Μουσικοί, ηθοποιοί, πολιτικοί, ακτιβίστριες κι ακτιβιστές, συγγραφείς και δεκάδες ακόμη προσωπικότητες μίλησαν και φέτος στην Popaganda. Με το 2021 να φτάνει αισίως στο τέλος του, επιλέξαμε 55 αποστάγματα σοφίας που μπορούν να φανούν χρήσιμα σε όλους μας το νέο έτος.
Ας ξεκινήσει το infinite scrolling…
«Από την ώρα που εξομολογήθηκα δημόσια τον βιασμό μου, προσπάθησα να μη σταθώ μόνο σε μια προσωπική εξομολόγηση. Επέλεξα να το κάνω δημόσια για να προστατεύσω, να υποψιάσω και να συμβουλεύσω άλλους ανθρώπους, να κάνω κατανοητό ότι ένα τέτοιο γεγονός μπορεί να συμβεί χωρίς να έχει πάντα τη μορφή έντονης βιας όπως περιμένουμε. Ό,τι συνέβη σε εμένα, δεν ξέρω αν ήταν προμελετημένο, ήταν όμως τόσο μεταμφιεσμένο που δεν μπόρεσα να το αποδικοποιήσω και να αντιδράσω όπως θα ήθελα».
«Όλοι έχουμε ζήσει κακοποιητικές καταστάσεις στη δουλειά. Στο θέατρο ήταν κανόνας. Ήταν τρόπος ζωής, να είμαστε σκληραγωγημένοι από τη σχολή. Η αντίληψη ότι ο ηθοποιός ακούει προσβολές και δεν πρέπει να σηκώνει κεφάλι ήταν κανόνας κάποτε. Προσωπικά, όταν το έζησα μικρός, είχα αποφασίσει ότι όταν εγώ θα ηγούμαι μιας ομάδας, θα άλλαζα ό,τι συμπεριφορά δεν μου άρεσε».
«Τέλειο μπορεί να είναι ένα διαζύγιο. Μπορεί να είναι φανταστικό και ειδικά για τις γυναίκες που είναι πιο δυνατές. Νομίζω ότι αντιλαμβάνονται κάποια στιγμή, πιο γρήγορα από τους άνδρες τις δυνατότητές τους μέσα από τις δυσκολίες, γιατί πάντα αυτό σε αναγκάζει ουσιαστικά να δεις τις δυνατότητές σου. Είτε στην προσωπική σου ζωή, είτε στα επαγγελματικά, μόνο μέσα από δυσκολίες αναλαμβάνεις πρωτοβουλίες και βγαίνεις από την ζώνη ασφαλείας σου. Αναγκάζεσαι να κινητοποιηθείς πιο γρήγορα και να δεις ότι μπορείς να καταφέρεις πολλά περισσότερα απ’ όσα νόμιζες. Υπάρχουν γυναίκες που δεν είναι δυναμικές, που μεγάλωσαν σε ένα σπίτι, στο οποίο δεν τους τόνωσαν ποτέ το ηθικό τους, ούτε τις μεγάλωσαν με αυτοπεποίθηση και δυστυχώς ακόμα και τώρα, η γυναίκα δεν έχει την απόλυτα ισότιμη θέση που της αξίζει στην κοινωνία».
«Η ελευθερία δεν είναι σύνθημα σε ένα πανό, είναι κάτι που πρέπει κι εμείς να παραχωρούμε στον σύντροφό μας, στο παιδί μας, στον φίλο μας. Πρέπει να είναι και ένας εσωτερικός αγώνας ταυτόχρονα με τους κοινωνικούς αγώνες. Δεν πιστεύω πως είναι κάτι που θα πάψει να απασχολεί τους ανθρώπους, το πόσο θα διευρύνουν τα όρια των ελευθεριών τους και ταυτόχρονα, το πόσο καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι η δική μου (με κεφαλαία, το «μου») ελευθερία που επείγει, αλλά θα πρέπει να σέβομαι και την ελευθερία του διπλανού μου, την διαφορετική του άποψη».
«Ο Φοίβος μου δίνει καθημερινά συμβουλές, είναι κανονικός μέντορας και είμαι πολύ τυχερή που τον έχω, μπορώ να τον ρωτάω για τα πάντα χωρίς ντροπή. Νομίζω η συμβουλή που μου έδωσε να μην προσπαθήσω να τραγουδήσω ένα πράγμα που θα με καθορίσει για πάντα, τζαζ ή λαϊκά, αλλά να δημιουργήσω μία μίξη, μία ενιαία μουσική και να την καθιερώσω εγώ στον κόσμο ως κάτι δικό μου, του το χρωστάω για πάντα».
«Μπορεί κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους να θέλουν να απεγκλωβιστούν και πρέπει να εξετάσει κανείς πως μπορεί να βοηθήσει τέτοιες διαδρομές. Σε όλους τους ανθρώπους πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι υπάρχει η πιθανότητα να δουν τα πράγματα διαφορετικά. Από αυτό που θέλουμε να είναι η βάση της σωφρονιστικής μας πολιτικής δε μπορούμε να εξαιρέσουμε το ακροδεξιό περιθώριο. Πιστεύω στη διαφορά που κάνουν οι αποχρώσεις. Έχει σημασία για μένα εάν κάποιος έπαψε να ψηφίζει Χρυσή Αυγή. Ίσως να μην ψηφίσει αύριο ΚΚΕ μ-λ μα κάτι πιο συγγενές σε κείνον. Θα έχει διαφορά, όμως, από τους ναζί μαχαιροβγάλτες. Είναι σημαντικό να βγάλεις από τη μέγγενη αυτής της βίας όσο περισσότερους ανθρώπους μπορείς και να ανατρέψεις συνολικά το ακροδεξιό αφήγημα».
«Στον Τύπο της Μάλτας άρχισε να γράφεται ότι ήμουν κατάσκοπος σταλμένη από τη Ρωσία και με αποκαλούσαν The Bond Girl και Γυναίκα-Αράχνη. Με κατηγόρησαν ακόμη και για τη δολοφονία της Ντάφνι. Ύστερα από τις αποκαλύψεις της Ντάφνι, ο Πρωθυπουργός κάλεσε πρόωρα σε εκλογές τις οποίες κέρδισε με μεγάλη διαφορά, τον Ιούνιο του 2017. Όταν ανέλαβε και πάλι την εξουσία, κατάλαβα πως δεν είμαι πια ασφαλής στη Μάλτα. Στην προεκλογική του εκστρατεία μάλιστα, τόνιζε και ο ίδιος πως είμαι κατάσκοπος».
«Όταν είσαι κινηματογραφιστής, αυτό με το οποίο ασχολείσαι και το οποίο τραβάς περισσότερο, είναι το ανθρώπινο σώμα. Το ανθρώπινο πρόσωπο, η φωνή, το σώμα. Είναι το αντικείμενο του θέματός σου, καθώς έχεις να κάνεις με την ανθρώπινη κατάσταση. Πιστεύω ότι κάθε κινηματογραφιστής έχει φοβερή εμμονή με το σώμα επειδή ακριβώς αυτό είναι το υλικό με το οποίο δουλεύει. Από την άλλη, ναι, είναι cool, είναι ωραίο το γεγονός ότι με συνέδεσαν με την επινόηση ενός καινούργιου, συγκεκριμένου είδους κινηματογραφικής γραφής. Αυτός είναι ο χώρος μας και είμαι χαρούμενος που είμαι κατά κάποιο τρόπο το avatar, η ενσάρκωση του συγκεκριμένου είδους κινηματογραφικής δημιουργίας, αν και είναι κάτι πολύ φυσιολογικό για μένα. Αυτό το είδος ταινιών κάνω, δεν το προσπάθησα, δεν είπα ποτέ στον εαυτό μου «πρέπει να εφεύρω ένα νέο είδος κινηματογραφικής γραφής».
