Κάποια χρόνια πριν, όταν ακούγαμε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, στο μυαλό μας φούσκωνε ο αφρός απ’ τη μπύρα στο Βράχων, έκαιγε το καπνογόνο στην Τεχνόπολη, παθαίναμε ελαφρύ διάστρεμμά στην Πλατεία Νερού, απ’ την πρώτη νότα της Ανδρομέδας. Σήμερα, μέσα σ’ ένα κόκκινο αμάξι με ανοιχτά παράθυρα και κατευθυνόμενοι προς το χωριό του, ο Θανάσης μοιάζει με τον κρότο που κάνει ο βράχος όταν ανοίγει απ’ το παγωμένο νερό των πηγών, το ελαφρύ θρόισμα των φύλλων που στριφογυρίζουν πριν αυτοκτονήσουν στην όχθη κάποιου ποταμού, μοιάζει με ένα σύμπαν που εμπερικλείει όσες και όσους δεν άντεξαν, όσες κι όσους παλεύουν, όλα εκείνα τα πλάσματα που διψάνε για δέντρα που φυτρώνουν στα τσιμέντα.

Φτάσαμε στη Λάρισα με τον Αλέξανδρο και τη Μαρία, χαθήκαμε στους χάρτες, βρήκαμε όμως χωριά γαλήνια με ανθρώπους που δεν νιώθουν πιο σημαντικοί απ’ τον νερό και τον αέρα, εναρμονισμένοι με τη φύση, αφήνοντας τη ζωή να κυλά. Ο Θανάσης ανοίγει την πόρτα και με θέα το Αιγαίο, περιτριγυρισμένοι από βουνά, και τον Πέπε να τρέχει εδώ κι εκεί, καταλαβαίνουμε γιατί έχει επιλέξει εδώ και χρόνια να ζει μακριά απ’ το χάος της όποια μικρής ή μεγάλης πόλης.

«Αυτό που μετράει περισσότερο στη δημιουργία, είναι τα εσωτερικά τοπία. Μπορεί να βρίσκεσαι σ’ ένα υπόγειο στα Εξάρχεια, και να αναβλύζει από μέσα σου όλη η έμπνευση του κόσμου, και μπορεί να είσαι σε ένα όμορφο μέρος και να μην κάνεις απολύτως τίποτα. Αυτό που ίσως προσφέρει με απλοχεριά η φύση, είναι ότι σου αφήνει περισσότερα περιθώρια να παρατηρείς. Θεμέλιος λίθος της στιχουργίας είναι η παρατήρηση. Όσο πιο ασήμαντο είναι αυτό που παρατηρείς, τόσο πιο κοντά στα όρια της ποίησης φτάνεις (από τις ελάχιστες δικές μου σκέψεις, γι’ αυτό και την κοτσάρω συνεχώς, σε κάθε συνέντευξη).

Οι άνθρωποι εδώ είναι πιο χαλαροί σε σχέση με τη μεγάλη πόλη. Στα μεγάλα οικιστικά κέντρα, ο συνάνθρωπος αποτελεί τις περισσότερες φορές εμπόδιο στην καθημερινότητα, οπότε είναι λίγο δύσκολο να συνδεθείς μαζί του, στις χαρές και στις λύπες. Απ’ την άλλη, θεωρούσα πάντα ότι η φύση σου δίνει το μέτρο της. Ζώντας έξω απ’ αυτήν γίνεσαι -αν δεν είσαι προσεκτικός- αμετροεπής. Εν μέρει, έχω αναθεωρήσει αυτή μου την άποψη, μια και βλέπω την καταστροφή που επιφέρουν -πολλές φορές χωρίς να το συνειδητοποιούν- αρκετοί κάτοικοι στην ύπαιθρο χώρα. Βρίσκεις σκουπίδια ακόμη κι εκεί που δεν έχει πατήσει ούτε κι ο θεός. Μάλλον, τελικά, μαζί με τη φύση χρειάζεται και η προσωπική σφυρηλάτηση στο αμόνι της ευγένειας για να βρεις το μέτρο.

