Η γοητεία που ασκούν οι παλιές, «ξεπερασμένες» πηγές παραγωγής ήχου στο σημερινό ακροατή είναι γνωστή κι αδιαμφισβήτητη. Κάπου στην ανεξερεύνητη χώρα που  βρίσκεται μεταξύ νοσταλγίας και δημιουργικής εξερεύνησης, χτίστηκε το Detritus. Τι ακριβώς είναι όμως αυτό το τριήμερο που λαμβάνει χώρα στη Στέγη Του Ιδρύματος Ωνάση; Ρωτήσαμε τον Γιάννη Κοτσώνη που έχει την επιμέλειά του, και λάβαμε πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις.

Ας εξηγήσουμε λίγο στο εν δυνάμει κοινό του Detritus περί τίνος πρόκειται. Το Detritus είναι ένα τριήμερο με συναυλίες, ομιλίες, συζητήσεις και ηχητικές εγκαταστάσεις με επίκεντρο την πειραματική μουσική που έχει αναπτυχθεί γύρω από την χρήση παλιών τεχνολογικών μέσων. Θα παρουσιάσουν τη δουλειά τους μια σειρά από διεθνείς καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν, ο καθένας με τον τρόπο του, σαν πρώτη ύλη ήχους που παράγονται από παρωχημένα τεχνολογικά μέσα. Κοιτάζουν δηλαδή το πικάπ, το κασετόφωνο και το cd player όχι μόνο ως μέσα αναπαραγωγής αλλά και ως εργαλεία ηχητικής εξερεύνησης. Κάπως έτσι μπαίνουν σε πρώτο πλάνο όλοι εκείνοι οι ήχοι που συνδέονται κατά κανόνα με τη δυσλειτουργία αυτών των μηχανημάτων. Ο θόρυβος της βελόνας του πικ απ που πηδάει πάνω σε ένα δίσκο βινυλίου, το μάσημα της κασέτας και ο βόμβος του cd player καθώς επιταχύνει είναι το πρωταρχικό υλικό που εξερευνούν. Οι περισσότερες δράσεις θα συμβούν στον εκθεσιακό χώρο της Στέγης, στο επίπεδο -1, και είναι κάπως δύσκολο να τοποθετηθούν με σαφήνεια σε κάποια από τις συνήθεις κατηγορίες. Οι περισσότερες θα είναι ανάμεσα σε συναυλία, ηχητική εγκατάσταση και περφόρμανς. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκουν στον πολύ ευρύ και αναδυόμενο χώρο της sound art και ότι πολλοί από αυτούς χρησιμοποιούν τις τεχνικές που αναπτύχθηκαν στα πρώτα χρόνια της ηλεκτρονικής/ηλεκτροακουστικής μουσικής, αλλά κι αυτή η ορολογία δεν ξέρω τελικά αν ξεκαθαρίζει ή θολώνει τα πράγματα. Σίγουρα πάντως ο ήχος βρίσκεται στο επίκεντρο και οτιδήποτε άλλο έχει δευτερεύοντα ρόλο.

Είναι διεθνής η τάση επιστροφής σε παλαιότερα μέσα; Νομίζω ότι έχει πάρει διαστάσεις διεθνώς,  ναι , κι αυτό συμβαίνει για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, κάποιοι από τους οποίους μπορεί να είναι και πολύ προβληματικοί. Για παράδειγμα, η διαρκής επιστροφή του παρελθόντος μέσα από ένα “vintage” πρίσμα σαν μέρος μιας φετιχιστικής καταναλωτικής διαδικασίας σίγουρα έχει παίξει το ρόλο της. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι επιστρέφει για να καλύψει συγκεκριμένες ανάγκες. Μέσα στο hyper ψηφιακό περιβάλλον όπου ζούμε, η σύνδεση με ένα απτό φυσικό αντικείμενο αποτελεί ανάγκη για τον ακροατή. Νομίζω ότι αυτό το νιώθουν οι περισσότεροι άνθρωποι που κατοικούν στον κόσμο του broadband internet. Σε σχέση με τη καλλιτεχνική διερεύνηση αυτών των τεχνολογιών, νομίζω πάντα μια μερίδα των μουσικών έψαχναν τρόπους να φέρουν τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα στα όρια τους και να πειραματιστούν με το τι συμβαίνει σε εκείνες τις περιοχές που δυσλειτουργούν. Από το 2000 και μετά, βέβαια, φαίνεται ότι τα θέματα της φθοράς και της μνήμης συνδέονται πολύ πιο έντονα με τις παλιές τεχνολογίες.

Τα τελευταία 30 τουλάχιστον χρόνια είμαστε μάρτυρες της διαμάχης των οπαδών του αναλογικού και του ψηφιακού ήχου, του βινυλίου και του cd. Ποια είναι η δική σου άποψη; Είμαι οπαδός και των δύο ανάλογα με την περίσταση. Κάποια πράγματα ακούγονται καλύτερα ψηφιακά και άλλα αναλογικά. Η αλήθεια είναι ότι δεν θα έβαζα τον εαυτό μου στην κατηγορία audiophile, δεν έχω δηλαδή ακριβό εξοπλισμό και ηχοσύστημα. Πιστεύω ότι για να ακούσεις μεγάλες σημαντικές διαφορές πρέπει να κάνεις τέτοιου τύπου ακρόαση. Μπορώ να πω με σχετική βεβαιότητα πάντως είναι ότι δίσκοι που γράφτηκαν πριν την έλευση των ψηφιακών παραγωγών της 10ετίας του 80 μού ακούγονται καλύτερα σε βινύλιο, ενώ κάποιες πρόσφατες παραγωγές της τελευταίας πενταετίας που έχουν έναν πεντακάθαρο hyper real ψηφιακό ήχο, προτιμώ να τις ακούσω ως flac ή wav. Η διαμάχη μεταξύ βινυλίου και cd/mp3 μάλλον συνδέεται με μια σειρά άλλα επιμέρους χαρακτηριστικά της διαδικασίας ακρόασης, και δεν έχουν να κάνουν με την ποιότητα καθεαυτή. Το cd/mp3 είναι εύκολο, γρήγορο και καθαρό, ενώ το βινύλιο, όπως και η κασέτα, απαιτεί μια σειρά από κινήσεις που είναι χρονοβόρες, αλλά σε βάζουν σε μια διαδικασία πιο προσεκτικής ακρόασης. Νομίζω ότι οι περισσότεροι λάτρεις του βινυλίου αυτό απολαμβάνουν, ότι με αυτό τον τρόπο υποχρεώνονται σχεδόν να ακούσουν πιο προσεχτικά.

Ποιες επιμέρους εκδηλώσεις συμπεριλαμβάνει το Detritus; Την Παρασκευή η Sandra Boss θα παρουσιάσει ένα σετ που είναι στημένο πάνω σε ένα παλιό μηχάνημα κατασκευασμένο για κάνει τεστ ακοής, ενώ στη συνέχεια οι Lami και Baron θα παίξουν μαγνητοταινίες και παλιά μπομπινόφωνα.

Το Σάββατο από νωρίς το απόγευμα θα λαμβάνει χώρα στον ίδιο χώρο το 33 1/3 του John Cage, που θα λειτουργεί σαν διαδραστική ηχητική εγκατάσταση. 8 πικάπ και 300 δίσκοι βινυλίου θα είναι στημένα στο χώρο και θα περιμένουν το κοινό να συμμετέχει διαλέγοντας και βάζοντας να παίξουν ταυτόχρονα και να μπερδευτούν οι ήχοι τους. Στη συνέχεια το βράδυ θα παίξει ζωντανά o Graham Lambkin.  Με κασέτες και τη φωνή του, θα αφηγηθεί αυτοσχεδιάζοντας ιστορίες από την παιδική του ηλικία. Στο κλείσιμο της βραδιάς η Olivia Block θα παρουσιάσει την ηλεκτρακουστική σύνθεσή της με τίτλο Dissolution, που την έχει δημιουργήσει χρησιμοποιώντας ήχους από χαλασμένες συσκευές.

