Θραύσματα εικόνων, άνθρωποι νησιά (άλλοι αναδύθηκαν, άλλοι βούλιαξαν) και ένας αμετάφραστος νέος συναισθηματικός κώδικας. Το 2013 μου άφησε όλα αυτά, ανένταχτα ακόμα, αταξινόμητα, υπό δοκιμή. Κορυφώσεις και κατακρυμνήσεις. Ήταν η χρονιά των συνεχών κραδασμών, των δεύτερων αναγνώσεων, της διπολιτικότητας από το «κάτι γίνεται» στο «κάτι οριστικά χάθηκε». Είδα κανιβαλισμό αλλά και χέρια απλωμένα, μιζέρια μαζί με άρνηση και άμετρη αισιοδοξία. Το τι άφησε το 2013 θα το ξέρω στο τέλος του 2015.…

Closing time at the market Kapani, Thessaloniki. / Κλείσι

Προς το παρόν μου άφησε εικόνες :

Μέσα στο εργοτάξιο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο σκάμμα θαύμα, με παπούτσια σκονισμένα, κίτρινο γιλέκο και κράνος, κάτω από δεκάδες γερανούς που μοιάζουν με χέρια υψωμένα στον ουρανό που προσεύχονται, είδα τον λόφο να υψώνεται για να δώσει πίσω την Καλή Θέα (bella vista υποσχέθηκε ο Piano) προς τη θάλασσα, τα θεμέλια της Λυρικής και της Βιβλιοθήκης, τους αρχαιολόγους να πλένουν τα ευρήματα από το αλλόκοτο αρχαϊκό νεκροταφείο που βρέθηκε μέσα στο χώρο – με ελεύθερες ταφές, σώματα κακοποιημένα, χύτρες με νεκρά μωρά. Η συνύπαρξη της ενεργούς ανασκαφής με το εργοτάξιο της καινοτόμου τεχνολογίας, ένα γαλατικό χωριό αισιοδοξίας και μήτρας για τις δημιουργικές δυνάμεις. Είδα την ποίηση μέσα σε ένα εργοτάξιο.

Οδήγησα σχεδόν κάθε πρωί, 6.30 περίπου, στο κέντρο της Αθήνας, την ώρα που καμία οπτική στρέβλωση δεν υπάρχει. Από την Πειραιώς έως τη διασταύρωση Σταδίου και Αμερικής, στοιχισμένες κενές βιτρίνες, κτίρια κουφάρια, ακόμη και η στοά Ορφέα κατέβασε τις ελληνικές σημαίες που κυμάτιζαν σαν υπομειδίαμα κάτι τι ένδοξου. Η γειτονιά των αστέγων, ο κάθε ένας έχει το χώρο του, τον τρόπο του: το ζευγάρι που κοιμάται κάθε βράδυ αγκαλιά με τα πόδια να μπλέκονται απέναντι από την Κλαυθμώνος, ο άντρας στην Κοραή έξω από την τράπεζα που έχει μια στοίβα βιβλίων δίπλα του και κάθε πρωί με ένα χάρτινο κύπελλο καφέ στο χέρι διαβάζει κάτι. Είδα έναν άντρας ξαπλωμένο πάνω σε αεραγωγό της Ομόνοιας με το πρόσωπο προς τα κάτω. Και το μήνυμα που άφησε κάποιος κάτω από το mural με τα χέρια που προσεύχονται στην Πειραιώς: “Λευτεριά στα όνειρα”.

Βρέθηκα πίσω από αγκαλιασμένα ζευγάρια (κεφάλια κουρνιασμένα στην κοιλότητα μεταξύ λαιμού και ώμου), πίσω από αγόρια και κορίτσια στους ώμους των γονιών τους στις εξορμήσεις της Λυρικής στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και στο λιμάνι του Πειραιά. Πλάι σε παιδιά και γονείς ξεκαρδισμένους, χυμένους στις βελούδινες καρέκλες στο Ολύμπια για το «Προσοχή ο Πρίγκιπας Λερώνει».

Κάθισα σε μια αποθήκη στο Εδιμβούργο, έξω χιόνι, μέσα η Πρώτη Ύλη του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ως παράλληλη δράση της έκθεσης της συλλογής Δασκαλόπουλου στην Εθνική Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης της Σκωτίας. Από τα τζιτζίκια και τον ιδρώτα της Πειραιώς που το πρωτοείδα, στην παγωνιά του Εδιμβούργου, με τους μεγαλύτερους curators από White Chapel και Μoma να παρακολουθούν με κομμένη ανάσα. Elvis (Δ.Π.) has never left the building.

Αντίκρισα ένα πρωί, τις όψεις του ΦΙΞ γυμνές, χωρίς σκαλωσιές και λινάτσες. Το ανεπίστρεπτο για το ΕΜΣΤ και το νέο αστικό debate: σου αρέσει ή όχι;

Είδα Χρυσαυγίτες έξω από το σχολείο του γιού μου, σε μια επιχείρηση κατήχησης. Είδα μέσα στο σχολείο του μια επιγραφή με ονόματα και τη σημείωση: Μαθητές που έπεσαν το 1940 μαχόμενοι τον φασισμό.

Είδα την οθόνη να μαυρίζει, την ΕΡΤ να βυθίζεται στο σκοτάδι, μια φωνή που κόπηκε στον αέρα, τεντωμένα πρόσωπα που βίαια έσβησαν. Βλέπω τώρα στη ΔΤ σε επανάληψη εκπομπές από το αρχείο της – να ο Τσιστάνης τραγουδά και ο Τσαρούχης χορεύει και η Μπέλλου μια πρωτοχρονιά στο πάλκο.

Είδα τον Delacroix μέσα από φωτογραφίες στην εξεγερμένη Κωνσταντινούπολη.

Είδα αφρισμένα στόματα κανιβάλων που η κρίση οδήγησε σε ένα παροξυσμό χολής και χυδαιότητας και μυθευμάτων, στόματα που θέλησαν να ξεσκίσουν σάρκες και αξιοπρέπειες. Μου θύμισαν τους μεταλλαγμένους του  Ηunger Games (κάπως έτσι).

Είδα ανθρώπους να ενώνονται χωρίς προαπαιτήσεις και χωρίς κοινή «καταγωγή» και είπα «Στο τέλος οι καλοί θα κερδίσουν».

Είδα τον Γιάννη Χουβαρδά να φεύγει από το Εθνικό Θέατρο, ευθυτενής, αφήνοντας μια αίσθηση ορφάνιας σε ένα μεγάλο κοινό που βρέθηκε ξανά και ξανά στις αίθουσες, ακούμπησε τους ώμους, ένωσε ανάσες στις υπέροχες παραστάσεις που πέρασαν από εκεί – και έχουν ακόμα ζωή. Και τον είδα να βγαίνει στην ελεύθερη αγορά, θεσμός ο ίδιος πια, ένα Εθνικό Θέατρο μόνος του,  να δημιουργεί έναν χάρτη θεατρικών pop up πυρήνων σε Αθήνα και Πειραιά.

Είδα τον αεικίνητο, ακούραστο Εκτορα Λυγίζο, που δεν σταματά ποτέ να δουλεύει, σκληρά, έντιμα, χωρίς συστήματα δημοσίων σχέσεων να επελαύνει με το «Πουλί τρώει το φαγητό του πουλιού».

Είδα τον Γιώργο Λούκο, να επιστρέφει. Θριαμβευτής ενός συστήματος που είδα να τον χτυπά λυσσαλέα επί μήνες.

Είδα τον Μύρωνα Μιχαηλίδη, έναν γλυκό πράο άνθρωπο που μέσα του ρέει μόνο λάβα, να ανακοινώνει το πρόγραμμα της επόμενης πενταετίας για την Λυρική, μέσα στο πολυκαιρισμένο φουαγιέ του Ολύμπια, σε μια παραζάλη ονομάτων και παραστάσεων. Είδα πως «δημιούργησε» τους Μουτζαχεντίν της Λυρικής.

Ακουσα ένα χειμωνιάτικο πρωινό Κυριακής στρατιωτικά εμβατήρια στη Βασιλίσσης Σοφίας, καθώς βρισκόμουν μέσα στο γραφείο του Αγγελου Δεληβοριά – ένα πρόσωπο που «κοιτάζω» όποτε θέλω να πάρω θάρρος- και σκέφτηκα πως ναι αυτό είναι το αστικό soundtrack στιγμής.

Είδα τον Ίκαρο να γιορτάζει τα 70 του χρόνια και απόλαυσα έναν ακόμα καφέ με μερικές κουβέντες στο πατάρι του. Είδα τον Φωταγωγό να ανοίγει στην Κολοκοτρώνη με ενέργεια αναδυόμενου νησιού – απόλαυσα και εκεί ένα καφέ και μερικές κουβέντες στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της εισόδου. Και μύρισα φρέσκο, καυτό μελάνι.

Είδα τα αστέρια και τα ευθυτενή γράμματα που σχημάτισαν το όνομα της πόλης μου στην Ομόνοια, κοιτάζοντας προς την Αθηνάς. Και στην πίσω όψη της πλατείας, προς την Τρίτης Σεπτεμβρίου, ένα κακότεχνο στολίδι με φωτάκια ακουμπισμένο στο πεζοδρόμιο.

Η Κατερίνα Ι. Ανέστη είναι δημοσιογράφος και σύμβουλος επικοινωνίας