Ο Παναγιώτης Φύσσας φορούσε μαύρα γυαλιά ηλίου μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο κόσμος συχνά σκέφτεται ότι όταν κάποιος φοράει γυαλιά ηλίου σε κλειστό χώρο, προσπαθεί να κρύψει κάτι από το βλέμμα του, συνήθως δάκρυα. Τα γυαλιά, όμως, δεν είναι κάλυμμα, είναι κάτοπτρο.

Διάφανο.

Καθρεφτίζει τον πόνο που ποτίζει τόσο πολύ ένα σώμα, ώστε να μη μπορεί πια να αποκολληθεί και γίνεται δεύτερο δέρμα. 

Το ξέραμε ότι αυτή θα ήταν η πιο δύσκολη ώρα στα τέσσερα και πλέον χρόνια της δίκης. Η ώρα του δολοφόνου. Πολύ πριν τις 9 που ήταν η επίσημη ώρα έναρξης ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην αίθουσα τελετών του Εφετείου για να προλάβει να μπει. Και πολλοί δεν πρόλαβαν να μπουν.

Βλέπεις, για κάποιον ακατανόητο λόγο το επιχειρησιακό σχέδιο της Αστυνομίας για τη σημαντικότερη δίκη της Μεταπολίτευσης, προβλέπει τα μισά καθίσματα της αίθουσας να παραμένουν άδεια μήπως και τα διεκδικήσουν οι υποστηρικτές των ναζί. Μικρή σημασία έχει, όμως. Σ’ αυτή την αίθουσα που υπήρξαν στιγμές αφόρητης μοναξιάς για την οικογένεια του Παύλου Φύσσα, τα καθίσματα που επιτρέπονταν να γεμίσουν, γέμισαν.

Υπήρξαν άνθρωποι που ζήτησαν άδεια από τη δουλειά τους για να είναι εκεί. Η Μάγδα Φύσσα δεν ήταν. Και δε χρειαζόταν κανείς να ρωτήσει γιατί δεν ήταν. Ήταν ο πατέρας του, οι φίλοι του, ο πατέρας του επίσης δολοφονημένου από φασίστες Σαχζάτ Λουκμάν και πολλά άτομα που δεν τον γνώριζαν καν αλλά ένιωσαν ότι εκείνη η μαχαιριά μάτωσε κάτι πολύ δικό τους και ιερό. 

Ο πατέρας του Σαχζάτ Λουκμάν που δολοφονήθηκε από κατηγορούμενους στη δίκη της Χρυσής Αυγής, στην αίθουσα του δικαστηρίου, Αθήνα Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Όσο, όμως, και να το ξέραμε, όσο κι αν είχαμε προετοιμαστεί, όσο κι αν γνωρίζαμε καλά ότι ο φασισμός δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο γιατί είναι μια ρήξη οντολογική με την ίδια τη ζωή, τα στομάχια μας γύρισαν ανάποδα από αηδία, θυμό και αποστροφή τις τεσσερισήμισι ώρες που απολογούνταν εκείνος που έστριψε το μαχαίρι στην καρδιά του Παύλου Φύσσα. Γιατί ρε παιδί μου, μπορείς να φανταστείς πως είναι ένα κατάμαυρο, πηχτό, βρώμικο υγρό αλλά όταν ξεχυθεί μπροστά σου, θα τρομάξεις. Με κάτι τέτοιο έμοιαζε η απολογία του Γιώργου Ρουπακιά. Ήταν η απόδειξη ότι αν βουτήξεις στο φασισμό, μπορείς να ξερνάς ψέματα πάνω στη μνήμη του ανθρώπου που δολοφόνησες χωρίς να κομπιάσεις.

Έκατσε ζαρωμένος και ατάραχος στο εδώλιο  και ξεκίνησε να λέει μια ιστορία που «δε γνώριζε» ή «δε θυμόταν». Δε γνώριζε πως βρέθηκαν τα όπλα και οι σημαίες παρότι πόζαρε καμαρωτός μαζί τους, δε θυμόταν τι έλεγε ο όρκος που κι ο ίδιος ορκίστηκε ή ποιοι άλλοι ήταν παρόντες, δεν ήξερε από μαχαίρια – απέφευγε να τα χρησιμοποιήσει ακόμα και στο φαγητό είχε καταθέσει η αδερφή του – αλλά είχε μάθει πώς να τα καρφώνει κατευθείαν στην καρδιά. 

Ο Γιώργος Ρουπακιάς, κατηγορούμενος για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα στη δίκη της Χρυσής Αυγής, απολογείται ενώπιον του δικαστηρίου.

Ο Ρουπακιάς στην απολογία του αναίρεσε στοιχεία των δικών του προηγούμενων απολογιών στη διαδικασία της ανάκρισης, επεδίωξε να διαψεύσει τις καταθέσεις αυτόπτων μαρτύρων, είπε πράγματα που αντιφάσκουν με το διαθέσιμο οπτικοακουστικό υλικό από το σημείο της δολοφονίας, «έδωσε» τα χαμηλόβαθμα στελέχη του τάγματος της Νίκαιας και προσπάθησε να καλύψει τα μεγάλα κεφάλια της Χρυσής Αυγής.

