001-roula_georgakopoulou-book-popaganda

Να ξεκαθαρίσω, πρώτα πρώτα, ότι το κείμενο που ακολουθεί είναι προκατειλημμένο. Είμαι φανατικός αναγνώστης των κειμένων της Ρούλας Γεωργακοπούλου, τα θεωρώ μικρά κομψοτεχνήματα, εργόχειρα αν προτιμάτε, γλώσσας, της ακομπλεξάριστης ελληνικής, και προσωπικού ύφους, του δικού της. Δεν είναι και λίγο πράγμα, επί παραδείγματι, να συνυπάρχει το ρήμα «επιδαψιλεύω» με το ρήμα «κογιονάρω» στην ίδια παλέτα αναιμάκτως ούτε να συλλειτουργούν εν ειρήνη η καθαρεύουσα με στίχους σεκλετισμένων λαϊκών τραγουδιών. Πολλοί γράφουν καλά, ελάχιστοι όμως καταφέρνουν να σφραγίζουν τα κείμενα με την ιδιοσυστασία τους, να ενσταλάζουν σε αυτά κάτι από την ανθρώπινη μαγιά τους.

Ευτυχώς δε που δεν εκλήθην να γράψω τον πρόλογο, ας πούμε, σε αυτό το βιβλίο, τη «Γυναίκα μετρίου αναστήματος» (Πατάκης) όπου συσσωματώνονται 200 χρονογραφήματά της τα οποία δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» τα τελευταία δέκα χρόνια (την περίοδο 2002-2013). Ελάχιστα από αυτά δεν είχα διαβάσει. Τα περισσότερα τα ξαναδιάβασα αλλά τα απήλαυσα το ίδιο, ίσως και παραπάνω. Η απόσταση μάλλον τους προσδίδει λούστρο παρά τα σκονίζει. Διαφωνώ επομένως με την μάλλον καλοπροαίρετη διαπίστωση στο οπισθόφυλλο ότι το χρονογράφημα «είναι το πιο θνητό ανάμεσα στα θνητά της δημοσιογραφίας». Εξαρτάται, απαντώ. Επανερχόμενος στα παραπάνω, είπα ευτυχώς που δεν έγραψα τον πρόλογο, διότι, φανταστείτε, τι θα σκεφτόταν ο ανυποψίαστος αναγνώστης εάν έβλεπε αντί για λέξεις σε συντεταγμένες αράδες μια ατέλειωτη αλυσίδα από κατακόκκινες καρδιές να κατηφορίζουν με ενθουσιασμό τις σελίδες.

Η Γεωργακοπούλου, γράφει ο Σωτήρης Δημητρίου στον πρόλογο του βιβλίου, «κορφολογεί απ’ όλους τους κήπους της γλώσσας με τόλμη που δικαιώνεται». Προσυπογράφω με χέρια και πόδια. «Αίφνης ένα γλωσσικό σκίρτημα φωτίζει το κείμενο με λίγο λοξό κέφι, και το νοερό χαμόγελο, που κατά κανόνα συνοδεύει τον αναγνώστη, ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του» από αυτά τα χρονογραφήματα που έχουν «τις αρετές του σύντομου, καλού διηγήματος». Κατά περιπτώσεις δε, για να διαφωνήσω και λίγο άσκοπα με τον συγγραφέα, ο αναγνώστης ξεκαρδίζεται στα γέλια, εγώ τουλάχιστον. Εσείς δηλαδή τι θα κάνατε αν διαβάζατε, μεταξύ άλλων, ότι ο Λυκαβηττός είναι μια καράφλα και ο Αϊ-Γιώργης η μοϊκάνα του ή ότι «εφέτος θα φορεθούν πολύ τα τσουράπια»; Όποιος δεν γνωρίζει τι είναι τα τσουράπια, ας το ψάξει.

