Η καταστρατήγηση και καταστολή των ατομικών μας ελευθεριών, υπό το «πέπλο» της πανδημίας του κορωνοϊού, φαίνεται πως καλά κρατεί. Μέσα σε μία ανεξέλεγκτη προσπάθεια λογοκρισίας του Τύπου και φίμωσης των δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ της «απέναντι όχθης», η αστυνομική βαρβαρότητα εκρήγνυται, αποκαλύπτοντας όλες τις εκφάνσεις της. Η πρόσφατη καταγγελία του φοιτητή, που εγκαταλείφθηκε αναίσθητος μέσα στο ίδιο του το αίμα, έπειτα από τον άγριο ξυλοδαρμό του από αστυνομικούς με τη χρήση πυροσβεστήρα, στη μαζική συγκέντρωση κατά της συγκρότησης πανεπιστημιακής αστυνομίας, έρχεται να προστεθεί στις επώδυνες επιπτώσεις της αστυνομικής αυθαιρεσίας στην Ελλάδα.

Από τον φόβο που σκιαγραφείται στα μάτια των προσφύγων της Μυτιλήνης, μέχρι τους λυγμούς των διαδηλωτών, ο Μάριος-Ραφαήλ Μπίκος, έχει «απογυμνώσει» με τον φωτογραφικό του φακό, τη βάρβαρη δράση της ελληνικής αστυνομίας. Στις 3 Φεβρουαρίου κι ενώ έφερνε εις πέρας τη δουλειά του ως φωτορεπόρτερ, στη συγκέντρωση αλληλεγγύης προς τον απεργό πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, προσήχθη και οδηγήθηκε στη ΓΑΔΑ, παρ’ όλο που είχε επιδείξει τα απαραίτητα έγγραφα που πιστοποιούσαν την ιδιότητά του. Μέχρι και σήμερα, δεν του έχει επιτραπεί να μάθει τα ονόματα των αστυνομικών που τον προσήγαγαν.

Επιλέγοντας να συνταχθεί με το μέρος των ανθρώπων, μέσα σε μία κοινωνία «τεράτων», ο φωτορεπόρτερ του Documento μιλάει στην Popaganda για την προσαγωγή του, που απασχόλησε ακόμη και το Παγκόσμιο Δίκτυο για την Ελευθερία του Τύπου, καλώντας την Ελληνική Αστυνομία να σταματήσει την «αυθαίρετη κράτηση δημοσιογράφων». 

Στις 3 Φεβρουαρίου και ενώ κάλυπτες διαμαρτυρία στο κέντρο της Αθήνας, η αστυνομία κατέφυγε στην αναίτια σύλληψή σου. Πώς θυμάσαι να ξεκίνησαν όλα; Στις 17:30 γινόταν η συγκέντρωση για τον Κουφοντίνα στα Προπύλαια. Κατά τις 17:10 διακρίνω τέσσερις μηχανές ΔΙΑΣ, οχτώ δηλαδή άτομα, να κατευθύνονται προς τη Βουλή από το μετρό στο Σύνταγμα. Στάθηκα δίπλα τους περιμένοντας να βγάλω θέμα και μόλις άκουσα τον ασύρματό τους να χτυπάει, κατάλαβα πως κάτι συμβαίνει. Υπήρχαν στο σημείο πέντε διαδηλωτές κι εφτά-οκτώ αστυνομικοί. Ένας από την ομάδα ΔΙΑΣ μπήκε μπροστά μου κάνοντας χειρονομίες και σπρώχνοντάς με. Του είπα πως δεν έβγαζα φωτογραφίες και του ανέφερα πως μόνο αν ασκηθεί βία προς τους πολίτες θα καταγράψω, γιατί είμαι εδώ για τη Δημοκρατία. Μου λέει βεβαίως και πηγαίνω πιο πέρα. Ξαφνικά αρχίζουν και με περικυκλώνουν οι «αστακοί» ένστολοι και μου λένε να πάω με τους διαδηλωτές. Τους εξηγώ πως είμαι φωτορεπόρτερ του Documento και πως δεν θα μετακινηθώ κι αν θέλουν να τηλεφωνήσουν στον κύριο Βαξεβάνη και τον δικηγόρο μου. Με ανάγκασαν να καθίσω με τους διαδηλωτές με την πρόφαση της εξακρίβωσης στοιχείων (ενώ τους είχα δείξει τα χαρτιά μου) σε περίπτωση που, ας πούμε, ήμουν τρομοκράτης! Παθαίνω σοκ, τους δείχνω την ταυτότητά μου και μου ζητούν να αφήσω κάτω την τσάντα μου, παρόλο που έκαναν ταυτοποίηση στοιχείων στο σύστημα στο περιπολικό. Την αφήνω κοντά μου για να μπορώ να την κοιτάζω. Αφού με περικύκλωσαν, γιατί ήξεραν πως εκείνη την ώρα θα τραβούσα, άρχισαν να σπάνε τα πανό των διαδηλωτών και να ασκούν βία. Στη συνέχεια, έβαλαν δύο διαδηλωτές στο περιπολικό κι άρχισαν να σπρώχνουν κι εμένα μέσα. Μαζί με τους δύο αστυνομικούς, ήμασταν πέντε άτομα σε ένα όχημα, πράγμα ανεπίτρεπτο λόγω κορωνοϊού. Καλώ τον δικηγόρο μου απ’ το κινητό, ο οποίος ρωτάει τους αστυνομικούς για ποιον λόγο γίνεται σύλληψη ενώ είχα τα χαρτιά μου. Δεν απαντούσε κανείς, μου έκλεισαν το τηλέφωνο. Η μόνη απάντηση που έδιναν ήταν «ΓΑΔΑ». Δεν έλεγαν στον δικηγόρο καν αν γίνεται σύλληψη ή προσαγωγή. 

