Όλα άρχισαν τον Οκτώβριο του 2015. Ο – 31χρονος τότε –  Ιάσονας Αποστολόπουλος, έχοντας ενημερωθεί για τις συνεχείς ροές προσφύγων που κατέφθαναν στη Λέσβο, αποφάσισε να μεταβεί στο νησί για να προσφέρει βοήθεια με οποιονδήποτε τρόπο ήταν εφικτό.

Ο ίδιος, απόφοιτος της σχολής πολιτικών μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, είχε ενταχθεί από νεαρή ηλικία σε ομάδες αλληλεγγύης και είχε ήδη συμμετάσχει σε αρκετές δράσεις.

Όταν έφτασε εκεί, όμως, συνάντησε μια πρωτόγνωρη κατάσταση. «Οι εικόνες που αντίκρισα ήταν οι πιο σοκαριστικές της ζωής μου.  Όλα βρίσκονταν εκτός ελέγχου», περιγράφει σήμερα. «Η αποβάθρα ήταν γεμάτη με πρόσφυγες. Στην επιφάνεια της θάλασσας, βλέπαμε παντού κουκίδες να κατευθύνονται προς τη στεριά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια μητέρα να πλένει το μωρό της στο νερό της βροχής που είχε συσσωρευτεί σε ένα φρεάτιο δίπλα στο λιμάνι».

Στην παραλία της Σκάλας Συκαμιάς, μάλιστα, έφταναν περίπου 100 βάρκες προσφύγων σε καθημερινή βάση. Όπως επεσήμαιναν οι ντόπιοι, η συγκεκριμένη τοποθεσία, που βρίσκεται στη βόρεια ακτογραμμή του νησιού, αποτελούσε το σημείο αιχμής, καθώς σε αυτήν κατευθύνονταν οι μεγαλύτερες αφίξεις από την Τουρκία.

Εκείνη την περίοδο, η έλευση προσφύγων είχε μόλις ξεκινήσει και, κατά συνέπεια, δεν είχε μεταβεί ακόμη μεγάλος αριθμός εθελοντών και ΜΚΟ στο νησί για να προσφέρουν βοήθεια. Υπήρχε, λοιπόν, ανάγκη από «χέρια». Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ιάσονας, μαζί με κάποια επιπλέον άτομα, αποφάσισαν να στήσουν μια αυτοσχέδια κατασκήνωση στην παραλία. «Την εγκαταστήσαμε κάτω από έναν πλάτανο και, έτσι, οι ντόπιοι έδωσαν την ονομασία του δέντρου στη δομή», αναφέρει. Μέσω του «Πλατάνου», παρείχαν στους πρόσφυγες ρούχα, τρόφιμα και στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη, ως μια πρώτη στήριξη κατά την άφιξή τους.

Σύντομα, όμως, διαπίστωσαν ότι κάτι ακόμη που έλειπε ήταν μια δράση θαλάσσιας διάσωσης. «Οι μόνοι που βοηθούσαν τους πρόσφυγες που πλησίαζαν με τις βάρκες ήταν ορισμένοι ντόπιοι ψαράδες», εξηγεί. Ο ίδιος, λοιπόν, έφερε ένα φουσκωτό σκάφος που είχε στην Αθήνα και οι πρώτες απόπειρες ξεκίνησαν.

Σταδιακά, στην ομάδα εθελοντών του «Πλατάνου» εντάχθηκαν ναυαγοσώστες, μεταφραστές και γιατροί, οι οποίοι  συνεισέφεραν σε σημαντικό βαθμό στο έργο της. «Εννέα στις δέκα βάρκες που εντοπίζαμε, καλούμασταν απλώς να τις καθοδηγήσουμε σε ένα ασφαλές μέρος στη στεριά, χωρίς βράχια και γκρεμούς. Μία στις δέκα, όμως, είτε είχε βλάβη στη μηχανή, οπότε έπρεπε να τη ρυμουλκήσουμε με σχοινιά, είτε βούλιαζε, οπότε έπρεπε να κάνουμε διάσωση των ανθρώπων μέσα από το νερό». 

