12790116_1129270240441107_588790140_o(1)
 

  Ξάφνου, εκείνο το μεσημέρι, πριν δυο βδομάδες ήταν, μ’ έπιασε ένας πονοκέφαλος φριχτός. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να έχω πονοκέφαλο. Δεν είχα πιει αλκοόλ το προηγούμενο βράδυ, δεν είχα κάνει άσχημο ύπνο, ούτε βολτάρισα εκείνη τη μέρα ώστε να με δούνε κάποιοι και να με ματιάσουν. Και τον υπολογιστή δεν τον είχα ανοίξει πάνω από μια ώρα. Τι μου συνέβη λοιπόν αιφνίδια; Άκρη δεν έβρισκα. Σα να ‘χε φυσήξει εκείνος ο άνεμος που πνέει στην Κρήτη από το νότο –λίβα τον λέμε εμείς, αφού έρχεται απ’ το Λιβυκό πέλαγος- κι είναι ένας άνεμος που αναστατώνει την ψυχή κι αλαλιάζει το σώμα. Ωστόσο Λίβας δεν φυσούσε εκείνο το μεσημέρι στην Αθήνα.

   Πλησίαζε η ώρα της σιέστας μου –ώρα ιερή κι απαραβίαστη. Για να μην πέσω στο κρεβάτι με πονοκέφαλο, πήρα μια ασπιρίνη και ξάπλωσα. Στο κομοδίνο πάνω ήταν τα Χαμένα Όνειρα, του Μπαλζάκ. Μιλούσε για έναν ποιητή που είδε τις ελπίδες του να γκρεμίζονται. Ένιωθα κάπως αλληλέγγυος, εμένα με είχε εγκαταλείψει εκείνο τον καιρό η αγαπημένη μου και θρηνούσα τα δικά μου όνειρα που είχαν γκρεμιστεί.

   Σε λίγο άφησα το βιβλίο, έσβησα το φως και γύρισα στο πλάι. Όνειρα δεν θυμάμαι να είδα εκείνο το μεσημέρι.

   Σαν ξύπνησα κι άνοιξα το κινητό μου, είδα πως με είχε πάρει τρεις φορές ο αδελφός μου από την Κρήτη. Αυτό ήταν σπάνιο. Μαύρα φίδια με ζώσανε. Ήξερα πως πριν δυο μέρες είχαν βάλει τη μάνα μου στο νοσοκομείο. Την ίδια στιγμή χτύπησε το σταθερό μου τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας μου. Η φωνή του ήταν σοβαρή, μα σα να ‘τρεμε κιόλας. «Πέθανε η μάνα σου», είπε.

   «Τι; Πώς;» μπόρεσα ν’ αρθρώσω, όμως εκείνος έκλαιγε πια κι έκλεισε το τηλέφωνο.

   «Τρέχω στο αεροδρόμιο», πρόφτασα να πω.

   Η όρασή μου είχε θολώσει ξαφνικά και το δωμάτιο σα να παλλόταν, όπως όταν παλιά, στη χρυσή μας νιότη, δοκιμάζαμε ψυχοτρόπες ουσίες. Κινιόμουν στο χώρο σα νευρόσπαστο. Να τι ήταν ο πονοκέφαλος, σκέφτηκα, η ψυχή της μάνας μου με αποχαιρετούσε. Την είδηση ετούτη, που χρόνια τώρα προετοιμαζόμουνα να περιμένω, δεν μπορούσα να τη χωνέψω. «Πέθανε η μάνα μου», έλεγα μέσα μου ξανά και ξανά. Ο ήλιος έδυε. Το στόμα μου είχε στεγνώσει. Άνοιξα τη ντουλάπα κι άρχισα να ψάχνω για μαύρα ρούχα. Σ’ αυτό δεν δυσκολεύτηκα. Τα έριξα όλα σ’ ένα σακ-βουαγιάζ και μπήκα στο αμάξι μου.

   Νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να οδηγήσω, όμως οδήγησα. Άνοιξα το ραδιόφωνο, μα το έκλεισα αμέσως –η μουσική έξυνε τα’ αυτιά μου σαν τρωκτικό σε κελάρι. Δίπλα μου περνούσαν αυτοκίνητα που τα έβλεπα σαν λαμπρές μπάλες φωτός. Δάκρυα κυλούσαν στα μάτια μου που τα σφούγγιζα με το μανίκι –τα χαρτομάντιλα κείτονταν κιόλας ένας βρεγμένος πολτός στο πατάκι του συνοδηγού. Για καλή μου τύχη, οι αγρότες είχαν παρκάρει τα τρακτέρ τους στην άκρη του δρόμου.

   Η πτήση μου έφευγε σε δυο ώρες –ήταν η τελευταία για εκείνο το βράδυ. Έβγαλα το εισιτήριο μου –το εισιτήριο που πίστευα (έλπιζα) ότι δεν θα έβγαζα ποτέ- και στάθηκα ν δω τις νέες εκδόσεις στον Παπασωτηρίου του αεροδρομίου. Αγόρασα μάλιστα κι ένα βιβλίο, με τίτλο: Το καλύτερο φάρμακο είναι ο εαυτός μας. Σκέφτηκα ότι μπορεί να με βοηθούσε στην κατάστασή μου. Ύστερα πήγα να πιω έναν καφέ εκεί δίπλα ώσπου να έρθει η ώρα της επιβίβασης. Οι ταξιδιώτες ήσαν πια λιγοστοί και περνούσαν αργά, αργόσχολα, από μπροστά μου. Τους μακάριζα για την αταραξία τους. Εμένα μέσα μου κυλούσαν οι πέτρες του Σίσυφου.