Η αφήγηση του για τη στιγμή της δολοφονίας ήταν μια χυδαία απόπειρα ενοχοποίησης του θύματος. Ισχυρίστηκε ότι ενώ είχε μπει αντίθετα στην Παναγή Τσαλδάρη και βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του, είδε στα τέσσερα μέτρα τον Παύλο Φύσσα να του λέει «τι είναι ρε» και ότι αντί να αναπτύξει ταχύτητα και να φύγει, προτίμησε να πάρει το μαχαίρι και να βγει έξω γιατί «τι άλλο να έκανε» όπως απάντησε στην ερώτηση της προέδρου. Συνέχισε λέγοντας ότι ο Φύσσας του επιτέθηκε χτυπώντας τον παρά το γεγονός ότι η ιατροδικαστική έκθεση δεν εντόπισε χτυπήματα στο Ρουπακιά, ότι εκείνος ήθελε να χτυπήσει το Φύσσα στο πόδι αλλά έσκυψε και περίπου μας είπε ότι ο Φύσσας έπεσε μόνος του πάνω στο μαχαίρι. 

Ο Γιώργος Ρουπακιάς …«έδωσε» τα χαμηλόβαθμα στελέχη του τάγματος της Νίκαιας και προσπάθησε να καλύψει τα μεγάλα κεφάλια της Χρυσής Αυγής.

Η απολογία του ήταν ένα μνημείο κραυγαλέας και συνειδητής ψευδολογίας που δε μπορούσε να σταθεί όχι μόνο σε αίθουσα δικαστηρίου αλλά ούτε σε διαγωνισμό ατάλαντης μυθοπλασίας. Ωστόσο, μέσα σε όλα ξεστόμισε και μιαν «αλήθεια», πολύ δηλωτική της αντίληψης του για τη ζωή και επιτομή της φασιστικής ιδεολογίας. «Μια απλή ανθρωποκτονία ήταν και την κάνατε ολόκληρη ιστορία». Αυτή είναι η «αλήθεια» του. Ανατριχιαστική, παγωμένη και εφιαλτική. Η φράση που άρθρωσε με την απλότητα και τον αυθορμητισμό που ζητάμε ένα ποτήρι νερό, συμπυκνώνει την κοσμοκατασκευή των δολοφόνων που συνίσταται στην απόλυτη απαξίωση της ζωής και στην κυνική πεποίθηση ότι η απώλεια δεν είναι δα και κανένα μεγάλο θέμα. 

Ο Πορτογάλος σκιτσογράφος Vasco Gargalo στη δίκη της Χρυσής Αυγής, στην αίθουσα του δικαστηρίου./ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Τα είπε όλα χωρίς να σπάσει λεπτό η φωνή του, χωρίς να κάνει σαρδάμ ή να σιωπήσει. Ακόμα κι αυτό προϋποθέτει μια στοιχειώδη ενσυναίσθηση, ότι για παράδειγμα είναι πίσω ο πατέρας του και σ’ ακούει, προϋποθέτει μια ελάχιστη ικανότητα αλληλεπίδρασης με τη βεντάλια του συναισθήματος, να νιώσεις δηλαδή τη διάχυτη οργή που πυροδοτεί ο λόγος σου και λίγο να κωλώσεις. Ο Ρουπακιάς προφανώς δε διαθέτει τίποτα από αυτά.

Είναι αμετανόητος δολοφόνος και κανείς δεν αμφέβαλλε γι’ αυτό. Είναι και θρασύδειλος, όπως οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοι του. Αξίωναν να δολοφονούν χωρίς να αναλάβουν την ευθύνη και χωρίς να πληρώσουν γι’ αυτό. Γι’ αυτό τώρα που έφτασε η στιγμή της ευθύνης ξεφτιλίζονται μπροστά στην έδρα με την ίδια ένταση που κάποτε ορμούσαν σε ανυπεράσπιστα κορμιά στο δρόμο. Την πολιτική τους ταυτότητα που κάποτε την περιέφεραν ως λάβαρο αρρενωπότητας και φυλετικής καθαρότητας, τώρα προσπαθούν να την κρύψουν με τα πιο φαιδρά υφάσματα. Έχουν στο πλευρό τους μόνο τα γραβατωμένα αντίγραφα τους.

Μια στρατιά δικηγόρων που από την πρώτη ημέρα παρενοχλούν, προσβάλλουν και ειρωνεύονται χωρίς κανένα μέτρο ντροπής και σεβασμού του πένθους. Κι όταν τελειώνει η συνεδρίαση φεύγουν όλοι τρέχοντας συνοδεία 100 αστυνομικών από πίσω πόρτες και υπόγεια.

Γιατί αυτό το «Ο Παύλος ζει/ Τσακίστε τους Ναζί» που ακούστηκε την Πέμπτη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά, θα τους κυνηγάει πάντα.