Είχα την ελπίδα ότι με την κρίση, ο κόσμος θα εγκατέλειπε την Αθήνα και θα ερχόταν στην ύπαιθρο. Οι κάτοικοι των μεγαλουπόλεων, έχουν μεγαλύτερες ευαισθησίες όσων αφορά τα οικολογικά ζητήματα, μάλλον επειδή τους λείπει η αχειραγώγητη φύση. Αυτήν τη στιγμή, δεν ξέρω πόσες χώρες είναι σαν την Ελλάδα, που το 50% του πληθυσμού είναι συγκεντρωμένο σε μια πόλη. Προσωπικά, έχω μεγάλη αγάπη για την Ιταλία και ένας απ’ τους λόγους είναι ότι πηγαίνοντας στα μικρά χωριά, βλέπεις ότι είναι γεμάτα ζωή, δεν είναι όπως εδώ. Γι’ αυτό φυσικά ευθύνεται η πολιτεία. Από τότε που με θυμάμαι να ζω εδώ στην επαρχία Αγιάς, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα, με τις υπηρεσίες να φεύγουν η μία μετά την άλλη, εγκαταλείποντας τους πολίτες. Ο συγκεντρωτισμός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για τη συντήρηση της εξουσίας, δοκιμασμένος δεξιά κι αριστερά. Αν υπήρχαν τοπικοί αιρετοί εκλεγμένοι αντιπρόσωποι που νοιαζόντουσαν πραγματικά, το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουν, είναι να απεξαρτηθούν -όσο γίνεται- οι τοπικές  κοινωνίες οικονομικά απ’ την κεντρική εξουσία, με πρώτο βήμα την ενεργειακή απεξάρτηση. Πάντα με τη σύμφωνη γνώμη τους βέβαια».

Το ταξίδι μας στο μέρη του Θανάση, έγινε μόλις λίγες ημέρες πριν η Ελλάδα καεί απ’ άκρη σ’ άκρη, βυθίζοντας στο πένθος τη φύση. «Η πορεία προς την εξαφάνιση είναι συνεχής. Η τύφλωση του ανθρώπινου είδους διαπιστωμένη. Ένας λόγος που -σχεδόν ασυνείδητα- περιγράφω εικόνες της φύσης μέσα στα τραγούδια μου, είναι γιατί σκέφτομαι ότι, κάποια στιγμή, πολλά απ’ αυτά τα πράγματα που σήμερα βλέπω, δεν θα υπάρχουν.

Μας δόθηκε η σφραγίδα της ζωής, δροσερή και πυρακτωμένη ταυτόχρονα, δεν πρέπει να τη χαλαλίσουμε σε σκοτεινά ένστικτα, οφείλουμε να ανεβάσουμε την πνευματικότητα μας σαν άνθρωποι. Κι φυσικά, να αντιστεκόμαστε σε κλίκες που μας κυβερνούν ανέμελα και ανελέητα. Ακούγοντας τους λόγους και τα διαγγέλματα τους, συμπεραίνω ότι οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν είτε ότι μιλάνε σε παιδιά είτε σε ηλίθιους. «Θα ανατείλει ο ήλιος» και «γαλανός ουρανός», μιλάνε σαν τις εκθέσεις που γράφαμε στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Έχουν μια τρομερή αλαζονεία ακριβώς επειδή ελέγχουν όλα τα μέσα, με τους δημοσιογράφους να έχουν γίνει γιουσουφάκια τους. Με την πανδημία, βρήκαν ευκαιρία να κάνουν μεταπτυχιακό στο αυταρχισμό. Θέλουν σκυμμένα κεφάλια. Είμαι δε, σχεδόν σίγουρος, ότι -όπως όλοι οι κουφιοκεφαλάκηδες υπερόπτες- έχουν την εντύπωση ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ. Τα νέα είναι ότι κι αυτούς θα τους γλεντήσουν -αργά ή γρήγορα- τα σκουλήκια.

Κάθε φορά που συναντάω τον Θανάση, νιώθω πιο καθησυχασμένη με το αίσθημα της ματαιότητας που διατρέχει χρόνια την καθημερινότητα μου. «Τη σφραγίδα της ματαιότητας την κουβαλάω από μικρός, καθώς και τις ανησυχίες της ύπαρξης, τις οποίες προσπαθώ να διαχειριστώ κατά βάση μέσα από τη μουσική. Απ’ την άποψη αυτή, δεν ένιωσα πολύ πιο επιβαρυμένος την περίοδο της πανδημίας που βιώνουμε. Όσα ζούμε σήμερα, γίνονταν και θα γίνονται για πάντα. Η παγκοσμιοποίηση, η πρόοδος της τεχνολογίας και οι εύκολες συγκοινωνίες κάνουν πολύ πιο εύκολες τις μεταδόσεις των ιών, με αποτέλεσμα να ενσκήπτει γρήγορα ό,τι καταστροφή είναι να γίνει. Οι πληγές που θα αφήσει αυτή η περίοδος, δεν ξέρω πώς θα λειτουργήσουν στους ανθρώπους».

Η κουβέντα μας φλερτάρει με τον θάνατο, σε μια εποχή που ψάχνει νέα ξόρκια, αναζητώντας απεγνωσμένα την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να τον κρατήσουμε μακριά, κάτι που δεν συνέβαινε στις προ νεωτερικές κοινωνίες, όπου ο θάνατος ήταν κομμάτι της ροής της ιστορίας των ανθρώπων κι η κοινότητα συμμετείχε πάντα στο πένθος και στον αποχαιρετισμό. Στη νεωτερικότητα με την ανάπτυξη των επιστημών και μαζί και του ανθρώπινου ναρκισσισμού, διαμορφώθηκε η ιδέα του ότι μπορούμε να ξορκίζουμε τον θάνατον, νικώντας την φθαρτότητα, με αποτέλεσμα να υποβληθούμε στο άγχος της αρρώστιας και του θανάτου. «Σήμερα, με την τηλεόραση μόνιμα αναμμένη, έχουμε γίνει πολύ πιο σκληροί απέναντι στον πόνο και τον  θάνατο των άλλων, μιας και νιώθουμε ότι είναι κάτι πολύ μακρινό, ένα θέαμα. Όταν όμως έρχεται κοντά μας, μουδιάζουμε ολόκληροι.

Η μία γιαγιά μου πέθανε 105 χρονών. Κάποια στιγμή, λίγο πριν φύγει, τη ρώτησα αν φοβάται τον θάνατο. Τότε, εκείνη μου απάντησε «πού  ‘ν’ τος;». Έχω ένα κομμάτι που μιλάει ακριβώς γι’ αυτό. Λέγεται «Οι γριές» και είναι στον «Βραχνό Προφήτη». Λέει λοιπόν, «Αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθαν, λένε αναστενάζοντας στον τόπο μου οι γριές. Σέρνουν βαρύ σταυρό κι όταν αποθάνουν τον κόβουν ξύλα οι γείτονες κι ανάβουνε φωτιές». Σαν να λέμε ότι δεν τρέχει κάτι το ιδιαίτερο, η ζωή πάει παρακάτω.

