Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaTV SHOWS

Adore Vs Hate: Τελικά πόσο ταλαντούχος είναι ο κύριος Ripley;

Η Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά και ο Δημήτρης Πάντσος διαφωνούν κατά πόσον χρειαζόμασταν ή όχι τη νέα σειρά του Netflix με τον Andrew Scott, τον Johnny Flynn και τη Dakota Fanning, που βασίζεται στα διάσημα βιβλία της Patricia Highsmith.
Φωτογραφίες: Lorenzo Sisti, Philippe Antonello © Netflix

Andrew Scott as Tom Ripley © Lorenzo Sisti/NETFLIX

Ripley: Η Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά εκστασιάζεται, ο Δημήτρης Πάντσος γκρινιάζει. Και τελικά χρειάστηκαν δύο χιλιάδες λέξεις για να ξεδώσουν και οι δύο.

Adore

της Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά

Αρχικά θέλω να πω ότι πρωταγωνιστής της σειράς είναι ο γάτος. Αυτός ο μαλλιαρός, αριστοκρατικός γόης. Και τώρα που το έβγαλα αυτό από μέσα μου, ας πάω στην ουσία. Θα είμαι ειλικρινής, όταν είδα το ασπρόμαυρο τρέιλερ της σειράς και το καστ, δεν ψήθηκα καθόλου να πατήσω play. Αντ’ αυτού πάτησα να δω το Scoop που είχε μόλις βγει, επίσης στο Netflix. Το οποίο κύλησε ανάλαφρα και γρήγορα σαν σφηνάκι και αν δεν το έβλεπα δεν θα είχα χάσει και κάτι, και φυσικά μετά ήθελα κάτι ακόμα να δω, λίγο πιο δυνατό. 

Για λίγη ώρα κοιτούσα το ασπρόμαυρο πόστερ του Ripley και ταλαντευόμουν ανάμεσα στο «Μα τώρα είναι δυνατόν μετά τον Αλέν Ντελόν και τον Τζουντ Λο που έκαναν την οθόνη και τον κόσμο ολάκερο να φωτίζεται με την ομορφιά και τη λάμψη τους, να δω τον Τζόνι Φλιν να παίζει τον Ντίκι και όλα αυτά τα υπέροχα, πολύχρωμα ιταλικά τοπία να μου τα δείξουν ασπρόμαυρα, γκρίζα, μουντά;» και στο «Φαίνεται πολύ ωραίο φωτογραφικά ρε γαμώτο και ο Άντριου Σκοτ είναι εγγύηση, μήπως να το πατήσω το ρημάδι».

Ε, και το πάτησα. Δεν ξέρω αν είμαστε πολλοί που αγαπήσαμε αυτή τη σειρά, επέλεξα να μη διαβάσω καμία κριτική ή γνώμη για να μην επηρεαστεί η άποψή μου. Αυτό που μου έγινε γρήγορα αντιληπτό είναι ότι, σε αντίθεση με τις δύο πιο γνωστές ταινίες που βασίζονται στα βιβλία της Πατρίσια Χάισμιθ για τον Tom Ripley (Γυμνοί στον ήλιο και Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ – υπάρχουν κι άλλες, αλλά αυτές οι δύο είναι εκείνες που ξεχώρισαν), το μεγάλο βάρος θα πέσει στο μετά και όχι στο πριν. Τώρα θα με ρωτήσεις ποιο είναι το πριν και ποιο το μετά, αν δεν έχεις ιδέα για την υπόθεση και δεν έχεις δει καμία από τις δύο ταινίες, αλλά έχει σημασία αυτή η δεδομένη στιγμή που προσδιορίζει το πριν και το μετά. Ένα περιστατικό σε μία βάρκα που αλλάζει όλη την ιστορία. 

Dakota Fanning, Johnny Flynn

Κάπως αφαιρετικά λοιπόν, θα προσπαθήσω να το περιγράψω. Το βάρος δίνεται κυρίως στο πώς ο Ρίπλεϊ αλλάζει ταυτότητα και πώς προσπαθεί να καλύψει τα όσα κάνει για να το πετύχει. Για μένα αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί όχι μόνο βλέπω πτυχές του sociopath χαρακτήρα του να ξεδιπλώνονται μεθοδικά, αλλά παρατηρώ κι έναν Άντριου Σκοτ να κάνει με μαεστρία αυτό που είχα δει να κάνει και στο Sherlock ως Μοριάρτι, πολύ πριν γίνει ο συμπαθής ιερέας στο Fleabag ή ο βασανισμένος Άνταμ στο All of Us Strangers. Να σου προκαλεί την ανατριχίλα του τρόμου, με τον ίδιο τρόπο που το είχε πετύχει ο Άντονι Χόπκινς ως Χάνιμπαλ Λέκτερ στη Σιωπή των Αμνών. 

