«Αυτό που χρειαζόμαστε για την ψυχική υγεία μας είναι περισσότερο ηλιακό φως, περισσότερη ειλικρίνεια και ανοιχτές συζητήσεις χωρίς ντροπή». Η δήλωση ανήκει στην πολυβραβευμένη ηθοποιό, Γκλεν Κλόουζ, η οποία βρέθηκε στην Αθήνα πριν δύο εβδομάδες για να λάβει μέρος στο συνέδριο SNF Nostos του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), που φέτος, όχι τυχαία, ήταν αφιερωμένο στην ψυχική υγεία: Σύμφωνα με έγκυρες έρευνες, μέσα σε τρία χρόνια η πανδημία έφερε στην επιφάνεια ραγδαία αύξηση συμπτωμάτων κατάθλιψης κι άγχους, τα οποία μπορεί να μείνουν μαζί μας για καιρό. Η ανάγκη, λοιπόν, είναι επιτακτική για «ανοιχτές συζητήσεις, χωρίς ντροπή», καθώς η ψυχική υγεία αφορά τον καθένα χωριστά και όλους μαζί ως κοινωνία.

Κι αν η προτροπή της κυρίας Κλόουζ έχει αξία για όλους μας, ωστόσο, αποκτά ακόμη περισσότερη βαρύτητα όταν έχουμε να κάνουμε με την ψυχική υγεία των παιδιών, καθώς σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, σχεδόν 1 στα 7 παιδιά και έφηβοι στον κόσμο εμφανίζουν μια διαγνώσιμη ψυχιατρική διαταραχή κι επιπλέον, αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως, οι συνέπειες μπορεί να είναι σημαντικές και να αφορούν, πολύ πιο πέρα από τις σχολικές- ακαδημαϊκές επιδόσεις, ολόκληρη την κοινωνική ζωή και την ευζωία τους και μάλιστα στην μετέπειτα, ενήλικη ζωή, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης μεταγενέστερων προβλημάτων ψυχικής υγείας.

Ειδικά για την Ελλάδα, η ανάγκη να καταγραφεί ποια «κληρονομιά» άφησε πίσω της η πανδημία στην ψυχική υγεία των παιδιών και των εφήβων, έδωσε το έναυσμα για τη σύσταση της Πρωτοβουλίας για την Ψυχική Υγεία Παιδιών και Εφήβων, μια συνεργασία μεταξύ του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) στο πλαίσιο της Διεθνούς Πρωτοβουλίας για την Υγεία, του Child Mind Institute και ενός πανελλαδικού Δικτύου παρόχων φορέων ψυχικής υγείας στον δημόσιο τομέα που ξεκίνησε να υλοποιείται στις αρχές του 2021, με στόχο να συμβάλει στην ενίσχυση της παρεχόμενης φροντίδας ψυχικής υγείας σε παιδιά και εφήβους, καθώς και στην ενδυνάμωση των υποδομών για την πρόληψη, αξιολόγηση και τη θεραπεία παιδιών και νέων με ανάγκες ψυχικής υγείας, στην Ελλάδα.

Ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητες της Πρωτοβουλίας ήταν η ενδελεχής ανάλυση πεδίου για την κατάσταση της ψυχικής υγείας των παιδιών και των εφήβων στη χώρα και την αξιολόγηση των αναγκών και των προτεραιοτήτων. Συμπεριέλαβε μια πανελλαδική έρευνα με δείγμα περίπου 4.000 ατόμων, μεταξύ των οποίων επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, έφηβοι, γονείς και εκπαιδευτικοί. 

Σύμφωνα με την έρευνα*, πέντε είναι τα πιο συχνά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι έφηβοι: η ελλειμματική προσοχή/υπερκινητικότητα, το άγχος, η διαταρακτική συμπεριφορά, η κατάθλιψη και ο εκφοβισμός (bullying). 

Ένα 8 με 16% παιδιών και εφήβων βιώνει συμπτώματα που απαιτούν εκτίμηση από ειδικό. Ένα 5 με 13% εμφανίζει υψηλά σκορ σε συμπτώματα εξωτερικευόμενων διαταραχών, όπως επιθετικότητα και εναντιωματική συμπεριφορά. Το 5 με 12% εμφανίζει επίσης υψηλά σκορ σε συμπτώματα εσωτερικευόμενων διαταραχών, όπως το άγχος και η κατάθλιψη ενώ έως και ένα 13% βιώνει προβλήματα σε σχέση με τους συνομηλίκους, όπως εκφοβισμό. Το 43% έχει βιώσει κατά τη διάρκεια της ζωής του μια τουλάχιστον στρεσογόνο εμπειρία που χαρακτηρίζεται ως τραυματική. Το 14% των εφήβων ηλικίας 12 με 17 παρουσίασε μια τουλάχιστον αυτοτραυματική συμπεριφορά στο διάστημα των τελευταίων 6 μηνών πριν την έρευνα.

