diaf-4

Το Seven του Φίντσερ σε επηρέασε ή το κείμενο του Δάντη; Όχι ιδιαίτερα το πρώτο, αλλά νομίζω ότι ο Δάντης και το κείμενό του με την μυθολογία του ήταν πιο κοντά σε μένα, αν και ποτέ δεν είχε να κάνει με το θρησκευτικό κομμάτι των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων. Είχε να κάνει με τον άνθρωπο, τις ενοχές, τους εξωτερικούς κανόνες που βάζουμε για να κοινωνικοποιηθούμε και πόσο μας δεσμεύουν σε μια συνεχόμενη μάχη με τον εαυτό μας ως προς τι είναι καλό και τι κακό. Αν κάτσεις και ασχοληθείς λίγο, θα διαπιστώσεις πόσο πετυχημένες είναι αυτές οι επτά ιδιότητες της ανθρώπινης ύπαρξης και πόσο κρυμμένες μέσα μας είναι όλες αυτές. Κάποια στιγμή όμως, μπαίνεις σε μια διαδικασία να δεις ποια όρια είναι εξωτερικά και ποια πραγματικά δικά σου όρια.

Εσένα ποιο αμάρτημα σε χαρακτηρίζει, είναι πιο κοντά; Αυτό που σιχαίνομαι πιο πολύ είναι η φιλαυτία, το pride, νομίζω είναι ο πατέρας όλων των αμαρτημάτων. Η περηφάνια, ο ναρκισσισμός είναι ό,τι χειρότερο, ο καθένας μας το κρύβει μέσα του και μετά νομίζω γεννάει όλα τα υπόλοιπα.

Μέχρι κάποιο σημείο δεν πρέπει να υπάρχει ο ναρκισσισμός, ιδιαίτερα άμα είσαι καλλιτέχνης;  Εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα, γιατί αυτοί οι κανόνες και τα όρια, είναι πολύ γκρίζα στο τέλος. Μέχρι ένα σημείο κανονικά πρέπει να τα έχει κάποιος για να προχωράει για να είναι δημιουργικός, λίγο αχόρταγος. Δεν μπορείς να είσαι τελείως φυσιολογικός άνθρωπος. Και αυτές οι τύψεις που έχουμε, από ένα σημείο και μετά είναι μαλακίες. Πραγματικά δεν μπορείς να είσαι ένας ζωντανός άνθρωπος και να μην εμποδίζεσαι από αυτά.

Έχεις το άγχος αν ο θεατής θα νιώσει ότι αυτό που θες να του πεις είναι εύληπτο; Υπάρχει η εξής λύση γι’αυτό: βάζεις έναν τίτλο. Όπως και οι εικαστικοί πολύ συχνά. Η σύγχρονη τέχνη αντιμετωπίζει ένα τέτοιο πρόβλημα, γιατί εσύ θες να πεις για ένα θέμα, αλλά θες να μιλήσεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο, πιο ανοιχτό. Αυτό είναι το καλό όταν γράφεις ένα concept album, βάζεις το θεατή να καταλάβει ότι αυτά τα κομμάτια που έχεις γράψει είναι βάσει αυτού του concept. Οπότε απευθείας αυτός, συμπληρώνει την ιστορία στο δικό του μυαλό.

Χρησιμοποιώντας τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα δεν γεμίζεις ενοχές το θεατή; Επειδή μουσική ακούει, δε νομίζω ότι είναι έτσι. Στο δικό μου μυαλό, επειδή διάβασα κιόλας αρκετά πράγματα για εκείνα, ειδικά την πρώτη περίοδο, σιγά σιγά ένιωθα όλο και πιο ελεύθερος. Καταλάβαινα ότι είναι λάθος ο εξωτερικός τρόπος κανόνων, ότι η εκκλησία και η κοινωνία έχει χρησιμοποιήσει τέτοιους κανόνες για να κουμαντάρει τον κόσμο και λιγότερο είναι κανόνες που πραγματικά χρειάζονται. Οπότε μέσα σ’αυτό, προσπαθούσα να έρθω σε αντίθεση με τις ενοχές μου και λιγότερο να βάλω έξτρα ενοχές.