Ποια γεγονότα διαδέχτηκαν την άφιξή σου στη ΓΑΔΑ; Φτάνοντας στη ΓΑΔΑ μπαίνουμε πέντε άτομα σε ασανσέρ δύο ατόμων. Οδηγούμαστε στον έκτο όροφο, μαζί με αρκετούς ακόμη κρατούμενος και έξι-εφτά αστυνομικούς. Δεν με άφηναν αρχικά να καθίσω σε μία γωνία μόνος μου, παρά τον κίνδυνο του covid. Με καλούν μέσα και ζητούν τα πράγματα μου, τα οποία αρνήθηκα φυσικά να τους δώσω. Μου λένε πως έχει γίνει προσαγωγή. Τους εξηγώ πως δεν δικαιούνται άνευ παρουσίας δικηγόρου να μου πάρουν το κινητό εάν δεν έχει γίνει σύλληψη. Απαγόρευσαν στον δικηγόρο μου να προσέλθει! Μου είπαν μάλιστα πως εάν δεν δώσω τα πράγματά μου, θα γίνει σύλληψη διότι είμαι κατά της αρχής. Παίρνουν το κινητό και το βάζουν σ’ ένα σακουλάκι με το όνομά μου, ως αποδεικτικό στοιχείο, λες και ήμουν εγκληματίας. Περνάνε τρία-τέσσερα λεπτά και ξαφνικά μου λένε πως μπορώ να φύγω! Τους επισημαίνω ότι ανεβαίνει ο δικηγόρος μου και πως θα καταθέσω μήνυση για την αναίτια προσαγωγή. Με κατεβάζουν κάτω ενώ μου έχουν απαγορεύσει να κάνω μήνυση και βλέπω τον δικηγόρο μου τον οποίο εμπόδιζαν να μπει στη ΓΑΔΑ. Μετά από δυόμισι ώρες ο άνθρωπος έκατσε με έναν φακό μέσα στο κρύο, έξω από τη ΓΑΔΑ, για να γράψει τη μήνυση. Την άφησε εν τέλει σε μη αρμόδιο τμήμα και εκεί οι ανώτεροι του είπαν πως δεν υπάρχει περίπτωση αυτή να προχωρήσει, οπότε τσάμπα την κάνει! Δεν του απάντησαν καν στο ποιοι ήταν οι αστυνομικοί που με προσήγαγαν. 

