pessoa

Δύο νέα βιβλία του Φερνάντο Πεσσόα που αποκαλύπτουν στα μάτια του ελληνικού αναγνωστικού κοινού τις ευρηματικές ποιητικές του τεχνικές, κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg: Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο και Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος σε εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις της Μαρίας Παπαδήμα, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η πρωτοτυπία του Πεσσόα έγκειται στο εύρημα των ετερώνυμων, αληθοφανών χαρακτήρων—ένα είδος πολλαπλών εαυτών-φωνών με ημερομηνίες γέννησης-θανάτου και λοιπά βιογραφικά στοιχεία. Έχουν καταγραφεί 126 ετερώνυμα μέσα στα γραπτά του Πεσσόα. Στις παρούσες εκδόσεις γνωρίζουμε την εμβληματική τριάδα Αλμπέρτο Καέιρο, Ρικάρντο Ρέις και Άλβαρο ντε Κάμπος, λογοτεχνικά πρόσωπα με ολοκληρωμένη ποιητική προσωπικότητα. 

Ο Αλμπέρτο Καέιρο (1889-1915) θεωρείται από τον Πεσσόα ως ο «δάσκαλος» όλων των δημιουργημάτων του. Η ποιητική συλλογή του Καέιρο συνοδεύεται από τον «Πρόλογο» του Ρικάρντο Ρέις και τις «Σημειώσεις εις μνήμην του δασκάλου μου Καέιρο» του Άλβαρο ντε Κάμπος. Ο αναγνώστης απολαμβάνει την μυθοπλασία του Πεσσόα, καθώς ο Καέιρο λαμβάνει τη φιλοσοφική διάσταση ενός γκουρού. 

Ο Ρικάρντο Ρέις στον «Πρόλογο» σκιαγραφεί τον Καέιρο ως εξής:

«Με μια υπερφυσική διαίσθηση, σαν αυτές που ιδρύουν θρησκείες εις τον αιώνα τον άπαντα, στην οποία βεβαίως δεν ταιριάζει το επίθετο θρησκευτική, δεδομένου ότι, όπως ο ήλιος και η βροχή, αποστρέφεται όλες τις θρησκείες και όλες τις μεταφυσικές, ο άνθρωπος αυτός ανακάλυψε τον κόσμο χωρίς να τον στοχαστεί και δημιούργησε μια έννοια του σύμπαντος που δεν εμπεριέχει απλώς ερμηνείες.» 

Ο Καέιρο πιστεύει στην Πραγματικότητα με κεφαλαίο Π και τίποτε άλλο. Είναι παγανιστής και υλιστής, άθεος, και ενάντιος του χριστιανισμού/καθολικισμού. Τεχνηέντως, ο Πεσσόα δημιουργεί έναν βουκόλο, «απλοϊκό» ποιητή, ο οποίος περιφρονεί κάθε τι που διέπεται από σκέψεις και ιδέες αλλότριες του πράγματος καθαυτού. Στην ενότητα ο Φύλακας των κοπαδιών διακρίνονται ανατρεπτικά συναισθήματα και αιρετικές πεποιθήσεις μέσα από περιγραφές λεπτότατης ειρωνίας:

«Ένα μεσημέρι στο τέλος της άνοιξης

είδα ένα όνειρο σαν φωτογραφία:

τον Ιησού Χριστό να κατεβαίνει στη Γη.

 

Ήρθε απ’την πλαγιά ενός βουνού

κι είχε γίνει πάλι παιδί,

έτρεχε, κυλιόταν στο χορτάρι

ξερίζωνε λουλούδια και τα πετούσε,

γελούσε δυνατά για να τον ακούν μακριά.

 

Το’χε σκάσει απ’ τον ουρανό.

Ήταν πολύ δικός μας για να παριστάνει

το Δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας.

Στον ουρανό ήταν όλα ψεύτικα, όλα αταίριαστα

με τα λουλούδια, τα δέντρα, τις πέτρες.

Στον ουρανό έπρεπε να είναι πάντα σοβαρός

και κάποιες φορές να ξαναγίνεται άνθρωπος

να ανεβαίνει στον σταυρό και να πεθαίνει πάντα

με ένα στεφάνι όλο αγκάθια γύρω γύρω

τα πόδια καρφωμένα μ’ένα τεράστιο καρφί

κι ένα κουρέλι στη μέση του

σαν αυτό που φοράν οι νέγροι στις εικονογραφήσεις.

Μήτε τον άφηναν να έχει πατέρα και μητέρα

σαν τα άλλα παιδιά.

Ο πατέρας του ήταν δυο πρόσωπα:

Ένας γέρος που τον έλεγαν Ιωσήφ, ξυλουργός το επάγγελμα

που δεν ήταν πατέρας του.

Ο άλλος ήταν ένα ηλίθιο περιστέρι,

το μοναδικό άσχημο περιστέρι αυτού του κόσμου

γιατί δεν ήταν αυτού του κόσμου μήτε και περιστέρι.

Η μάνα του δεν είχε αγαπήσει πριν τον αποκτήσει.

Δεν ήταν γυναίκα. Ήταν μια σκευοθήκη

που μέσα της ήρθε από τον ουρανό.

Κι ήθελαν αυτός, που γεννήθηκε μόνο από μητέρα,

και δεν είχε ποτέ πατέρα για να τον αγαπήσει και να τον σέβεται,

να κηρύσσει την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη!

 

Μια μέρα που ο Θεός κοιμόταν

και το Άγιο Πνεύμα πετούσε τριγύρω,

πήγε στο κουτί με τα θαύματα κι έκλεψε τρία.