«Δεν μπορείς να είσαι τόσο πετυχημένος αν δεν είσαι φιλόδοξος. Αλλά ο τρόπος που προσεγγίζει την πολιτική [η Μέρκελ] είναι πραγματιστικός. Δεν είναι Μπάρακ Ομπάμα. Δεν είναι ένας πολιτικός με όραμα, με όνειρο. Είναι περισσότερο, όπως λέμε και στη Γερμανία μερικές φορές, μια «έξυπνη νοικοκυρά». Ξέρει να λύνει τα προβλήματα. Είναι βεβαίως 15 χρόνια Καγκελάριος. Και παρά τον πραγματισμό της έχει βαθιές αξίες στην διακυβέρνησή της».
«Ελάτε μια φορά, για να πάρετε μια γεύση και μετά ελάτε ξανά, για να γνωρίσετε το νησί όπως πρέπει. Ελπίζω ότι πολλοί παραθεριστές είναι ευαισθητοποιημένοι σε περιβαλλοντολογικά προβλήματα και κάποια στιγμή δεν θα χρειάζεται να υπάρχει η ομάδα που καθαρίζει κάθε χρόνο τις παραλίες από τα πλαστικά μπουκάλια και τα υπόλοιπα σκουπίδια, πριν ξεκινήσει η τουριστική σεζόν. Από την άλλη μπορούμε πάντα να λέμε ότι τα σκουπίδια ξεβράζονται στην Ανάφη από τα πλοία και από τη Σαντορίνη που είναι απέναντι!».
«Η πανδημία έχει κάνει έναν μικρό αριθμό ανθρώπων πάρα πολύ πλούσιους και πια ο αριθμός των δισεκατομμυριούχων είναι μεγαλύτερος από ποτέ. Επίσης, τα έσοδα του Amazon, συγκεκριμένα, είναι πραγματικά τεράστια. Το να γυρίσουμε πίσω στην κανονικότητα που ξέραμε σημαίνει ότι επιστρέφουμε στην ανισότητα και την αδικία για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Οπότε πιστεύω ότι όλη η ουσία του Ευρωπαϊκού Συνεδρίου εδώ είναι να δημιουργήσει εναλλακτικές οδούς. Να «χτίσει» την Πράσινη Βιομηχανική Επανάσταση, η οποία μιλάει για μια πιο δίκαιη και πιο ισότιμη κοινωνία. Η Αριστερά πρέπει να αποκτήσει μια πιο ευφάνταστη προσέγγιση, πιο καλλιτεχνική και ενθουσιώδη. Όταν γραφτεί η ιστορία του 21ου αιώνα, αυτοί οι πολιτικοί που χρησιμοποίησαν την προσφυγική κρίση για να προωθήσουν ακροδεξιές πολιτικές θα είναι ακριβώς ίδιοι με όσους έκαναν πλάτες στους Ναζί στις δεκαετίες του ‘20 και του ‘40».
«Σκέφτομαι πως θα μπορούσα να είμαι κάθε κορίτσι που κακοποιείται και δολοφονείται, και αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε εμάς, όχι σε κάποιες γυναίκες κάπου μακριά που δεν γνωρίζουμε. Είναι χυδαιότητα πάνω από τα κορμιά και τον πόνο των γυναικών να αναπτύσσεται η ρητορική του «γιατί δεν έφυγες, γιατί δεν τον χτύπησες». Είναι ελεεινό. Η πιο δυναμική γυναίκα, μπορεί να υποστεί κακοποίηση. Εγώ και εσύ είμαστε υποψήφια θύματα. Δεν ήταν οι γυναίκες αυτές άτυχες, εμείς είμαστε τυχερές. Είναι γυναικοκτονία».
«Κανένας δεν έρχεται με μίσος και κανένας δεν έχει μέσα του το γονίδιο του να κοροϊδέψει κάποιον. Μας το μαθαίνουν. Τα social media στο μαθαίνουν σίγουρα, η τηλεόραση έχει και αυτή το μερίδιό της και νομίζω επίσης ότι η κουλτούρα του “κοροϊδεύω κάποιον για να γελάσουμε” είναι μία κουλτούρα που υπάρχει στην Ελλάδα εξαιρετικά έντονα. Και δεν διαμαρτύρεται σχεδόν κανείς γι’ αυτό. Υπάρχει άνθρωπος που έχει κάνει καριέρα στην τηλεόραση με το να δείχνει παρουσιαστές από τοπικά κανάλια για να τους κοροϊδέψει για το πώς έχουν ντυθεί και ξεκαρδίζεται παρέα με το κοινό του. Αυτή η εικόνα για μένα είναι άγρια, αποτρόπαια και σχεδόν κανιβαλιστική. Αυτή είναι η κουλτούρα του “κοροϊδεύω τον άλλον για να γελάσουμε, δείχνω αυτόν με το δάχτυλο, για να γελάσουμε”. Από εκεί και πέρα όμως, είναι δική σου αποκλειστικά και μόνο επιλογή το να μπεις στο instagram κάποιου και να του ευχηθείς θάνατο, δεν σε βάζει κανένας άλλος. Γιατί επιλέγεις να το κάνεις είναι δικό σου θέμα και από τη στιγμή που το έκανες, νομίζω ότι πρέπει να πας να δεις έναν γιατρό. Η στιγμή που μπαίνεις στο instagram κάποιου και του λες “Ψόφα”, πρέπει να καταλάβεις ότι είναι μία πολύ σημαντική στιγμή στη ζωή σου. Είναι η στιγμή που πρέπει να σκεφτείς, “Κάτι δεν πάει καλά μέσα μου”».
«Να μας δώσουν ένα manual για το πως είναι μία αριστερή δημοσιογράφος να ξέρουμε. Δεν θα ακούσεις ποτέ για άντρα συνάδελφο, ακόμη και αριστερό, γιατί εγώ δεν έκρυψα ποτέ ότι είμαι αριστερή, «Τί είναι αυτά που φοράει», «γιατί τα φοράει», «πώς είναι τα μαλλιά του» ή αν η γραβάτα που φοράει είναι καλόγουστη. Για μία γυναίκα νεαρή, αριστερή δημοσιογράφο θα ακούσεις τα πάντα. Από το αν δικαιούται να εκφέρει άποψη επειδή είναι ξανθιά, από το αν πρέπει αφετηριακά να είναι ξανθιά, γιατί δεν ταιριάζει στο στερεότυπο που θέλει τις αριστερές γυναίκες μελαχρινές πως να το πω… και με τριχοφυΐα και με ταγάρι. Δεν είναι ταγάρια οι αριστερές. Οι αριστερές είναι γυναίκες που ζουν στο 2021. Κάποιες επιθυμούν να κάνουν αποτρίχωση, άλλες επιθυμούν να μην κάνουν, κάποιες επιθυμούν να μακιγιάρονται, άλλες όχι. Εμένα η δουλειά μου επιβάλλει ένα εμφανισιακό στερεότυπο, πρέπει να είμαι περιποιημένη χτενισμένη και μακιγιαρισμένη. Δεν το θεωρώ μεγάλη πίεση. Μου αρέσει. Η πολιτική μου άποψη δεν ήταν ποτέ εμπόδιο, ούτε στο να καλλωπίζομαι, ούτε στο να μην καλλωπίζομαι. Αντιθέτως, η πολιτική μου άποψη μου έδωσε την ελευθερία να ξέρω γιατί το κάνω και για ποιον το κάνω. Το κάνω για εμένα. Η τοξικότητα συγκεκριμένων μέσων είναι γνωστή και έχουν κριθεί και στις συνειδήσεις του κόσμου. Είμαι σε ένα σημείο που δεν με στεναχωρούν ούτε με αγγίζουν αυτές οι κριτικές. Αν μπορώ έστω και λίγο να βοηθήσω, ώστε κορίτσια στην ηλικία μου ή οι νεότερες γυναίκες, να μην νιώθουν άσχημα επειδή θα τις ήθελαν 1, 75, ενώ είναι 1, 65 ή θα τις ήθελαν να είναι 65 κιλά ή 85 κιλά, τότε ας βρίζουν εμένα. Εγώ είμαι OK με αυτό, απλά γκώσαμε πια».