Οι εικόνες που του έχουν εντυπωθεί στο μυαλό από εκείνη την περίοδο είναι, φυσικά, αδύνατο να ξεχαστούν. «Ήταν συγκλονιστικό να βλέπει κανείς αυτό το μαζικό κύμα φυγής. Ηλικιωμένοι, ανάπηροι σε καροτσάκι, άνθρωποι που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ θάλασσα έως τότε, παιδιά που ίσα-ίσα είχαν προλάβει να πάρουν μαζί τα κατοικίδιά τους, όλοι είχαν αναγκαστεί να επιβιβαστούν σε μια βάρκα και να ξεκινήσουν μια πορεία με άγνωστη έκβαση».    

Από τη Λέσβο στα διασωστικά πλοία της Μεσογείου  

Στη Λέσβο, ο Ιάσονας παρέμεινε για οκτώ μήνες. Στη συνέχεια, υπογράφηκε η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, οι αφίξεις στο νησί σχεδόν εκμηδενίστηκαν, η δομή διέκοψε τη λειτουργία της. Τότε, ενημερώθηκε ότι ζητούνταν μέλη πληρώματος για ιταλικά διασωστικά πλοία στη Μεσόγειο. «Ειδικά το πέρασμα μεταξύ Λιβύης και Ιταλίας είναι μια αχανής θαλάσσια έκταση 260 ναυτικών μιλίων από όπου διέρχονταν πολλές βάρκες προσφύγων. Επρόκειτο κυρίως για ανθρώπους από υποσαχάριες χώρες της Αφρικής, που περνούσαν από τη Λιβύη για να φτάσουν στην Ευρώπη», εξηγεί. Αξιοποιώντας, λοιπόν, την εμπειρία που είχε ήδη αποκομίσει, έκανε αίτηση και προσλήφθηκε στο πλοίο «Aquarius», το οποίο ανήκε στις ΜΚΟ «Γιατροί Χωρίς Σύνορα» και «SOS Méditerranée».

«Παρακολούθησα εκπαίδευση ναυτικού, συμμετείχα σε αποστολές όπου χρειάστηκε να παραμείνω για δυο-τρεις μήνες στη θάλασσα χωρίς να βγω σχεδόν καθόλου στη στεριά, λάμβανα οικονομική αμοιβή. Οι απαιτήσεις ήταν πλέον μεγαλύτερες και το επίπεδο δυσκολίας του εγχειρήματος υψηλότερο».  

Σύντομα, όμως, ξεκίνησε η εκστρατεία ποινικοποίησης της διάσωσης και η Ιταλία προσπάθησε να περιορίσει τη δράση των πλοίων που χρησιμοποιούνταν για αυτό το σκοπό, με πρόθεση να την καταστείλει πλήρως. «Η συγκεκριμένη χώρα και η Ε.Ε. συνολικά θέλησαν να διακόψουν την άφιξη προσφύγων με κάθε τρόπο, αδιαφορώντας για όσους θα εγκαταλείπονταν χωρίς βοήθεια και θα πνίγονταν στη θάλασσα. Επομένως, υπέγραψαν μια συμφωνία με τη Λιβύη, την Διακήρυξη της Μάλτας,  με την οποία εκχωρούσαν στο λυβικό λιμενικό σώμα τη δικαιοδοσία να επιστρέφει τους πρόσφυγες, που προσπαθούσαν να διαφύγουν, πίσω στα σκλαβοπάζαρα της Λιβύης. Παράλληλα, τον Ιούνιο του 2018, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι έκλεισε τα λιμάνια της Ιταλίας για τα πλοία που τους μετέφεραν, είτε ήταν διασωστικά, είτε ανήκαν στο ιταλικό λιμενικό σώμα», αφηγείται ο Ιάσονας. Εξαιτίας αυτής της πολιτικής, αρκετά καράβια διάσωσης κατασχέθηκαν, η σημαία του «Aquarius» αφαιρέθηκε και ο αριθμός των προσφύγων που έχαναν τη ζωή τους στη θάλασσα πολλαπλασιάστηκε. 