Εάν, πάντως, θέλετε να δείτε πώς μπορεί ένας γραφιάς (ελπίζω να μην υποστώ την φεμινιστική κριτική της ιδίας που επέλεξα το αρσενικό εν προκειμένω) να έχει ευγενές χιούμορ και να γίνεται παιδευτικά αιχμηρός χωρίς ποτέ να κλείνει το μάτι στην χοντροκοπιά, διαβάστε την Γεωργακοπούλου. Άλλοτε, πάλι, ο αναγνώστης της προβληματίζεται εντόνως, προβληματίζεται αλλά ποτέ δεν ψυχοπλακώνεται. «Την τουρίστρια στα σκοτάδια του αλλουνού εγώ δεν πρόκειται να την κάνω». Παρμένο αυτό από άλλο κόντεξτ (έτσι συμπεριφέρεται πού και πού στην αγγλική ή τη γαλλική γλώσσα η ίδια, τις ελληνοποιεί τοιουτοτρόπως) αλλά σίγουρα ταιριαστό «εδώ πέρα χάμω».

Roula_Georgakopoulou_2-Journalist-Writer-Key_bar-summer-2013-popaganda-17-9-2013
Επί του προσωπικού, τώρα. Εμένα η Γεωργακοπούλου είναι η παρηγοριά μου όποτε ανοίγω την εφημερίδα και πέφτω πάνω στις απαραίτητες δημοσιογραφικές συμβάσεις ή στα αχρείαστα κλισέ. «Πώς να σας το δώσω να το καταλάβετε;» καταπώς λέει, συχνά πυκνά, και η ίδια. Χρησιμοποιώ το ρήμα «λέει» γιατί στην ουσία δεν την διαβάζω, την ακούω, αυτόν τον ξεχωριστό, κουβεντιαστό της τρόπο που αγγίζει με την σκωπτική του απαισιοδοξία όλες τις ευαισθησίες μου. Από την άλλη, βεβαίως, υποδαυλίζει και τις γλωσσικές μου ανησυχίες. Αναρωτιέμαι, ώρες ώρες, γιατί ακόμη και καλογραμμένα, φερ’ ειπείν, βιβλία νέων ελλήνων λογοτεχνών μοιάζουν, στο επίπεδο της γλώσσας, καλομεταφρασμένα πονήματα της (εκάστοτε) αλλοδαπής; Να το πω αλλιώς: γιατί δεν υπάρχει αυτό το το τρίψιμο με τις εκφραστικές μας παρακαταθήκες, αυτό το μεράκι να οργώσουμε, να εκμεταλλευθούμε για τις δικές μας ανάγκες αυτό το εύφορο χωράφι και να τραφούμε από τους ετερόκλητους και ζουμερούς καρπούς της γλωσσικής μας παράδοσης;

Απάντηση, σ’ αυτό, δεν έχω. Τσιμπολογάω, επομένως, από τα εύγευστα γραπτά της σε καθημερινή βάση. Γι’ αυτό και στη βιβλιοθήκη μου θα βρείτε βιβλία και μαζεμένα κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη ή του Παντελή Μπουκάλα, μιας και μιλάμε για τις οάσεις του ημερήσιου και του περιοδικού Τύπου. Ίσαμε τώρα (πριν δηλαδή γίνει βιβλίο) η Γεωργακοπούλου, τα προσεκτικώς χειρουργημένα κείμενα της Γεωργακοπούλου για την ακρίβεια, έμπαιναν στα παλιομοδίτικα ντοσιέ που διατηρώ με κάποιες ενοχές ομολογουμένως, έναντι της παμφάγου διαδικτυακής αρχειοθέτησης. Είναι η έσχατη μάχη να αποδείξω στον εαυτό μου ότι χωρίς διακρίσεις, ποιοτικές διακρίσεις, θα με καταπιεί η διογκούμενη ψηφιακή χλαπάτσα. Με την τεχνολογία δεν έχω πρόβλημα, μην παρεξηγηθώ, πρόβλημα έχω με τα βοθρολύματά της.