«Όσο πιο ορατό είναι το queer βίωμα, όσο πιο πολύ εξιστορείται από άτομα που είναι queer, τόσο περισσότερο η υπόλοιπη κοινωνία αναγκάζεται να το δεχτεί σαν μέρος της πραγματικότητας. Είμαστε μαγικά πλάσματα σίγουρα άλλα θέλουμε να είμαστε και αληθινά, με πραγματικά, χειροπιαστά δικαιώματα, ελευθερίες, όνειρα και μια θέση στον ήλιο».
«Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι από τη στιγμή που οι βιβλιοθήκες άρχισαν να ψηφιοποιούν υλικό και να το μοιράζονται με τους χρήστες τους, εδώ και είκοσι περίπου χρόνια, η σχέση της βιβλιοθήκης με τους αναγνώστες έχει γίνει ακόμα πιο δυνατή. Οι βιβλιοθήκες αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να μην λειτουργούν ως αποθήκες, ως μέρη όπου κάποιος απλά φυλάει τα βιβλία του, αλλά οφείλουν και προσπαθούν να γίνουν συνομιλητές με το κοινό τους και να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες του».
«Η απόφαση για τη μη προφυλάκιση για μένα ήταν αναμενόμενη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν σκανδαλώδης. Ξέρουμε ότι, στις υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται η αστυνομία, οι αστυνομικοί απολαμβάνουν μιας ειδικής δικονομίας. Θα είχαμε εντελώς διαφορετική μεταχείριση αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι. Ας θυμηθούμε την υπόθεση του αστυνομικού που δέχτηκε επίθεση στη Νέα Σμύρνη. Εκεί η ελληνική δικαιοσύνη χαρακτήρισε την επίθεση ως απόπειρα ανθρωποκτονίας, προφυλάκισε έναν άνθρωπο στη βάση μιας εξαιρετικά προβληματικής κατάθεσης, τον άφησε αρκετούς μήνες στη φυλακή και μόνο αφού έπεσε το θέμα αποφασίστηκε η αποφυλάκιση του. […] Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και τα μέλη τους δεν υπερασπίζονται μόνο τις υποθέσεις που έχει χωριστά ο κάθε δικηγόρος. Από τη θεσμική τους συγκρότηση είναι σώματα που έχουν ως αποστολή να τοποθετούνται σε ζητήματα ευρύτερης κοινωνικής σημασίας, να παρεμβαίνουν στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία και σίγουρα σε θέματα δημοκρατικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών. Εμείς θέλουμε ο Δικηγορικός Σύλλογος να βρίσκεται απέναντι στην κρατική εξουσία όταν υπάρχει η οποιαδήποτε υπόνοια ακύρωσης των φιλελευθέρων εγγυήσεων και του κράτους δικαίου. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει».
«Συνέχεια θα ανεβαίνουν τα ίδια έργα, συνέχεια θα παίζονται αυτοί οι ρόλοι. Το κομμάτι της επαναληπτικότητας είναι μέσα στην φύση της δουλειάς μας. Έναν ηθοποιό δεν τον τρομάζει αν ένας άλλος ηθοποιός έπαιξε έναν ρόλο, ακόμα κι αν τον έπαιξε σπουδαία. Δεν είμαι η Βίβιαν Λι, είμαι εγώ με τον δικό μου ψυχισμό. Οι εμβληματικοί ρόλοι φέρουν από μόνοι τους κάποιον μύθο, μια ιστορία που κάθε φορά ένας ταπεινός ηθοποιός ή δημιουργός, προσπαθεί να ανακαλύψει μέσα από τον ίδιο και μέσα από την σκηνοθεσία, κάτι καινούργιο να φέρει».
«Πιστεύω μόνο στην αγάπη, την αλληλεγγύη, τον αλληλοσεβασμό και την ανθρωπιά. Έχω γυρίσει όλον τον κόσμο έμαθα να αγαπώ και να σέβομαι ανεξαρτήτως πατρίδας, χρώματος, φυλής και σεξουαλικού προσανατολισμού. Έχω καταφέρει να κλαίω χωρίς ντροπή με τον πόνο των ανθρώπων, με τα παιδιά που πεινάνε, με τα κράτη που συνθλίβονται. Και αυτή είναι η μόνη μου απάντηση στον κύριο Λιγνάδη».
«Αν ήμασταν υπό κατοχή, δε θα υπήρχε ερώτηση για το τί συνιστά αντίσταση. Γιατί όταν είσαι σε κατοχή, η αντίσταση είναι με όλα τα μέσα, δεν το συζητάμε, με όλα τα μέσα! Από τον ένοπλο αγώνα ως το σαμποτάζ, ως το να πλαγιάσεις με τον εχθρό για να του πάρεις πληροφορίες, ως το να πας στο εξωτερικό και να διοργανώσεις κινητοποιήσεις, να μαζέψεις χρήματα. Εκεί, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, διότι είμαστε υπό κατοχή. Εδώ είμαστε σε δημοκρατικό καθεστώς, το οποίο βάζει κάποια όρια. Υπάρχουν νόμοι, πρέπει να είναι υποτίθεται σεβαστοί, και το γεγονός είναι ότι η Χρυσή Αυγή και κάθε Χρυσή Αυγή, δηλαδή φασιστικά ή ακροδεξιά κόμματα, τα οποία είναι η γενέτειρα των ναζιστών και των φασιστών, δεν μπαίνουν στη βουλή με πραξικοπήματα. Δεν μπαίνουν στη βουλή, όπως και είπε στην πρώτη μου ταινία ο Κασιδιάρης, με τανκς, αλλά μπαίνουν με την ψήφο του λαού, χρησιμοποιώντας τους νόμιμους θεσμούς της δημοκρατίας. Οπότε εδώ υπάρχει ένα θέμα. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν θέτω το ερώτημα «αν» πρέπει να υπάρχει αντίσταση, αλλά «ποιά πρέπει να είναι η αντίσταση». Αντιστεκόμαστε, ο καθένας όπως μπορεί, η κάθε μία όπως μπορεί. Δεν είναι εύκολο για τον καθένα και την καθεμία να κατέβει σε ένοπλη πάλη ή να κατέβει στον δρόμο αν φοβάται με την καταστολή που έχουμε, αλλά μπορεί να κάνει κάτι, να πάει να μιλήσει στον γείτονά του, στη γειτόνισσά του, να πει «Γιατί ψηφίζεις αυτούς; Αυτοί έκαναν αυτό, αυτό και αυτό». Το να κατέβεις από έναν ταξιτζή που αρχίζει και βρίζει τους ξένους, τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, είναι αντίσταση. Χάνεις το ραντεβού σου, αλλά κατεβαίνεις. Κι άμα θέλεις, πας στην αστυνομία. Να πεις στον ταξιτζή, στον μαγαζάτορα, στην κυρία Κατίνα, «Είμαι λεσβία! Με έθιξες!». Και να μην είσαι, δε μας νοιάζει, το θέμα είναι ότι η αντίσταση είναι μια καθημερινή στάση, αλλά και πράξη. Ο αντιφασισμός δεν είναι lifestyle, όπως λέει μια αντιφασιστική ομάδα στην ταινία. Ο αντιφασισμός, όπως λέει μια κοπέλα στην ταινία, δεν είναι να είμαστε μεταξύ μας στα Εξάρχεια και να τα λέμε. Ή δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και να πας στα λημέρια των αντιπάλων, αυτό είναι ουσιαστικό πράγμα, είναι στην καθημερινότητά σου. Να μην τους αφήνεις πιθαμή χώρο. Δηλαδή, θα τα βάλεις με τη δασκάλα του παιδιού που κάνει ρατσιστικά σχόλια στο σχολείο. Θα τα βάλεις με τον γείτονα, θα τα βάλεις με οποιονδήποτε, με επιχειρήματα όμως και με εναλλακτικές προτάσεις».