Έπειτα από την ακινητοποίηση του «Aquarius», ο ίδιος αποφάσισε να συνεχίσει τη δράση του, ως εθελοντής πλέον, σε άλλα ιταλικά διασωστικά πλοία και, συγκεκριμένα, στο «Alex» και το «Mare Ionio» που άνηκαν στο κίνημα πολιτών «Mediterranea Saving Humans». Και τα δύο, ωστόσο, είχαν παρόμοια κατάληξη. Αφού χρησιμοποιήθηκαν για την περισυλλογή περίπου 350 προσφύγων στο πλαίσιο τεσσάρων θαλάσσιων αποστολών, τα πληρώματά τους ήρθαν αντιμέτωπα με τις νομικές συνέπειες που επέφερε η παραβίαση της απαγόρευσης διάσωσης και της πολιτικής των κλειστών λιμανιών: Συλλήψεις, κατάσχεση των πλοίων, υψηλά χρηματικά πρόστιμα. «Σαφώς και γνωρίζαμε ότι, από τη στιγμή που είχαμε αποφασίσει να συνεχίσουμε να διασώζουμε πρόσφυγες στη θάλασσα και να τους μεταφέρουμε στη στεριά, θα σπάγαμε τα μπλόκα που είχε στήσει ο Σαλβίνι και θα μας επιβάλλονταν ποινές. Όμως, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πάνω από τέτοιες ακραίες και κτηνώδεις πολιτικές. Δεν είναι δυνατόν να αφήνουμε ανθρώπους να πνίγονται υπό την απειλή ότι θα κατηγορηθούμε για παράνομη διακίνηση προσφύγων και μεταναστών», επισημαίνει σήμερα. «Εξάλλου, η πολιτική Σαλβίνι εναντιώνεται στο διεθνές δίκαιο και στο δίκαιο της θάλασσας, σύμφωνα με τα οποία κάθε ναυαγός πρέπει να μεταφέρεται στο πλησιέστερο ασφαλές λιμάνι». 

«Όταν συμμετέχεις σε τέτοιες δράσεις, θέτεις τη ζωή σου σε κίνδυνο ανά πάσα στιγμή»

Συζητώντας με τον Ιάσονα, του ζητάμε να μας περιγράψει τη διαδικασία της διάσωσης. Πώς, για παράδειγμα, εντοπίζεται μια βάρκα προσφύγων εν μέσω θαλάσσης; «Η γεωγραφία της Μεσογείου δυσχεραίνει σε μεγάλο βαθμό κάτι τέτοιο. Η απόσταση μεταξύ Λιβύης και Σικελίας είναι μια απέραντη θαλάσσια έκταση 520 χιλιομέτρων, οπότε ψάχνουμε … ψύλλο στα άχυρα», απαντά. «Τα μέσα που χρησιμοποιούμε είναι κυρίως κιάλια την ημέρα και ραντάρ τη νύχτα. Επίσης, ειδοποιούμαστε από άλλα καράβια ή από αεροπλάνα των ΜΚΟ που κάνουν καθημερινές περιπολίες για αυτόν τον σκοπό. Συμβαίνει συχνά, όμως, να ενημερωνόμαστε για κάποια βάρκα, αλλά η απόσταση που μας χωρίζει από αυτή να είναι τόσο μεγάλη, που, όταν φτάνουμε, να έχει ήδη βουλιάξει. Χάνουν τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι στη Μεσόγειο και δεν μαθαίνεται ποτέ, λόγω της αχανούς έκτασής της». 

Ο ίδιος περιγράφει με δραματικό τρόπο και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πρόσφυγες μόλις τα διασωστικά πλοία τους προσεγγίσουν. «Οι βάρκες είναι κακής ποιότητας και, ταυτόχρονα, υπερφορτωμένες με 80-100 άτομα. Ανά πάσα στιγμή, υπάρχει πιθανότητα να διαλυθούν. Καθώς τις πλησιάζουμε, λοιπόν, βλέπουμε συνήθως δεκάδες τεντωμένα χέρια να κρατούν βρέφη, προσπαθώντας να μας τα δώσουν, ώστε να σωθούν εκείνα πρώτα. Παρότι έχω αντικρίσει αυτή την εικόνα και βιώσει αυτή την κατάσταση αμέτρητες φορές μέχρι σήμερα, ακόμη και τώρα που την περιγράφω, νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι».