Το αίσθημα της λύτρωσης υπάρχει; Ναι, υπάρχει έντονη η αίσθηση του χρόνου που περνάει. Η ζωή που προχωράει από το ένα συναίσθημα στο άλλο. Το τελευταίο κομμάτι, The End, που δεν έχει τίτλο αμαρτήματος, είναι ένα τραγούδι το οποίο έχει λίγο απ’όλα, μπορεί να σου αφήσει μια αίσθηση λύτρωσης ή μια αίσθηση βύθισης, ανάλογα με το τι διάθεση έχεις εσύ. Είναι ένα πολύ λυρικό κομμάτι.

diaf-6

Υπάρχει κοινό στην Ελλάδα για τέτοιου είδους ακούσματα; Μικρό, αλλά υπάρχει. Όταν φτιάχνεις ένα άλμπουμ το οποίο γενικότερα σαν καλλιτέχνης είσαι ενδιάμεσα σε κάποια ιδιώματα και κάποιο ύφος μουσικής, είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεις το κοινό σου, για να βρεις ανθρώπους να σε κατηγοριοποιήσουν και να τρέξουν τη δουλειά σου με ένα τρόπο. Γιατί πολύ συχνά, για τους κλασικούς θεωρούμαι «τι είναι αυτός ο τρελός που βάζει αυτά τα ηλεκτρονικά», για τους ηλεκτρονικούς «τι είναι αυτός ο γκέι, που ξαφνικά βάζει και μελωδία». Αλλά πιστεύω όλο και μεγαλώνει το κοινό που ψάχνει το μπλέξιμο, το οποίο έχει ενδιαφέρον σ’αυτή την εποχή. Γιατί όλα είναι τόσο εύκολο να τα δείς, που μου φαίνεται απίθανο ένας καλλιτέχνης αυτήν την περίοδο να κάθεται να γράφει ένα ιδίωμα τόσο στενό και να μην είναι ανοιχτός να πάρει στην παλέττα του ό,τι υπάρχει τριγύρω του.

Αυτή την περίοδο τι ακούς; Έχει βγει από την ίδια εταιρία με μένα, ένα CD του Ben Lukas Boyzen, ο οποίος παλιά υπέγραφε ως Hecq. Τα παλιά του είναι πειραματικά dubstep, αλλά το καινούριο του είναι ακουστικό. Επίσης, ακούω πολύ σύγχρονη κλασική. Ο Goetzky, Schnittke. Από Έλληνες, ο Κυπουργός, ο Κουμεντάκης κάνει πολύ ωραίες δουλειές, αλλά κι αυτοί περισσότερα τα κάνουν έξω παρά στην Ελλάδα.

Γι’αυτό κι εσύ πήγες στο Βερολίνο; Ήθελα πάρα πολύ να κυκλοφορήσει αυτή η δουλειά εκτός Ελλάδας, ακριβώς επειδή είναι περιορισμένο το κοινό εδώ και ήξερα και ήθελα να απευθυνθώ εκτός Ελλάδας, για να ακούσουν κάποιοι άνθρωποι αυτή τη δουλειά. Ήταν πιο εύκολο να γίνει σε μια εταιρία εκτός Ελλάδος, παρά να είναι Ελληνική και να προσπαθήσει να το στείλει έξω. Ήρθε εξ ουρανού η Ad Noiseam, που τη γουστάρω πάρα πολύ.

Ποια είναι η διαφορά σε σχέση με την Ελλάδα; Υπάρχει μεγαλύτερη οργάνωση, αλλά και η Ad Noiseam, είναι μεγάλη εταιρία στο μικρόκοσμο της πειραματικής μουσικής. Παρόλα αυτά, αν και γι αυτές τις ανεξάρτητες εταιρίες παντού είναι δύσκολα, εκεί βλέπεις όμως ότι οι άνθρωποι έχουν έναν καλύτερο μηχανισμό, είναι όλα περισσότερο φτιαγμένα. Επίσης, έχουν το μηχανισμό της χώρας τους και των ανθρώπων γύρω τους να λειτουργεί, πράγμα που εδώ αυτά είναι εχθρικά. Όλοι κάνουμε τα πράγματα ως μονάδες, δεν υπάρχει ένα δίκτυο που να λειτουργεί. Προσπαθούμε με φιλικές σχέσεις να χτίσουμε ένα δίκτυο και όχι με μια οργάνωση. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά, γιατί ξέρω πολλούς ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική, που είναι εξίσου ικανοί, αλλά δεν έχουν αυτή την οργάνωση.  Η Στέγη αυτή τη στιγμή είναι ότι καλύτερο έχει η Ελλάδα, είναι μεγάλη τιμή που θα παίξω εκεί και που αγκαλιάσανε το πρότζεκτ .Όταν μπαίνεις στη Στέγη, νιώθεις ότι δεν είσαι στην Ελλάδα. Πρώτα απ’όλα, αυτό είναι ένα τρομερό συναίσθημα και έχει να κάνει με τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί.  Υπάρχει κάτι ορθολογικό στον τρόπο με τον οποίο είναι στημένο.

IMG_20131213_113630
22 Δεκεμβρίου 2013, 20:30, Σταύρος Γασπαράτος, Επτά θανάσιμα αμαρτήματα, 22 Δεκεμβρίου 2013 20:30 Κεντρική Σκηνή, Τιμές εισιτηρίων: 15 – 18 – 28 € 
Μειωμ. 10 – 12 – 15 € | Άνεργοι 5 €
1 2