Φθινόπωρο 2017, Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης στη Μόρια, Λέσβου. Μπορεί και να ήταν χειμώνας του 2018; Δύσκολα θυμάται κανείς ακόμη και λίγα χρόνια μετά. Λίγα χρόνια, πολλές οι εξελίξεις στο πάντα δυναμικό πεδίο του Προσφυγικού, που ενίοτε και μια ασυναίσθητη ανάγκη αποβολής εικόνων ανθρώπινης απελπισίας τείνει να καταχωρεί στη μνήμη ωσάν να ήταν σε κάποιο απόμακρο και ξεχασμένο παρελθόν. Κάποια πράγματα, ωστόσο, μένουν ανεξίτηλα.
Η πρώτη εικόνα από την είσοδο στον καταυλισμό, όπου μια οικογένεια μόλις ξυπνούσε, στοιβαγμένη σε μια καλοκαιρινή σκηνή, δίπλα σε υπερπλήρεις κάδους σκουπιδιών.
H πρώτη αλληλεπίδραση με διαμένοντες του καταυλισμού: ένα μικρό παιδί –ίσως να ήταν 10-12 ετών (;)– να τρέχει κατά πάνω σου και να σε αγκαλιάζει. Αναζητώντας ίσως μια διέξοδο από μια ακόμη τραγωδία, μέσω εκείνου που στην παιδική ματιά μπορεί να φάνταζε πανίσχυρος εκπρόσωπος της κοινωνίας υποδοχής, με τη δύναμη να αλλάξει την καθημερινότητά του; Σ’ έναν ιδεατό κόσμο όλοι και όλες μάλλον θα θέλαμε να έχουμε μια τέτοια δυνατότητα. Στον υπαρκτό, τέσσερα χρόνια μετά, παραμένω με το ίδιο ερωτηματικό και την ανάμνηση μιας βαθιάς αδυναμίας και ενός αμήχανου χαμόγελου όταν χρειάστηκε να το απομακρύνω ευγενικά, για να συνεχίσω και εγώ, όπως και όλοι οι μη διαμένοντες των καταυλισμών, τον καθημερινό κύκλο εργασιών μου.
Η χαρακτηριστική δυσωδία από τις πάντα υπερχειλισμένες τουαλέτες και από τα καμένα ξύλα και πλαστικά, απόρροια της ανάγκης ανθρώπων που ζούσαν κυριολεκτικά σε μια λοφοπλαγιά για να ζεσταθούν. Εν τω μεταξύ, λίγα μέτρα πιο δίπλα, η δημοτική δομή Καρά Τεπέ, που τουλάχιστον για τον επισκέπτη εξέπεμπε μια γαλήνη, με παιδιά να μαθαίνουν και να παίζουν μουσική στους εξωτερικούς χώρους της δομής, δέσποζε ως ένα εναλλακτικό παράδειγμα ανθρωπίνων συνθηκών υποδοχής. Αυτή, ωστόσο, αποφασίσθηκε να κλείσει.
Πολλά ακόμη μπορούν να ειπωθούν για το ΚΥΤ της Μόριας, όπως και αυτό στο Βαθύ της Σάμου, όπως και για κάθε δομή υποδοχής ανθρώπων σε συνθήκες απομόνωσης και συνήθως εξαθλίωσης. Σύμβολα, θα έλεγε κανείς, μιας Ευρώπης των χαμένων ευκαιριών. Μιας Ευρώπης εγκλωβισμένης μέχρι σήμερα σε ένα παιχνίδι άρνησης της συλλογικής ευθύνης προστασίας των προσφύγων/ισσών –ανθρώπων, δηλαδή, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τα όνειρά τους και τους μόχθους μιας ζωής, αναζητώντας προστασία, αλλά σίγουρα όχι λύπηση.
Οπότε για να φύγω κι εγώ από τον μάλλον μελοδραματικό τόνο, ας κλείσω αυτή την αναδρομή με τις αναμνήσεις φιλοξενίας, της οποίας κατά παράδοξο τρόπο υπήρξα λήπτης στη Μόρια και σε άλλα ΚΥΤ, από ανθρώπους που στην πράξη ήταν και παραμένουν φιλοξενούμενοι της χώρας μας. Οικογένειες Αφγανών, που όταν θα συζητούσαμε για τις συνθήκες διαμονής τους, θα με καλούσαν μέσα στην σκηνή για να μου προσφέρουν ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι και τα λιγοστά μπισκότα που μπορεί να είχαν. Άντρες από το Κονγκό, που θα μοιράζονταν τις ελάχιστες και πάντα διαλυμένες πλαστικές καρέκλες που μπορεί να είχαν συλλέξει, για να μην στέκεται όρθιος ο «φιλοξενούμενός» τους, τη στιγμή που οι ίδιοι θα κοιμούνταν χειμώνα-καλοκαίρι σε αυτοσχέδια παραπήγματα. Οικογένειες από τη Συρία, που θα έβαζαν στο έδαφος μια κουβέρτα, για να μη χρειάζεται να καθόμαστε στη σκόνη και στη λάσπη όσο θα συζητούσαμε. Και η λίστα συνεχίζεται, με τον κοινό παρονομαστή να είναι ένα βαθύ αίσθημα αξιοπρέπειας και αλληλοσεβασμού, που μερικές φορές και αναπάντεχα βρίσκει κανείς ακόμη και σε σκοτεινά μέρη, όπως τα ΚΥΤ και οι καταυλισμοί, όπου άνθρωποι μετατρέπονται σε αριθμούς και σε αντικείμενα μιας μεταχείρισης που κατ’ ελάχιστον δεν τιμά ούτε τις λεγόμενες ευρωπαϊκές αξίες, ούτε τον πολιτισμό μας.
Θα πει κανείς, έκτοτε έχουν αλλάξει πολλά και πράγματι. Οι συνθήκες ακραίου συνωστισμού, που είχαν καταλήξει σχεδόν ταυτόσημες με την κρίση του συστήματος υποδοχής – ελληνικού και ευρωπαϊκού – ξεπερνώντας κάθε αρνητικό ρεκόρ στις αρχές του 2020, φαίνεται σήμερα να αποτελούν και αυτές μια ανάμνηση του παρελθόντος. Στη σκιά τους, βέβαια, οι πανταχού παρούσες και ανησυχητικά αυξημένες καταγγελίες διεθνών οργανισμών, οργάνων του ΟΗΕ και της ΕΕ, μέσων ενημέρωσης και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών για βίαιες και παράνομες επαναπροωθήσεις στα ελληνικά σύνορα, που έως σήμερα συνεχίζουν να μην έχουν εξιχνιαστεί. Ομοίως, η Μόρια τείνει, πλέον, να αντικατασταθεί από το νέο μοντέλο των Κλειστών-Ελεγχόμενων Κέντρων, που με προμετωπίδα τη δομή της Σάμου, υπόσχονται καλύτερη μεταχείριση των φιλοξενουμένων και σεβασμό των ευρωπαϊκών αξιών πίσω από περιφράξεις και συστήματα παρακολούθησης. Στη σκιά και αυτών, έχουμε ήδη μια απόφαση ελληνικού Δικαστηρίου, που έκρινε παράνομη την απαγόρευση εξόδου διαμένοντα της δομής και βεβαίως τα λόγια των ιδίων των διαμενόντων, όπως ο νεαρός πρόσφυγας από τη Συρία, που σε πρόσφατο άρθρο της Μαρίας Λούκα ανέφερε χαρακτηριστικά «όποιος θεωρεί ότι είναι καλή η κλειστή δομή στη Σάμο, ας έρθει έναν μήνα να ζήσει μαζί μας». Ας μην ανοίξουμε και το θέμα της προσωρινής δομής στο Μαυροβούνι, Λέσβου, εκτεθειμένη ως είναι σε μια παραλία, που μάλλον επιβεβαιώνει το ρητό περί προσωρινού και μονιμότητας.