Ωστόσο, όπως επισημαίνει, οι συνθήκες που αναγκάζουν αυτούς τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη Λιβύη είναι ακόμη δυσμενέστερες από εκείνες της θαλάσσιας μετακίνησής τους. «Στη συγκεκριμένη χώρα, οι αφρικανοί μετανάστες απάγονται από συμμορίες στο δρόμο, οδηγούνται σε ιδιωτικές φυλακές κι εκεί υφίστανται τρομερά βασανιστήρια, προκειμένου να ζητηθούν λύτρα από τις οικογένειές τους. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα να καταβληθούν χρήματα, πωλούνται σαν σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα και, κάποια στιγμή, τα αφεντικά τούς αφήνουν ελεύθερους για να αγοράσουν νέους σκλάβους, τους εκτελούν για ασήμαντο λόγο ή οι ίδιοι καταφέρνουν να δραπετεύσουν. Οι γυναίκες, από την άλλη πλευρά, πέφτουν συχνά θύματα βιασμού. Το πρώτο πράγμα που μας ρωτούν όλοι, όταν τους εντοπίζουμε στη θάλασσα, είναι “ποιος είναι ο προορισμός του πλοίου”. Προτιμούν να πεθάνουν παρά να επιστρέψουν στη Λιβύη».  

Ακόμη κι από τη στιγμή που περισυλλέγονται οι πρόσφυγες μέχρι τη στιγμή που θα οδηγηθούν στη στεριά, πάντως, η διαδικασία δεν είναι εύκολη. «Το γεγονός ότι οι βάρκες  είναι σε κακή κατάσταση και υπερφορτωμένες, ενώ οι επιβαίνοντες δεν φορούν σωσίβια και δεν γνωρίζουν κολύμπι, μπορεί να οδηγήσει ανά πάσα στιγμή σε τραγωδία. Σε πολλές περιπτώσεις, απέχουν ελάχιστα από ένα ολοκληρωτικό ναυάγιο. Επίσης, οι άνθρωποι αυτοί είναι γεμάτοι τραύματα και ουλές στα σώματά τους από τα βασανιστήρια που έχουν υποστεί στη Λιβύη, ενώ αρκετές γυναίκες το πρώτο πράγμα που ζητούν από τους γιατρούς του πλοίου είναι τεστ εγκυμοσύνης και τότε μαθαίνουν ότι έχουν μείνει έγκυες από βιασμό. Όλα αυτά, λοιπόν, απαιτούν εκ μέρους μας πολύ προσεκτικούς χειρισμούς». 

Όπως είναι αναμενόμενο, σε αρκετές περιπτώσεις τίθεται σε κίνδυνο και η ζωή των διασωστών. «Έπειτα από τη συμφωνία Ε.Ε.-Λιβύης, το λιβυκό λιμενικό σώμα, ενισχυμένο πλέον με ευρωπαϊκά όπλα, σκάφη περιπολίας και εκπαιδευμένο πλήρωμα, ενέτεινε τις προσπάθειές του για καταστολή των διασωστικών πλοίων και επιστροφή των προσφύγων στη χώρα», περιγράφει ο Ιάσονας. «Άρχισε, λοιπόν,… κυνηγητό στη θάλασσα. Εμείς εντοπίζαμε πρόσφυγες και το λιβυκό λιμενικό μάς έκανε επίθεση για να τους περισυλλέξει εκείνο.  Το καράβι των Γιατρών Χωρίς Σύνορα «Bourbon Argos» δέχτηκε ευθείες βολές από καλάσνικοφ και μια σφαίρα πέρασε 30 πόντους μακριά από τον καπετάνιο. Αντίστοιχα περιστατικά έχουν συμβεί και σε άλλα διασωστικά πλοία, όπως και στα δικά μας. Σαφώς κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή, όταν αποφασίζεις να συμμετάσχεις σε τέτοια εγχειρήματα».