Ως φωτορεπόρτερ και πολίτης γενικότερα, έχεις υποστεί ξανά στο παρελθόν αστυνομική βία; Στις 18/9, στη συγκέντρωση της επετείου της δολοφονίας του Φύσσα στο Κερατσίνι, δέχτηκα απ’ την αστυνομία επίθεση με χημικά, από μισό μέτρο απόσταση, όπως έχει καταγραφεί και στο Κουτί της Πανδώρας από τον Αντώνη Ρηγόπουλο. Είχα δει αστυνομικούς να χτυπούν ανήλικα παιδιά, νομίζω ήταν διαδηλωτές, πατούσαν με τα πόδια τους το κεφάλι τους στο δρόμο. Είχα φρικάρει και μόλις πήγα να πω «τι κάνετε;», ανοίγουν τη φυσούνα με υψηλή πίεση και ρίχνουν στο πρόσωπο και σ’ όλο το σώμα μου! Έκανα μία ώρα να συνέλθω αφού μου έριξαν νερό και μου έδωσαν φάρμακα οι διαδηλωτές. Είχα πέσει κάτω, πονούσε φρικτά όλο μου το σώμα. Κι εμείς πες, είμαστε φωτορεπόρτερ, είμαστε δημοσιογράφοι, υπάρχει μία φωνή. Φαντάσου πόση βία υφίστανται οι πολίτες που βγαίνουν να διαδηλώσουν. Έχω δει φρικτά πράγματα. Την ημέρα της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, έχω δει αστυνομικούς να περικυκλώνουν μία κοπελίτσα σ’ ένα στενό κοντά στο Εφετείο και να τη χτυπάνε με κλωτσιές στο πρόσωπο.

Ποια είναι τα κυρίαρχα συναισθήματά σου από το συμβάν της προσαγωγής κι έπειτα; Σίγουρα φοβάμαι. Επί μία εβδομάδα δεν πήγαινα στη δουλειά μου, φοβόμουν να βγω απ’ το σπίτι, ειδικά αργά, κι αν έβγαινα είχα πάντα παρέα. Και όπως έχω ακούσει ξανά από αστυνομικούς, όταν μπαίνεις στο σπίτι σου, «κοίτα λίγο πίσω μη σε μαχαιρώσουν», ή «δώσε φιλάκια στη μάνα σου», οπότε ξέρω ότι μπορεί να υπάρξουν και αντίποινα.

Η επιβολή του lockdown στις 11 Φεβρουαρίου, συνέπλευσε με την ψήφιση του νομοσχεδίου για την σύσταση πανεπιστημιακής αστυνομίας, που «πέρασε νύχτα» και χαρακτηρίστηκε ως «Δροσερή Πνοή Δημοκρατίας» από τον πρωθυπουργό. Μία από τις προφάσεις για την τοποθέτηση πανεπιστημιακής αστυνομίας, είναι η πάταξη του εμπορίου ναρκωτικών στις σχολές. Αντί να συλλάβουν αυτούς που φέρνουν τόνους ναρκωτικών και τα πουλάνε στα παιδιά, προσπαθούν να πιάσουν «τσιράκι». Επίσης, υπάρχει μεγάλη ανάγκη νέων δομών και καθηγητών στις σχολές και αντί να δώσουμε γι’ αυτόν τον σκοπό χρήματα, προτιμάμε να τα διαθέσουμε για να διορίσουμε αστυνομικούς προκειμένου να επιβληθεί έλεγχος. Κανείς δε θέλει τη νεολαία, η νεολαία έχει φωνή, το θυμόμαστε κι από το Πολυτεχνείο επί χούντας. Το ‘χει αποδείξει η ιστορία.

Η προσαγωγή σου, αποτελεί κομμάτι μίας γενικότερης προσπάθειας πολιτικής στοχοποίησης δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ; Ο δρόμος είναι σκοτεινός. Η κυβέρνηση επιδιώκει να φιμώσει οποιαδήποτε μορφή κριτικής απέναντί της, να καταστήσει τα πάντα ελεγχόμενα. Οι ρεπόρτερ και οι δημοσιογράφοι που βγαίνουν στην πρώτη γραμμή, που παλεύουν, που φωνάζουν, στοχοποιούνται και λογοκρίνονται μέσα σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Φυσικά και όλες αυτές οι ενέργειες σημειώνονται εσκεμμένα για να φιμωθεί η «καθαρή» δημοσιογραφία. Γιατί ο κόσμος δυστυχώς ενημερώνεται μέσα από μία τηλεόραση. Κι εγώ άλλωστε μόνο όταν ήρθα σε επαφή με την αστυνομική βία ως φωτορεπόρτερ κατάλαβα πραγματικά τι συμβαίνει.