   Μπήκαμε κάποτε στο αεροπλάνο. Δίπλα μου κάθισε ένας υπέρβαρος σαραντάρης που μ’ έκανε ν’ αηδιάσω με τα κιλά του –επομένως δεν έχω χάσει εντελώς την επαφή μου με την πραγματικότητα, σκέφτηκα.

   Κλείστηκα έπειτα στον εαυτό μου και τις αναπολήσεις του. Η μάνα μου ήταν ένας πολύ δραστήριος και κεφάτος άνθρωπος. Έσερνε πάντα το χορό στα κρητικά γλέντια, διοργάνωνε πλούσια τραπέζια στο σπίτι μας κι αργότερα άρχισε να επισκέπτεται τα μοναστήρια και να κάνει αγαθοεργίες. Είχε γνωρίσει τον πατέρα μου σ’ ένα θερινό σινεμά σ το Ηράκλειο και τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της που έβλεπαν την κόρη τους να παρατάει τις σπουδές της για έναν σμηναγό της Αεροπορίας. Υπάρχουν φωτογραφίες από το γαμήλιο ταξίδι τους στη Ρόδο – η μάνα μου ποζάρει χαρούμενη στην κοιλάδα των πεταλούδων.

   Η μάνα μου.

   Μου διάβαζε παραμύθια όταν δεν ήξερα ακόμα ανάγνωση κι υποκρινόμουν τον άρρωστο για να την έχω κοντά μου. Μου έστελνε δέματα με τρόφιμα όταν ήμουν φοιτητής στην Αθήνα. Μου έφτιαχνε το αγαπημένο μου φαγητό –ψαρόσουπα- όποτε επισκεπτόμουν το νησί. Με αγαπούσε.

   Όμως κάποτε έπαψε να με θυμάται. Στην αρχή ξεχνούσε μικρά πράγματα, ημερομηνίες, δουλειές, στιγμιότυπα. Ψάξαμε γιατρούς, κλινικές, θεραπείες. Αλλά το μονοπάτι που πια ακολουθούσε η μάνα μου ήταν χωρίς επιστροφή.

   Γύρω μου, στο αεροπλάνο, οι αεροσυνοδοί μοίραζαν αναψυκτικά, όμως για πρώτη φορά δεν πήρα τίποτε. Ο εύσαρκος κύριος δίπλα μου κοιμόταν.

   Όσο πιο πολύ ξεχνούσε η μάνα μου, τόσο περισσότερο βυθιζόταν στον κόσμο της. Σε λίγα χρόνια έπαψε πια να μας μιλάει, κοιτούσε μονάχα μπροστά, μουρμούριζε μονότονα κάποιες λέξεις κι αναστέναζε. Δεν αναγνώριζε πια κανέναν. Εγώ κατέβαινα όσο πιο συχνά γινόταν στην Κρήτη, για να της κρατάω συντροφιά, να της μιλάω, να προσπαθώ να της ανάβω μικρές φωτίτσες στο σβησμένο της μυαλό. Όμως δεν με θυμόταν πια, κι ας της έλεγα το όνομά μου, κι ας δοκίμαζα να της φέρνω στο νου σκηνές από τα παλιά. Μονάχα το χέρι μου έσφιγγε καμιά φορά, κι αυτό για λίγο.

   Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο Ηράκλειο, πριν από εκείνο το μοιραίο τηλεφώνημα του πατέρα μου, καθόμουν δίπλα στην πολυθρόνα της για να της κάνω παρέα. Ήμασταν οι δυο μας στο δωμάτιο. Την τηλεόραση την είχα κλείσει –ποτέ δεν άντεξα τις απογευματινές σειρές. Πλησίαζαν τα γενέθλιά μου κι είχα κατέβει να τα γιορτάσω στην πόλη όπου γεννήθηκα, πλάι σε κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο και μου χάρισε τούτο το δώρο της ζωής. Είχαν καεί δυο λάμπες στο φωτιστικό της οροφής κι η τραπεζαρία ήταν βυθισμένη στο μισόφωτο. Χάιδευα το χέρι της μάνας μου που κοιτούσε άτονα κάπου μπροστά. Πήγαιναν δυο χρόνια τώρα που δεν με θυμόταν. Χάιδευα το χέρι της και την κοιτούσα από το πλάι, κοιτούσα ετούτη τη γυναίκα που μου διάβαζε παραμύθια όταν ήμουνα μικρός.

   Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. «Μανούλα, μ’ αγαπάς;» τη ρώτησα.

   Δεν δίστασε καθόλου. «Πολύ!» μου αποκρίθηκε κοιτώντας πάντα μπροστά.

   Ήταν η τελευταία λέξη που άκουσα απ’ τα χείλη της.

   Όταν προσγειωθήκαμε στην Κρήτη, η μάνα μου δεν ήταν πια εκεί.

Το βιβλίο του Άρη Σφακιανάκη «Παντρεμένες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.