Ανάμεσα στα πλέον ενδιαφέροντα ευρήματα είναι η μελαγχολική επιβεβαίωση ότι η έλλειψη σχετικής ενημέρωσης και το στίγμα που περιβάλλει την ψυχική νόσο με τα συνακόλουθα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις, εξακολουθεί να αποτελεί βασικό εμπόδιο για την αναζήτηση βοήθειας μέσα στην κοινότητα. Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι ανήλικοι δίνουν μεγάλη βάση στα εξωγενή στοιχεία που αφορούν την ψυχική υγεία, μπορούν να αναγνωρίσουν κάποια ψυχικά προβλήματα, όπως είναι η κατάθλιψη και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, αλλά και πως κάποια θέματα χρήζουν φροντίδας από ειδικούς. Παρ’ όλα αυτά, έχουν αμφιβολίες στο να αναγνωρίσουν αυτές τις διαταραχές όταν αφορούν τους ίδιους και δεν είναι τόσο σίγουροι αν η βοήθεια από ειδικούς θα τους κάνει να νιώσουν καλύτερα. 

Ανάμεσα στα παιδιά υπάρχουν και άλλες πεποιθήσεις που τεκμηριώνουν στίγμα γύρω από την ψυχική υγεία, όπως  ότι τα ψυχικά προβλήματα δεν είναι αληθινά και ότι το να ξεπεράσει κανείς τέτοια θέματα είναι ζήτημα προσωπικού αγώνα. Ακόμα, πολλοί θα προτιμούσαν οι συμμαθητές τους να μην γνωρίζουν ότι βλέπουν κάποιον ειδικό. 

Με τη σειρά τους, οι γονείς συχνά δεν αναγνωρίζουν τις δικές τους προκαταλήψεις απέναντι στην ψυχική υγεία και παρουσιάζουν δυσκολία στο να ανοιχτούν για τα δικά τους ζητήματα. Ανάμεσα στους 1.756 γονείς και φροντιστές που συμμετείχαν στην έρευνα, το 39% αυτών ανέφερε πως το παιδί/έφηβος έχει παρουσιάσει δυσκολίες που σχετίζονται με την ψυχική υγεία, αλλά μόνο το 11% έχει απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό. Για την έρευνα πραγματοποιήθηκαν ομάδες εστίασης και με μέλη από ευάλωτες ομάδες πληθυσμού προκειμένου να συμπεριληφθούν και οι δικές τους απόψεις και στάσεις για την ψυχική υγεία. Έτσι, μάθαμε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι πρόσφυγες είναι ευάλωτοι στο στίγμα γύρω από την ψυχική υγεία, ενώ πολλοί αναφέρουν την ντροπή απέναντι στους συνομηλίκους τους ως εμπόδιο στην αναζήτηση υποστήριξης:

«Δεν θα μιλούσα σε έναν ψυχολόγο γιατί εάν κάποιος με έβλεπε, θα νόμιζε ότι έχω πρόβλημα», δήλωσε ένα παιδί πρόσφυγας που συμμετείχε στην έρευνα. Τα έφηβα μέλη της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας επεσήμαναν ότι συχνά βιώνουν μόνοι τα προβλήματα ψυχικής υγείας, καθώς η υποστήριξη δεν είναι πάντα διαθέσιμη. «Ενώ αυτό το άτομο χρειάζεται πραγματικά βοήθεια, το περιθωριοποιούμε γιατί δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε» δήλωσε ένας έφηβος που αυτοπροσδιορίζεται ως ΛΟΑΤΚΙΑ+. Οι πομάκοι έφηβοι στους οποίους μιλήσαμε, μας είπαν ότι θα αντιμετώπιζαν ζητήματα ψυχικής υγείας μόνοι. «Αν βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση (κατάθλιψη), θα προσπαθούσα να την ξεχάσω» ήταν η δήλωση ενός παιδιού πομάκου στην εφηβεία.