Στο μεταξύ, στην Ιταλία η κυβέρνηση έχει αλλάξει, αλλά η ποινικοποίηση της διάσωσης και η μέθοδος των κλειστών λιμανιών εξακολουθεί να εφαρμόζεται. «Μάλιστα, οι ποινές για τους παραβάτες έχουν γίνει ακόμη πιο αυστηρές», τονίζει. «Πρόκειται για μια πολιτική εγκληματική, διότι, ουσιαστικά, οι πρόσφυγες σαλπάρουν προς βέβαιο θάνατο και ο μοναδικός τρόπος να σωθούν είναι να εντοπιστεί η βάρκα τους εγκαίρως από κάποιο διασωστικό πλοίο ή πλοίο του λιμενικού σώματος και να τους μεταφέρει με ασφάλεια στη στεριά». 

Αυξανόμενος ρατσισμός, εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, έκκληση για ανθρωποκεντρική στάση

Δεδομένου ότι ο Ιάσονας έχει παρακολουθήσει από κοντά το προσφυγικό ζήτημα από το ’15 μέχρι σήμερα, τον ρωτάμε πώς αξιολογεί την κατάσταση στις μέρες μας. «Νομίζω ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες εξακολουθούν να μην αντιμετωπίζονται με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο (το οποίο ορίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να διασωθεί στη θάλασσα, καθώς και να ζητήσει άσυλο σε μια ξένη χώρα). Αντιθέτως, αντιμετωπίζονται σαν εχθροί που προσπαθούν να εισβάλουν με βίαιο τρόπο στην Ευρώπη και αποτελούν απειλή για τον πολιτισμό της». Ταυτόχρονα, παρατηρεί διαρκώς μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας να υιοθετεί αρνητική στάση απέναντί τους. «Πριν από τέσσερα χρόνια, οι πολίτες ήταν πρόθυμοι να τους βοηθήσουν. Τώρα, διαπιστώνω ότι δεν συμβαίνει το ίδιο. Ένας συνδυασμός άγνοιας, φόβου, συντηρητισμού και ρατσιστικών αντιλήψεων έχει δημιουργήσει πιο εχθρικό κλίμα», σχολιάζει. Αυτό, όμως, δεν σχετίζεται και με το γεγονός ότι οι ροές που καταφθάνουν είναι υπερβολικά μεγάλες και, κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να ενσωματωθούν; «Δεν νομίζω ότι αυτή είναι η αιτία. Από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα, έχουν έρθει 100.000 πρόσφυγες σε όλη την Ευρώπη. Ο αριθμός δεν είναι υψηλός, αν αναλογιστούμε ότι ο πληθυσμός της ηπείρου ανέρχεται στα πεντακόσια εκατομμύρια. Με καλύτερη συνεργασία μεταξύ των κρατών, λοιπόν, θα μπορούσαν οι αφίξεις να κατανεμηθούν μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και να ενταχθούν ομαλά σε αυτές. Όσο για την Ελλάδα, η οποία έχει δεχτεί περίπου 65.000 πρόσφυγες από την αρχή του έτους, ενδεχομένως να μην είναι εύκολα διαχειρίσιμη κατάσταση. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι οι πρόσφυγες/μετανάστες, αλλά οι συμφωνίες που έχουμε υπογράψει με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η συνθήκη του Δουβλίνου και η πρόσφατη κοινή δήλωση Ε.Ε.-Τουρκίας. Οι περισσότεροι από όσους έρχονται δεν επιθυμούν να μείνουν μόνιμα εδώ και, ουσιαστικά, οι εν λόγω συμφωνίες μετατρέπουν τη χώρα σε ζώνη φυλάκισης αθώων ανθρώπων».  