Με το πρώτο έκανε να μην καταλάβει κανείς πως

το ΄χε σκάσει.

Με το δεύτερο έγινε για πάντα άνθρωπος και παιδί.

Με το τρίτο έκανε έναν Χριστό αιώνια εσταυρωμένο

και τον άφησε καρφωμένο στο σταυρό που υπάρχει

στον ουρανό

και χρησιμεύει για πρότυπο όλων των σταυρών.

Έπειτα ανέβηκε ως τον ήλιο

και κατέβηκε με την πρώτη αχτίδα που βρήκε.

 

Σήμερα ζει μαζί μου στο χωριό.» (σελ. 45-47)

Το παιδί αυτό είναι για τον Καέιρο το «αιώνιο Παιδί, ο Θεός που έλειπε» και «είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο ον» που χαμογελάει και παίζει, «ο αληθινός Χριστούλης» (σελ.49).

Εδώ, η ποίηση του Πεσσόα φιλτράρεται από τον διακαή πόθο του alter ego του για τη διατήρηση της αέναης παιδικότητας ή το χάρισμα του παιχνιδιού και της ανεμελιάς που απελευθερώνει τον νου από τις αφύσικες και εντελώς αντί-διαισθητικές (και αντι-αισθητικές) θρησκοληπτικές συνθέσεις. 

Στην ενότητα Ασύνδετα ποιήματα, οι στίχοι του ποιητή αποκτούν αποφθευγματικό χαρακτήρα:

«Ο πόλεμος που βασανίζει με τα στρατεύματά του τον κόσμο,

είναι το τέλειο παράδειγμα του λάθους της φιλοσοφίας».

Και:

«Η ανθρωπότητα είναι μια επανάσταση σκλάβων.

Η ανθρωπότητα είναι μια κυβέρνηση που σφετερίστηκε

ο λαός.

Υπάρχει γιατί τη σφετερίστηκε, αλλά σφάλλει γιατί

σφετερίζομαι είναι δεν έχω το δικαίωμα.

 

Αφήστε να υπάρχει ο εξωτερικός κόσμος και η

φυσική ανθρωπότητα!

Ειρήνη σε όλα τα προ-ανθρώπινα πράγματα, ακόμη

και στον άνθρωπο.

Ειρήνη στην εντελώς εξωτερική ειρήνη του Σύμπαντος!»

Η φωνή του ποιητή συνεχίζει ν’ακούγεται και μέσα από τον επινοημένο Άλβαρο ντε Κάμπος, τον εκκεντρικό δανδή που δηλώνεται ως «άνεργος μηχανικός». Όπως επισημαίνει η μεταφράστρια των ποιημάτων του, Μαρία Παπαδήμα, η «ιδιότητα του ανέργου υποδηλώνει μάλλον αυτήν που ο Κάμπος αποκαλεί αληθινή ζωή, τη ζωή του ονείρου, του ύπνου, των παιδικών χρόνων, της σκέψης, της ενδοσκόπησης, της απάρνησης του χρήσιμου και πρακτικού.» (σελ. 34). Ο ντε Κάμπος στην ενότητα Ο Παρακμιακός Ποιητής (1913-1914) πλησιάζει την αισθητική του Καβάφη με το μελαγχολικό ποιήμα «Opiarium»:

«Πριν τ’όπιο η ψυχή μου υποφέρει.

Τη ζωή να νιώθεις τι ανημπόρια

και τώρα στ’όπιο ζητάω παρηγόρια

όνειρα Ανατολής για να μου φέρει.» (σελ.42) 

Επίσης, ο ντε Κάμπος αντιπροσωπεύει τον μοντερνιστή ποιητή, εμπνευσμένο από τον φουτουρισμό του Μαρινέττι. Στην ενότητα Ο Αισθησιοκρατικός Μηχανικός (1914-1922) παρακολουθούμε τον ποιητή στην «Θριαμβική ωδή» να συμμετέχει με όλες του τις αισθήσεις, πυρετωδώς, στη δυναμική της μηχανής, των εμβόλων, των τριγμών, των γραναζιών και των τροχών. Ο ενθουσιασμός του για το «τρομερό κι ηδονικό πανδαιμόνιο του σημερινού πολιτισμού» φτάνει στο ζενίθ: 

«Ει, τρένα, γεφύρια, ξενοδοχεία την ώρα του δείπνου, μηχανήματα όλων των ειδών, σιδερένια, ακατέργαστα, μικροσκοπικά, εργαλεία ακριβείας, μηχανήματα που ζυμώνουν, που σκάβουν, μηχανάκια, τρυπάνια, περιστροφικές μηχανές!

Έι! Έι! Έι!

Έι ηλεκτρισμέ, άρρωστα νεύρα της Ύλης!

Έι ασύρματη τηλεγραφία, μεταλλική συμπάθεια

του Ασυνειδήτου!

Έι τούνελ, διώρυγες, Παναμάς, Κίελο, Σουέζ!

Έι όλο το παρελθόν μέσα στο παρόν!

Έι όλο το μέλλον κιόλας μέσα μας! Έι!» (σελ. 65)

Ο ξεχωριστός Πορτογάλος ποιητής εισχωρεί δυναμικά στις καλλιτεχνικές ζυμώσεις της εποχής του μέσω των πολλαπλών του υποστάσεων ή ολοκληρωμένων ποιητικών οντοτήτων. Έτσι κι εμείς, με οδηγό μας το διανθισμένο Εγώ του Πεσσόα, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο/Σύμπαν/Πραγματικότητα γύρω μας πολυπρισματικά και απελευθερωμένα από κλισέ και στεγανά.