Και μετά, έρχεται η στιγμή που οι φιλοξενούμενοι/ες του συστήματος υποδοχής, εφόσον πάντα καταφέρουν να περάσουν επιτυχώς τον δαίδαλο της διαδικασίας ασύλου, αναγνωρίζονται ως δικαιούχοι/ες διεθνούς προστασίας, με δικαίωμα νομίμου διαμονής στη χώρα και ίσα κοινωνικά δικαιώματα με αυτά των πολιτών, ως προς την πρόσβαση στο σύστημα κοινωνικής αρωγής, την υγεία και την απασχόληση. Αλλά, όπως γραφεί η Αϊγκιούν, προσφύγισσα από την Τουρκία, υπάρχει πρόσβαση σε αυτά τα δικαιώματα, όταν ως πρόσφυγας/ισσα «ξεκινάς κάτω από το μηδέν»; Όταν ως πρόσφυγας/ισσα αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις το σύστημα υποδοχής και την όποια στέγη μπορεί να σε είχε φιλοξενήσει, εντός 30 ημερών από την επίδοση της θετικής απόφασης ασύλου σου, χωρίς να γνωρίζεις τη γλώσσα, χωρίς να σου έχει δοθεί η δυνατότητα να γνωρίσεις την ελληνική κοινωνία, ώστε να αρχίσεις να μαθαίνεις να υπάρχεις και να λειτουργείς εντός αυτής;
Κι ας υποθέσουμε ότι κατάφερες ή καταφέρνεις να βρεις δουλειά, ένα σπίτι να νοικιάσεις και όλα μοιάζουν να ρέουν ομαλά σε σχέση με τη δυνατότητα αυτόνομης διαβίωσής σου, που είναι και το ζητούμενο. Αργά ή γρήγορα καλείσαι να ανταπεξέλθεις (και) στη διαχρονική αργοπορία έκδοσης και ανανέωσης των νομιμοποιητικών σου εγγράφων, χωρίς τα οποία η όποια αίσθηση ομαλότητας μάλλον καταρρέει, γιατί για το σημαντικότερο μέρος του κρατικού μηχανισμού, αυτό που χρειάζεσαι για να επιβιώσεις (στέγη, υγεία, εργασία), και πάλι αόρατος/η παραμένεις.
Για μια απάντηση, σε αυτό το στάδιο ας αρκεστώ να παραπέμψω στην πρόσφατη αναφορά «Χωρίς σπίτι, Χωρίς ελπίδα» του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, του Κέντρου Διοτίμα και της InternationalRescueCommittee, που όπως και το παρόν, συντάχθηκε στο πλαίσιο του έργου “Dothehumanrightthing – Υψώνουμε τη Φωνή μας για τα Δικαιώματα των Προσφύγων”.
Θα κλείσω, ωστόσο, με μια συγκρατημένη αισιοδοξία, με αφορμή την αυξανόμενη έμφαση που φαίνεται να δίνεται και στη χώρα μας ως προς την ανάγκη εγκαθίδρυσης και επέκτασης εθνικών πολιτικών για την κοινωνική και προσιτή κατοικία με στόχο την αντιμετώπιση του φαινομένου της αστεγίας. Εξάλλου, το ζήτημα της στεγαστικής επισφάλειας επηρεάζει έναν αυξανόμενο αριθμό όχι μόνο προσφύγων και προσφυγισσών, αλλά και Ελλήνων και ευρωπαίων πολιτών. Οι λύσεις, συνεπώς, οφείλουν να είναι συνολικές και συμπεριληπτικές, υπό το πρίσμα κοινωνικών πολιτικών που θα στοχεύουν στη διασφάλιση του δικαιώματος όλων σε μια αξιοπρεπή κατοικία. Γιατί εν τέλει, όλες, όλοι και όλ@ δικαιούμαστε να έχουμε ένα καταφύγιο, που να μας προσφέρει λίγη θαλπωρή.
Το έργο “Do the human right thing – Υψώνουμε τη Φωνή μας για τα Δικαιώματα των Προσφύγων” υλοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος Active Citizens Fund, με φορέα υλοποίησης το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και εταίρους το Κέντρο Διοτίμα, την International Rescue Committee Hellas (IRC) και την Popaganda. Το πρόγραμμα ActiveCitizensFund, ύψους € 12εκ, χρηματοδοτείται από την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία και είναι μέρος του χρηματοδοτικού μηχανισμού του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) περιόδου 2014 – 2021, γνωστού ως EEAGrants. Το πρόγραμμα στοχεύει στην ενδυνάμωση και την ενίσχυση της βιωσιμότητας της κοινωνίας των πολιτών και στην ανάδειξη του ρόλου της στην προαγωγή των δημοκρατικών διαδικασιών, στην ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τη διαχείριση της επιχορήγησης του προγράμματος Active Citizens Fund για την Ελλάδα έχουν αναλάβει από κοινού το Ίδρυμα Μποδοσάκη και το Solidarity Now. Περισσότερες πληροφορίες: www.activecitizensfund.gr.
Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν αποτελούν προσωπικές απόψεις του συντάκτη / της συντάκτριας και δεν απηχούν απαραίτητα τις απόψεις του Χρηματοδοτικού Μηχανισμού του ΕΟΧ ή του Διαχειριστή Επιχορήγησης του Προγράμματος Active Citizens Fund στην Ελλάδα (Ίδρυμα Μποδοσάκη σε συνεργασία με το Σωματείο Αλληλεγγύη -– Solidarity Now).