Πώς βλέπετε ως πρόεδρος της ΕΑΚ τη σχέση του ελληνικού κοινού με το ελληνικό σινεμά; Βλέπουμε το σινεμά να έχει αλλάξει πολύ, να πηγαίνει περίφημα έξω, αλλά και τα βραβεία του εξωτερικού ακόμα, πάλι αποτρεπτικά φαίνεται να λειτουργούν προς το ντόπιο κοινό. Κοίταξε, τα φεστιβαλικά βραβεία στην Ευρώπη γενικά, πέρα απ’ τις Κάννες και το Βερολίνο αν θέλεις, νομίζω λειτουργούν περισσότερο για τέτοιου είδους ταινίες. Ταινίες οι οποίες είναι κάπως διαφορετικές ας το πούμε. Χωρίς να θέλω να παρεξηγηθώ ότι το Weird Wave του ελληνικού σινεμά είναι κακό επειδή είναι διαφορετικό. Ναι, είναι κι αυτός ένας κινηματογράφος, και πολλές φορές προκύπτει μια τάση σε κάποια τέχνη, την οποία υιοθετούν πάρα πολλοί άνθρωποι. Αλλά αν αυτό το πράγμα δεν είναι βασισμένο σε δουλειά και παιδεία και πολιτισμό και πεποίθηση, αν δηλαδή δεν βασίζεται σε ολοκληρωμένες σκέψεις ανθρώπων, σιγά-σιγά ξεφτίζει. Δεν νομίζω ότι αυτού το είδους το σινεμά ανταποκρίνεται αυτή τη στιγμή στον Έλληνα ως κινηματογραφική πρόταση. Ειδικά όταν βλέπουμε ότι εξακολουθεί να έχει την κινηματογραφική παιδεία της σχολής του Φίνου. Βλέπουμε δηλαδή ότι η παρακολούθηση των ταινιών που είχαν βγει μέχρι το ‘60κάτι, είναι κάτι το τρελό, έχουν εξωπραγματική ανταπόκριση. Ύστερα είχαμε λίγο τον Περάκη, κάτι έκανε κι ο Πανουσόπουλος, βγήκε κι ο Νικολαΐδης, κάτι έγινε. Γιατί σάμπως κι ο Νικολαΐδης weird cinema δεν έκανε; Αλλά βλέπεις ότι τελικά σταμάτησε κι αυτό. Γιατί από κάποιο σημείο κι έπειτα, χρειάζεται δουλειά και θέλει να κάνεις εισιτήρια για να βγάλεις λεφτά για να ξανακάνεις ταινία. Δεν γίνεται να μην σου αφήνει λεφτά και να το κάνεις από μόνος σου.

Ύστερα, πέσαμε και σε μια εποχή, απ’ το ’08 και μετά, που η αγορά έπεσε στο πάτωμα, είχαμε γύρω στο 50% πτώση. Κόπηκαν δηλαδή οι μισοί θεατές. Κι αυτοί που έμειναν, όταν πάνε σινεμά, θα πάνε στις αμερικάνικες που ξέρουν ότι θα πληρώσουν 8 ευρώ το εισιτήριο συν τα μαντζούνια ένα 10ρικο μεσ’ στο νερό, και θα περάσουν δυο ώρες καλά. Και βέβαια δεν βοηθάει κι ο τρόπος που ασχολούνται με τις ελληνικές ταινίες τα ελληνικά ΜΜΕ. Δεν αποτελεί είδηση γι’ αυτά το ελληνικό σινεμά. Εντάξει, ο ελληνικός κινηματογράφος δεν έχει κι αυτή τη γκλαμουριά που έχει ο αμερικάνικος, με τα Όσκαρ, τις τελετές κι όλα αυτά. Κι απ’ την άλλη, θα μπορούσε κι ο τρόπος που προωθούνται αυτές οι πληροφορίες στα ΜΜΕ να είναι πιο ενδιαφέρων. Θα μπορούσε δηλαδή ο παραγωγός να ετοιμάσει ένα πακέτο το οποίο να προκαλέσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, ούτως ώστε κι αυτά να μπορούν να δημιουργήσουν ένα σπρώξιμο προς τα εκεί. Αλλά είναι και το πρόβλημα ότι πας και βλέπεις μια ταινία και λες «εντάξει, γιατί ήρθα εδώ πέρα τώρα». Δεν λέω ότι δεν είναι καλή η προσπάθεια που γίνεται, αλλά το καλό αποτέλεσμα είναι όταν ο θεατής φεύγει και λέει «καλά έκανα κι ήρθα, κάτι πήρα, και ρε παιδί μου πέρασα δυο ώρες που ένιωσα καλά. Ένιωσα ότι δεν παρακολουθώ το δράμα ενός δημιουργού».