Επαναφορά, τώρα, στα ουσιώδη. Τα χρονογραφήματα της Γεωργακοπούλου, έτσι όπως τα ξαναδιάβασα το ένα πίσω από το άλλο, πλέκουν όλα μαζί στο βάθος έναν μετριόφρονα μύθο (εξ ου και ο τίτλος) που δεν είναι άλλος από την προσωπική της ματιά πάνω στον κόσμο. Γι’ αυτό και ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί την ηρωίδα ενός μυθιστορήματος να αυτοβιογραφείται με έναν τρόπο που σίγουρα τον αφορά, αφήνοντας «το φαντασιακό να κάνει τις μπερδεψοδουλειές του», το δικό της και το δικό μας προφανώς. Εάν έπρεπε να μου αφηγηθεί κάποιος με παραληρηματική επιδεξιότητα την τελευταία δεκαετία, αυτό το απότομο πέρασμα από την «εποχή της ευδαιμονίας» στη «νέα φτώχεια» του σήμερα, αυτός, αυτή δηλαδή, θα ήταν και πάλι η Γεωργακοπούλου. Είναι η πιο γλυκιά και ανατρεπτική, η πιο δημιουργική και ευαίσθητη απόγνωση που μπορείτε να συναντήσετε σήμερα στις εφημερίδες.

Μοιράζομαι μαζί σας το χρονογράφημα «Άνδρες, πεταμένα λεφτά»:

Θέλοντας και μη, περάσαμε ένα εικοσιτετράωρο αμηχανίας με ένα σπασουάρ-σφεντόνα να μας πετροβολάει στο δοξαπατρί. Μακάρι να έχει δίκιο βουνό ο κύριος Μεϊμαράκης και να μη χρειαστεί να ανοίξει το φερμουάρ του. Πόση παραπάνω ξεφτίλα να αντέξουν οι θεσμοί;

Μαράθηκε τ’ αυτάκι μας να ακούει τα καλιαρντά των εμπλεκομένων, πάνιασε και το βλέμμα μας να αντικρίζει στις τηλεοράσεις κάθε τόσο κι άλλα παγανά πρόθυμα να προσκομίσουν στοιχεία. Το πιο αδειάσειστο πάντως απ’ όλα τα στοιχεία που πλαισιώνουν την ίδια υπόθεση είναι το παντελόνι του προέδρου της Βουλής. Τι χούι κι ετούτο στον ακατάληπτο κόσμο των αντρώνε; Μόλις σφίξουν τα πράγματα κρεμάνε στην νουλάπα σακάκι, πουκάμισο, γραβάτα, γιλέκο και αφήνουν τη σκελέα να καθαρίσει τη φάση. Το περιέχον αντί του περιεχομένου, εάν με εννοείτε τι εννοώ.

Σαν να μη μας έφτανε η φτώχεια μας, έχουμε τώρα και τον καβάλο του πάσα ένα να σηκώνει κεφάλι και να μας θέτει ζητήματα. Ετσι συμβαίνει συνήθως σε περιόδους κοινωνικής αποσταθεροποίησης: την ώρα που στην παστάδα του Eurogroup γίνεται το έλα να δεις, αφήνουμε τον γάμο για να πάμε για πουρνάρια. Έχει μεγάλη γλύκα τ’ άτιμο το πουρνάρι. Καίτοι θάμνος και ζουμπάς είναι φουντωτό και γεμάτο πριονωτά φυλλαράκια. Αν σε τσιμπήσουν την έβαψες.

Της μεταπολίτευσης καημένη γενιά, λογαριάζω σαν προσωπική σου αποτυχία όλο αυτό το μονόπρακτο το οποίο επαναφέρει τη σεξουαλική τιμωρία (και μάλιστα μεταξύ ανδρών) ως μοναδικό μέσον για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση. Κι αυτές οι πολυαγαπημένες και υπερεκτιμημένες βουλευτίνες μας τι άλλο κάνουν από το να στοιχίζονται καθημερινά εις φάλαγγα κατ’ άνδρα μέσα στα κόμματά τους; Εκείνες δεν ήταν που θα έδιναν, λέει, άλλον αέρα στην πολιτική ζωή και θα εξημέρωναν τη βαρβαρότητά της; Γιατί παρακολουθούν αδιάφορες την παραπάνω σεξοκωμωδία χωρίς έστω ένα μικρό γιούχα; Πώς το λέγαμε παλιά; «Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του αντρός μου, θέλω να είμαι ο (άλαλος) εαυτός μου». [Τα Νέα, 29/9/12]

roula eksofillo

Ρούλα Γεωργακοπούλου

Γυναίκα Μετρίου Αναστήματος

Σελ: 256

Τιμή: 11,50€

Εκδόσεις: Πατάκη