Είναι πράγματι προβληματική η σχέση της ελληνικής Πολιτείας με την κινηματογραφική βιομηχανία του εξωτερικού στο θέμα της προσέλκυσης παραγωγών… Δεν τίθεται θέμα ότι η χώρα μας θα μπορούσε να είναι κέντρο παραγωγής ταινιών. Θα μπορούσε η βιομηχανία της να είναι η πρώτη η οποία θα βγάζει χρήματα για το ελληνικό κράτος, κι όχι επειδή θα κάνει ταινίες και θα τις εξάγει, αλλά επειδή θα έχει φτιάξει τις υποδομές και τις διευκολύνσεις ώστε οι παραγωγοί του εξωτερικού να μπορούν να έρθουν εδώ και μ’ ένα τηλέφωνο να κάνουν τη δουλειά τους. Εδώ για να κάνεις μια δουλειά πρέπει να τρέχεις για άδειες. Οι άδειες μόλις τώρα καταργήθηκαν, αλλά και πάλι, να ξέρουν ότι άμα πάνε στην Ακρόπολη να τραβήξουν, θα πρέπει να βάλουν αυτά τα χρήματα, αυτές τις ώρες έχουνε, μ’ αυτούς τους φύλακες πρέπει να ’ναι κλπ. Το μετράει, κάνει τόσο, έρχεται και το κάνει. Ούτε να χρειάζεται να ξέρει ο άλλος τον Υπουργό, ούτε να πρέπει να είναι της αποδοχής του Υπουργού ή του οποιουδήποτε υπηρεσιακού παράγοντα το σενάριο που θα γυριστεί στην Ελλάδα. Δεν καταλαβαίνω, έχουμε κάνει και ταινίες που απ’ τις Καρυάτιδες βγαίναν παντόφλες ας πούμε.

Και στο κάτω-κάτω, γι’ αυτούς που θα έρθουν στην Ελλάδα, υπάρχουν παραγωγοί που θα τους βοηθήσουν, δεν θα έρθει κανείς μόνος του να κάνει μια ταινία και να φύγει. Κάποιον Έλληνα θα πάρει, ο οποίος έχει εταιρεία με τηλέφωνο και διεύθυνση. Ε, άμα κάνει κάτι το οποίο είναι μη αποδεκτό, τον βρίσκεις. Κι ύστερα, κι εσύ άμα βγεις έξω γυμνός, θα σε πιάσει ένας αστυφύλακας και θα σε πάει μέσα. Κι εκείνον, άμα κάνει μια ταινία και χτυπάει την Ακρόπολη, θα τον πιάσουν οι φύλακες. Τώρα, το να υποτιμήσεις την Ακρόπολη, πώς υποτιμάται η Ακρόπολη, ή το Σούνιο, ή το οτιδήποτε άλλο; Είχαμε κάνει εμείς μια ταινία με κάτι Ιάπωνες, κι επειδή είχε μια σκηνή που αναβαίνοντας προς το Σούνιο σκότωνε ένας μία από ερωτικό πάθος, δεν μας δίνανε άδεια με τίποτα. «Αυτό το πράγμα», λέει, «θα γίνει εκεί;». Δεν πήραμε άδεια.

Γιατί ο Μέγας Αλέξανδρος, δηλαδή, γυρίστηκε έξω και δε γυρίστηκε στην Ελλάδα. Δεν θα μπορούσαμε να είχαμε δώσει για το Μέγα Αλέξανδρο ό,τι μάς είχαν ζητήσει; Είχα συμμετάσχει κι εγώ σ’ αυτό, μου είχαν φέρει το σενάριο και ζήτησα κάποια πράγματα απ’ το ΥΠΠΟ τότε και «ναι, κι αυτό, και το κοιτάμε» αλλά τελικά μου λένε «θέλουμε να δούμε το σενάριο». Τι να δούμε το σενάριο; Να φτιάξουμε τον Μέγα Αλέξανδρο αλλιώς, να τον αλλάξουμε; Όσα ψέμματα κι αν πει μια ταινία… Ο Ηρακλής δηλαδή που πάει από ‘δω κι από ‘κει, έχει χαλάσει η ιστορία του Ηρακλή; Θέλω να πω, τι προσπαθούμε να κάνουμε, να φτιάξουμε τη μυθολογία όπως την είχαμε μάθει εμείς στο σχολείο; Όχι, δεν είναι έτσι. Ο άλλος σου λέει το κάνει όπως ήταν στην πραγματικότητα. Ή, τέλος πάντων, όπως το λένε οι ερευνητές. Ή και όχι. Στο κάτω-κάτω αυτό δε μας αφορά κιόλας, τι θα αλλάξει; Ούτε να γυρίσεις πίσω μπορείς, ούτε να αποδείξεις ότι ήταν, ή δεν ήταν έτσι. Γιατί πρέπει να δυσκολεύουμε όλα αυτά τα πράγματα;