«Χρησιμοποιώ πολλές αφηρημένες ιδέες και τεχνικές, μουσικά και οπτικά αλλά στο τέλος, η μουσική προκύπτει από το πώς νιώθω για όλα αυτά τα πράγματα. Δουλεύω αποκλειστικά με το ένστικτο και το συναίσθημα σε ότι έχει σχέση με την αρμονική φόρμα της μουσικής μου και νομίζω ότι αυτή η επικοινωνία των συναισθημάτων είναι που συνδέεται και με τον υπόλοιπο κόσμο».
«Η ΕΕ δεν υπήρξε ποτέ ενωμένη σε ζητήματα όπως η υγεία. Οι αντιευρωπαίοι και οι ευρωσκεπτικιστές δεν καταλαβαίνουν όμως ότι η ισχύς των Βρυξελλών είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Δεν μπορούν να κάνουν οι Βρυξέλλες πολλά. Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα στην ΕΕ. Αλλά για τον ανεπιτυχή χειρισμό του ματωμένου «μετώπου» των εμβολίων πρέπει να κατηγορήσουμε πάνω από όλους τον Μακρόν. Την ηλιθιότητα δηλαδή των πολιτικών ηγετών -όπως και του Βρετανού, που είναι έτσι κι αλλιώς ένας ανόητος κλόουν».
«Είναι πραγματικά ανατριχιαστικό αυτό που συμβαίνει στα νησιά, αυτό που κάνει η Ευρώπη με την Ελλάδα. Για να είμαι ειλικρινής, είναι μέρος του τρόπου με τον οποίο οι Βορειοευρωπαίοι μπορούν να απανθρωποποιούν τους Έλληνες. Οι Έλληνες εθελούσια αφήνονται να απανθρωποποιηθούν. Μιλάς στους Βορειοευρωπαίους, “το αφήνουμε στους Έλληνες, γιατί αυτοί μπορούν να το κάνουν, να κάνουν αυτή τη δουλειά να συμπεριφέρονται βίαια σε ανθρώπους, γιατί είναι Νοτιοευρωπαίοι, βασικά δεν είναι λευκοί έτσι κι αλλιώς”. Οπότε, είναι τρομακτικό που οι Έλληνες έχουν δεχθεί να είναι η συνοριακή αστυνομία της Ευρώπης. Συνεισφέρει στη ρατσιστική αντιμετώπιση των Ελλήνων. Οι Γερμανοί θα σου πουν “δεν θα μπορούσαμε ποτέ να το κάνουμε αυτό, είμαστε ιδιαίτερα αξιοπρεπείς, άσ’το στους Νοτιοευρωπαίους».
«Όταν είχα διαβάσει το πρώτο hate comment ήμουν 17,5 χρονών και έκλαιγα μπορεί και πέντε ώρες. Πλέον, κρατάω τυχόν αρνητικά σχόλια, τα οποία είναι εποικοδομητικά, τα κακοπροαίρετα και τα ρατσιστικά όμως δεν τα κρατάω πια. Έκανα αγώνα όμως γι΄αυτό. Έκανα αγώνα για να με αγαπήσω, για να αγαπήσω το σώμα μου. Έκανα αγώνα για να παραδεχτώ ότι στην τελική δεν θέλω να αδυνατίσω και μου αρέσω έτσι όπως είμαι. Φοράω το μαγιό μου και μου αρέσω που είμαι όπως είμαι».
«Θυμάμαι ένα κορίτσι, που είχε μια νοητική δυσλειτουργία και δυσκολευόταν στα μαθήματα. Υπήρχαν πολλά παιδιά που της ασκούσαν bullying. Θυμάμαι τα παιδιά να τη σπρώχνουν – ήταν ένα εύσωμο κορίτσι – κι εγώ έμπαινα μπροστά. Με τη δική μου «ιδιαιτερότητα» σαν παιδί, διέθετα ενσυναίσθηση. Ήμουν αρκετά δυναμικός, δεν μπορούσα να ανεχτώ τέτοιες συμπεριφορές και αντιδρούσα. Στο σχολείο μας υπήρχε διαφορετικότητα. Υπήρχαν παιδιά διαφορετικής καταγωγής, διαφορετικού χρώματος δέρματος – και η καθημερινότητα ήταν αρκετά επώδυνη για εκείνα. Τη διαφορετικότητα την ευχαριστήθηκα πραγματικά στα σχολεία στο Λονδίνο, καθώς εκεί υπάρχει αποδοχή η οποία ξεκινάει από την οικογένεια. Εδώ ακόμη επικρατούν τα πατριαρχικά πρότυπα στην ανατροφή ενός αγοριού για παράδειγμα. Εγώ μεγάλωσα προχωρώντας στο δρόμο και ακούγοντας χαρακτηρισμούς που τελείωναν σε “-άρα”. Νόμιζα εκείνη την εποχή πως είναι φυσιολογικό να με αποκαλούν έτσι και γι’ αυτό απέφευγα να αντιδράσω. Πλέον, με όλα όσα συμβαίνουν και αναδύονται στην επικαιρότητα – από την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες μέχρι την καταπίεση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων – τα πράγματα έχουν αλλάξει, ο κόσμος αντιδράει».
«Όλη μου η ελπίδα εναπόκειται στην αλληλεγγύη, στην αυτοοργάνωση, και στη συσπείρωση. Μπροστά σε κάθε φασίστα και βασανιστή, σε κάθε ωρολογιακή βόμβα μίσους που καταχράται εξουσία και εκτελεί εντολές αγνώστου προελεύσεως, γυρνώ την πλάτη επιδεικτικά και στρέφομαι με προσμονή και λαχτάρα σε οποιοδήποτε δείγμα ηθικής και ανθρωπιάς έχει απομείνει σε αυτούς τους θεσμούς. Το ίδιο το σύστημα οφείλει να αποτοξινώσει τον εαυτό του, όπως συνέβη και στο χώρο του θεάτρου. Να συμβεί το ίδιο και μέσα στην αστυνομία, στην πολιτική, στα δικαστήρια, στη δημοσιογραφία, παντού. Να ξεβρωμίσουμε, να ησυχάσουμε. Να τελειώνουμε με την ανομία και τον κανιβαλισμό, να ζήσουμε με αλήθεια και ενότητα. Να μορφώσουμε το νου και την ψυχή μας».
«Tο coming out σε ένα πλατό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Εμένα αυτό που με εκνευρίζει είναι ότι εάν κάποιος είναι gay, δεν θέλει και δεν έχει κάνει coming out, τότε καλό είναι μην καταπιέζει τα δικαιώματα των υπολοίπων και να μην προσπαθεί να διώξει την ενοχή του κάνοντας ομοφοβικά σχόλια και δείχνοντας με το δάχτυλο όποιον είναι πιο θαρραλέος από εκείνον».
