Vincent

Ο Παρτιζάνος (Partisan) ***1/2**

Αυστραλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ariel Kleiman

Πρωταγωνιστούν: Jeremy Chabriel, Vincent Cassel, Florence Mezzara

Διάρκεια: 97’

Ο Alexander είναι μόλις έντεκα χρονών και ζει μαζί με άλλα παιδιά σε ένα απομονωμένο καταφύγιο, μακριά από τον πολιτισμό. Μόνο που, και αυτός και όλα τα υπόλοιπα παιδιά μεγαλώνουν ως εκπαιδευόμενοι δολοφόνοι που στέλνονται στις αποστολές του «πάτερ φαμίλια» Gregori. Η εκπαίδευση αυτή, στο παιδικό μυαλό τους, δεν παίρνει την αληθινή διάσταση. Στην κοινωνία τους θα καταφύγουν ο επίσης 11χρονος Leo και η μητέρα του, οι οποίοι ζούσαν στον «έξω κόσμο». Ο Alexander θα δει τον κόσμο με άλλα μάτια μέσα από τα λόγια του Leo και, όταν ο δεύτερος εξαφανιστεί, θα αρχίσει να αμφισβητεί τις διδαχές του Gregori. Με έναν εξαιρετικό Vincent Cassel να παραδίδει μαθήματα σκοτεινής υποκριτικής και ένα νοσηρό κλίμα να πλανάται παντού, ο Παρτιζάνος εξετάζει για μια ακόμα φορά το ζήτημα της κλειστής-ελεγχόμενης κοινωνίας και της χειραγώγησης των μαζών μέσα από τα μάτια των ευεπηρέαστης παιδικής κοινότητας. 

Κάτι ότι ο πεσιμισμός  ριζώνει όλο και πιο βαθιά στις ψυχές, σε συνδυασμό με την ανάγκη της ανθρωπότητας για αυτοπρόκλητο φόβο και τελεολογικά σενάρια (αν δεν υπήρχαν αυτά, η Αποκάλυψη και το Ράγκναροκ δε θα υπήρχαν ως μέρος του φολκλόρ), δεν απαιτεί και πολύ σκέψη για να καταλάβουμε ότι αρεσκόμαστε ως είδος στη σκέψη του χειρότερου δυνατού σεναρίου και στην κυριαρχία εικόνων της σκλαβωμένης ανθρωπότητας. Αν δεν υπήρχε αυτός ο άτυπος κανόνας, μπορούμε να πετάξουμε από το παράθυρο το 1984, τον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο, το Μπραζίλ, τους Αγώνες Πείνας, το Battle Royale, το Operation:Mindcrime, ακόμα και το πλατωνικό σπήλαιο θα μπορούσε να μην υπάρχει αν κάποιος νους δεν αρεσκόταν στην κριτική του συγκαιρινού του κατεστημένου και, μέσω της υπερβολής, να φτιάξει τη δική του, συμβολική παραβολή που θα του επιτρέψει να μιλήσει για τη φύση του ανθρώπου, της κοινωνίας και το ζήτημα της εξουσίας. 

Ο Παρτιζάνος δείχνει να υπακούει σε αυτές τις επιταγές της παραβολής και της συστημικής κριτικής με έναν τρόπο που έχει ειδωθεί και σχετικά πρόσφατα στην Ελλάδα με τον Κυνόδοντα: την απομόνωση των παιδιών σε ένα απολύτως ελεγχόμενο περιβάλλον διαρκούς ξενηλασίας (προς εξυπηρέτηση συμφερόντων), τη σουρεαλιστική κυριαρχία της παράνοιας έναντι της αλήθειας και την εισαγωγή του Άλλου, το οποίο θα αναταράξει την ευημερία αυτής της κοινωνίας. Οι συνειδήσεις πλάθονται ελεγχόμενα, μέχρι που το στοιχείο της περιέργειας και της υποκειμενικής αλήθειας θα μπει μέσα τους και θα αλλοτριώσει ανεπανόρθωτα τη σκέψη τους. 

Ο Ariel Kleiman, σοκαρισμένος σε σημείο στοιχειώματος (σύμφωνα με τα δικά του λόγια) από τις αληθινές ιστορίες των παιδιών που ανατρέφονται με αδικαιολόγητη δίψα για αίμα, εμπνέεται το περιβάλλον στο οποίο θα τοποθετήσει τη δική του ιστορία τυφλότητας και εξόδου από την πλάνη που κυριαρχεί στο περιβάλλον του ατόμου. Το προσχέδιο του σεναρίου γνωστό και προτιμώμενο, με το παιδί που ανακαλύπτει τη φύση των πράξεών του να αποστατεί από την καθοδήγηση του πυγμαλίωνά του και ένα διαρκές παιχνίδι κυριαρχίας και προσπάθειας επανασυγκρότησης του αποστάτη να ξεκινά. Φυσικά, προβαίνει σε ορισμένα αυθαίρετα συμπεράσματα και καταλήγει σε  νοηματικές πεπατημένες που έχουμε ξαναδεί, όπως προείπαμε, σε παρόμοιες ταινίες, αλλά στη μισανθρωπική –Buñuelικών καταβολών- οπτασία του δεν είναι αρκετές ώστε να σπιλώσουν την αποτύπωση αυτών που θέλει να πει. Της στρεβλής ουτοπίας και της προσπάθειας της επανάστασης απέναντι στον πνευματικό ζυγό, ο οποίος δίνεται με μεταφορές προερχόμενες από τα πρότυπα των σουρεαλιστών. 

Στα θετικά, αναμενόμενα, έρχεται να προστεθεί, πλην του εξαιρετικού νεαρού πρωταγωνιστή Jeremy Chabriel και της «παραξενεμένης»-οργισμένης ερμηνείας του, ο «πολύς» Vincent Cassel, ο πολυσχιδής χαρακτήρας του οποίου, με την απογοήτευση, την κακία και τις χαραμάδες γνήσιας αγάπης μέσα στο γενικότερο παρανοϊκό καθεστώς, να δένουν έναν χαρακτήρα πλήρη, τραγικό και κατά βάθος συμπαθή –αν και ανεπίτρεπτο αν ληφθεί σαν σύμβολο της ασυνείδητης ανώτερης τάξης που αντιπροσωπεύει- σαν άλλο θύμα του ανθρώπινου πόνου και της σαλής προσπάθειας εγκαθίδρυσης μιας παρανοϊκής ουτοπίας.

Δεν είμαι σίγουρος αν τη συνιστώ. Όχι λόγω ποιότητας, αυτή είναι δεδομένη για να λαμβάνει τη θέση της ταινίας της εβδομάδας. Ο λόγος αφορά καθαρά στη βαριά, καταθλιπτική φύση της και σε μια ειρωνεία που δεν αρμόζει σε ένα θλιβερά ακίνητο καλοκαίρι όπου η απόδραση φαντάζει αναγκαία. Όπως και να ‘χει, οι τολμηροί και ξεροκέφαλοι προτιμήστε την και ζημιωμένοι δε θα βγείτε. 


Love & Mercy *****

ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Bill Pohlad 

Πρωταγωνιστούν: John Cusack, Paul Dano, Elizabeth Banks

Διάρκεια: 121’

Ο Brian Wilson, αναντίρρητα, είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές της μουσικής του 20ου αιώνα. Φυσικός ηγέτης των Beach Boys, είδε το συγκρότημά του να ανεβαίνει με γοργούς ρυθμούς, μέχρι που η ευφυία του τον οδήγησε στα μονοπάτια της κατάχρησης και των εμμονών. Η πτώση υπήρξε εξίσου κατακόρυφη με την ανέλιξη, όπως εντυπωσιακή υπήρξε και η προσπάθεια επανάκαμψής του έπειτα από την κατακρήμνιση. Από τη μια συγκινητική και αναμφίβολα ψυχαγωγική ταινία, που καταφέρνει να δώσει το κλίμα της εποχής, όπως και μια στάλα από την ουσία του ονόματος του Wilson. Από την άλλη, πάσχει στο ζήτημα της ταυτότητας, καθώς πρόκειται για απλά ακόμα μια μουσική βιογραφία, χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση στον χαρακτήρα που εξετάζει. Το κατά πόσο θα εκτιμηθεί, εξαρτάται από το πόσο «βαμμένοι» οπαδοί του Wilson είστε. Αν μετράτε σπιθαμή προς σπιθαμή ό, τι έχει να κάνει με τη θρυλική μπάντα, μάλλον θα απογοητευτείτε. Οι υπόλοιποι, τιμήστε άφοβα. 


