Ο Christian Wallumrød είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της σκανδιναβικής μουσικής τα τελευταία χρόνια. Ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στα μουσικά είδη έκρινε (σωστά) πως το κοστούμι του τζαζ πιανίστα τού έπεφτε στενό, και το απαρνήθηκε. Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα σε διάφορες αναθέσεις συνθέσεων από σημαντικούς πολιτιστικούς οργανισμούς, και τα μουσικά πρότζεκτ στα οποία συμμετέχει. Με ένα από αυτά, τους ατμοσφαιρικούς Dans Les Arbres, θα τον απολαύσουμε σε λίγες μέρες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Η Popaganda άδραξε την ευκαιρία για να τον ανακρίνει.

Tι θέση κατέχει μέσα στις πολλές σας μουσικές δραστηριότητες το συγκεκριμένο πρότζεκτ, Dans Les Arbres (DLA); Και πόσο διαφορετικό είναι από τα άλλα σας πρότζεκτ;  Εδώ και πολλά χρόνια πλέον, η δουλειά μου με τους DLA και με το δικό μου σύνολο (Christian Wallumrød Ensemble) έχει αποτελέσει το βασικό κορμό των μουσικών μου δραστηριοτήτων. Αυτές οι δύο καταστάσεις και διαδικασίες δουλειάς είναι πολύ διαφορετικές, καθώς στο ένα σχήμα είμαι ο και ο συνθέτης, ενώ στο άλλο είμαι μέρος μιας καλλιτεχνικά δημοκρατικής δομής. Είναι ιδιαίτερα ευγνώμων που έχω την ευκαιρία να διατηρώ παράλληλα εν εξελίξει αυτές τις παράλληλες καταστάσεις, και πιστεύω πως είναι γόνιμο, και προς τις δύο κατευθύνσεις. Πάντοτε θεωρούσα τους DLA ως μια πολύ ευτυχή συνεργασία κι ένα πολύ σημαντικό σημείο συνάντησης για μένα. Ο τρόπος που δουλεύουμε και το πώς η μουσική εξελίσσεται αργά και διαρκώς, όλα αυτά που φέρνει ο καθένας κι όλες οι παρορμήσεις που μοιραζόμαστε όλοι μαζί με κάνουν να νιώθω εξαιρετικά προνομιούχος. Πάντοτε αυτοσχεδιάζουμε με τους DLA, αλλά ταυτόχρονα νομίζω πως ταυτόχρονα και χρησιμοποιώ μια συνθετική συνειδητότητα σε αυτή τη δουλειά, και πως φέρω τις αυτοσχεδιαστικές και συνθετικές μου εμπειρίες από αυτούς πίσω στα έργα μου με τα άλλα σύνολα.

Πιστεύετε πως η νορβηγική και γενικότερα η σκανδιναβική τζαζ έχει δικό της χαρακτηριστικό ήχο; Εσείς νιώθετε κομμάτι της; Ξέρετε, υπήρξαν κάποια χρόνια στη νεανική μουσική μου ζωή που μου άσκησαν μεγάλη έλξη κάποια κεφάλαια της ιστορίας της τζαζ, και που έπαιξα επίσης πολλή τζαζ, και πολύ μουσική σχετική με αυτήν. Όμως, αν μιλήσουμε για το μουσικό μου υπόβαθρο και τις πρώτες μου μουσικές επιρροές, τότε αυτές ανήκουν περισσότερο στην ποπ. Η τζαζ εμπειρία είναι ένα κάπως περιορισμένο κεφάλαιο στη δουλειά μου. Για το δικό μου σχήμα, για τους DLA, για τους Brutter, το άλλο μου πρότζεκτ, αλλά και για τη σόλο δουλειά μου και τις διάφορες αναθέσεις που μου κάνουν, έχω τη μουσική πληροφορία, αλλά και τις επιρροές, από πολλές διαφορετικές μουσικές, όπως είναι το γαλλικό μπαρόκ, η σύγχρονη μουσική, η αυτοσχεδιαζόμενη μουσική, η noise, η pop, η disco, η folk κλπ κλπ.  Καλωσορίζω τις διάφορες εξελίξεις και προόδους στον τρόπο που γίνεται η μουσική, είτε έχουν να κάνουν με τη μουσική τεχνολογία είτε με την επιμειξία στοιχείων και επιρροών. Όμως είναι πολύ παράξενο πως όποτε πρόκειται για έναν μουσικό που είχε οποιαδήποτε επαφή με τη τζαζ μουσική στην πορεία του – ε τότε αμέσως του κολλάνε την ετικέτα της τζαζ.  Ίσως είναι κάπως βολικό για τους promoters, για τα φεστιβάλ, για  τα μέσα ενημέρωσης, τις δισκογραφικές εταιρίες κλπ. Όμως κατά τη γνώμη μου είναι εξαιρετικά περιοριστικό και αποπροσανατολιστικό. Για να το θέσω απλά, δεν νιώθω να ταυτίζομαι με τον όρο «μουσικός της τζαζ», κι έχω χάσει το ενδιαφέρον μου γι αυτό εδώ και πολύ καιρό.