«Πάντα έχω την ανάγκη να παίρνω θέση στα κοινωνικά και πολιτικά θέματα. Νομίζω ότι καταλυτικό ρόλο έπαιξε το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα. Η γιαγιά, η μητέρα της μάνας μου, ήταν πολύ μπροστά για την εποχή της. Εγώ σχολώντας από το σχολείο, πετούσα τη τσάντα μου και έτρεχα στο σπίτι της γιαγιάς. Όλοι με μάλωναν γιατί ήμουν πολύ ζωηρή, αλλά η γιαγιά ήταν μεγάλη αγκαλιά για μένα. Είναι πολύ σημαντικό να παίρνουμε θέση στα κοινωνικά εγκλήματα και να μην σιωπούμε. Προσωπικά, δεν μπορώ να βλέπω αθώους ανθρώπους να πέφτουν θύματα του φασισμού, του ρατσισμού, του σεξισμού και της πατριαρχίας. Θεωρώ τη σιωπή ντροπή και συνενοχή. Έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε γιατί δυστυχώς ακόμα όλα αυτά είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας».
«Είναι σημαντικό για μας να παρέχουμε ευαισθητοποίηση στο κομμάτι της ψυχικής υγείας μέσα από την τέχνη μας. Οτιδήποτε εκτίθεται μέσω της μουσικής, μπορεί να συνδεθεί με το βίωμα κάποιου άλλου ανθρώπου. Μας αρέσει να βγάζουμε προς τα έξω την ευαλωτότητά μας, δεν ντρεπόμαστε. Επίσης, η έκθεση αυτή, μέσω της μουσικής γίνεται με έναν έμμεσο και συχνά μεταφορικό τρόπο, πράγμα το οποίο μας κάνει να νιώθουμε πιο άνετα. Μας δίνει ένα αίσθημα ασφάλειας».
«Δεν πιέστηκα ψυχικά, παρόλο που η πρώτη εμπειρία με τη φυλακή, τις σιδερένιες πόρτες, τα κάγκελα, τους ανιχνευτές μετάλλων, τις ηλεκτρονικές φυλακές κ.λπ., ήταν ένα μεγάλο σοκ. Πήγα στην κοινότητα η οποία ήταν μια όαση».
«Πιστεύω ότι η μουσική σαν τέχνη γενικότερα είναι ακόμη πιο σημαντική σε περιόδους σαν αυτήν. Βέβαια είναι λίγο ειρωνικό το γεγονός ότι όλο αυτό δημιούργησε την κατάρρευση της ζωντανής μουσικής, των συναυλιών, γενικά της βιομηχανίας των θεαμάτων αλλά έχουμε γεννηθεί για να δημιουργούμε και δεν πρόκειται να σταματήσουμε να το κάνουμε αυτό. Η μουσική σε τέτοιους καιρούς μας θυμίζει την αξία της κοινωνικότητας και της ανθρώπινης επαφής. Βρίσκουμε σε αυτήν παρηγοριά και μας βοηθάει να αναρρώσουμε».
«Δεν είμαι άνθρωπος που απολαμβάνει πολύ την αδράνεια, ειδικά όταν είμαι στην Αθήνα. Μου φαίνεται αφύσικο, νιώθω ότι πρέπει να δουλεύω, αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να βρίσκομαι εδώ. Πέρασα διάφορες μεταστάσεις, αλλά αποφάσισα πως δεν θα καθίσω να σαπίσω και επειδή μου αρέσει πολύ να διαβάζω ιστορία, ξαφνικά αποφάσισα μια μέρα πως θα κάνω προετοιμασία για τις πανελλήνιες. Διάβασα, έδωσα και πέρασα φέτος στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό. Καθόλη την διάρκεια της καραντίνας, εγώ ξυπνούσα με πρόγραμμα, έφτιαχνα καφέ και διάβαζα. Κάθισα ξανά σε θρανίο παρέα με εφήβους.
Νομίζω στην πραγματική ζωή ο έρωτας είναι πολύ χειρότερος. Λένε ότι οι μεγάλοι έρωτες είναι μεγάλοι, επειδή κάτι τους διακόπτει, όπως τον έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, που τον διέκοψε ο θάνατος. Ο έρωτας είναι κάτι ζωντανό και ό, τι είναι ζωντανό σιγά-σιγά καταστρέφεται, φθείρεται».
«Δεν μπορώ να μη σταθώ σε δύο κομβικές περιπτώσεις απανθρωπιάς που λέρωσαν την ζωή μας τον τελευταίο καιρό, σ’ αυτήν τη χώρα. Η μία, είναι η περίπτωση της δολοφονίας-λιντσαρίσματος του Ζακ Κωστόπουλου και η άλλη, η περίπτωση του πρόσφυγα Macky Diabate, που πέθανε από περιτονίτιδα, όταν για τρεις ολόκληρες μέρες έκλαιγε και παρακαλούσε τους φύλακες στο κέντρο κράτησης αλλοδαπών στην Κω, να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Μπράβο μας και να χαιρόμαστε και την επέτειο για τα 200 χρόνια ελληνικής λεβεντιάς».
«Όλα είναι πολιτικός λόγος. Από την ώρα που αποφασίζω να περπατήσω στο δρόμο, μέχρι το πως επικοινωνώ με τους ανθρώπους που έχω κοντά μου, το τι κάνω στη δουλειά μου και το πως χρησιμοποιώ τα εργαλεία που μου δόθηκαν, στην προκειμένη περίπτωση, η τέχνη, ώστε να επικοινωνήσω κάποια πράγματα που είναι ηθικά. Όπως το να μη σκοτώνεις κάποιον επειδή είναι γυναίκα. Λέω εγώ τώρα, έτσι, ένα παράδειγμα. Ή το να μη σκοτώνεις ένα πλάσμα που έχει μάτια και στόμα και μπορεί να σε κοιτάξει και να κλάψει. Ή να ελέγξεις τις ηδονές σου, ώστε να μη φας κάτι που είναι αποτέλεσμα αυτής της εκμετάλλευσης των ζώων. Όλα είναι πολιτική. Δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι πολιτικό.
Δεν γίνονται αρκετά πράγματα για να μην δολοφονούνται άνθρωποι. Για να μη με βρίζουν στο δρόμο ή να μην είμαι στο τηλέφωνο, όταν γυρίζω σπίτι το βράδυ, για να νιώθω πιο ασφαλής. Δεν γίνονται αρκετά πράγματα για να φιλάω το αγόρι μου δημοσίως, χωρίς να έχω ανοιχτά τα μάτια, στην περίπτωση που συμβεί κάτι. Δεν είναι αρκετά για να εκφράζω το queernes μου, όπως θέλω. Δεν είναι αρκετά για να είμαι απλώς ένας καλλιτέχνης, κι όχι ένας queer καλλιτέχνης».
«Το θέατρο δεν κινδυνεύει από τίποτα. Είναι μία αρχαία τέχνη, η οποία έχει επιβιώσει μέσα στις χιλιετίες από Ιερά Εξέταση, από παγκόσμιους πολέμους, από φυσικές καταστροφές. Δεν κινδυνεύει το θέατρο επειδή αυτή τη στιγμή βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας αυτές οι ιστορίες, ίσα-ίσα, γιατί το θέατρο είναι οι άνθρωποι του. Δεν είναι κάτι γενικό, δεν είναι μία ιδέα. Το θέατρο είναι κάθε φορά οι άνθρωποι, οι οποίοι φέρουν αυτή την τέχνη και το κοινό που βλέπει αυτή την τέχνη και συμμετέχει σε αυτήν, γιατί το κοινό είναι συμμετοχικό στο θέατρο. Αν οι άνθρωποι του νιώθουν πιο ασφαλείς, το θέατρο θα είναι πιο ελεύθερο να μεγαλουργεί.
