Σας είδαμε και στο πρόσφατο live του Larry Gus στο Six D.O.G.S. Πώς νιώσατε που έγραψε τραγούδι με τίτλο το όνομά σας; Πολύ συγκινήθηκα. Και είναι και πάρα πολύ ωραίο κομμάτι. Τον ευχαριστώ. Να ένας άνθρωπος πολύ ταλαντούχος που κατά σύμπτωση, δύο συγγραφείς που διαμόρφωσαν τη ζωή και τη σκέψη του κατ’ αυτόν είναι ο Μπόρχες και ο Περέκ. Κι επειδή τα κείμενα και οι μεταφράσεις μου τον βοήθησαν να τους γνωρίσει, θεωρεί πως μου χρωστάει.

Δεν είχατε σχέσεις; Όχι, αφού έγραψε το τραγούδι τον γνώρισα. Σχεδόν δεν ήθελε να με γνωρίσει, προτιμούσε να νομίζει πως δεν υπάρχω, πως είμαι κάτι ιδεατό ας πούμε. Ντρεπόμουνα εγώ, ντρεπότανε κι αυτός…

http://youtu.be/LaosFc6eV0w

Μουσικός δεν είστε, είστε όμως συγγραφέας, μεταφραστής, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ηθοποιός. Πώς κι έτσι; Βιοποριστικοί οι λόγοι; Όχι. Μια ζωή ήμουνα μισθωτός υπάλληλος, κάποτε σε τράπεζα, τώρα σε διαφημιστική εταιρία, οπότε δεν βιοποριζόμουν απ’ όλα αυτά. Κάποια στιγμή άρχισα να γράφω. Έβγαλα δύο βιβλία επί Χούντας και δημοσίευα από ‘δω κι από κει. Μετά προέκυψαν οι μεταφράσεις και, εντελώς τυχαία, ο κινηματογράφος. Ο Γιάννης Σμαραγδής έκανε μια σειρά στην τηλεόραση που λεγόταν «Τα λόγια της Πόλης» και αφιέρωνε κάθε επεισόδιο σε έναν ποιητή που ήταν δεμένος με μια πόλη της Ελλάδας. Του πρότεινα τον Τάκη Σινόπουλο από τον Πύργο, που έχει γράψει και τον περίφημο στίχο «είμ’ ένας άνθρωπος που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο». «Πολύ ωραία ιδέα» μου λέει, «δεν γράφεις και το σενάριο;». Το έγραψα. Μετά μου λέει «δεν το σκηνοθετείς κιόλας;». Το σκηνοθέτησα, πήρε το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Δράμας, εκεί κέρδισα μια ανάθεση από το Κέντρο Κινηματογράφου να κάνω μια ταινία μυθοπλασίας και μετά η μία ταινία έφερε την άλλη.

Σε μια συνέντευξή σας, ο δημοσιογράφος διαπιστώνει πως «τις περισσότερες φορές ο μεταφραστής τίθεται στο περιθώριο» κι εσείς απαντάτε «μα ο μεταφραστής είναι εξ ορισμού στο περιθώριο, γιατί η μετάφραση δεν παύει να είναι ένας μετά-λόγος»… Έτσι είναι. Η μετάφραση, αν μου ζητήσεις τον ορισμό της, είναι μια δημιουργική ανάγνωση. Γίνεσαι ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σε δύο γλώσσες. Και το σημαντικό δεν είναι τόσο το να ξέρεις καλά τη γλώσσα του συγγραφέα, αλλά τη δική σου. Μόνο ένας που ξέρει καλά ελληνικά δικαιούται να αναγνωριστεί ως καλός μεταφραστής. Κι ας ξέρει μέτρια αγγλικά ή γαλλικά, αυτά καλύπτονται. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι ότι καλός μεταφραστής δεν θα πρέπει να λογαριάζεται τόσο αυτός που μεταφράζει σωστά τις λέξεις του πρωτοτύπου, όσο αυτός ο οποίος καταφέρνει να αποδώσει το ύφος και το ρυθμό. Δεν έχω το δικαίωμα, ας πούμε, να γεμίσω με τελείες το κείμενο ενός συγγραφέα που συνηθίζει να γράφει μακροπερίοδες παραγράφους. Είναι όπως στον κινηματογράφο: αν ο σκηνοθέτης θέλει να γυρίσει μια σκηνή μονοπλάνο, δεν μπορεί ο μοντέρ να του την κόψει. Οφείλεις να βάλεις το στίγμα του συγγραφέα δηλαδή, όχι το δικό σου. Την ίδια στιγμή όμως, ο μεταφραστής πρέπει να είναι και συγγραφέας. Θα μεταφράσει καλύτερα. Γιατί θα ξέρει με τι πόνο διαλέχτηκαν οι λέξεις, τα σημεία στίξης κλπ.

Πώς γίνεται κάποιος καλύτερος μεταφραστής; Όταν αναρωτιέται. Πρέπει να αναρωτιέται συνεχώς αν κατάλαβε αυτό που μεταφράζει. Κι αν νιώθει πως δεν το κατάλαβε, να σπάσει το κεφάλι του μέχρι να το καταλάβει. Θυμάμαι κάποτε μετέφραζα ένα βιβλίο του Μπόρχες. Σε ένα σημείο, περιέγραφε κάποιον που είχε χάσει όλα του τα λεφτά σε γυναίκες, τζόγο κλπ και είχε τη φράση «δεν υπήρχε πια γι’ αυτόν ούτε grox ούτε regolax». Έψαξα σε όλα τα λεξικά του κόσμου αλλά δεν τις βρήκα πουθενά τις λέξεις αυτές. Εκείνη την εποχή έτυχε να έρθει ο Μπόρχες στην Ελλάδα, τον πλησιάζω λοιπόν και τον ρωτάω τι σημαίνουν. Μου λέει «ποιος τις έχει γράψει;», λέω «εσείς». «Ωραία» μου κάνει, «θα σου απαντήσω αύριο». Την επομένη έδινε συνέντευξη Τύπου (είχε αναγορευθεί Επίσημος Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Ρεθύμνου), οπότε ξαφνικά διακόπτει τη συνέντευξη και φωνάζει «είναι εδώ ο μεταφραστής μου που με ρώτησε χθες για κάτι λέξεις;». Με εντοπίζει λοιπόν και μου λέει: «Δεν έχω ιδέα τι σημαίνουν. Κάντε ό,τι θέλετε». Προφανώς τις είχε βγάλει απ’ το μυαλό του…

Οι μεταφράσεις του Μπόρχες επανεκδόθηκαν αυτές τις μέρες… Ναι, τις ξαναέβγαλε ο Πατάκης. Η διαφορά σε σχέση με τις εκδόσεις των Ελληνικών Γραμμάτων, που είχαν πια εξαφανιστεί από την αγορά, είναι ότι ο τεράστιος τόμων των πεζών και ο τεράστιος τόμος των δοκιμίων χωρίζονται στα δύο. Είναι μια γενναιόδωρη κίνηση, γιατί δεν πρόκειται για φτηνή έκδοση. Ένας πεφωτισμένος εκδότης βγάζει και best-sellers, ώστε να έχει μετά χρήματα και για ποιοτικά βιβλία. Έτσι γίνεται σε όλο τον κόσμο, έτσι έγινε και στην περίπτωση αυτή.

Στην επόμενη σελίδα, το ελληνικό σινεμά και το τελευταίο γύρισμα με τον Αγγελόπουλο