«Δεν ξέρω πως θα ήταν στα χέρια κάποιου άλλου, αυτή η ιδέα. Ο κομίστας Γιώργος Γούσης όμως στην πρώτη του αυτή ταινία, επιλέγει την ανατροπή. Και σκίζει! Δίνει το ελεύθερο στους δυο πρωταγωνιστές του (Έλενα Τοπαλίδου και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, αδιανόητα απολαυστικοί), να συνδράμουν στο σενάριο, κάνοντας και λέγοντας τα δικά τους, μοιράζοντας έτσι τα credits στο τέλος και στους τρεις. Επιλέγει, ίσως λόγω κόστους, ένα τετράγωνο καρδάρισμα από κασέτα MiniDV φιλμ και μια κάπως 90ς αισθητική καταγραφή που κάνει την θέαση πιο εύθυμη και απρόβλεπτη (πόσο ευφυής λύση). Και δεν μπερδεύει τον συνεχόμενο, τίγκα σε ολόσωστες κωμικές παρεμβάσεις, διάλογο τους, με ξένα στοιχεία. Και πρόσωπα. Η έξτρα διπλή παρουσία του νεκροθάφτη, με την «έλα να σου δείξω πως παίζεται η φυσική κωμωδία» αυθόρμητη τεχνική, τονίζει περισσότερο αυτό ακριβώς. Τον ακράτητο νεορεαλισμό στις λέξεις και την λειτουργική κωμικότητα στις λεπτοδουλεμένες σκηνοθετημένες σκηνές που ξέρουν επιτέλους τι σημαίνει ρυθμός και μέτρο».

Αυτά είχα γράψει μεταξύ άλλων, λίγους μήνες πριν, για τα Μαγνητικά Πεδία, μια από τις ταινίες που αγάπησα περισσότερο στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και να που ήρθε και η ώρα να την «μοιραστώ» και σε κάποιο ωραίο θερινό σινεμά, μια ιδέα που ζαχάρωνα από τότε.  

https://www.youtube.com/watch?v=Dz1CWvpSEBQ&t=3s

Με τον Γιώργο Γούση, σκηνοθέτη της ταινίας, δώσαμε ραντεβού στο match point σε ένα πεζόδρομο στις αρχές της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, μέσα στη βοή της πόλης, λίγα μέτρα από το αγαπημένο του bar, τον Ίμερο, αυτό με τα ωραία ελληνικά. Ξεκαθάρισα αμέσως τη θέση μου, «είμαι νούμερο ένα φαν της ταινίας σου» του είπα πριν καν μου πει καλημέρα, και τον άφησα, εκεί πάνω στις πρώτες γουλιές του καφέ, να μου εξηγεί πώς μπορεί να κάνει κάποιος ταινία με κόστος 6.500 ευρώ μέσα στην πανδημία και μάλιστα μια ταινία που έχει μεγάλες πιθανότητες να αποτελέσει και την πρόταση της Ελλάδας για τα επόμενα όσκαρ (η μάχη σύμφωνα με τις προβλέψεις θα είναι αμφίρροπη, ανάμεσα σε αυτή και την Αγία Έμυ, το επίσης εξαιρετικό ντεμπούτο της Αρασέλης Λαιμού)  

«Το καλοκαίρι του ’20 -να σου θυμίσω πως μόλις είχαμε βγει από το πρώτο lockdown- σκηνοθέτησα ένα βίντεο κλιπ (Παιδί Τραύμα: Στοπ) και σε αυτό γνώρισα την Έλενα (Τοπαλίδου), αγαπηθήκαμε και είπαμε πως έπρεπε να συνεργαστούμε ξανά. Κάποιες μέρες μετά είχα πάει τυχαία με τον Γιώργο (Κατσαλιάρης, Διευθυντής Φωτογραφίας) στην Κεφαλονιά και εντυπωσιαστήκαμε με το τοπίο. Οδηγήσαμε αρκετά και συνειδητοποιήσαμε τις αλλαγές που σου δίνει μέσα σε μόλις ένα κάδρο. Στο ίδιο νησί, τόσο διαφορετικές επιλογές, ακόμη κι όταν απλά στρίβεις λίγο την κάμερα. Λέγαμε πόσο εύκολα θα μπορούσε να κάνεις ένα road movie. Να νομίζεις πως οι πρωταγωνιστές σου ταξιδεύουν χιλιόμετρα και αυτοί απλά να έχουν πάει στην άλλη πλευρά του βουνού λίγες δεκάδες μέτρα πιο εκεί».  

Η αλήθεια είναι πάντως πως δυσκολεύτηκα να καταλάβω που είχαν γίνει τα γυρίσματα. Είναι μεγάλο νησί και έχει ένα από τα μεγαλύτερα βουνά στην Ελλάδα, οπότε αλλάζει εύκολα κλίμακα. Και άνθρωποι που ξέρουν την Κεφαλονιά δεν την αναγνωρίζουν σε όλες τις εικόνες της.  

Γιώργος Γούσης

Πόσο εύκολο ήταν να κάνεις μια ταινία με τόσο μικρό μπάτζετ; Είχα κερδίσει μια υποτροφία 8.000 από το Artworks του Ιδρύματος Νιάρχος και τα έβαλα σε αυτή (τελικά κόστισε 6.500). Η απόφαση ήταν να κάνουμε μια ταινία με πολύ μικρό συνεργείο, εμείς και εμείς. Είμασταν εφτά άτομα, ζούσαμε μαζί, κοιμόμασταν μαζί, ταξιδεύαμε, τρώγαμε μαζί. Μέσα σε μια μέρα μπορεί να γινόταν κάτι, το οποίο μετά να το εκμεταλλευόμασταν. Σενάριο δεν είχαμε. Πήγαμε ουσιαστικά με μια περίληψη σεναρίου. Παράγραφοι που περιγράφανε τι γίνεται στη πρώτη σκηνή, στη δεύτερη, στην τρίτη… Έτοιμοι διάλογοι δεν υπήρχαν. Μόνο ένας σκελετός. Η απόφαση ήταν ένα “πάμε να κάνουμε αυτό το πείραμα, αυτό το ταξίδι και ότι βγει”. Δεν ξέραμε αν θα βγάλουμε μικρού μήκους ή μεγάλου μήκους. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως θα είχαμε 10 μέρες για γύρισμα. Βάλε και άλλες τρεις, τέσσερις μέρες, για έξτρα λήψεις με το αυτοκίνητο μετά χωρίς τους ηθοποιούς, τι βγαίνει, κάπου δύο εβδομάδες.

Και όλα κύλισαν ομαλά;  Αν το θέλει το σύμπαν θα σου κάτσουν όλα. Ακόμη και οι ατυχίες ήταν υπέρ της ταινίας. Αν ξέρεις τον πυρήνα της, την βάση της, βλέπεις αυτό που μοιάζει με ατυχία σαν δώρο και άλλα πράγματα που τα έχεις σχεδιάσει και δεν δουλεύουν σαν ανάγκη να τα αφήσεις στην άκρη- δεν χρειάζεται να επιμένεις. Σκέψου τη σκηνή στο εστιατόριο που έχει μια φοβερή αμηχανία. Ήταν το πρώτο γύρισμα, οπότε είχε από μόνη της μια συγκεκριμένη αμηχανία. Και μετά το βλέπεις και λες, ναι, εντάξει, καλώς, έτσι ακριβώς θα έπρεπε να είναι η πρώτη τους συνάντηση επι της ουσίας. Όλα αμήχανα. Αλλά αυτό είναι η ταινία, μια ιστορία για δύο ανθρώπους που μόλις συναντήθηκαν Αν δεν ξέρεις τίποτα, μέχρι τη σκηνή  αυτή θα μπορούσε να είναι και θρίλερ.

Μια ταινία για δύο άγνωστους ανθρώπους που κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλο και μιλάνε. Με μια απολαυστική κανονικότητα:  Είναι μια ταινία για την αδιόρατη δύναμη της συντροφιάς. Αυτοί μαγνητίζονται ο ένας από τον άλλο και αυτό το νησί, αυτός ο χώρος, είναι ένα μαγνητικό πεδίο γι’ αυτούς. Τα δυο αντίθετα φορτία που τα φέρνει κοντά. Είναι αυτό που λέμε καμιά φορά, όλα θα ήταν καλύτερα αν είχαμε λίγη καλή παρέα.

Γιώργος Γούσης

Υπάρχει συνταγή για να πεις καλά, κατανοητά, μια ιστορία;  Στο σινεμά ψάχνεις για δράσεις, αλλά αν καταφέρεις και είναι όλα στην κατάλληλη θέση, έχεις τις κατάλληλες φάτσες στη κατάλληλη ώρα, στο κατάλληλο φως, με τα κατάλληλα λόγια, ότι και να κάνεις, ένα βλέμμα, μια στάχτη που θα πέσει, είναι η σωστή σκηνή. Κι ο άλλος που θα κάτσει να το δει, θα ήθελε πολύ να είναι μέσα σε αυτή τη στιγμή, γιατί θα τον έχεις απορροφήσει. Και πάντα υπάρχει και το οξύμωρο.  Στην ταινία πας και τραβάς κάτι που φαίνεται σαν ζωή και στη ζωή ψάχνεις να βρεις τις στιγμές που μοιάζουν σαν ταινία.