Την Κυριακή νωρίς το απόγευμα θα παρουσιάσουν μια κοινή περφόρμανς ο Πάνος Χαραλάμπους και Παναγιώτης Πανόπουλος, χρησιμοποιώντας παλιά πικάπ και διάφορα άλλα υλικά. Στη συνέχεια θα ακολουθήσει μια συζήτηση με τη συμμετοχή των περισσότερων καλλιτεχνών που θα μας παρουσιάσουν πτυχές της δουλειάς τους που σχετίζονται με τα κεντρικά θέματα του 3ημέρου. Τέλος ο Robert Millis θα παρουσιάσει την έρευνά του γύρω από τα πρώτα χρόνια της βιομηχανίας παραγωγής shellac στην Ινδία, έρευνα από την οποία προέκυψε και η έκδοση του βιβλίου και της συλλογής με τίτλο “Indian Talking Machine”.

Τελικώς πώς συνδέεται το μέσο με το μήνυμα, το περιεχόμενο με τη μορφική διατύπωση, η μουσική με τα μέσα που την αναπαραγάγουν; Και αυτή η ερώτηση νομίζω απαντιέται κατά περίπτωση. Για μένα μια πολύ σημαντική αφετηρία είναι να δούμε ότι το μέσο δεν είναι διάφανο. Δεν είναι ένα κρυστάλλινο ξεκάθαρο κάδρο όπου θα τοποθετήσουμε ένα αντικείμενο που προϋπάρχει. Το μέσο είναι σε διαρκή ζύμωση με το περιεχόμενο και διαρκώς το χρωματίζει, το υποσκάπτει, δείχνει τα όρια του, δημιουργεί μη προφανείς διασυνδέσεις, μπορεί ακόμα και να γίνει από μόνο του φορέας συναισθηματικού φορτίου.

Τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον να ασχοληθείς με το συγκεκριμένο αντικείμενο; Συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας προβληματισμός που μοιράζονται πάρα πολλά μουσικά/ηχητικά πράγματα που μου αρέσουν, και που έχω δει τελευταία να αναδύεται και στη δική μου τη δουλειά ως μουσικός. Με έλκει η συγκεκριμένη αισθητική που βάζει μπροστά τον θόρυβο, τη φθορά και την παραμόρφωση. Πέρα από αυτό, βρίσκω στον τρόπο που συνδέομαι με όλα αυτά τα παλιά μέσα ένα απροσδιόριστο συναισθηματικό φορτίο που νομίζω πως έχει νόημα να διερευνηθεί περαιτέρω.


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου
Εκθεσιακός χώρος
21:00 | Sandra Boss: Acoustic Appraiser (30΄) | Ηχητική περφόρμανς
22:00 | Giovanni Lami (40΄) | Ηχητική περφόρμανς
23:00 | Marc Baron (40΄) | Ηχητική περφόρμανς

Σάββατο 27 Ιανουαρίου
Εκθεσιακός χώρος
17:00 | John Cage’s 33 1/3 (210΄) | Διαδραστική ηχητική εγκατάσταση
21:00 | Graham Lambkin (45΄) | Ηχητική περφόρμανς
22:00 | Olivia Block: Dissolution (45΄) | Ηχητική περφόρμανς

Κυριακή 28 Ιανουαρίου
18:00 | Πάνος Χαραλάμπους & Παναγιώτης Πανόπουλος: Ένας αετός καθότανε… (30-35΄) | Περφόρμανς | Εκθεσιακός χώρος
19:00 | Παναγιώτης Πανόπουλος, Stephen Cornford, Olivia Block και Graham Lambkin (100΄) | Συζήτηση | Μικρή Σκηνή | Συντονισμός: Γιάννης Κοτσώνης
21:00 | Robert Millis: Indian Talking Machine (90΄) | Παρουσίαση & Συζήτηση | Μικρή Σκηνή
Οι συζητήσεις θα πραγματοποιηθoύν στα αγγλικά, χωρίς διερμηνεία στα ελληνικά.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου – Σάββατο 3 Φεβρουαρίου
Stephen Cornford: Constant Linear Velocity | Ηχητική εγκατάσταση | Φουαγιέ 4ου ορόφου | όλη την ημέρα