Δεν έχουμε πολιτισμό στην Ελλάδα. Αυτή είναι η αλήθεια και δεν είμαι ισοπεδωτικός. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει τέχνη στην Ελλάδα, λέω ότι δεν έχουμε πολιτισμό. Ο πολιτισμός σημαίνει συντονισμένη προσπάθεια προώθησης των Τεχνών. Δεν εννοώ μαρκετινίστικα, εννοώ ουσιαστικά. Τώρα το γιατί… γιατί έχουμε ένα διεφθαρμένο κράτος και κανένα διεφθαρμένο κράτος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τις τέχνες και τον πολιτισμό. Χρησιμοποιούν τους ηθοποιούς ως βιτρίνα του κόμματος τους. Του εκάστοτε κόμματος. Θέλουν να φωτογραφίζονται δίπλα στους ηθοποιούς μόνο για το image τους, έρχονται στις παραστάσεις μας και φεύγουν στο διάλειμμα, αφού βγάλουν τις φωτογραφίες. Όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι. Επομένως δεν ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό στην Ελλάδα».
Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία ακόμη και το κλάμα είναι απαγορευτικό για τους άντρες. Υπάρχει σεξισμός απέναντι και στους άντρες πολλές φορές, τα στερεότυπα εγκλωβίζουν και τους ίδιους. Το κλάμα αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία του οργανισμού μας. Δεν μπορείς και δεν πρέπει να το αναγάγεις σε κάτι μαλθακό. Για πάρα πολλά χρόνια, μια απολύτως φυσιολογική διαδικασία του ανθρώπινου σώματος, είχε αναχθεί σε έμφυλο ζήτημα, σε αδυναμία. Τα πατριαρχικά στερεότυπα εν γένει δεν εξυπηρετούν κανέναν».
«Κι εγώ μπορεί να γίνομαι αυστηρός κάποιες φορές αλλά ζούμε σε μία τόσο ζόρικη εποχή που αν συνεχώς βάζουμε κι άλλα όρια στους ανθρώπους, δεν θα βγει κάτι καλό. Πιστεύω στην ελευθερία και στην προσωπική αναζήτηση και θεωρώ ότι τα όρια καλό είναι να μπαίνουν όταν υπάρχει μια βλάβη, όσο δεν υπάρχει βλάβη και το μόνο που υπάρχει παραπέρα είναι το κάτι διαφορετικό, ας το δούμε και το κάτι διαφορετικό. Γιατί όχι; Νιώθω ότι κουβαλάω μια κληρονομημένη αυστηρότητα που προσπαθώ μέσα από τα χρόνια σταδιακά να την αφήνω πίσω μου γιατί νομίζω ότι η ζωή απολαμβάνεται καλύτερα χωρίς αυτό το βάρος».
«Τη στιγμή που ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του, η κοινωνία στην οποία ζούσε νοσούσε, έχοντας υιοθετήσει πολύ σκληρά χαρακτηριστικά και ακραίες πράξεις. Στην κοινωνία του σήμερα εξακολουθούμε να μην τοποθετούμε τις σχέσεις μας σε μια υγιή βάση, διαιωνίζοντας τα νοσήματα. Αυτό είναι μια πρόκληση που υπάρχει σε κάθε εποχή. Το πώς δηλαδή θα αποστασιοποιηθούμε για λίγο από το συναίσθημα, μετασχηματίζοντας τις σχέσεις, για να οδηγηθούμε σε μια πιο υγιή βάση».
«Το να είσαι με το δάσος για μένα είναι πολιτική θέση. Το να πει κάποιος «δεν πουλάω, έχω κάτι ιερό», για μένα είναι πολιτική στάση. Νομίζω είναι καλό να υπάρχει κάτι για τον καθένα που δεν πουλιέται. Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας άνθρωπος καθαρός που πρεσβεύει μια ηθική. Είναι μια πολιτική ταινία κι αυτό δεν έχει να κάνει με τα κόμματα, αλλά με την πολιτική ως πολίτης, πώς αντιδράς δηλαδή απέναντι στα γεγονότα».
«Πιστεύω ειλικρινά ότι για να παλέψουμε και να διεκδικήσουμε ένα ισότιμο παγκόσμιο σύστημα φαγητού, το οποίο είναι βιώσιμο και δεν περιλαμβάνει βαναυσότητες απέναντι στα ζώα, πρέπει να απομακρυνθούμε από αυτές τις βιομηχανίες. Για εμένα, ο βιγκανισμός είναι μια στάση ζωής κατά της καταπίεσης, το να είμαι ενάντια σε αυτές τις βιομηχανίες, καθώς και να ενημερώνω την κοινότητά μου για τις πραγματικότητες του συστήματος της τροφής μας. Θεωρώ ότι όσον αφορά τα δικαιώματα των ζώων και των ανθρώπων, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα βιομηχανοποιημένα συστήματα. Αναπτύχθηκαν μέσα από ένα υπερκαπιταλιστικό μοντέλο, για το οποίο πολλές χώρες του παγκόσμιου βορρά έχουν την ευθύνη. Όπως για παράδειγμα κουλτούρες ιθαγενών, όπως οι Ρασταφάρι, οι οποίοι απείχαν από την κατανάλωση ζωικών παραγώγων, ή όπως οι Βουδιστές.
«Μπορεί να έχω κανονίσει το πρόγραμμά μου, να έχω να πάω στη δουλειά μου ή σε ένα ραντεβού και την ώρα που βρίσκομαι στο μετρό να μαθαίνω ότι το ασανσέρ δεν λειτουργεί. Είμαι υποχρεωμένη λοιπόν για πολλοστή φορά, να αλλάξω όλο μου το πρόγραμμα. Ακούμε συχνά για το ζήτημα με τις ράμπες στα πεζοδρόμια ή για τα αυτοκίνητα που παρκάρουν μπροστά σε αυτές, όμως τα προβλήματα στην πραγματικότητα είναι πολλά περισσότερα. Η Αθήνα είναι πολύ δύσκολη για ένα άτομο με οποιαδήποτε αναπηρία. Έχω ταξιδέψει αρκετά στη ζωή μου και είναι ένα τα πιο δυσπρόσιτα μέρη. Όποιος επιβιώσει σε αυτή, μπορεί να επιβιώσει παντού!».
«Ανέκαθεν με απασχολούσαν πολύ περισσότερο τα ζητήματα που δεν έχουν να κάνουν τόσο με την αυτοπροβολή, ήδη πριν την όποια αναγνωρισιμότητα. Πιστεύω πως ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του και να μοιράζεται ελεύθερα τα θέματα αυτά που τον απασχολούν, αρκεί φυσικά αυτό να γίνεται με τρόπο τέτοιο που δεν προσβάλλει και δεν καταπατά τον άλλον. Από εκεί και πέρα το πώς χρησιμοποιεί ο καθένας το βήμα των social media επίσης έχει να κάνει με τις επιλογές και τις ανάγκες του και πάλι δεν είναι τίποτα κατακριτέο. Σίγουρα πάντως η κοινωνία αλλά και ο χώρος μας εξελίσσεται, και ολοένα και πιο πολύ οι συνάδελφοί μου παίρνουν ανοιχτά θέση για ζητήματα που απασχολούν την κοινωνική και πολιτική μας ζωή».
«Με πληγώνει που ήμουν ένα παιδί που έκρυψε την ταυτότητα του και θυμώνω με τον εαυτό μου και την κοινωνία. Έχω μεγάλο θυμό που η μητέρα μου έκανε δύο δουλειές και μεγάλωνε μόνη της δύο παιδιά σε ένα όχι και τόσο φιλικό κόσμο, με έναν άφαντο πατέρα. Δικαιολογώ και πάλι την Ελλάδα όμως, γιατί μέχρι την δεκαετία του ’80 έστελνε μετανάστες έξω και ξαφνικά το ’90 δέχτηκε μεγάλο ρεύμα μεταναστών. Θυμώνω ωστόσο, γιατί ίσως δεν ήμουν από τους τυχερούς στην εφηβεία μου να πέσω σε οικογένειες που να με περιθάλψουν.