Πόσο συνηθισμένο είναι να παρατάς τα πάντα έστω για λίγο, αποζητώντας ένα διάλειμμα, όπως κάνει η κεντρική ηρωίδα;  Αυτό που σκεφτόμουν αρχικά είναι πως οι δυο χαρακτήρες θα είναι κοντά στους ανθρώπους που παίζουν. Εξ’ ού και η Έλενα όπως και στην πραγματικότητά είναι χορεύτρια και έχει έναν άντρα και ένα παιδί. “Είδα τον εαυτό μου σε μια αντανάκλαση και δεν με αναγνώρισα” λέει σε κάποια φάση, αυτό είναι το βασικό της background, κάνει ένα break, ούτε ξέρει γιατί. Η γνωριμία με έναν άγνωστο έχει μια γοητεία, είναι σαν ένα κινηματογραφικό παραμύθι. Πολλές φορές λένε για το σινεμά πως πρέπει να είναι ρεαλιστικό. Η κάμερα θα στρίψει εκεί που είναι το παράταιρο. Αυτοί οι δύο είναι ακουμπισμένοι σε ένα δέντρο με τα χρώματα από πίσω στο θεό, κι αυτή λέει “σε παρακαλώ πάμε γιατί δεν έχω τι να κάνω, το μόνο που θέλω είναι να πω είναι μερικά τραγούδια και να με ακούει κάποιος”. Και κάθεσαι και λες, ναι πάμε. Γιατί το θέμα είναι αν σε πείθει στην πραγματικότητα, όχι αν είναι από μόνο του πραγματικό.

Κι αυτός;  Ψάχναμε να βρούμε μια αποστολή, ώστε να την παρασύρει να πάει μαζί του, έπρεπε να βρούμε κάτι σημαντικό, αλλά και ασήμαντο ταυτόχρονα. Για καιρό το ψάχναμε, θέλαμε να έχει και ένα κινηματογραφικό βάρος. Όταν ο Αντώνης (Τσιοτσιόπουλος ) είπε σε κάποιον πως σκοπεύει να κάνει ταινία στο νησί και του απάντησε αυτός πως είχε πάει μια φορά για να μεταφέρει τα κόκαλα του παππού του, καταλάβαμε αμέσως πως είχαμε βρει αυτό που ψάχναμε. Απλά αποφασίσαμε πως στην ταινία καλό θα ήταν να μην έχει τόση στενή συναισθηματική επαφή και είπαμε να είναι της θείας του, ένα θέλημα, μια αγγαρεία για τη μάνα του.

Το σοβαρό που κρύβεται μέσα στο αστείο ή και το αντίθετο:  Ότι πάει να πικάρει σε σοβαρότητα στην ταινία, αμέσως έχω την τάση να το αποδομώ. Σκέψου και την σκηνή στο πιάνο που τραγουδά και μετά τι γίνεται.

Μιλάμε για το σοβαρό και το αστείο και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι αυτή η φοβερή φιγούρα του νεκροθάφτη:  Ο Νίκος Σπανίδης. Ξυλουργός στο επάγγελμα. Φοβερός τύπος. Η δεύτερη σκηνή μαζί του δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχε αυτός. Οι λήψεις του βγήκαν αμέσως. Και επειδή καταλάβαμε τη δύναμη της σκηνής στο νεκροταφείο σκεφτήκαμε πως δεν μπορεί αυτό ο άνθρωπος να μη ξαναεμφανιστεί κάπου και έτσι του φτιάξαμε και μια δεύτερη εμφάνιση. Έτσι φτιάχναμε το σενάριο. Επί τόπου. Αυτό που λέγαμε για ατυχίες και τυχερά. Η σκηνή στα ραντάρ έγινε δύο φορές. Την πρώτη δεν γράφτηκε τίποτα. Γυρίσαμε πίσω και είχε γράψει λίγα δευτερόλεπτα. Και δεν ήταν ότι χάθηκε όλη η μέρα αλλά ότι χάθηκε η εμπιστοσύνη στην κάμερα για όλες τις μέρες. Γυρνάγαμε κάθε μέρα και είχαμε στην άκρη του μυαλού μας πως μπορεί αυτό να έχει ξαναγίνει. Και να μην έχουμε ταινία.