Βασικό στοιχείο της Τέχνης, είναι να κάνει οικείο το ανοίκειο και δεν υπάρχει πιο ανοίκειο απ’ την ανυπαρξία και τον θάνατο. Πολλά απ’ τα παραμύθια όταν ήμασταν μικρά, ήταν σκληρά, γιατί προσπαθούσαν να κάνουν τα παιδιά να αρχίσουν να αντιλαμβάνονται ότι κάποια στιγμή θα πεθάνουμε. Από ότι έχω διαβάσει, τα ζώα αντιλαμβάνονται τον θάνατο όταν πλησιάζει, όμως δεν τον ξέρουν από μικρή ηλικία. Ο άνθρωπος, τον μαθαίνει από πολύ νωρίς, λειτουργεί σαν θόρυβος βάθους, που όσο και αν τον αποδιώχνουμε εκείνος είναι πάντα εκεί. Όπως είναι ο θόρυβος του ψυγείου στο σπίτι. Δεν του δίνεις σημασία, όμως, αν τον αντιληφθείς και «κολλήσεις», γιγαντώνεται στα αφτιά σου.

Αυτό που κινεί τα νήματα, πιστεύω, είναι η θέληση του σύμπαντος για ζωή, όπως διατυπώθηκε από τον Σοπενχάουερ. Αυτό που φέρνει η επίγνωση της θνητότητας  -και κυρίως της δικιάς μας θνητότητας- είναι η ωρίμανση. Ο άνθρωπος ωριμάζει όταν σκεφτεί και συνειδητοποιήσει τη δικιά του ανυπαρξία. Παίρνοντας το δικό μου παράδειγμα, θυμάμαι ότι σε μικρή ηλικία  δεν μπορούσα να κοιμηθώ βράδια ολόκληρα στη σκέψη ότι θα πεθάνει η μάνα κι ο πατέρας μου. Τον δικό μου θάνατο δεν τον σκεφτόμουνα ακόμα. Την προσωπική μου ανυπαρξία, τη βίωσα πολύ μεγάλος, ήμουν πάνω από τριάντα, δηλαδή άργησα να ωριμάσω. Νομίζω, έπειτα από εκείνη την ψυχολογική κατολίσθηση, αντιλαμβάνομαι τα πράγματα καλύτερα και έχω γίνει πολύ λιγότερο μισαλλόδοξος. Για παράδειγμα, παλιά, όποιος μου έλεγε ότι είναι θρήσκος, τον απέφευγα. Τώρα, λέω ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να νιώθει όπως θέλει. Να φανταστείς έχω δώσει συνέντευξη στον σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος, τους είπα όμως εξαρχής τι νιώθω. Πολλοί θρησκευόμενοι πιστεύουν ότι συντονίζομαι μαζί τους λόγω των στίχων μου, και την έντονη αγάπη που υπάρχει μέσα σε αυτούς για τον άνθρωπο. Έρχονται στις συναυλίες παπάδες και καλόγεροι και μου λένε «νομίζεις ότι δεν πιστεύεις».

Μιλάμε για τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «Απροστάτευτος», καθώς και την εξαιρετική δουλειά της Αλεξίας Οθωναίου, που εικονογράφησε κάθε ένα από τα τραγούδια που υπάρχουν σε αυτόν. «Στον νέο δίσκο, ένιωσα την ανάγκη να προσφέρω ένα αντίδωρο σε αυτούς που θα τον αγοράσουν και δεν θα επιλέξουν να τον ακούσουν απλά στο διαδίκτυο. Έτσι, προέκυψε η ιδέα με την εικονογράφηση των τραγουδιών, θέλοντας όμως παράλληλα ο δέκτης να διατηρήσει την ελευθερία του, να βάλει τον εαυτό του όσο περισσότερο μπορεί σε αυτό που φτιάξαμε. Προσωπικά, θεωρώ ότι η μουσική χωρίς λόγια, χαρίζει μεγαλύτερη ελευθερία. Αν μπει ο λόγος, υπάρχει ένα αρνητικό και ένα θετικό. Το αρνητικό είναι ότι απ’ την αρχή σε βάζει σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι να βαδίσεις. Το θετικό είναι ότι αν τα λόγια έχουν δύναμη, σε χτυπάνε κατευθείαν στο μυαλό και στην καρδιά. Όπως είναι φανερό, προτιμώ το διφορούμενο και την αφαιρετικότητα, γι’ αυτό και πολλές φορές χρησιμοποιώ λόγια ποιητών».

