ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΠΡΙΝ ΤΟ LIVE

Αυτό το παιδάκι κρύβεται. Κρύβεται πίσω απ’τη μουσική.Αυτή τη μουσική που παίζεται για κάνα δίωρο ζωντανά. Και σκεπάζει τη ζωή, τις οικογενειακές φωτογραφίες, τα κόμματα, τις εκκλησίες και τα σχολεία.Τα σκεπάζει με μια παλιά μεταπολεμική κουβέρτα που σε τσιμπάει στα μάγουλα. Και τα σκεπάζει για να μην μπορούν να μας δουν να γινόμαστε άγριοι, να μη δουν τα πρόσωπά μας να παραμορφώνονται σαν των τεράτων στις παλιές ταινίες της Universal, να μη δουν όλο τον εφηβικό ιδρώτα -που δίστασε να χυθεί στην ώρα του- να φεύγει από πάνω μας και να ενώνεται μ’αυτόν του μπροστινού μας.

Αυτό το παιδάκι –ο αφηγητής του «Κράτα το σόου»- κρύβεται από τη ζωή για να γίνει ζωντανό με το δικό του τρόπο. Και παρ’ότι το βιβλίο χωρίζεται σε 18 και μία συναυλίες, η εντύπωση που σου μένει όταν το τελειώνεις είναι πως πρόκειται για 18 και μία μάχες, πως είναι ένα πολεμικό απομνημόνευμα, μια κωμική ροκ-εν-ρολ εκδοχή της «Καρδιάς του σκότους», του «Ταξιδιού στην Άκρη της Νύχτας», του «Αποχαιρετισμού στα όπλα», των «Γυμνών και των νεκρών», της «Ζωή εν τάφω».

Σ’ένα απ’τα πρώτα κεφάλαια το παιδάκι-Μίχος φοράει κρυφά τη στολή του στρατιωτικού πατέρα του και νιώθει μια βαθειά μελαγχολία για το πόσο λίγη τίμια μάχη περιέχει η δουλειά αυτή και πόσο υποκριτικά χειρίζεται τον επαγγελματία ήρωα η «μικροαστική καταστροφή» που έτυχε στα δικά μας παιδικά χρόνια.Ο ίδιος ο πατέρας το ξέρει καλύτερα – και τα δικά του στρατιωτάκια τα έχει ανταλλάξει με μουσικούς σε συναυλίες, τις οποίες παρακολουθεί από στρατηγικά επιλεγμένη θέση επηρεάζοντας με την βαθειά απωθημένη δύναμή του το αποτέλεσμα.

Ο γιος λοιπόν δεν μπορεί παρά να θέλει να πονέσει κάτω ακριβώς απ’το μεγάλο ηχείο, να σκοτωθεί χίλιες φορές και να σκοτώσει, να βρει τη δική του καλά κρυμμένη διμοιρία ανάμεσα σε άλλους δισκολάγνους και συναυλιάκηδες,να φτιάξει τα δικά του πολεμικά ρούχα και να κινδυνέψει φορώντας τα, να σταματήσει λίγο για να μιλήσει σ’ένα κορίτσι, να βρει μιαν «ειδικότητα» που θα του επιτρέπει να’ναι πάντα στην πρώτη θέση της μάχης, να πάει εκείνος τον πατέρα σαν δικό του γιο μια βόλτα στο στρατόπεδο, να αποχωρήσει τέλος από το χαμό στο τελευταίο κεφάλαιο, μελαγχολικός νικητής σε μια νίκη που δεν έχει καμιά σημασία κι αυτή είναι η ομορφιά της. Ζωντανός με το δικό του τρόπο.

Είναι γνωστό πως τα live reviews είναι ένα ακαδημαϊκό πλέον είδος δημοσιογραφίας, που συνήθως αυτοαναιρείται από τη σοβαροφάνεια κι απ’τον εγκυκλοπαιδικό ακκισμό του εκάστοτε γράφοντος. Εδώ ο Θεοδόσης –ακριβώς γιατί το κλειδί του βιώματός του καίει τόσο που μπορεί πια να γελάει μ’αυτό- του δίνει μια σπρωξιά προς τη λογοτεχνία.

Καλή ανάγνωση, λοιπόν.Ή καλό gig.

Φοίβος Δεληβοριάς