Βρήκατε τι έφταιγε;  Μπορεί η υγρασία. Σκέψου όμως πως η δεύτερη μέρα στα ραντάρ ήταν καλύτερη από τη πρώτη και πως τότε σκεφτήκαμε και το όνομα της ταινίας.

Περιμένατε την τόση αποδοχή από κριτικούς και κοινό;  Ήταν ηδονιστική η αίσθηση στα γυρίσματα και είχαμε δεθεί πολύ μεταξύ μας. Περνάγαμε καλά και λέγαμε, εντάξει, λίγο από αυτό να περάσει προς τα έξω, δεν μπορεί, θα είναι καλό.

Γιώργος Γούσης

Η ταινία απέσπασε 6 βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μεταξύ των οποίων τον Χρυσό Αλέξανδρο Film Forward, και τώρα είναι υποψήφια για 7 Ίρις στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου:  Εμείς απλά θέλαμε να κάνουμε μια ταινία, δεν σκεφτόμασταν πως θα βγει και αν θα αρέσει ή δεν θα αρέσει, δεν υπήρχε καν στο μυαλό μας η αντίδραση του κόσμου, αυτή η ταινία έχει περάσει τα όρια που είχαμε θέσει κατά πολύ. Η απρόσμενη επιτυχία καμιά φορά είναι τρομερή παγίδα, είναι θέμα βεβαίως διαχείρισης. Δεν ξέρω πως γράφουν αυτά στην πραγματικότητα μέσα μου, βεβαίως και με χαροποιεί όλο αυτό, περισσότερο όμως σκέφτομαι ότι αυτό μάλλον θα μου δώσει τη δυνατότητα να ξανακάνω ταινία. Και να πληρώσω και τον κόσμο.

Τι θα έκανες τότε:  Θα έκανα αυτό που ήθελε η ίδια ταινία να κάνω. Σε αυτή την ταινία δεν πληρώθηκε κανείς, οπότε θα ήταν πρόκληση να έχουμε ένα μπάτζετ που θα έπρεπε να διαχειριστούμε κι αλλιώς. Δεν μπορείς να το ξανακάνεις έτσι. Η ιδέα θα ήταν να παραμείνει το κλίμα, να παραμείνει αυτή η αίσθηση της ελευθερίας με πιο πολλά λεφτά όμως και μεγαλύτερο συνεργείο. 

Η βοή από την Πατησίων εισχωρεί στο κινητό και μπερδεύεται ανάμεσα στις λέξεις. Θυμάμαι πάλι τη σκηνή της Τοπαλίδου στο πιάνο. Τραγουδά, άκρως συγκινητικά, το «θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις» ένα παλιό ρεμπέτικο του Σταύρου Τζουανάκου. Κάποια στιγμή ξεχνά τα λόγια της. Μετά τα βρίσκει και ξαναρχίζει με ένα απίστευτα αληθινό κινηματογραφημένο τρόπο. Τον ρωτάω, τι άλλο θα μπορούσε να τραγουδά εκείνη την ώρα, αντί γι’ αυτό. «Κολλάω τώρα» μου λέει «θα σου στείλω μετά κάποια, με μήνυμα. Δεν ξέρω όμως γιατί, το μόνο που μου έρχεται αυτή τη στιγμή, είναι ένας στίχος του Άλκη Αλκαίου από το Λούνα Παρκ του Μητροπάνου (σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου). “Τα μάτια σου έκλεισες και με άφησες απέξω”. Ένας απλός όμορφος στίχος για να πεις κάτι τόσο μεγάλο.

“Τρία κομμάτια που θα άκουγα επίσης με πολύ χαρά από την Τοπαλίδου στο πιάνο”

Νίκος Παπάζογλου- Κάνε πως μ’ αγαπάς

Παύλος  Σιδηρόπουλος – Η γομολάστιχα

Βασίλης Τσιτσάνης , Πόλυ Πάνου- Της ταβέρνας το ρολόι

Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στους κινηματογράφους, 8 κομίστες φτιάχνουν τα δικά τους σκίτσα, εμπνευσμένα από την ταινία (Παναγιώτης Πανταζής, Κανέλλος Μπίτσικας, Γεωργία Ζάχαρη, Στέλλα Στεργίου, Στέφανος Ρόκος, Δημήτρης Ρόκος, Σοφία Ροζάκη και Φωκίων Ξενος). Η έκθεση θα φιλοξενείται στα θερινά σινεμά που θα προβάλλονται τα Μαγνητικά Πεδία, 
 
Η ταινία “Μαγνητικά Πεδία”βγαίνει από τις 19 Μαΐου στους κινηματογράφους και σύντομα αποκλειστικά στο cinobo.com.