Ο Γολγοθάς του καθενός είναι μοναδικός, αλλά μην ξεχνάμε όλους αυτούς τους Αλβανούς που πέθαναν στα χιονισμένα βουνά. Σίγουρα η ζωή μας συνδέθηκε με αυτές τις εικόνες. Οι Αλβανοί φάγαμε τέτοιο σκατό, που κρυβόμασταν κυριολεκτικά. Υπήρχαν εκείνες οι φοβερές επιχειρήσεις σκούπα. Θυμάμαι που μας έλεγε η μητέρα μου μια εβδομάδα δεν θα βγούμε από το σπίτι. Τι να μου πει εμένα λοιπόν, η καραντίνα, όταν έχουμε ζήσει στην Αλβανία εποχές πείνας, απομόνωσης και εγκλεισμού; Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα δεν τολμούσαμε καν να μιλήσουμε αλβανικά στο δρόμο. Σε έπιανε ο αστυνομικός στον δρόμο και σου έλεγε «Το δια-βα-τη-ριό σου», λες και αν έκοβε την λέξη εσύ θα καταλάβαινες καλύτερα».
«Το ζήτημα δεν είναι να ψάξουμε για σημάδια βίας στον βιασμό. Ο βιασμός είναι ήδη βία. Δε χρειάζεται έξτρα βία για να το αποδείξεις. Αν δε θέλεις και ο άλλος το καταλάβει είναι βιασμός, δε χρειάζεται καν να πεις όχι, η συναίνεση όπως λέμε ξανά και ξανά είναι το ενθουσιώδες ναι. Αν δεν είναι ναι, τότε είναι όχι, τότε είναι βιασμός. Οι βιασμοί δεν είναι μόνο αυτοί που γίνονται σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι από έναν άγνωστο που παραμονεύει. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό γίνονται από ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να έχουμε βγει ραντεβού, να φλερτάραμε, από συντρόφους ή πρώην συντρόφους, από άτομα του οικογενειακού ή επαγγελματικού περιβάλλοντος. Κάποτε έγραφα αστείες ιστορίες dating που εμπεριείχαν σεξ αλλά εγώ μιλούσα για τα γύρω γύρω που ήταν αστεία και όχι ιδιαίτερα για το σεξ. Ο λόγος που το έκανα αυτό ήταν γιατί το σεξ ήταν τρομακτικό. Έπρεπε να μου έρθει αυτή η αναλαμπή, ότι τα πράγματα για τα οποία δε μιλάς τόσα χρόνια είναι εκείνα για τα οποία πρέπει να μιλήσεις. Δε μιλούσα γιατί επηρέαζαν αρνητικά τη ζωή μου και δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Ένιωθα ότι βρισκόμουν στο κρεβάτι με κάποιον που μου άρεσε άλλα αυτός μου συμπεριφερόταν σαν να μην είμαι ακριβώς άνθρωπος, σαν να είμαι ένα δοχείο που όχι απλώς δεν τον ένοιαζε να με ευχαριστήσει, δεν τον ένοιαζε να μην πονέσω, να μην περάσω φριχτά».
«Έχω δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Αυτό που προσπάθησα να κάνω μετά απ’ όσα έγιναν, ήταν να μιλήσω με την κόρη μου, να της πω να μην ανεχτεί ποτέ τίποτα που δεν θέλει. Επίσης, συνειδητοποίησα πόσο διαφορετικά φερόμαστε οι γονείς στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια. Δεν πρέπει να λέμε απλά στις κόρες μας να προσέχουν, αλλά στους γιους μας να μη γίνονται κακοποιητές. Προσπαθώ να βρω και εγώ την ισορροπία, δεν θέλω να αντιμετωπίζω την κόρη μου σαν πιο ευάλωτη, όμως ξέρω ότι κινδυνεύει περισσότερο».
«Πιστεύω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν σοβαρό κίνδυνο να κάνουμε λανθασμένη διάγνωση για την κλιματική αλλαγή. Η κλιματική αλλαγή, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποτελεί επιδείνωση ενός προβλήματος, αλλά όχι πάντα η υποβόσκουσα αιτία. Για παράδειγμα, οι αλλαγές στο κλίμα μπορεί να κάνουν χειρότερες τις περιόδους ξηρασίας, αλλά συνήθως η κτηνοτροφία να είναι αυτή που προκάλεσε την ξηρασία εξ αρχής. Μπορεί να κάνει χειρότερες τις πλημμύρες, όμως η αποψίλωση των δασών για να βοσκήσουν τα ζώα είναι που προκάλεσε τις πλημμύρες. Για τους ωκεανούς, η ιστορία είναι η ίδια. Οι θερμοκρασίες των ωκεανών μπορεί να να επηρεάσουν τους πληθυσμούς της θαλάσσιας ζωής, αλλά είναι η αλιευτική βιομηχανία είναι η αιτία που προκάλεσε την εξαφάνιση του 90% των μεγάλων ψαριών πρώτα πρώτα. Γεγονός που κατέστησε τους εναπομείναντες πληθυσμούς πολύ πιο ευάλωτους στις περιβαλλοντικές αλλαγές».
«Για τα υπόλοιπα που συμβαίνουν, ας πούμε για το #metoo κίνημα, όχι, για μένα δεν χωράει καθόλου χιούμορ. Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Και στην Αμερική όταν είχε βγει το θέμα με τον Harvey Weinstein, όλοι οι κωμικοί άφησαν λίγο χρόνο. Υπάρχει κίνδυνος ο κόσμος να δει όλο αυτό το πράγμα μόνο από μια αστεία πλευρά κι εγώ προσωπικά σαν Γιώργος δεν θα ήθελα καθόλου να συμβεί αυτό. Τώρα είναι επιτέλους που πρέπει να το πάρουμε σοβαρά αυτό το θέμα στην Ελλάδα γιατί είναι κάτι που ακούμε από όλες τις φίλες μας, τόσα χρόνια, σε κάθε δουλειά, να περνούν τέτοια πράγματα. Είναι η στιγμή να νιώσουν λίγο καλύτερα οι γυναίκες και οι άντρες, που δεν έχουν αυτή την προβολή, ώστε να πάρουν θάρρος και να μιλήσουν. Και να αρχίσουν επιτέλους να φοβούνται και όσοι τα κάνουν όλα αυτά. Αυτό είναι το βασικό. Πρέπει να αφήσουμε όλο αυτό το κίνημα να πάρει τον δρόμο του».
«Έχω δηλώσει πολλές φορές ότι οι ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωποι στην Ελλάδα είμαστε πολίτες Β΄ κατηγορίας, πληρώνουμε φόρους όπως οι πολίτες Α΄ κατηγορίας αλλά έχουμε λιγότερα δικαιώματα από αυτούς. Φυσικά και πρόκειται για παραβίαση της αρχής της ισονομίας. Το άρθρο 4 του Συντάγματος μιλάει για την «Ισότητα των Ελλήνων» και λέει: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» αλλά, όπως σαφώς καταλαβαίνουμε, κάποιοι είναι πιο ίσοι από κάποιους άλλους δυστυχώς.
Δεν πρόκειται όμως μόνο για παραβίαση στο εσωτερικό της χώρας. Είμαστε εξίσου πολίτες κατηγορίας και σε επίπεδο Ε.Ε. Τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και γενικότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα αναγνωρίζονται και προστατεύονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βάση των Συνθηκών που διέπουν την Ένωση, τους νόμους τους οποίους υιοθετούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της ΕΕ και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ε.Ε., όμως δεν υπάρχει δυνατότητα να επιβληθεί από την Ένωση οτιδήποτε αφορά την εσωτερική νομοθεσία των κρατών – μελών. Η νομοθεσία και η πολιτική της ΕΕ φτάνει στο εσωτερικό ως «οδηγία» χωρίς υποχρεωτικότητα για συμμόρφωση σε αυτήν και το Εθνικό Κοινοβούλιο ενσωματώνει την οδηγία ή όχι. Μπορούν να καταδικαστούν κράτη –μέλη αλλά αυτό δεν εξασφαλίζει ότι θα αλλάξει άμεσα ένας νόμος που δημιουργεί διακρίσεις. Τελικά είναι απολύτως θέμα πολιτικής βούλησης αν θα συνεχίσουμε να ζούμε με παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή αν θα γίνουν οι απαραίτητες νομοθετικές παρεμβάσεις ώστε να διασφαλιστούν ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπου.»