«Η πολιτισμική ταυτότητα και οι συγκεκριμένες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντίληψη της εμπειρίας των δυσκολιών ψυχικής υγείας και τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς για αναζήτηση βοήθειας», αναφέρει σχετικά η Αναστασία Κουμούλα, ψυχίατρος παιδιών και εφήβων και μέλος της διοικούσας επιτροπής της Πρωτοβουλίας, προσθέτοντας: «Οι πληθυσμοί αυτοί βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για ανεπαρκή υποστήριξη και είναι σημαντικό να αντισταθμιστούν τα εμπόδια στη φροντίδα τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι αναγκαίες παρεμβάσεις με ευαισθησία στο πλαίσιο και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε πληθυσμού, που να περιλαμβάνουν την υποστήριξη από μέλη της τοπικής κοινότητας».

Ωστόσο, η έρευνα εντόπισε στιγματιστικές αντιλήψεις όχι μόνο στα παιδιά αλλά και στους γονείς. Αν και καταγράφεται ανοιχτή στάση ως προς τη συζήτηση θεμάτων ψυχικής υγείας και αναγνωρίζεται η σημασία της, εντούτοις παρατηρούνται περιορισμένα επίπεδα γραμματισμού σε θέματα ψυχικής υγείας. Το γεγονός αυτό προκαλεί αντιστάσεις κατά την αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας και στη μείωση του στίγματος. Οι γονείς έδειξαν υπερβολική έμφαση σε εξωτερικά αίτια ως τη μοναδική πηγή των δυσκολιών ψυχικής υγείας, έδειξαν αδυναμία να αναγνωρίσουν κοινές δυσκολίες που παρουσιάζονται σε βινιέτες μελετών περίπτωσης, όπως Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) και η κατάθλιψη, και εξέφρασαν υπερβολική εμπιστοσύνη στη δυνατότητά τους να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα μόνοι τους. Συμφωνούν ότι το στίγμα αποτελεί εμπόδιο, αλλά δεν αναγνωρίζουν τις δικές τους στιγματιστικές στάσεις απέναντι στη ψυχική υγεία: Δείχνουν διστακτικότητα απέναντι στην επαγγελματική βοήθεια, η οποία αναζητείται μόνο όταν όλες οι άλλες επιλογές αποτυγχάνουν, και δυσκολία στο να ανοιχτούν για τα δικά τους προβλήματα ψυχικής υγείας.

Ένα άλλο σημείο που ήρθε στην επιφάνεια με την έρευνα πεδίου και συγκεκριμένα με την αποτύπωση των υποδομών και των υπηρεσιών που υπάρχουν στη χώρα, είναι και οι αποκλίσεις στην παροχή φροντίδας στις διάφορες περιοχές της χώρας καθώς και έλλειψη σαφών διαδικασιών παραπομπής των χρηστών μεταξύ των υπηρεσιών. 

Όλα τα παραπάνω ευρήματα δημοσιεύτηκαν πριν λίγες ημέρες με τη μορφή σύνοψης της ανάλυσης πεδίου.  Σ’ αυτή τη σύνοψη περιγράφονται επίσης τρεις άλλες πτυχές της ανάλυσης πεδίου: η  ανασκόπηση όλων των επιστημονικών εργασιών που έχουν δημοσιευτεί στον τομέα της ψυχικής υγείας που αφορούν παιδιά και εφήβους στην Ελλάδα, η ανασκόπηση των νόμων και πολιτικών που στοιχειοθετούν μια βασισμένη στα δικαιώματα του παιδιού προσέγγιση της ψυχικής υγείας, και η  χαρτογράφηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και των ψυχοεκπαιδευτικών υπηρεσιών για παιδιά και εφήβους σε όλη τη χώρα που θα βοηθήσει πολύ τους ενδιαφερόμενους να μπορούν να έχουν εύκολα πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται μέσω διαδραστικού χάρτη

Έχουμε λοιπόν την αποτύπωση της κατάστασης ως προς την ψυχική υγεία των παιδιών στην Ελλάδα. Τι προτίθεται να πράξει σχετικά η Πρωτοβουλία; Η κυρία Κουμούλα εξηγεί:  «Το πενταετές πρόγραμμα της Πρωτοβουλίας έχει τους εξής κύριους στόχους:

Την ευαισθητοποίηση και την έγκυρη ενημέρωση σε θέματα ψυχικής υγείας καθώς και την καταπολέμηση του στίγματος που συνοδεύει τις ψυχικές νόσους. Τη διευκόλυνση της πρόσβασης των ενδιαφερομένων σε υπηρεσίες φροντίδας της ψυχικής υγείας και, τη βελτίωση του επιπέδου των παρεχομένων υπηρεσιών σε παιδιά και εφήβους που έχουν θέματα ψυχικής υγείας. Για να πετύχει αυτούς τους στόχους η Πρωτοβουλία έχει συγκροτήσει ένα  δίκτυο που αποτελείται από Κέντρα Αναφοράς σε πέντε πόλεις, την Αλεξανδρούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, την Αθήνα και το Ηράκλειο. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζει ότι το πρόγραμμα ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν καλύτερα στις ποικίλες και εξειδικευμένες ανάγκες που υπάρχουν σε διαφορετικές περιοχές της χώρας. Τον βασικότερο πυλώνα του προγράμματος αποτελούν οι επιμορφώσεις, που έχουν σχεδιαστεί για την υποστήριξη όσων εργάζονται με παιδιά και εφήβους, παρέχονται δωρεάν, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των επαγγελματιών.

Περιλαμβάνονται δύο κατηγορίες επιμορφώσεων: Από τη μια πλευρά, η βασική εκπαίδευση, δηλαδή ό,τι πρέπει να γνωρίζει ένας επαγγελματίας που εργάζεται με παιδιά και εφήβους για την ψυχική υγεία των ανηλίκων και την παιδική προστασία, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει να παρέχεται στους εκπαιδευτικούς και θα συμπεριλάβει και άλλες ομάδες επαγγελματιών, όπως παιδιάτρους, γενικούς ιατρούς, στελέχη κοινωνικών υπηρεσιών και στελέχη μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Και από την άλλη πλευρά, οι εξειδικευμένες εκπαιδεύσεις, οι οποίες  απευθύνονται σε ψυχολόγους και παιδοψυχιάτρους που παρέχουν φροντίδα ψυχικής υγείας σε παιδιά και εφήβους στις δημόσιες δομές. Αφορούν εκπαιδεύσεις σε βραχείες ψυχοκοινωνικές θεραπείες προσαρμοσμένες στις ανάγκες του δημοσίου συστήματος. Κάθε θεραπευτικό πρωτόκολλο αφορά μια συγκεκριμένη σχολή σκέψης, στοχεύει σε μια διαταραχή και σε συγκεκριμένο ηλικιακό εύρος.

Όραμα της Πρωτοβουλίας είναι να εφαρμοστούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα της Πρωτοβουλίας σε όλη τη χώρα, να επιμορφωθούν ειδικοί της ψυχικής υγείας καθώς και στελέχη της εκπαίδευσης, της υγείας και άλλων δημόσιων και κοινωνικών δομών.

Αυτοί με τη σειρά τους, μετά από διαδικασία αξιολόγησης και πιστοποίησης να γίνουν πολλαπλασιαστές, να τα εφαρμόσουν δηλαδή σε μεγαλύτερη κλίμακα και τέλος να παραμείνουν τα επιμορφωτικά προγράμματα ως παρακαταθήκη στα δημόσια συστήματα υγείας και εκπαίδευσης».

* Η πανελλαδική ποσοτική έρευνα αφορά συμμετέχοντες που επιλέχθηκαν ακολουθώντας τη μέση κατανομή του πληθυσμού στην Ελλάδα, με βάση την εθνική απογραφή, ως προς διάφορες μεταβλητές, όπως τη γεωγραφική τοποθεσία, το βιολογικό και το κοινωνικό φύλο, την ηλικία και το εισόδημα. Παρόλα αυτά, το δείγμα επιλέχθηκε από συγκεκριμένο κατάλογο (panel) και όχι με τυχαία δειγματοληψία από τον γενικό πληθυσμό. Γι’ αυτό το λόγο, τα αποτελέσματα για τις συχνότητες των ψυχικών παθήσεων δε θα πρέπει να ερμηνευτούν ως ποσοστά γενικού επιπολασμού.


Η Πρωτοβουλία για την Ψυχική Υγεία Παιδιών και Εφήβων (Child and Adolescent  Mental Health Initiative-CAMHI) υποστηρίζεται από  το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), υπό τη Διεθνή Πρωτοβουλία για την Υγεία. Σχεδιάστηκε και υλοποιείται σε συνεργασία με το Child Mind Institute και ένα Δίκτυο επαγγελματιών και φορέων ψυχικής υγείας που δραστηριοποιούνται  στον δημόσιο τομέα ανά την Ελλάδα.

Η Μελίνα Σπαθάρη είναι δημοσιογράφος, υπεύθυνη επικοινωνίας στο Child Mind Institute για την Πρωτοβουλία.