Ο Τομ Ρίπλεϊ είναι δολοφόνος χαρακτήρων. Κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Του δικού του, των άλλων… και όταν έρχεται η στιγμή που δολοφονεί αυτούς τους χαρακτήρες και προσπαθεί να καλύψει τα νώτα του, το κάνει με έναν τρόπο τόσο αργό και βασανιστικό που αλήθεια από το να τρώω τα τα πετσάκια στα δάχτυλά μου, αναγκάστηκα να πάω στο ψυγείο πολλές φορές να πάρω κάτι άλλο να φάω (εντάξει, δικαιολογία έψαχνα για να μετρήσω τα πρώτα 10 παγωτά της φετινής σεζόν). Γιατί μπορεί να είναι πανούργος αλλά ακόμα και τα πιο μεγάλα μυαλά, όταν φοβούνται μην παγιδευτούν, θα υποπέσουν σε λάθη, θα σκοντάψουν σε αναποδιές και για μένα έχει πιο πολύ ενδιαφέρον να βλέπω ακόμα και τις ατσούμπαλες στιγμές ενός δολοφόνου από το να αντιμετωπίζω σε όλα μια τελειότητα που στο τέλος καταντά βαρετή. Ναι, κρατούν μια αιωνιότητα και μία μέρα οι επίμαχες σκηνές και έχουν πολλές goofy moments, αλλά κάπως σε επηρεάζουν, μπαίνουν μέσα σου και μετά άντε να κοιμηθείς. Ξύπνησα τρεις φορές μέσα στη νύχτα σκεπτόμενη αυτές τις σκηνές, δεν θα το κρύψω. 

Ο Τζόνι Φλιν (τον είχα αγαπήσει στο Love Sick και ανήκει στα βρετανικά θεατρικά ταλέντα) δεν έχει τη λάμψη του Αλέν Ντελόν, ούτε του Τζουντ Λο, αλλά τελικά έχει κάποιο νόημα να μην είναι αυτός ο ρόλος που κλέβει την παράσταση. Άλλωστε Ripley λέγεται η σειρά, όχι Dickie, και στις δύο ταινίες η αλήθεια είναι ότι περισσότερο θυμόμαστε τους Ντίκιδες παρά ας πούμε τον Ματ Ντέιμον (που έπαιζε τον Ρίπλεϋ).

Και θα πάω σε αυτό που πραγματικά για μένα κλέβει την παράσταση, τόσο που ακόμα και καθόλου διαλόγους να μην είχε η σειρά, πάλι ικανοποιημένη θα ήμουν. Τις τοποθεσίες και φυσικά τη φωτογραφία. Ω, τζίζας, τι φωτογραφία είναι αυτή! Βασισμένη σε πλάνα και με αίσθηση φιλμ νουάρ διάσημων Ιταλών σκηνοθετών όπως ο Φελίνι, ο Παζολίνι, ο Αντονιόνι, ο Βισκόντι ή ο Μπερτολούτσι, κάνει κάθε πλάνο μαγικό. Κάθε σκηνή είναι μελετημένη και σεταρισμένη αριστουργηματικά μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και ακόμα και όταν δεν ακούγεται μουσική αλλά μόνο ο ήχος της θάλασσας ή κάποια βήματα στο πλακόστρωτο ή ένα τρένο που περνάει ή ένα τηλέφωνο που χτυπάει, το αποτέλεσμα είναι σαν πίνακας που θέλεις να κρεμάσεις στο σαλόνι σου. Για την ακρίβεια, σαν εκατοντάδες πίνακες που θες να κρεμάσεις σε κάθε γωνιά του σπιτιού σου, ακόμα και στην αποθήκη γιατί δεν θα έχεις πια χώρο αλλού. Και καθόλου δεν με πειράζει που δεν βλέπω τα πολύχρωμα σπίτια και τα τιρκουάζ νερά του Ατράνι στην Ιταλία.