«Εγώ προσωπικά έχω άποψη. Προσπαθώ να μην την εκφράζω πολιτικά, αλλά θέλω να είμαι πολιτικό ον μέσα από τη δουλειά μου, να έχω απέναντί μου την υποκρισία, την κατάχρηση εξουσίας και την απανθρωπιά, απ’ όπου κι αν προέρχεται αυτή. Δεν έχω πρόβλημα με την εξουσία, ούτε με τις στολές. Με την κατάχρηση έχω και την υπονόμευση της ελευθερίας των ανθρώπων. Δεν αφορά κανέναν το τι ψηφίζω ή το πως ζω, αλλά θα ήθελα σε έναν ιδανικό κόσμο, να τους αφορά το τι κάνω στα έργα μου. Δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελα πάντα να ξέρω τις απόψεις ορισμένων καλλιτεχνών. Επειδή έχω ξαναπέσει σε αυτή τη λούπα, θα ήμουν πιο ήσυχος αν δεν ήξερα «πως φτιάχνεται το πιάτο που μου σερβίρεται». Θα ήθελα απλά να μαγεύομαι από αυτό, γιατί όποτε αρχίζω και «διεισδύω μέσα στην κουζίνα», καταρρίπτεται ο μύθος που είχα φτιάξει. Οι καλλιτέχνες όμως πρέπει να είναι πολιτικά όντα. Δεν υφίσταται κωμωδία ή σάτιρα υπέρ της εξουσίας».
«Στα 28 μου αναρωτήθηκα τι ακριβώς σημαίνει δουλεύω στα media και για το αν τελικά θα ορίζομαι διαρκώς από τα νούμερα και τον κάθε καναλάρχη που με συμπαθεί ή όχι, για να μου δώσει μια εκπομπή. Με τη σκέψη αυτή και τη δυσφορία που μου δημιούργησε, ξεκίνησα ένα επιχειρηματικό κομμάτι το οποίο είναι η δουλειά απ’ την οποία βιοπορίζομαι, διατηρώντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του να μπορώ να πω ελεύθερα κάποια πράγματα και προφανώς χαίρομαι γι’ αυτό. Εξαιτίας των media έγινα γνωστή και συνέχισα μέσα από τον δρόμο του internet. Αφού λοιπόν έχω αυτό το προνόμιο, γιατί να μην το εκμεταλλευτώ; Γιατί να μην ειπωθούν και δύο πράγματα τα οποία αν έλεγα σε κάποια άλλη συνθήκη, θα μου έκλειναν πόρτες; Μπορώ να καταλάβω ότι κάποιους μπορεί να τους σπάει τα νεύρα αυτό, νομίζω όμως πως δεν κατανοούν ότι από το σημείο αυτό μπορώ να ανοίξω την πόρτα και για εκείνους και ίσως τελικά ανοίξει μια κουβέντα, που όσο περισσότεροι είμαστε τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες υπάρχουν στο να αλλάξει κάτι. Δεν έχει έπαρση αυτό που λέω, απλά με ηρεμεί η ιδέα ότι όλες κι όλοι μπορούμε, κι όλες κι όλοι χωράμε».
«Η προσαγωγή σου, αποτελεί κομμάτι μίας γενικότερης προσπάθειας πολιτικής στοχοποίησης δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ; Ο δρόμος είναι σκοτεινός. Η κυβέρνηση επιδιώκει να φιμώσει οποιαδήποτε μορφή κριτικής απέναντί της, να καταστήσει τα πάντα ελεγχόμενα. Οι ρεπόρτερ και οι δημοσιογράφοι που βγαίνουν στην πρώτη γραμμή, που παλεύουν, που φωνάζουν, στοχοποιούνται και λογοκρίνονται μέσα σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Φυσικά και όλες αυτές οι ενέργειες σημειώνονται εσκεμμένα για να φιμωθεί η «καθαρή» δημοσιογραφία. Γιατί ο κόσμος δυστυχώς ενημερώνεται μέσα από μία τηλεόραση. Κι εγώ άλλωστε μόνο όταν ήρθα σε επαφή με την αστυνομική βία ως φωτορεπόρτερ κατάλαβα πραγματικά τι συμβαίνει».
«Πάντα γράφω εν ψυχρώ, ποτέ εν θερμώ, γιατί περιμένω το συναίσθημα να καταλαγιάσει, να το μασήσω, να το καταπιώ και μερικές φορές να το χωνέψω κιόλας. Όταν νιώθω έντονα συναισθηματικά από οτιδήποτε, δεν μου έχει βγει ποτέ».
«Είναι ένα κομμάτι που μιλάει για το φασιστικό χέρι. Για το χέρι του φασίστα από όπου κι αν προέρχεται, είτε από φασίστες, είτε από το σώμα της αστυνομίας. Το μήνυμα είναι ότι δεν πρέπει να ξεχαστούν αυτοί οι άνθρωποι που αναφέρονται και αυτό που λέει στο τέλος το τραγούδι, στο ραπ κομμάτι του: έγινα λίπασμα για να βγάλει λουλούδια το χώμα. Θα ήθελα πάρα πολύ να είναι όλα πανέμορφα και να μην υπάρχει λόγος να γράφονται τέτοια τραγούδια. Να ζούμε μέσα σε αγάπες και λουλούδια και να γράφουμε για αυτά. Όσο θα ζούμε μέσα σε μία κοινωνία που θα έχει δολοφονίες και ξύλο, θα γράφουμε για αυτά.»
«Δεν φταις! Αγάπησες έναν άνθρωπο και πίστεψες ότι σε αγαπάει. Δεν χρειάζεται να απολογούμαστε για την τρυφερότητα που νιώσαμε, σε κανέναν. Έχει ξερίζωμα όλο αυτό. Μη γράφετε γιατί δεν καταγγείλαμε και ότι εξαιτίας μας άλλες γυναίκες θα περάσουν τα ίδια, δεν γίνεται να είμαστε πάλι εμείς ο θύτης. Έφυγα κυνηγημένη, σε μια ξένη χώρα, χωρίς χρήματα κι ο άλλος μου λέει ότι έκανα λάθος, ότι δεν αρκεί που βρήκα τη δύναμη να φύγω. Εννοείται ότι πρέπει να καταγγείλουμε, αλλά δεν μπορείς να κατηγορείς εκείνες που δεν το κατάφεραν ακόμη ή μπορεί και να μην το καταφέρουν ποτέ».
«Η Αθήνα είναι μια πόλη μαγική. Αισθάνομαι ότι τα τελευταία χρόνια η Αθήνα είναι μια πόλη πολύ δημιουργική, πολύ εμπνευστική, είναι κοσμοπολίτικη πια και υπάρχουν ρεύματα που δημιουργούν νέες συνθήκες. Δεν έχει να ζηλέψει πια κάτι από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Σε συνδυασμό με το περιβάλλον και το κλίμα της, καταλήγει να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πρωτεύουσα. Είμαστε όμως, μια πόλη που ζει μέσα στον μύθο της. Δηλαδή, η νέα Αθήνα ζει μέσα στον μύθο της αρχαίας Αθήνας και αυτό είναι ένα βάρος πάντα, οπότε η συμβολική ανακαίνιση της συμβολικής μας μνήμης, με μια σκουριασμένη σκαλωσιά, είναι και αυτό που βιώνουμε και βλέπουμε καθημερινά. Μια πόλη μέσα στην πόλη».