Έχοντας δουλέψει στο πεδίο του προσφυγικού στην Ελλάδα, πώς αισθάνθηκες όταν ήρθες σε επαφή με την καθημερινότητα του ευάλωτου αυτού πληθυσμού; Τον περασμένο Σεπτέμβριο βρέθηκα αφιλοκερδώς στη Μόρια ως απεσταλμένος του Documento. Με πήραν τηλέφωνο ένα πρωί και μου λένε, καίγεται η Μόρια, φεύγεις! Τα μάτια αυτών των ανθρώπων, νιώθεις πως έχουν λαλιά. Σκιαγραφείται ο πόνος πίσω από τα χαμόγελά τους. Στα μάτια των μικρών παιδιών, μπορείς να διακρίνεις το «κενό» στην ψυχή τους. Το σοκ και το τραύμα είναι τόσο ριζωμένα, που ακόμη και να τα χτυπήσεις, δε θα αντιδράσουν. Έχουν συνηθίσει στην κακουχία, την κακοποίηση, τα δακρυγόνα, ακόμη και τους βιασμούς. Αυτά τα παιδιά δεν ξέρουν αν θα μπορέσουν να ενταχθούν σε μία κοινωνία, αν θα επιβιώσουν καλά καλά. Δεν έχω ξαναζήσει κάτι αντίστοιχο. Η καταλυτική αυτή εμπειρία έδωσε το έναυσμα για να αρχίσω να καλύπτω επαγγελματικά διαδηλώσεις μετά. Οι πρόσφυγες με παρακαλούσαν να καθίσω μαζί τους, στο «σπίτι» τους, στις σκηνές δηλαδή που μόλις είχαν στηθεί στο Καρά Τεπέ. Ενώ είχαν όλα κι όλα πέντε μπουκάλια νερό, μου προσέφεραν ένα σφραγισμένο! Μου προσέφεραν φαγητό, τα παιδάκια με χάιδευαν και χαμογελούσαν. Μανάδες μου έλεγαν πως τα παιδιά τους είναι άρρωστα και θα πεθάνουν… Εκείνη τη στιγμή ξεσπάς σε κλάματα, σπαράζεις, γιατί κι εγώ σαν Μάριος, αντιμετωπίζοντας ένα προσωπικό θέμα υγείας, ξέρω πώς είναι να πεθαίνεις, έβλεπα στα μάτια των γονιών μου αυτή τη γυναίκα. Υπέροχοι άνθρωποι. Στα 100, τα 99 άτομα παρακαλούσαν γονατιστά να γυρίσουν πίσω στον πόλεμο ή να πάνε στη Γερμανία, για να γλιτώσουν από τις άθλιες συνθήκες στο camp! Εκεί έσκαγαν τριγύρω κρότου λάμψεις, άκουγες τα παιδιά να ουρλιάζουν, να τρέχουν ματωμένα!

Φωτογραφία: Μάριος-Ραφαήλ Μπίκος (Καρά Τεπέ)

Ποιο είναι το στιγμιότυπο που έχει «συλλάβει» ο φακός σου και θα παραμείνει ανεξίτηλο στη μνήμη σου; Ήταν η στιγμή που μία γυναίκα στο Καρά Τεπέ πέρασε από μπροστά μου ουρλιάζοντας, με το μωρό της στην αγκαλιά της, κι εγώ την απαθανάτισα. Συνέβη δύο μέρες μετά την πύρινη κόλαση της Μόριας. Η αστυνομία καραδοκούσε να πάνε οι ρεπόρτερ στη νέα δομή του Καρά Τεπέ, για να ρίξουν κρότου λάμψης στη διαδρομή από τη Μόρια και να μην καταγραφεί το συμβάν. Ήμουν απ’ τους λίγους που το πρόλαβαν.

Φωτογραφία: Μάριος-Ραφαήλ Μπίκος (Καρά Τεπέ)