Και μιας και ανέφερα τη μουσική… αχ και η μουσική. Εντάξει, εδώ σίγουρα δεν θα είμαι αντικειμενική μιας και έχω μια αδυναμία στα παλιά ιταλικά τραγούδια (όχι ότι δεν αγαπώ και τη τζαζ που στην ταινία του Άντονι Μινγκέλα του ‘99 ακούγεται κατά κόρον, αλλά με τα παλιά ιταλικά λιώνω) και το soundtrack της σειράς είναι γεμάτο με καλλιτέχνες όπως η Mina, ο Fred Buscaglione, ο Tony Renis και η Nilla Pizzi. Ειδικά η σκηνή στη στοά με την εσωτερική αυλή που υποτίθεται ότι βλέπουν τη νεαρή Mina να ερμηνεύει το Il cielo in una stanza, έκανε την καρδούλα μου να σφιχτεί. 

Dakota Fanning, Johnny Flynn

Eliot Sumner

Αν κάτι θα άλλαζα, θα ήταν η Ντακότα Φάνινγκ που υποδύεται τη Μαρτζ και την ένιωσα πιο άχρωμη και αδιάφορη από ποτέ (όχι, δεν ευθύνεται το ασπρόμαυρο φιλμ γι’ αυτό) και τ@ Eliot Sumner που δεν ταιριάζει καθόλου ηλικιακά με τους δύο πρωταγωνιστές και σίγουρα δεν έχει καθόλου το τρελό ταμπεραμέντο του Φρέντι (στην ταινία του ‘99 τον ρόλο είχε ο σπουδαίος, αξέχαστος Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν), αλλά μάλλον πήρε τον ρόλο επειδή έχει πατέρα τον Sting (όχι δεν ντρέπομαι να το πω) και ίσως επειδή το non binary πουλάει πολύ στο Χόλιγουντ (ούτε αυτό ντρέπομαι να το πω, χωρίς να σημαίνει ότι δεν θέλω ορατότητα για τα non binary άτομα, αλλά ας μη δίνουμε ρόλους που δεν τους ταιριάζουν απλώς για να δώσουμε ορατότητα, γνώμη μου). 


Hate

του Δημήτρη Πάντσου

Το Ripley έχει πάρει ένα γενναιόδωρο 8.1 στο IMDB, έχει τσιμεντώσει τη θέση του και δεν λέει να πέσει με τίποτα. Έχει γεμίσει με τόνους αστεράκια και θαυμαστικά τα status στα σόσιαλ φίλων γνωστών και, κατανοητά, εχθρών. Έχει προκαλέσει κύμα αναγνώρισης προς το πρόσωπο του Ιρλανδού, χίλιες φορές περισσότερο από κάθε άλλη πρόσφατη δουλειά του – το Netflix που αγαπάς και τρυπώνει παντού, είναι εδώ, ακόμη και στο πιο απομακρυσμένο ελληνικό χωριό. Κι έχει επαναφέρει τη συζήτηση για την αρτιότητα και την ομορφιά της εξεζητημένης ασπρόμαυρης φωτογραφίας, του ξεχωριστού ήχου που βάζει τα κύματα και τους γλάρους στο σαλόνι σου και του θέλω-να-με-πας-εκεί-τώρα location, ειδικά όταν αυτό παρουσιάζεται με έναν νέο, εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν που έχεις ήδη χορτάσει.

Άρα, τι συμβαίνει με την περίπτωση μου και δεν μπόρεσα να κάνω «επαφή»; Ειδικά με ένα προϊόν που ήμουν τόσο απόλυτα έτοιμος να του παραδοθώ; Τι συμβαίνει και βρέθηκα στην «άλλη πλευρά», κοιτώντας με πραγματική απορία τις ίδιες μου τις αντιδράσεις; Δεν το είδα ποτέ νυσταγμένος και ποτέ αγουροξυπνημένος.  Άρα;

Με τη φόρα του All of us strangers και τη θηριώδη ερμηνεία του Andrew Scott, ήμουν έτοιμος να τον δω να μου διαβάζει ακόμη και ιατρικές συνταγές στο repeat. Παραδόξως, τη δουλειά στην τηλεοπτική μεταφορά του κινηματογραφικού The Talented Mr. Ripley την είχε κλείσει πριν την ταινιάρα του Andrew Haigh κι ας έχει δοθεί η εντύπωση για το αντίθετο. Οπότε αυτή τη νέα εργασία πάνω στις λέξεις-κομψοτέχνημα της Patricia Highsmith, δεν θα τη δεχτούμε ως εξαργύρωση μιας επιπλέον αναγνώρισης στον sexy priest της καρδιάς μας και σε ένα ταλέντο που έχει χιλιάδες ανεξερεύνητα ακόμη layers να ξεφλουδίσει, αλλά σαν κάτι που ήταν πλέον μαθηματικά βέβαιο πως ήρθε η ώρα του να μας κατακτήσει. Για πάντα.