Αλήθεια, πώς είναι να μεγαλώνει κανείς σε μια σχετικά μικρή πόλη της Νορβηγίας; Πώς ήταν η ζωή εκεί; Υποθέτω πως η ζωή σε μια μικρή πόλη έχει πλέον πολλές ομοιότητες παντού στον αποκαλούμενο δυτικό κόσμο. Αυτό που θυμάμαι πιο καθαρά αυτή την εποχή, είναι οι παγωμένοι και χιονισμένοι χειμώνες στην πόλη όπου μεγάλωσα. Τώρα βιώνουμε το ίδιο είδος χειμώνα στο Όσλο, κι αυτό μου φέρνει στη μνήμη πολλές καλές αναμνήσεις.

Ένα μεγάλο μέρος της δισκογραφίας σας έχει κυκλοφορήσει από την εταιρία ECM, η οποία  έχει υποστηρίξει και προωθήσει πολύ τη σκανδιναβική τζαζ. Έχετε επηρεαστεί από τον ήχο της εταιρίας, ή απλά ο δικός σας ήχος ήταν ταιριαστός με τον δικό της; Είμαι απολύτως σίγουρος πως σε ένα βαθμό επηρεάστηκα από τον ήχο της, παρόλο που δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ο ήχος καθεαυτός ήταν κάτι που με απασχολούσε ιδιαιτέρως – πιστεύω πως συνδεόμουν περισσότερο με κάποιες από  τις μουσικές της. Όπως και να έχει, ο ήχος και η μουσική είναι κατά κάποιο τρόπο αδύνατον να διαχωριστούν. Πιστεύω πως πολλή από τη μουσική που κάναμε με διάφορα σχήματα σε διάφορες περιόδους της ζωής μας βρήκαν με ένα πολύ φυσικό τρόπο το σπίτι τους μέσα στη σφαίρα της ECM, και φυσικά η εταιρία κι ο τεράστιος κατάλογός της επηρέασαν πολλούς από εμάς.  

Στην οικογένειά σας υπάρχουν πολλοί μουσικοί. Πώς συνέβη αυτό; Υπήρχε πάντοτε μουσική στην ανατροφή σας; Οι γονείς σας έπαιζαν κι αυτοί κάποιο όργανο; Μου φαίνεται πως ήμασταν μια απολύτως φυσιολογική μέση οικογένεια: ακούγαμε μουσική στο σπίτι, κυρίως pop, και κανένας από τους γονείς μου δεν έπαιζε κανένα όργανο. Υποθέτω όμως ότι θα πρέπει να πρόσεξαν από πολύ νωρίς πως μας άρεσε η μουσική, κι έτσι ενθάρρυναν το ενδιαφέρον μας παίρνοντας στο σπίτι ένα ηλεκτρικό όργανο. Αργότερα αγόρασαν και μια ντραμς για το μικρότερο αδελφό μου, και μετά από μερικά χρόνια αποκτήσαμε επίσης ένα πιάνο.  Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν υπήρχε μουσική γύρω μας, αλλά δεν νομίζω πως οι γονείς μας σκέφτηκαν ποτέ για μας πως στο μέλλον θα έχουμε τη ζωή ενός μουσικού. Υποθέτω πως έζησα σε μια ευτυχή περίοδο από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μετά, όπου υπήρχαν οι συνθήκες ζωής και οι ευκαιρίες για τους νέους να αποκτήσουν μουσική παιδεία και να μάθουν κάποιο όργανο,  έτσι ώστε αργότερα να μπορέσουν να κάνουν τη μουσική επάγγελμά τους.

Τι να περιμένουμε να δούμε στη σκηνή κατά την εμφάνισή σας στην Αθήνα; Θα παίξουμε τη διαρκώς εξελισσόμενη μουσική των Dans Les Arbres, και θα είναι μια συναυλία εντελώς ακουστική.

Dans Les Arbres, 15 Μαρτίου 21:00 στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση