23__MG_5077

Αν σκεφτείς βέβαια ότι πρόκειται για την «πρώτη μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων», τίτλος πιασάρικος από μόνος του, θα περίμενες μια κάποια πιο πηγαία ανταπόκριση απ’ τη βιομηχανία του χώρου. «Κοίτα», μου λέει, «αυτός ο τίλος είναι υπό αμφισβήτηση. Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται ότι δεν είναι αυτή η πρώτη, ότι έχουν υπάρξει κι άλλες. Κι όντως έχουν υπάρξει, ανήκουν όμως στο πειραματικό σινεμά. Μπορεί κανείς να πει, δηλαδή, ότι η Μεταμόρφωση του Κώστα Σφήκα είναι η πρώτη μεγάλου μήκους animation ταινία. Ε, δεν είναι όμως. Κι αν κάποιος πήγαινε κι έλεγε του κου Σφήκα ότι κάνει κινούμενα σχέδια, θα του έδινε μια κλοτσιά εκεί που πονάει».

Και του Σπάρταλη το σινεμά, βέβαια, δεν ήταν ποτέ συμβατικό. Μιξάροντας χειροπιαστή σκηνοθεσία με φορμαλιστικές ακροβασίες και μπλέκοντας ψηφιακές πρωτοτυπίες με εξπρεσιονιστικές ανησυχίες, απ’ την Αρπαγή της Ευρώπης και το Μήλο Μέσα στο Κεφάλι Σου, μέχρι το Σύνδρομο της Χιονάτης και τις 37 Μνήμες, ο Σπάρταλης κινούνταν πάντα στο μεταίχμιο του ποιητικού και του εικαστικού, θολώνοντας το όριο μεταξύ πειραματικού κι αφηγηματικού σινεμά. Τούτη εδώ η τελευταία του, είναι ξεκάθαρα η πιο προσβάσιμη απ’ τις δουλειές του, έστω κι αν η εικονογράφησή της σε ξενίζει αρχικά, μέχρι να ξεπεράσεις την αρχική αμηχανία και να παραδοθείς στην ασυνήθιστη αισθητική της. Θα μπορούσε όμως να την πει κανείς πειραματική κι αυτή. «Βεβαίως,» σημειώνει, «και θα το δεχόμουν κιόλας αυτό, αν δεν είχε προηγηθεί ο Tim Burton ή ο Terry Gilliam ας πούμε, που τα έχουν κάνει αυτά τα πράγματα και είναι mainstream πια. Έχουν γίνει αυτά δηλαδή, έχουν προηγηθεί, μην τρελαθούμε κιόλας».

Με πέντε μεγάλου μήκους ταινίες πίσω του, πάντως, και με όλη τη μανούρα που συνοδεύει η αυτόνομη διανομή τους και η ιδίαις δυνάμεσι προώθησή τους, θα περίμενε κανείς απ’ τον Σπάρταλη να έχει φάει αρκετό ζόρι πια, για να προσπαθήσει ετούτη, την πιο φιλόδοξη απ’ τις δουλειές του, να τη στήσει κινούμενος σε πιο συμβατικά μονοπάτια. Να ζητήσει μια επιχορήγηση, να βρει έναν παραγωγό, να μιλήσει με κανέναν διανομέα… Με κοιτάζει και χαμογελά. «Λοιπόν, τώρα που περάσανε τα χρόνια, μπορώ να σου πω μια ιστορία που έγινε το 2008, όταν κάναμε το Σύνδρομο της Χιονάτης, με την οποία έτυχε και πήραμε το βραβείο της επιτροπής στο DigitalWave τότε στη Θεσσαλονίκη (σ.σ.: τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που σταμάτησε να υπάρχει το ’09), και πήραμε και το βραβείο Κοινού και ένα χρηματικό έπαθλο. Ήταν η πρώτη φορά που πήρα χρήματα απ’ το ΕΚΚ! Και μάλιστα τους τα έχωσα κιόλας, λέγοντας λίγο-πολύ “Ποιος είναι ο ρόλος σας; Να μοιράζετε λεφτά; Εγώ δε θέλω λεφτά. Θέλω συμβουλές, θέλω τεχνικούς, θέλω υποδομή, τι να τα κάνω τα λεφτά; Αν μου τα δώσετε, μπορώ να τα φάω απόψε κιόλας στο καζίνο. Θέλω μια άλλη λογική.” Και βγήκε πολύ σοφά ο τότε πρόεδρος του ΕΚΚ, ο Γιώργος Παπαλιός, και είπε “Καλά τα λέει ο πιτσιρικάς, κι εγώ τον προσκαλώ δημόσια να έρθει στο γραφείο μου να με βρει”. Κι έκλεψε το χειροκρότημα από μένα τον αθώο, μια κι ήταν πιο πονηρός από μένα, με την καλή έννοια».

«Πήγα λοιπόν στο γραφείο του με μια μπουκάλα ρακή κι ένα τυρί και μου λέει “τι είναι αυτά;”, του λέω “για ‘σάς, και σας έκαμα κι ένα πορτρέτο”, μια κι είμαι ζωγράφος. Του δίνω λοιπόν ένα πορτρέτο, τυρί, ρακή, μου λέει “τι θες;”, του λέω “θέλω να μου βρείτε 30 χιλιάδες ευρώ κι εγώ θα σας φέρω ένα βραβείο απ’ το εξωτερικό, μια και ξέρω τη λαγνεία σας για τα βραβεία απ’ το εξωτερικό”. Μου λέει “ωραία, θα πας στο γραφείο τάδε, Β’ πτέρυγα, κάτω αριστερά, τέταρτος όροφος, τρίτο ασανσέρ, στο μυαλό του John Malkovich, δε χωράς, σκύψε να κάνεις αίτηση.” Και του λέω “αυτά που μου λέτε είναι σαχλαμάρες, εγώ θέλω να μου τα δώσετε εσείς. Τι δηλαδή, ο Αγγελόπουλος καλύτερος είναι;” Όπως λέει κι η μάνα μου, “ο γιος μου έχει το θράσος χιλίων ερυθροκώλων πιθήκων”. Και “μα είμαι πρόεδρος”, μου λέει, και “δε μπορώ, δε γίνεται” και τέτοια “έλα μωρέ τώρα,” του λέω, “θα βρεις εκεί πέρα έναν ξάδερφό σου, επιχειρηματίας είσαι, θα του δώσεις έναν λογιστή, να στέλνω εγώ κόσμο να του δίνει λεφτά, μέχρι να εξαντληθούνε τα 30 χιλιάρικα”. Έξαλλος ο Παπαλιός: “Τι; Τι να κάνω λέει! Τι’ν’αυτά” αρχίζει να ωρύεται και, για να δεις τι ξύπνιος είναι, βάζει τις φωνές: “Ανοίξτε τις πόρτες! Να τα ακούσουν όλοι αυτά! Ήρθε ο τρελός στο γραφείο μου!”. Έτσι ακριβώς όπως σου τα λέω! Λοιπόν, τι σύστημα μου λες, δεν τα μπορώ εγώ αυτά» μου λέει, και κερνάει άλλη μια γύρα ρακές, γελώντας με την ψυχή του.

23__MG_5017

«Εγώ είμαι με τις ρακές μου και τα τυριά μου και την καρδιά μου», συμπληρώνει. «Κι όλους όσοι συμμετείχαν στην ταινία, έτσι πήγα και τους βρήκα. Με μια μπουκάλα ρακή και μια μπουκάλα λάδι. Μπαίνω μέσα στου κυρίου Σαββόπουλου, του λέω “κύριε Σαββόπουλε, ήρθα”. Με ρωτάει τι είναι αυτά που κρατάω, του λέω “λάδι και ρακή, σας τα στέλνει η μητέρα μου”. “Πολύ σοφή μητέρα έχετε κύριε Σπάρταλη,” μου λέει, “περάστε”. Μα και τι άλλο να του προσφέρω δηλαδή; Τον ρωτάω τι χρήματα να του εξασφαλίσω, μου λέει “τι χρήματα, αγόρι μου, αφού είσαι φτωχαδάκι”. Δεν πληρώθηκε κανείς απ’ αυτή τη δουλειά, τι να λέμε τώρα. Απ’ αυτήν την ταινία δεν κόπηκε ούτε ένα τιμολόγιο, τι άλλο να σου πω».

Τα χρήματα των επιδοτήσεων δεν είναι χρήσιμα μόνο για να στηθεί μια παραγωγή, βέβαια. Είναι απαραίτητα και για να ορθοποδήσει ακόμη κι αφού ολοκληρωθεί. Η ψηφιακή επεξεργασία του ήχου και της εικόνας μιας ταινίας είναι απ’ τις πιο κοστοβόρες διαδικασίες οποιασδήποτε παραγωγής θέλει να φτάσει στα μάτια του κοινού. Και δη του διεθνούς. «Μας πήρανε στο εξωτερικό και δεν είχαμε λεφτά να πάμε», μου λέει. «Έχουμε κάνει αίτηση στο ΕΚΚ, ζητάμε να κάνουμε Dolby Digital, ζητάμε να κάνουμε DCP (σ.σ.: Digital Cinema Package, το ψηφιακό πακέτο που χρησιμοποιείται καθολικά πια στις προβολές των διεθνών φεστιβάλ). Στην Ολλανδία ξέρεις τι παίξανε; Όταν έκανα την αίτηση, τσέκαρα το κουτάκι με το DCP που ζητάνε, χωρίς να το έχουμε βέβαια. Κι όταν πήραν την ταινία, μου λένε “δεν έχετε;”, ε όχι, πού να το βρούμε; “Μια στιγμή” μου λέει και συνεδριάσανε και μου γράψανε ένα γράμμα που λέει πως επειδή είσαι φουκαράς Έλληνας, θα σε παίξουμε από ψηφιακό αρχείο, στείλ’ το να το κάνουμε εμείς. Και μετά, “δεν θα έρθετε στην Ολλανδία;”, μου λέει. “Διαγωνίζεστε στο επίσημο πρόγραμμα και δεν θα έρθετε;” Δεν το πιστεύανε οι τύποι ότι δεν θα πάμε».

Τον ρωτάω γιατί δεν του βάλανε δυο ψωροεισιτήρια. Στα φεστιβάλ της χώρας μας, άλλωστε, είμαστε πολύ πιο γαλαντόμοι. «Άσε τώρα», μου λέει και γελάει, «αυτά γινότανε παλιά, με τη διευθύντρια με τα κόκκινα χαλιά και δε συμμαζεύεται. Αφού τα ξέρεις…», συμπληρώνει, αναφερόμενος στις παλιές γυαλιστερές εποχές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης επί θητείας Δέσποινας Μουζάκη. «Ξέρεις τι γίνεται εδώ πέρα; Βάζουνε πρώτη μούρη τις ξένες παραγωγές που φέρνουνε, τον σταρ που θα κουβαλήσουνε με 1.500 έξοδα, κι εμάς μας έχουν για παραγεμίσματα. Να πάω τώρα στη Θεσσαλονίκη, να είμαι υποπαράγραφος της υποπαραγράφου, επειδή είναι καλεσμένος ο Coppola; Εντάξει, καλός είναι ο Coppola, αλλά πόση επαρχία πια, ρε παιδί μου; Ξέρεις πόσο κοστίζει αυτό; Να σου πω εγώ: δέκα μικρού μήκους γίνονται μ’ αυτά τα λεφτά, ή μια μεγάλου μήκους αξιοπρεπής. Ενώ πήγα στο AnimaSyros, ένα μικρό φεστιβάλ, ένα φεστιβάλ με αγάπη, που μου έφερε μια σπουδαία προβολή, μου έφερε πέντε δημοσιεύματα για την ταινία μου, μου έφερε αγάπη, κόσμο που γνώρισα για την επόμενη δουλειά μου, μια υπέροχη εμπειρία, από ένα πραγματικά ουσιαστικό φεστιβάλ».

Στην επόμενη σελίδα: Γιατί να υποστηρίξει τον πολιτισμό ένα καπιταλιστικό κράτος;