Ενώ ο ήλιος δύει του λέω πως σε όλο το ταξίδι μέχρι να τον συναντήσουμε, διαπραγματευόμασταν πόσο χώρο πιάνει ο έρωτας στους στίχους του. «Σε κάποια τραγούδια μιλάω για τον έρωτα, δεν είναι όμως το βασικό μου στοιχείο. Με απασχολεί περισσότερο ο πυρήνας της ύπαρξης, που για μένα είναι άφυλος. (Άλλη μια σκέψη μου, που διατυμπανίζω).

Το βασικότερο που περιμένω σαν δέκτης απ’ την Τέχνη, είναι να μου δημιουργήσει καινούργια συναισθηματικά τοπία. Το να περιγράψω τον έρωτα, που τον έχουν βιώσει σχεδόν όλοι οι άνθρωποι, θα έχει ενδιαφέρον μόνο αν γίνει με κάποιον καινούργιο τρόπο. Ο Ανδρέας Καραντώνης, είχε πει κάτι πολύ εύστοχο για την ποίηση, που όμως ισχύει και για άλλες μορφές τέχνης. Η ποίηση λέει, πρέπει να δίνει όνομα στα πράγματα που δεν έχουν ονομαστεί ακόμα και να αποσύρει το όνομα απ’ τα πράγματα που έχουν φθαρεί. Η περιγραφή του έρωτα έχει γίνει με πάρα πολλούς τρόπους, οπότε, αν είναι να το επιχειρήσεις, να το κάνεις ευρηματικά και αναπάντεχα, πράγμα πολύ δύσκολο. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, έγραψε για τη γυναίκα «είσαι αφράτη σαν φρατζόλα σαν το χάσικο ψωμί». Για μένα, αυτό είναι πολύ ερωτικό και μια πρωτότυπη περιγραφή για τον έρωτα. Το άσπρο το ψωμί ήταν τότε κάτι το πολύ λαχταριστό. Ο πατέρας μου να φανταστείς μια φορά συνάντησε τέτοιο ψωμί και το έτρωγε μαζί με το φτωχικό «βρίζινο» ψωμί που είχανε στα χωριά».

Ξεκινώντας γι’ αυτήν τη συνέντευξη, μια και μόνο ερώτηση στρίμωξαν μέσα στη βαλίτσα φίλες και φίλοι, με την ελπίδα να απαντηθεί. Πότε θα κάνεις μια συναυλία, Θανάση; «Θα ξενέρωνα αν έκανα συναυλίες, με τους συνανθρώπους μου από κάτω να φοράνε μάσκες και με οδηγίες συμπεριφοράς, οπότε μιας και δεν θα μπορούσα να κρύψω την αμηχανία μου, είπα να το αφήσω.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μου λείπουν οι συναυλίες, πάντα μ’ άρεσε περισσότερο να είμαι κλεισμένος και να φτιάχνω  τραγούδια. Από την αρχή ακόμα, δεν ήθελα να βγαίνω να παίζω, θεωρούσα ότι ό,τι είχα να πάρω, το έπαιρνα τη στιγμή της δημιουργίας, μια ηδονική στιγμή. Φανταζόμουνα ότι με τις ζωντανές εμφανίσεις δεν θα το έπαιρνα ποτέ αυτό, παραδέχομαι όμως ότι μερικές φορές έγινε, και νιώθω πολύ τυχερός.

Άργησα πολύ να μπω στη φάση αυτή, τον πρώτο δίσκο τον έκανα 34 ετών, ξέροντας περίπου ποιος ήμουν στη ζωή. Σε συνδυασμό με τη σφραγίδα της ματαιότητας που κουβαλάω από παλιά, κατάφερα και η ματαιοδοξία δεν με κυρίευσε. Έχω ακούσει βαθιά, συγκινητικά λόγια όλα αυτά το χρόνια. Έχω ακούσει και άσχημα. Όλα καλά είναι.

Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος κι απ’ τον κόσμο και απ’ τους μουσικούς που επέλεγα πάντα για να παίζουμε παρέα. Το βασικό στοιχείο στα σχήματα που κάνω, είναι η ελευθερία που έχουν οι μουσικοί να ξεδιπλώσουν τη δημιουργικότητα τους. Κάνουμε σοβαρές πρόβες, μετά όμως ο καθένας αναλαμβάνει την ευθύνη της έκφρασής του. Αυτό μπορεί να ενέχει έναν κίνδυνο, τις περισσότερες φορές όμως νιώθω ότι όλοι απολαμβάνουν αυτό που συμβαίνει, ακριβώς επειδή είναι ελεύθεροι, με αποτέλεσμα κάθε φορά να βγαίνει κάτι διαφορετικό, γεγονός που με αναζωογονεί, μιας και βαριέμαι πάρα πολύ εύκολα τα τραγούδια μου».

Όσο μιλάμε, θυμάμαι την τελευταία μας συνάντηση που άνοιξε και έκλεισε με ένα «Θανάση, δεν ξέρεις τι είσαι για εμάς». Θαρρείς και διάβασε τη σκέψη μου. «Οι καλλιτέχνες είναι υπερτιμημένοι απ’ την κοινωνία και θέλουν μια κλωτσιά στον κώλο. Αυτό που στεφανώνει την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η θυσία. Παίρνοντας παράδειγμα από μένα, ένας δημιουργός αυτό που κάνει το κάνει πρώτιστα για τον εαυτό του, για να στηρίξει την ύπαρξη του που βάλλεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, είναι μια βαθιά εγωιστική διαδικασία. Δεν θυσιάζει τίποτα για τους άλλους, οπότε τι να μας πει! Γι’ αυτό και είμαι διστακτικός με τις συνεντεύξεις.

Ο ανεκτίμητος θησαυρός μια κοινωνίας είναι οι αλτρουϊστές. Καθόλου τυχαία, αυτοί οι άνθρωποι είναι και σεμνοί και δεν τους ενδιαφέρει η προβολή. Φυσικά έτσι βρίσκουν χώρο και αλωνίζουν τα σαχλοκούδουνα και οι ανάλγητοι. Οι ποζάτοι και οι τριζάτοι. Και παρασέρνουν κι άλλους, οδηγώντας μερικές φορές σε συμπεριφορές μεγάλης σκληρότητας.

Δεν μπορώ να μη σταθώ σε δύο κομβικές περιπτώσεις απανθρωπιάς που λέρωσαν την ζωή μας τον τελευταίο καιρό, σ’ αυτήν τη χώρα. Η μία, είναι η περίπτωση της δολοφονίας-λιντσαρίσματος του Ζακ Κωστόπουλου και η άλλη, η περίπτωση του πρόσφυγα Macky Diabate, που πέθανε από περιτονίτιδα, όταν για τρεις ολόκληρες μέρες έκλαιγε και παρακαλούσε τους φύλακες στο κέντρο κράτησης αλλοδαπών στην Κω, να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Μπράβο μας και να χαιρόμαστε και την επέτειο για τα 200 χρόνια ελληνικής λεβεντιάς.

