχουν περάσει 160 ασθενείς, οι 150 επέστρεψαν στα σπίτια τους. Αυτή είναι η ηθική μας επιβράβευση και το καύσιμο για να πάμε παρακάτω.

Το ενδιαφέρον και η στήριξη που δείχνουν αυτή τη περίοδο τα Μέσα και η Πολιτεία είναι, ας μου επιτραπεί η έκφραση, υποκριτικά. Βέβαια, πρώτοι από όλους εμείς οι υγειονομικοί φταίμε, δεν μ’ αρέσει να ρίχνω την ευθύνη στους άλλους. Δεν μπορέσαμε όλα αυτά τα χρόνια να δείξουμε στην κοινωνία ότι η δουλειά του γιατρού και του νοσηλευτή δεν έχει πραγματική επαγγελματική καταξίωση, κι ας δίνεται –τουλάχιστον για τους γιατρούς- η εντύπωση της υψηλής θέσης στην ιεραρχία. Ούτε ο γιατρός, ούτε πολύ περισσότερο ο νοσηλευτής έχει, όπως την αισθάνομαι εγώ τουλάχιστον, επαγγελματική και μισθολογική καταξίωση.

Πέρα από δική μας ευθύνη είναι και ευθύνη της Πολιτείας. Τι ακούγαμε τα προηγούμενα χρόνια; Ότι πρέπει να κλείσουν νοσοκομεία. Ακόμη και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, και δεν κάνω μικροπολιτική αλλά αλίμονο εάν δεν ειπωθεί, στον φετινό προϋπολογισμό προβλέπεται μείωση των δαπανών για την Υγεία κατά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Αν αυτό δεν είναι κοροϊδία στα μούτρα μας, τι είναι; Όταν είχες επί χρόνια όμηρους τους νοσηλευτές με το λεγόμενο ΚΕΕΛΠΝΟ τι είναι; Και αυτό παίρνει μπάλα και τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

«Θέλω να είμαι καλός στη δουλειά μου, ως επιστήμονας και ως άνθρωπος. Το μόνο που ζητάμε είναι να μας δίνουν τα εφόδια για την κάνουμε καλά».

Δεν θέλω να με λένε ήρωα. Επαγγελματίας είμαι και εάν μπορώ να είμαι ο καλύτερος δυνατόν επαγγελματίας για το καλό όλης της κοινωνίας τότε αυτή είναι η επιβράβευσή μου. Οι ήρωες είναι μιας άλλης εποχής. Εμείς δεν πολεμήσαμε πουθενά και μακάρι να μην χρειαστεί να πολεμήσουμε και πουθενά. Εγώ έτσι το βλέπω.

Όταν οι άνθρωποι αναρρώνουν και έρχεται η στιγμή να βγουν βλέπεις πόσο μεγάλη διάθεση έχουν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στους γιατρούς και τους νοσηλευτές. Κάποιοι είναι ακόμη κάπως φοβισμένοι, σαν να μην μπορούν να το πιστέψουν. Βλέπεις ότι αναρωτιούνται «είμαι δηλαδή καλά;», «όντως θα βγω από το νοσοκομείο;». Είναι τόσο επίπονο όλο αυτό που βίωσαν που είναι επόμενο να νιώθουν έτσι.

«Το “Αν όχι εμείς, τότε ποιοι;” ισχύει καθημερινά στη δική μας τη δουλειά».

Το πιο δύσκολο είναι όταν πρέπει να ενημερώσεις έναν ασθενή με covid ότι πρέπει να τον διασωληνώσεις, ότι πρέπει να γίνει μεγαλύτερη προσπάθεια εκ μέρους μας γιατί έχει πρόβλημα με την αναπνοή του. Εκείνη τη στιγμή αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι απλώς φοβισμένοι, βλέπεις στο πρόσωπό τους ότι αντικρίζουν μπροστά τους τον θάνατο. Σου λένε «Σε παρακαλώ κάνε κάτι, κάνε κάτι να μην πεθάνω». Είναι κάτι που σας το λέω και ανατριχιάζω. Κάθε φορά που το ζω είναι συγκλονιστικό, δεν μπορώ να το περιγράψω. Όταν όμως με το καλό οι άνθρωποι αυτοί βγουν από την ΜΕΘ αν και ακόμη βλέπεις τον φόβο στα μάτια τους βλέπεις και άφθονη ευγνωμοσύνη. Δεν υπάρχει και δε θα υπάρξει ποτέ μεγαλύτερη ανταμοιβή από αυτό.

Δεν έχω παράπονο από τους ανθρώπους. 25 χρόνια κάνω αυτή τη δουλειά, δεν έχω παράπονο. Το μόνο ίσως παράπονο που έχω από την κοινωνία είναι ότι το νοσοκομείο είναι ένας χώρος που όταν τον χρειάζεσαι τον προσκυνάς. Είναι σαν τους ανθρώπους που όταν πέφτει το αεροπλάνο θυμούνται να κάνουν την προσευχή τους, κι εγώ από αυτούς είμαι, μη νομίζεις. Έτσι λοιπόν συμβαίνει και με το νοσοκομείο, όταν φεύγουμε από εκεί  ξεχνάμε να πούμε μια καλή κουβέντα για τους ανθρώπους του που τα καταφέρνουν κι ας είναι δύο ενώ θα έπρεπε να είναι δέκα. Κάπως μας ξεχνούν κι αυτό είναι το μοναδικό μου παράπονο. Αλλά δεν πειράζει.

«Θα συνεχίσουμε να τραβάμε τη δική μας ανηφόρα με γνώμονα πάντα τη δωρεάν, δημόσια υγεία για χάρη όλων των ανθρώπων»

Όταν πήγα να σπουδάσω νοσηλευτική, ως θύμα των Δεσμών γιατί δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, τότε την αγάπησα. Φταίει που με έμαθαν οι γονείς μου να αγαπάω τους συνανθρώπους μου και έτσι αισθάνομαι γεμάτος που στη ζωή μου η νοσηλευτική με επέλεξε, κι ας μην την επέλεξα τότε εγώ. Το «Αν όχι εμείς, τότε ποιοι;» ισχύει καθημερινά στη δική μας τη δουλειά. Μέσα στα νοσοκομεία ζούμε τον πόνο και την αρρώστια κάθε μέρα. Πολλές φορές με ρωτούν «Πώς την κάνεις βρε παιδί μου αυτή τη δουλειά;». Η απάντησή μου είναι «Κάποιος πρέπει να την κάνει και να την κάνει και καλά. Θέλω να είμαι καλός στη δουλειά μου, ως επιστήμονας και ως άνθρωπος. Το μόνο που ζητάμε είναι να μας δίνουν τα εφόδια για την κάνουμε καλά».

Θα κάνω μια πρόβλεψη: όταν τελειώσει όλο αυτό θα γυρίσουμε στην προηγούμενη κατάσταση. Όμως εμείς θα συνεχίσουμε να τραβάμε τη δική μας ανηφόρα με γνώμονα πάντα τη δωρεάν, δημόσια υγεία για χάρη όλων των ανθρώπων. Και η ανταμοιβή μας, ανεξαρτήτως χρημάτων που μακάρι να ήταν περισσότερα, είναι η βοήθεια στον συνάνθρωπό μας.

Αν κατάφερα να σας συγκινήσω, χαίρομαι από τη μια, στεναχωριέμαι από την άλλη.