φωτογραφία

Ο Πραβιέν Μακάρεφ είναι εδαφολόγος, και μια από τις κύριες εργασίες του είναι να ψάχνει για σπάνιες γαίες. Το πραγματικό του μεράκι, όμως, είναι το επάγγελμα του κλόουν και τα ζογκλερικά κόλπα. Πως συνδυάζονται όμως οι ιδιότητες του εδαφολόγου, του κλόουν και του πολίτη – μέλους του Κόμματος στη Σοβιετική ένωση μέσα στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου;

Η ζωή του Πραβιέν ή μια από τις ζωές του ξεκινά στη βορειοδυτική εσχατιά της Ρωσίας, στην πόλη Μούρμανσκ που κοιτά τη θάλασσα Μπάρεντς. Γεννημένος δέκα χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση μοιράζεται μαζί με την οικογένεια του (τον πατέρα Μακάρεφ, την μητέρα του Άννα Λεοπόντολβα και την αδελφή του Λενόρα) ένα κοινοβιακό σπίτι μαζί με άλλες οικογένειες, ξεπεσμένους αριστοκράτες, παλιούς μικροαστούς, ατυχήσαντες κάτω από το καινούριο καθεστώς.

Υπό την επήρεια των λευκών νυχτών ο μικρός Πραβιέν μεγαλώνοντας «κερδίζει» την αϋπνία που θα τον συντροφεύει σε όλη του τη ζωή και μια αίσθηση ανασφάλειας και μοναξιάς που θα την απαλύνει μόνο η παρουσία της μητέρας του. Ο πατέρας του, εργάτης των ορυχείων και ήρωας της επανάστασης, θα συλληφθεί στις εκκαθαρίσεις του μεσοπολέμου κατηγορούμενος ως τροτσκιστής και ως προδότης. Η νεαρή Λενόρα απλά θα εξαφανιστεί ένα πρωινό αφήνοντας ένα σημείωμα στο οποίο δήλωνε ότι θα πάει να ψάξει τον πατέρα της. Αργότερα για να ολοκληρωθεί η ψυχολογική και αισθηματική απομόνωση του Πραβιέν, η μητέρα του θα πεθάνει μισοτρελαμένη από την απελπισία της για τα απανωτά χτυπήματα της μοίρας. Μικρός ακόμα ο Πραβιέν θα βρει καταφύγιο από το παγωμένο τοπίο της πραγματικότητας που τον κυκλώνει στο κόσμο του Τσίρκου, στον κόσμο των θαυμάτων. Εκεί θα γνωρίσει για πρώτη φορά την Ντάρια, ακροβάτισα και φοιτήτρια της ιατρικής, που αργότερα θα γίνει ο έρωτας της ζωής του, εκεί θα γοητευτεί από την φιγούρα του κλόουν και τα κόλπα του και θα αρχίσει να τα απομνημονεύει και να τα κάνει εξάσκηση.

Η ιστορία όμως συνεχίζει παράλληλα την αμείλικτη πορεία της. Το καλοκαίρι του 41 θα αρχίσει η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, ξεκινάει ο μεγάλος πατριωτικός πόλεμος, τα πάντα κυριεύονται από τον πολεμικό πυρετό, καινούριες θυσίες θα απαιτηθούν, εκατομμύρια νεκροί και η νίκη το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Πράβιεν με την οσμή του γιου του προδότη να τον ακολουθεί, θα προσχωρήσει στη νεολαία του Κόμματος, την Κομσομόλ, θα ξεκινήσει σπουδές γεωλογίας στο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο στο Λένινγκραντ και μετά θα έρθει η θητεία στο πυροβολικό και ο έρωτας με την Ντάρια που θα τον κάνει ευτυχισμένο έτσι όπως μόνο ο έρωτας μπορεί να κάνει κάποιον ευτυχισμένο. Και μετά θα έρθει η τραγωδία. Αρχές του 1952 θα αρχίσει ένας ακόμα κύκλος εκκαθαρίσεων, και αυτή τη φόρα ο στόχος είναι οι γιατροί. Κατηγορούμενοι για συνωμοσία, εκαντοντάδες θα συλληφθούν και θα εκτοπιστούν, ενώ αρκετοί θα εκτελεστούν. Ανάμεσά τους και η Ντάρια. Στο εκτελεστικό απόσπασμα θα συμμετέχει και ο Πραβιέν σαν υπνωτισμένο ανδρείκελο ή σαν κάποιος που σαν ύστατη πράξη αγάπης θέλει να υποστεί τον τρόμο στο ακέραιο, να γευτεί την φρίκη ολοκληρωτικά.

Μετά από αυτό σε κάθε δημόσια εμφάνιση του θα φοράει τα ρούχα και το μακιγιάζ του κλόουν. Με σταθερή την γκριμάτσα ενός μεγάλου ζωγραφισμένου χαμόγελου θα εργάζεται ψάχνοντας τις σπάνιες γαίες σε όλες τις άκρες της Σοβιετικής Ένωσης, θα συναναστρέφεται συναδέλφους και ανωτέρους, μέλος του Κόμματος πια, θα ψυχαγωγεί το κοινό όπου το καθήκον του εδαφολόγου τον καλεί. «Θα το ξεπεράσεις. Έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις. Το μοναδικό ηθικό κριτήριο, Πραβιούσκα, είναι η κοινωνική χρησιμότητα». Οι γιατροί διαγνώσκουν νευρικό κλονισμό και του χορηγούν χάπια που ο Πράβιεν τα καταναλώνει μηχανικά για τα επόμενα χρόνια.

Η γνωριμία του με τον Γκάυ Μπέρτζες, έναν βρετανό αυτομολήσαντα κατάσκοπο θα ανακινήσει το ενδιαφέρον του. Μετά από μια ανάκρισηπαρωδία ο Πραβιέν και ο Μπέρτζες θα αρχίσουν να συναντιούνται συχνότερα για να γίνουν φίλοι συζητώντας για την Αγγλική λογοτεχνία, την ανθρώπινη φύση και το σοβιετικό καθεστώς (γεγονός επικίνδυνο με τόσα μικρόφωνα να τους περιτριγυρίζουν). Ο Μπέρτζες ανήκε σε αυτή τη μικρή ομάδα διανοουμένων–κομμουνιστών του Cambridge που ανδρώθηκαν κατά τον μεσοπόλεμο, αντιφασίστες που αποτέλεσαν τη δεξαμενή στρατολόγησης για την σοβιετική αντικατασκοπεία στις αρχές του ψυχρού πολέμου. Εστέτ και φιλήδονος, εκπρόσωπος του φιλελευθερισμού της ανώτερης αγγλικής τάξης, ομοφυλόφιλος και ειλικρινά πιστός στο όραμα μιας δικαιότερης κοινωνίας θα διαψευστεί και θα απογοητευθεί γρήγορα από τον μονήρη και μίζερο χαρακτήρα του καθεστώτος που έχει κληθεί να οικοδομήσει την μέλλουσα σοσιαλιστική κοινωνία. «Αλλά, και πάλι είχαμε ένα ακόμη κοινό σημείο με τον Γκάυ, μια τραγωδία που είχε αφήσει ανεξάλειπτο στίγμα: ο Γκάυ ήταν μάρτυρας, θύμα ενός δόγματος στο οποίο, τώρα το βλέπω καθαρά, δεν πίστευε – όσο για μένα, είχα λερώσει τα χέρια μου με αίμα. Τι κρίμα και για τους δυο μας: τα μαρτύρια δεν οδηγούν οπωσδήποτε στην κάθαρση.»

Ναι, για τον Πραβιέν δεν μπορεί να υπάρξει κάθαρση. Από την αρχή της διήγησης του μας δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που από παιδί ζει σε ένα κόσμο που δεν καταλαβαίνει και η αντίφαση αυτή επιτείνεται με την ενηλικίωση του. Τις ιεραρχίες και τις προτεραιότητες που θέτει το καθεστώς στο οποίο ζει, ο Πραβιέν τις μαθαίνει σαν μάθημα επιβίωσης αλλά του είναι παντελώς ξένες. Το σοβιετικό καθεστώς ασκούσε πλήρη έλεγχο σε κάθε τομέα της κοινωνίας, σε κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Υπήρχε επίσημη κομματική γραμμή μέχρι και στον κλάδο της Βιολογίας (περίπτωση Λυσένκο). Μέσα σε ένα τέτειο περιβάλλον, κάθε ανθρώπινη δημιουργική έκφανση καθίσταται ύποπτη και στραγγαλίζεται, κάθε ελευθεριακή σκέψη είναι στόχος, ένα λάθος αστείο ή μια διφορούμενη φράση σε ένα γράμμα είναι ικανά να αλλάξουν την ζωή σου προς το χειρότερο. Οι άνθρωποι αποκομμένοι και αποξενωμένοι από ότι συνιστά την ζωή τους, αποτραβιούνται ή καλύτερα αναδιπλώνονται μέσα τους. Δεν κάνουν όνειρα, δεν μετέχουν, δεν κάνουν ηθικές κρίσεις. Αυτό που μένει είναι ένα προσωπείο, μια παντομίμα στις δημόσιες εμφανίσεις και εντέλει μια καρικατούρα της ίδιας τους της ύπαρξης. Ο Πραβιέν θα γίνει ο Κλόουν γιατί ο Πραβιέν δεν υπάρχει πια. Η φιγούρα με το ζωγραφισμένο χαμόγελο είναι η δικιά του καρικατούρα.

Οι ήρωες της Σώτης Τριανταφύλλου αν και προέρχονται απο άλλες γωνιές του κόσμου και από διαφορετικές ιστορικές αφηγήσεις παραμένουν κοντά μας, ανθρώπινα τραγικοί, αυτοσαρκαστικοί, υποψιασμένοι για την πτώση τους, σίγουροι ότι αυτό που έσπασε στη ζωή τους δεν πρόκειται να επανακολληθεί ξανά.

«Δεν είμαι δυστυχισμένος: έχω μεγαλώσει πια, αλλά σοφότερο δεν μπορείς να με πεις. Λένε πως η σοφή κουκουβάγια απλώνει τα φτερά της μόνο όταν φτάσει το σούρουπο. Μέχρι τότε η κατάσταση δεν θα είναι ούτε καλή ούτε κακή: καμιά φορά ο πόνος του παρελθόντος γίνεται αφόρητος, αλλά δεν είμαι δυστυχισμένος. Βρέχει ακατάπαυστα στο Μουρμάνσκ και νιώθω απροστάτευτος – όχι όμως δυστυχισμένος. Χαρές δεν έχω. Εξάλλου, δεν δικαιούμαι παρά χαρές φαρμακερές – ούτε φίλους έχω. Η αδελφοσύνη που επιβάλλεται στην χώρα μας μοιάζει με ζουρλομανδύα. Εξακολουθώ να πάσχω από αϋπνίες αλλά δεν οφείλονται πια στην υπνοφοβία: η Ντάρια έλεγε πως η αγωνία της ζωής, η ανάγκη μου για ασφάλεια, όλα αυτά που με κάνουν άυπνο χρειάζονται θάρρος τόσο στον ύπνο όσο και στον ξύπνιο – θάρρος κι αδιατάρακτες ανθρώπινες σχέσεις. Τώρα, άλλοτε με ενοχλεί μια βρύση που στάζει, άλλοτε τα μωρά που κλαίνε στο κοινοβιακό διαμέρισμα, άλλοτε οι τσακωμοί: οι άνδρες μπεκρουλιάζουν, οι γυναίκες παραπονιούνται – δουλεύουν σαν άλογα και μεγαλώνουν παιδιά. Τα όνειρα μου είναι λιγότερο εφιαλτικά, όχι λιγότερο οδυνηρά: βλέπω την Ντάρια να με πλησιάζει κρατώντας το καλάθι με τις αγριοφράουλες. Σκέφτομαι: Πώς θα ήταν αν δεν επουλώνονταν οι πληγές μας; Αν ακόμα και οι γρατσουνιές έμεναν γρατζουνιές – αν δεν έκλειναν και δεν έσβηναν; Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου: Μην κοιτάς πίσω, ποτέ μην κοιτάς πίσω. Και: Πρέπει να προχωρήσω. Να προχωρήσω – σε τι;»