Διάφορα ονόματα πέφτουν στο τραπέζι, μπας και καταλήξουμε για το αν μπορούμε να διαχωρίσουμε τελικά τον καλλιτέχνη από το έργο του. «Έχοντας την εμπειρία της δικιάς μου σχέσης με τη δημιουργία, όπου για λίγο -όσο κρατά η υπερδιέγερση του νου που λέγεται έμπνευση- εξαερώνεται ερήμην το Εγώ και αντικαθίσταται από κάτι που βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό, είμαι της άποψης ότι δεν πρέπει να αναζητούμε την ταύτιση του δημιουργού με το έργο του. Μπορεί κάποιος να κάνει σπουδαία τέχνη και να είναι παλιοχαρακτήρας γιατί τη στιγμή της δημιουργίας αναγκάζεται -από τη διαδικασία- να δραπετεύσει απ’ αυτόν τον παλιοχαρακτήρα. Και όσο πιο σημαντικό είναι το έργο, τόσο πιο λίγη σημασία έχει ο δημιουργός. Βέβαια, όταν ένας «σκάρτος» δημιουργός είναι παρών, ταυτόχρονα με το έργο του, νιώθω μια στεναχώρια, μιας και η Τέχνη είναι από μόνη της παρηγορητική κατά βάση διαδικασία, οπότε περιμένεις κι απ’ τον δημιουργό να είναι αντάξιος της. Αν όμως δεν βρίσκεται πια στη ζωή, δεν στέκομαι στην τεθλασμένη γραμμή του βίου του. Το έργο από μόνο του μπορεί να μας κάνει σκόνη».

Απ’ την κουβέντα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο Σωκράτης Μάλαμας, έχοντας τους σαν κοινή ανάμνηση εκείνα τα βράδια στην Πλατεία Νερού, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε σχεδόν ευτυχισμένοι όλες και όλοι μαζί. «Με τον Σωκράτη γνωριζόμαστε από τότε που ξεκίνησα, ήταν απ’ τους πρώτους που άκουσαν τα τραγούδια που έφτιαχνα. Το βασικό στοιχείο που μας φέρνει κοντά, είναι μια κοντινή αισθητική άποψη. Διαφέρουμε αρκετά στον τρόπο που κινούμαστε στη ζωή, παράλληλα όμως συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον. Στον Σωκράτη οφείλω πάρα πολλά, ειδικά στο ξεκίνημα, όταν δεν ήθελα να παίζω. Πολλοί ήταν αυτοί που γνώριζαν τα τραγούδια μου επειδή τα έλεγε ο Σωκράτης. Τα αγαπάει πολύ, αλλά και εγώ δεν μπορείς να πεις έτσι; Του έδωσα το καϊμάκι, τον αφρό. Είναι σπουδαίος δημιουργός και τραγουδιστής, με αυθεντικότητα χωρίς να κοροϊδεύει κανέναν και δικαίως ο κόσμος τον αγαπάει τόσο.

Θα ήθελα πολύ να έχω συνεργαστεί επίσης με τον Ξυλούρη, είμαι σίγουρος ότι θα έλεγε πολύ ωραία κάποια τραγούδια μου, όπως και η Μπέλλου. Αναφέρομαι στο παρελθόν, γιατί οι καλλικέλαδες και καλλικέλαδοι, όσο πιο πίσω πάμε στο παρελθόν, τόσο πιο αθώοι ήταν απέναντι στην τέχνη τους, σε αντίθεση με σήμερα που, σε πολλές περιπτώσεις, η πόζα ξεπερνά το χάρισμα. Η απλότητα και η προσγείωση βγάζει σπουδαία πράγματα και λείπει στις μέρες μας. Όσο πιο ανύποπτος είσαι, τόσο πιο σπουδαία πράγματα κάνεις».

Μιλάμε για μουσική, μου λέει ότι του αρέσουν οι παραδοσιακοί ήχοι από πολλά μέρη του κόσμου και τα δικά μας, ενώ ακούει κι αναγεννησιακή μουσική, καθώς και πιο σύγχρονα ακούσματα. Μεγάλο του πάθος επίσης, παραμένει το διάβασμα. «Μέχρι μια ηλικία ήμουν βιβλιοφάγος. Έμαθα να διαβάζω και να γράφω, πριν πάω σχολείο, μόνος μου. Πήγαινα στις γειτόνισσες της μάνας μου και ζητούσα ό,τι περιοδικά είχαν. Εκείνες νόμιζαν πως ήταν για τη μάνα μου, αλλά τα διάβαζα εγώ. Το να μου χαρίσουν τότε ένα βιβλίο, ήταν φοβερή υπόθεση. Τα τελευταία χρόνια, λόγω ηλικίας υποθέτω, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ τόσο, διαβάζω κάπως αυτόματα. Έχω βρει όμως παρηγοριά στην ποίηση, που δεν χρειάζεται τόση συγκέντρωση. Φυσικά το διάβασμα έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στους στίχους μου.

Πολύ συχνά βρίσκομαι σε προσωπική δυσκολία. Νιώθω ότι έχω εξαντλήσει ό,τι ήθελα να πω ο ίδιος και τότε καταφεύγω σε ποιητές παίρνοντας -πάντοτε με τις απαραίτητες αναφορές-στοιχεία από εκείνους. Έπειτα βάζω και δικά μου πράγματα και τελικά δεν ξέρω πώς να ονομάσω το αποτέλεσμα που προκύπτει. Επίσης, μπορώ να κάνω κάτι σαν περίληψη διαβάζοντας ένα ολόκληρο βιβλίο. Το έχω κάνει με «Το βιβλίο της ανησυχίας» του Pessoa, καθώς και με το ποίημα του Octavio Paz, την Ηλιόπετρα».

Όσο εμείς λαχταράμε μια συναυλία του Θανάση, σε κάποια αλάνα που θα συναντήσουμε φίλους και γνωστούς για να χορέψουμε εκστατικά, εκείνος θυμάται περιστατικά από χώρους, που οι άνθρωποι συνδέονται με τρόπους εντελώς διαφορετικούς. «Με δικιά μου πρωτοβουλία παίξαμε κάποια στιγμή στο γεροκομείο της Λάρισας. Οι άνθρωποι καθόντουσαν απέναντι μας, απόμακροι και χωρίς καμία ανταπόκριση. Άρχισα να χάνω το ηθικό μου. Ένα τέταρτο μετά, παρατήρησα ότι ένας άντρας κουνούσε δειλά το πόδι του στον ρυθμό. Στην πορεία, φτάσαμε στο τσακίρ κέφι.

Και σε σχολεία πηγαίνω. Κυρίως για την απομυθοποίηση του καλλιτέχνη, αλλά και για τις αναπάντεχες, τρομερές ερωτήσεις που δέχομαι κάποιες φορές. Θυμάμαι μια περίπτωση που άρχισα να λέω στα παιδιά, πώς έγραψα τον Πεχλιβάνη. Τους είπα λοιπόν ότι ήμουν φαντάρος κι ότι έλειπα πολύ καιρό απ’ το σπίτι μου. Όταν πήρα τελικά άδεια κι επέστρεψα, περίμενα ότι θα γίνει χαμός  άμα τη εμφανίσει μου. Δυστυχώς για εμένα, εκείνη την ώρα οι δικοί μου παρακολουθούσαν την Πακίτα, ένα μεξικάνικο -μάλλον- σήριαλ. Χαρήκανε βέβαια αλλά, σε λίγο, προσηλώθηκαν πάλι στην τηλεόραση. Εκείνην τη στιγμή λοιπόν σκέφτηκα τον πατέρα μου, που μέχρι τα 20 του ήταν στα βουνά και βοσκούσε κατσίκια, και πώς αυτός ο άνθρωπος που ήταν διαρκώς μέσα στη φύση παραδόθηκε στην εικόνα. Φαντάστηκα λοιπόν, πώς θα ήταν αν κατέβαινε με ορμή ο αέρας απ’ την Κρανιά και σαν παλαιστής του έκανε λαβή για να τον συνεφέρει. Δύο μέρες μετά, με πήρε ο δάσκαλος του σχολείου και μου λέει: «Θανάση, μόλις τελειώσαμε την εκδήλωση ένα παιδί γύρισε στο σπίτι κι επειδή οι γονείς του έβλεπαν τηλεόραση πήγε και τους την έκλεισε. Υπάρχει κάτι άλλο να πούμε μετά απ’ αυτό;»