Άρωμα Ελευθερίας (Rosewater) *****

ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο 

Σκηνοθεσία: Jon Stewart

Πρωταγωνιστούν: Gael García Bernal, Kim Bodnia, Dimitri Leonidas

Διάρκεια: 103’

Ο ιρανικής καταγωγής δημοσιογράφος Maziar Bahari επισκέπτεται την πατρίδα του το 2009 για να καλύψει τις εκλογές που έλαβαν χώρα. Η θέση του σε σχέση με την υποτιθέμενη νοθεία παρακινεί τις αρχές να τον αναζητήσουν και να τον κρατήσουν έγκλειστο για 118 μέρες με συνεχείς βασανισμούς. Τεκμήριο της ενοχής του, μια κωμική συνέντευξη στο Daily Show, όπου ο οικοδεσπότης του, Jon Stewart (ναι, ο σκηνοθέτης της ταινίας) αστειευόμενος τον αποκαλεί κατάσκοπο. Μην έχοντας λοιπά στοιχεία για τον βασανιστή του, ο Bahari θυμάται μόνο τη χαρακτηριστική μυρωδιά ροδόνερου που φορούσε για άρωμα. Ταχεία σε ρυθμό και άμεση, αυτή η –βασισμένη σε αληθινά γεγονότα- ταινία δίνει (στρογγυλεμένα, ίσως) το κλίμα του βασανισμού, όπως και (εξίσου απλοποιημένα) το σύστημα στο οποίο εντάσσεται το ιρανικό κράτος. Ο Gael García Bernal δείχνει το ταλέντο του σε έναν απόλυτα παθητικό ρόλο με μόνο όπλο την ευφυία του. Αν και δεν πρόκειται για την απόλυτη ταινία επί του θέματος, είναι απλή και κατανοητή, έστω και αν δε χαρακτηρίζεται από  διεισδυτικό ύφος ή δεν είναι και το ορθότερο –από όλες τις απόψεις- κατηγορώ που μπορεί να διατυπωθεί.


Fantastic Four **1/2***

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Josh Trank

 Πρωταγωνιστούν: Miles Teller, Kate Mara, Jamie Bell

Διάρκεια: 106’

Ένα πείραμα, διεξαγόμενο από μια ομάδα νεαρών εξερευνητών, πάει στραβά. Τους μεταφέρει σε μια άλλη διάσταση και  μεταλλάσσει τα σώματά τους, δίνοντάς τους υπεράνθρωπες δυνάμεις. Επιστρέφουν στη Γη ως φρικιά, για να αναδειχτούν στους νέους προστάτες της. Τίτλος χρήσιμος, εφόσον ένας από τους παλιούς συνοδοιπόρους τους έχει ορκιστεί να καταστρέψει ό, τι περνά στο διάβα του. Νισάφι με τις σύγχρονες επανεκτελέσεις των ιστοριών που βασίζονται σε υπερήρωες, σύμφωνοι ως προς αυτό και το θέμα θεωρείται λήξαν. Αλλά, τουλάχιστον, η συγκεκριμένη ταινία παρουσιάζει κάποια στοιχεία που δε θα πρέπει να λείπουν από τον σύγχρονο υπερηρωικό κινηματογράφο, με το βάρος να δίνεται στη διασκέδαση. Έχει τα ελαττώματα και τη τα ψέγματά του; Ναι, και σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Ξεπερνάει φετινά blockbuster όπως το Avengers: Η Εποχή Του Ultron (για το νέο Mad Max ούτε λόγος); Σε καμία εναλλακτική διάσταση –το πιάσατε το υπονοούμενο. Είναι ένα αξιοπρεπές blockbuster που προσφέρει απολαυστικό καλοκαιρινό υπερθέαμα; Ναι. Οπότε μπορεί να μη σώζει τη Γη με τις υπερδυνάμεις του, αλλά τον εποχικό villain της κινηματογραφικής ανίας τον νικά. Έστω και προσωρινά για να μπει σαν μια filler arc στο ράφι μόλις περάσουμε στη νέα σεζόν. 


Φιμωμένος Έρωτας (Short Skin) **1/2***

Ιταλία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Duccio Chiarini

Πρωταγωνιστούν: Matteo Creatini, Franscesca Agostini, Nicola Nocchi

Διάρκεια: 86’ 

17 χρονών και με το βάρος της φίμωσης να του κάνει τη ζωή δύσκολη, ο Edoardo προσπαθεί να ζήσει μια κανονική εφηβική ζωή. Με τον κολλητό του συζητούν συνεχώς για το σεξ και η φίλη του, Bianca, έρχεται για να περάσουν ξέφρενες διακοπές στην Pisa. Εν μέσω όλων αυτών, θα γνωριστεί με την ενδιαφέρουσα και σεξουαλικά πρόθυμη Elisabetta που υπόσχεται να δώσει ένα τέλος στα πολύχρονα ανατομικά και καθημερινά προβλήματά του. Θα πάνε, όμως, όλα κατ’ ευχήν; Καταλαβαίνω το συμβολισμό «πόσθη = εφηβικές ανησυχίες», αλλά δεν παύω να θεωρώ πως δεν είναι τόσο βαθύς όσο υποτίθεται ότι θεωρείται. Όπως και ολόκληρη η ταινία, παρά το χιούμορ της, δεν παύει να είναι μια εφηβική κωμωδία (και ενίοτε ένα οικογενειακό μελόδραμα) με έντονο το σεξουαλικό στοιχείο. Σίγουρα γίνεται μια προσπάθεια περαιτέρω εξέτασης των ζητημάτων που απασχολούν τον έφηβο άνθρωπο, αλλά η αλήθεια είναι πως πολύ απέχει από το να χαρακτηριστεί ως ένα πλήρες πορτραίτο του εφηβικού άγχους. Τουλάχιστον υπάρχει η δικαιολογία του μεγάλου μήκους ντεμπούτου και η αξιόλογη ερμηνεία του πρωταγωνιστή Matteo Creatini


Ο Άνδρας που Αγαπήθηκε Πολύ (French Riviera) *****

Γαλλία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: André Téchiné 

Πρωταγωνιστούν: Guillaume Canet, Catherine Deneuve, Adèle Haenel

Διάρκεια: 116’

Μετά το διαζύγιό της, η Agnes μετακομίζει από την Αφρική στη Γαλλία. Εκεί μένει με τη μητέρα της, ιδιοκτήτρια καζίνο στη Nice. Η Agnes γνωρίζει και ερωτεύεται το δικηγόρο Maurice, έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της γυναικά, ο οποίος δε σταματά τις «κακές του συνήθειες» ακόμα και αφού τη γνωρίσει. Μετά την πώληση των μετοχών του καζίνο που της αντιστοιχούν και μια αποτυχημένη απόπειρας αυτοκτονίας, εξαφανίζεται. Οι υποψίες στρέφονται στον Maurice, η μητέρα της Agnes είναι πεπεισμένη πως αυτός ευθύνεται για ό,τι έπαθε η κόρη της. Έτσι το 2007 (30 χρόνια μετά την εξαφάνιση), ο δικαστικός αγώνας ξεκινά. Πληκτικά φλύαρο, χωρίς καμία αίσθηση σασπένς ή συμπάθειας για τους χαρακτήρες (τα στοιχεία που θα χρησιμεύσουν στην ταύτιση του θεατή μαζί τους εκλείπουν), η συγκεκριμένη αληθινή ιστορία στερείται του ενδιαφέροντος που θα έπρεπε να παρουσιάζει σε ένα εκτός Γαλλίας κοινό. Εκτός, βέβαια, από τους φετιχιστές του δικαστικού θρίλερ, οι οποίοι ενδέχεται να απογοητευτούν εξίσου –αν είχαν και ποτέ προσδοκίες. Και η παρουσία της τιτάνιας Catherine Deneuve δεν επαρκεί.