Πού εντοπίζετε την δυσκολία της ελληνικής κινηματογραφικής δημιουργίας; Αυτό που μετράει σε όλες τις περιπτώσεις, είναι να ξεκινάνε από ένα καλό σενάριο και να γίνεται πολύ καλή δουλειά προεργασίας. Και οι σκηνοθέτες, και οι παραγωγοί και όλη η ομάδα. Ξέρεις, δεν είναι μόνο τα λεφτά που κάνουν τις ταινίες. Έχουν γίνει ταινίες με πολύ λίγα λεφτά κι έχουν κάνει εισιτήρια κι έχει συμβεί και το ανάποδο. Το βασικότερο είναι ένα καλό σενάριο κι ύστερα πάρα πολλή δουλειά πάνω στο θέμα. Και να σου πω και κάτι; Αν το σενάριο ακολουθεί την Αριστοτέλειο λογική, αν δηλαδή ένας σεναριογράφος καθίσει και μελετήσει τον Αριστοτέλη, πιστεύω ότι αυτό του αρκεί για να καταλάβει τι πρέπει να κάνει για να στήσει ένα έργο. Οτιδήποτε κι αν είναι αυτό, είτε θεατρικό, είτε κινηματογραφικό κι ανεξαρτήτως θέματος. Έχω στη δουλειά μου διαβάσει πολλά σενάρια, έχω παρακολουθήσει development σεναρίων κι εκ των έσω, κι αν δεν δουλέψεις πάνω στο σενάριο, δεν γίνεται τίποτε. Πάντα θα λείπει κάτι.

Σημαντικό ζήτημα όμως αυτό σε μια βιομηχανία τόσο μικρή που δεν μπορεί να συντηρήσει τον σεναριογράφο ως επάγγελμα κι αναγκάζονται οι σκηνοθέτες να τα γράφουν μόνοι τους. Γιατί δεν μπορεί να τον συντηρήσει; Θα μπορούσε να τον συντηρήσει! Εκεί που ο σκηνοθέτης εργάζεται ο ίδιος για να γράψει το σενάριο, δεν θα μπορούσε να συνεργαστεί μ’ έναν συνεργάτη, σεναριογράφο, όχι καταξιωμένο, που να ξέρει τη δουλειά του, και να υπάρχει συζήτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα, έτσι ώστε να το βελτιώνει κάθε φορά; Κι ο σεναριογράφος γιατί πρέπει να πάρει 10 χιλ ή 15 χιλ ή 20 χιλ; Μπορεί να πάρει λιγότερα χρήματα, να κάνει τρία, ή τέσσερα ή πόσα sessios και να βοηθήσει τον σκηνοθέτη, ή ο ίδιος να το γράψει και να κάτσουν μετά με τον σκηνοθέτη, και με την ομάδα της παραγωγής αν υπάρχει παραγωγός και να το κουβεντιάσουν, πώς δουλεύει αυτό το σενάριο. Πάντα με τις αρχές του Αριστοτέλη, να κοιτάμε το κάναμε αυτό; Το κάναμε εκείνο; Το κάναμε το άλλο; Γιατί το γράφουμε αυτό; Γιατί το λέμε εκείνο; Υπάρχουν άνθρωποι που το έχουν σπουδάσει αυτό.

Και μια δράση που θέλουμε να κάνουμε στην Ακαδημία, είναι ένα συνέδριο ας πούμε, όπου να μαζευτούνε δέκα συγγραφείς και να μιλήσουν με τα παιδιά που γράφουνε σενάρια, και να γίνει μια κουβέντα για το αντικείμενο της δουλειάς τους. Αν έρθουν σε επαφή, άλλωστε, ίσως μπορέσουν να βρουν και θέματα. Αντί να γράφουν σενάρια, αντί να προσπαθούν να φτιάξουν μια ιστορία, να τη βρουν στα βιβλία που υπάρχουν ήδη. Πολλές φορές το συναντάω αυτό, λένε «οι άδειες, αυτά, τα δικαιώματα, όλα αυτά…». Ναι, εντάξει. Κάποια στιγμή όμως, πρέπει να αρχίσουν. Έξω, τα πιο πολλά σενάρια από βιβλία τα παίρνουν και τα κάνουν ταινίες. Η Μικρά Αγγλία, για παράδειγμα, είναι μια πάρα πολύ καλή τέτοια προσπάθεια. Και αξίζει κι ένα μπράβο στον Παντελή Βούλγαρη και στην Ιωάννα Καρυστιάνη, που κατάφεραν να βρούνε χρήματα και να φτιάξουνε μια τέτοια ταινία, η οποία δε θα γινόταν αλλιώς. Εντάξει, πολύ ωραίο το βιβλίο, αλλά δε θα μπορούσε να γίνει ταινία. Ήτανε μια ταινία η οποία προάγει τη βιομηχανία του ελληνικού κινηματογράφου με αυτήν την έννοια.

Το θέμα δεν είναι μόνο να ’ναι καλή η ταινία, να ’ναι καλλιτεχνική. Πρέπει να κάνει κι εισιτήρια. Να έχει κάτι να πει κατ’ αρχάς. Να ’ναι καλά δομημένη. Να έχει ανθρώπους να παίζουν πολύ καλά… Δε χρειάζεται να ’ναι όμορφοι, ή άσχημοι, ή οτιδήποτε άλλο. Να παίζουν καλά, να ’χουν μπει στο ρόλο. Στο τέλος, μόλις τελειώνει η ταινία να μπορεί ο άλλος να πει «καλά έκανα κι είδα αυτήν την ταινία», όχι μόνο για ένα λόγο, αλλά γιατί ήταν όμορφη, έπαιζαν καλά, ήταν καλά φωτισμένη, ωραία παιγμένη και στο τέλος βγήκα με κάτι, έμαθα κάτι, μού είπε κάτι. Αν αυτό το πράγμα συμβεί, θα δούμε ότι σιγά-σιγά θα γίνουν κι εισιτήρια.

Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου απονέμει τα πέμπτα ετήσια κινηματογραφικά βραβεία της τη Δευτέρα 14 Απριλίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Η Τελετή θα μεταδοθεί μαγνητοσκοπημένη από τα κανάλια της Nova.

1 2 3