Στη συνέχεια, η συζήτηση επεκτείνεται στον μεγάλο αριθμό προσφύγων που βρίσκονται στις δομές φιλοξενίας, στους διακινητές, αλλά και στον ρόλο των ΜΚΟ. «Όσον αφορά τα hotspots, θεωρώ ότι οι συνθήκες διαβίωσης είναι σκοπίμως τόσο άθλιες για να λειτουργούν αποτρεπτικά για την προσέλευση περισσότερων προσφύγων. Όσον αφορά τους διακινητές, ικανοποιούν μια πραγματική ανάγκη των προσφύγων να φύγουν από τον τόπο όπου υποφέρουν και δεν έχουν άλλο τρόπο. Οι διακινητές υπάρχουν λόγω των κλειστών συνόρων, των φρακτών, των αποτρεπτικών πολιτικών της Ευρώπης-φρούριο, που είναι ενάντια στο διεθνές δίκαιο. Μην ξεχνάμε ότι η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ορίζει ότι ο άνθρωπος έχει δικαίωμα να περνάει τα σύνορα εφόσον κινδυνεύει η ζωή του (άρθρο 14). Και όσον αφορά τις ΜΚΟ, ορισμένες επιτελούν αξιόλογο έργο και άλλες αντλούν  χρήματα χωρίς να προσφέρουν κάτι. Σαφώς, υπάρχουν και οι δύο κατηγορίες», σχολιάζει. 

Ο ίδιος, πάντως, θεωρεί ότι μια αποτελεσματικότερη και πιο ανθρώπινη αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος θα έπρεπε να ξεκινήσει από την αλλαγή νοοτροπίας και στάσης των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι σε αυτό. «Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η χορήγηση ασύλου δεν αποτελεί πράξη φιλανθρωπίας, αλλά υποχρέωση, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και την ευρωπαϊκή και ελληνική νομοθεσία. Επίσης, να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τα οποία έχουν γίνει μεγάλοι αγώνες και έχουν χαθεί εκατομμύρια ζωές στο παρελθόν, προκειμένου να κατοχυρωθούν. Και, τέλος, να υιοθετήσουμε μια ανθρωποκεντρική αντίληψη και όχι κατασταλτική όπως συμβαίνει σήμερα. Όταν αυτά συμβούν, λύσεις μπορούν να βρεθούν». 

Ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο, πάντως, ο Ιάσονας ομολογεί ότι η ενασχόλησή του με το προσφυγικό ζήτημα τον έχει ωφελήσει με πολλούς τρόπους:  Τη γνωριμία με ομάδες ατόμων ανιδιοτελών και αλληλέγγυων που προσφέρουν τη ζωή τους για ένα καλό σκοπό, τη χαρά της προσφοράς, τη συνεισφορά στην αντιμετώπιση ενός από τα μεγαλύτερα δράματα της εποχής μας. Η συχνή επαφή με τον θάνατο δεν τον έχει επηρεάσει άραγε; «Ναι, αλλά ακόμη πιο σοκαριστικό για μένα είναι ότι ο θάνατος αποτελεί πολιτική επιλογή. Οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, αλλά δεν σώθηκαν. Αυτό με εξοργίζει και, ταυτόχρονα, μου γεννά τη διάθεση να αγωνιστώ ακόμη περισσότερο ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση». 

Στο μεταξύ, το «Mare Ionio» έχει κατασχεθεί από τις 2 Σεπτεμβρίου με την κατηγορία της παράνομης διακίνησης προσφύγων και με επιβολή προστίμου ύψους 300.000 ευρώ. Η υπόθεση πρόκειται να εκδικαστεί τον Δεκέμβριο και αναμένεται το πλοίο να αφεθεί, καθότι η διάσωση είναι υποχρέωση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και όχι αδίκημα. Ο Ιάσονας, ωστόσο, εξακολουθεί να συνεισφέρει στο κίνημα πολιτών «Mediterranea Saving Humans», π.χ. μέσω της εκπαίδευσης νέων διασωστών. «Παράλληλα, σχεδιάζουμε να διοργανώσουμε μια μεγάλη συναυλία στην Ελλάδα για την οικονομική ενίσχυση του πλοίου», προσθέτει. Και τι θα ευχόταν να συμβεί με το προσφυγικό ζήτημα μέσα στα επόμενα χρόνια; «Το πιο απλό και αυτονόητο», απαντά, καθώς η συζήτηση ολοκληρώνεται. «Να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιμη, ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την εθνικότητα καθενός μας».