Εγώ δε λέω ότι πρέπει να είμαστε ξέφραγο αμπέλι, αλλά αν αντιμετωπίσουμε σοβαρά τη βιομηχανία που λέγεται κινηματογράφος, θα μπορούσαν να μπουν και κάποιες νόρμες, ούτως ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί αυτό το πράγμα. Η οποία είναι και ελαφρά βιομηχανία. Δεν χρειάζεται τίποτα, παρά μόνο κάποια πλατό και κάποια μηχανήματα που μπορούν να έρχονται και να φεύγουνε χωρίς να είναι δικά μας, και χωρίς καμία επένδυση. Ή ακόμα, επειδή θα γίνονται δουλειές, θα μπορούσαν να υπάρχουν και μηχανήματα τα οποία να είναι δικά μας. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το κάνουν. Γιατί άμα λειτουργήσει αυτό, θα υπάρχει περίσσευμα, η «σκόνη» του χρυσού που κυκλοφορεί, που λένε κι οι Λιβανέζοι. Και θα μπορούν να γίνονται ταινίες, γιατί κι οι ντόπιοι θα δουλεύουν ως βοηθοί οπερατέρ, ως βοηθοί σκηνοθέτες, ως βοηθοί οτιδήποτε και σιγά-σιγά θα αποκτήσουν την εμπειρία και την τριβή και την αξιοπιστία οι άνθρωποι να κάνουν και δικές τους δουλειές

Παλιότερα είχε γίνει αυτό, τις δεκαετίες ‘80 – ‘90 υπήρχε μεγάλη ροή κινηματογραφικών ταινιών, αλλά και διαφημιστικών που ερχόντουσαν να γυριστούν εδώ. Γιατί να μην συνεχίζεται αυτό; Τι έπαθε η Κεφαλλονιά δηλαδή, που πήγε ο Κορέλι και γυρίστηκε εκεί; Βεβαίως, επειδή ήταν τελείως άμαθοι οι άνθρωποι, ο γάιδαρος έκανε 100 χιλιάδες δραχμές τη μέρα ενοίκιο. Αλλά κι αυτό στρώνει, γιατί άμα υπάρχει δουλειά, ο γάιδαρος δε θα θέλει 100 χιλ, θα θέλει 10. Γιατί ο άλλος θα μπορεί να έχει 10 γαϊδούρια στη σειρά και θα ανοίξει κι άλλος ένας παραδίπλα που θα ρίξει τις τιμές. Δηλαδή, όταν υπάρχει βιομηχανία η οποία ορίζει τους κανόνες, αν είναι κάτι ακριβό, θα βρεθεί κάποιος να τον συνετίσει τον άλλον. Αλλά όταν γίνεται μια δουλειά στα εκατό χρόνια, σου λέει ο άλλος ό,τι αρπάξουμε σιγά που θα με νοιάξει. Αλλά δυστυχώς δεν… Αυτό που πρέπει κάθε φορά να κάνεις deal για να κάνεις μια δουλειά, είναι κι αυτό ένα πράγμα που γδέρνει τον ελληνικό κινηματογράφο.

Ο Τάκης Μόσχος πρωταγωνιστεί στους Αισθηματίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Η ταινία έχει δύο υποψηφιότητες. (Φωτογραφία: Νατάσα Πανταζοπούλου / FOSPHOTOS)

Ο Τάκης Μόσχος πρωταγωνιστεί στους Αισθηματίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη. Η ταινία έχει δύο υποψηφιότητες. (Φωτογραφία: Νατάσα Πανταζοπούλου / FOSPHOTOS)

Η Ακαδημία έχει καλέσει τον Υπουργό στην τελετή απονομής; Θα έρθει; Ναι, τον έχουμε καλέσει. Δεν ξέρω αν θα έρθει, εμείς του το έχουμε ζητήσει, περιμένουμε απάντηση. Και τον Καμίνη κάλεσα, που έτυχε να τον δω σε ένα κανάλι. Μου λέει «άμα μπορέσω θα έρθω». Δεν μπορείς να κάνεις και κάτι άλλο. Εξάλλου με τον υπουργό είχαμε κουβεντιάσει και πρόσφατα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου είχα βρεθεί ως νεόκοπος πρόεδρος της ΕΑΚ, κι ο άνθρωπος είναι ανοιχτός. Το θέμα είναι το σύστημα κάτω απ’ αυτόν πόσο μπορεί να καταλάβει ότι ο κινηματογράφος θα μπορούσε να ανεβάσει το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ελλάδας. Εγώ πιστεύω ότι είναι μια αποθήκη με πολύτιμα πράγματα μέσα -μια πετρελαιοπηγή αν θες, την οποία αν χειριστούμε σωστά, θα μπορούσαμε να έχουμε μια ανθούσα βιομηχανία κινηματογράφου στην Ελλάδα. Υπηρεσιών πρώτα. Και μετά δημιουργική. Αλλά είναι κι αυτό το πράγμα στην Ελλάδα, πας στον Υπουργό, μιλάς, στέλνεις χαρτιά, δεν σου απαντάνε ποτέ, αλλάζουν οι κυβερνήσεις, φεύγουν αυτοί, δεν υπάρχει συνέχεια. Το ελληνικό πολιτικό κυβερνητικό σύστημα δεν έχει καμία συνέχεια γενικότερα. Κάθε φορά που γίνεται μια αλλαγή, ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή. Κι απ’ την αρχή, κι απ’ την αρχή.

3 υποψηφιότητες για την Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά της Ελίνας Ψύκου (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS)

3 υποψηφιότητες για την Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά της Ελίνας Ψύκου (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS)

Η Ακαδημία κάνει προσπάθειες διασύνδεσης με την διεθνή κινηματογραφική κοινότητα; Αυτό με ενδιαφέρει πολύ. Προσπαθούμε τώρα να γίνουμε και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, γιατί δεν έχει γίνει κάτι σ’ αυτήν την κατεύθυνση μέχρι τώρα. Σκοπός είναι αυτός, όσο μπορούμε να ανοίξουμε αυτό το πράγμα, να μην είναι ομφαλοσκοπικό. Όχι ότι το κατηγορώ ότι είναι ομφαλοσκοπικό, γιατί κι οι προηγούμενες διοικήσεις, για να το ανοίξουν προς τα μέσα, πάλι προσπάθεια χρειάστηκε να κάνουν. Η Ακαδημία, άλλωστε, ήταν ένα πράγμα που ξεκίνησε από το μηδέν. Οπότε, κατ’ αρχάς θέλουμε να γίνουμε μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Πέρα απ’ αυτό, ψάχνουμε και σπόνσορα να μας βοηθήσει για να οργανώσουμε μια σύνοδο των Ακαδημιών απ’ όλο τον κόσμο -όσα μέρη του κόσμου έχουν εν πάση περιπτώσει ενεργές κινηματογραφικές ακαδημίες- να έρθουν εδώ για ένα διάστημα δυο ημερών, τριών, πέντε, να γίνει μια επαφή με τους ανθρώπους, κάποιες εκδηλώσεις, μια διημερίδα ας πούμε -κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που κάνει τώρα και η ένωση των δ/ντων φωτογραφίας, που κάνουν μια διημερίδα με καλεσμένους απ’ τις ακαδημίες των δ/ντων φωτογραφίας απ’ όλον τον κόσμο. Που αυτό είναι σημαντικό, γιατί όταν οι φωτογράφοι δουν την Ακρόπολη, κάποια στιγμή θα πουν «δεν πάμε ρε στην Αθήνα να κάνουμε μια ταινία;». Αλλά βέβαια, πρέπει να είναι κι εύκολο να πας στην Ελλάδα. Να μην χρειάζεται χαρτί κοινωνικών φρονημάτων για να μπορέσεις να κάνεις ένα γύρισμα έξω απ’ την Ακρόπολη. Ξέρεις, έχω τόσα πολλά παραδείγματα παρανομίας που έχω κάνει για να τραβήξω έξω απ’ την Ακρόπολη, αλλά αυτά τα κάνεις όταν είσαι 30, άντε 40 και λες εντάξει, αντέχω το ξύλο ακόμα. Μετά λες άντε και στο διάολο, γιατί δηλαδή να πρέπει να το κάνω έτσι;

Στην επόμενη σελίδα: Γιατί δε γεμίζουν οι αίθουσες ακόμη και για τις βραβευμένες ελληνικές ταινίες;