Έχω (ένα) θέμα με την ερμηνεία του Scott στο Ripley. Ορίστε το ‘πα. Ντροπή μου, το ξέρω, τίποτα δεν καταλαβαίνω ο ανόητος, τίποτα δεν νοιώθω ο άνοιωθος, τίποτα δεν βλέπω ο άχρηστος θεατής. Βασανίζομαι με το θέμα «καστ» στο θρίλερ του Steven Zaillian όσο με κανένα άλλο (ποιος είναι ο Johnny Flynn και τι δουλειά έχει εδώ;). Υπάρχουν δύο levels. Στο ένα είναι ο Scott και στο άλλο όλοι οι άλλοι (άντε, θα εξαιρέσω τον υπέροχο Inspector Pietro Ravini του Maurizio Lombardi που ευχαρίστως, πολύ ευχαρίστως, θα τον έβλεπα σε δική του σειρά ξέχωρη). Ο Scott είναι ένας τεράστιος ηθοποιός και εδώ έχει έναν ρόλο βολικό, στα «μέτρα» του. Τα οποία και χαϊδεύει με μια γνωστική άνεση που προσωπικά με κάνει και χαζεύω αλλού (θα τοποθετήσω το υπέροχο σαρδόνιο γελάκι του, τις λίγες φορές που κάνει εμφάνιση στις στιγμές που αντιλαμβάνεται πως ξεφεύγει της σύλληψης, εκτός συναγωνισμού). Ο τρόπος που έχτισε τον κακό μέσα στον χαρακτήρα του Moriarty στο Sherlock, είναι αυτός που πρέπει να συζητάμε αιώνια και όχι αυτός εδώ. Γνώμη μου. Ορίστε το ξανάπα.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι όμως, νομίζω πως το κυρίως θέμα μου δεν είναι αυτή καθεαυτή η ερμηνεία του, ποτισμένη από αντίφαση και εύλογη εσωστρέφεια (οκ το κάνει κι αυτός να φαίνεται τόσο εύκολο), αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτή επικοινωνεί και (δεν) «συνομιλεί» με τις ερμηνείες των άλλων. Στο Sherlock είχε απέναντι του τους απολαυστικούς Benedict Cumberbatch και Martin Freeman και εδώ την Dakota Fanning, τον Eliot Summer και τον Johnny Flynn σε ένα έξοχο ρεσιτάλ μετριότητας και βαρεμάρας.

Τρελός φαν του κινηματογραφικού summer editorial του Anthony Minghella από το 1999 δεν υπήρξα ποτέ, αλλά η λαμπερή ηλικιακή ισορροπία της χρυσής τριπλέτας, Matt Demon, Jude Law και Gwyneth Paltrow, εδώ μου έλειψε πολύ.

(Γκούχου γκούχου spoiler): Υπάρχει ένα σημείο, νομίζω στο πέμπτο επεισόδιο, που ανακαλύπτουν τη βυθισμένη βάρκα, την ανασύρουν και την επιστρέφουν στο λιμάνι. «Ήταν δύο Αμερικάνοι, 30άρηδες» θα απαντήσει κάποιος στην ερώτηση ενός ντόπιου αστυνομικού και εσύ, κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου, στέκεσαι σε έναν καναπέ με ένα συννεφάκι-ερωτηματικό να αιωρείται από πάνω σου. Τριαντάρηδες; Όσο κι αν τον αγαπάω, ας το πούμε επιτέλους, συμβαίνουν κι αυτά τα ατυχή. Ο Scott, στο σύμπαν του Ripley, σε σχέση με τους άλλους, μοιάζει με τον μακρινό τους θείτσο (κι ας έχει πραγματική ηλικιακή διαφορά με τον Flynn μόλις τα επτά χρόνια).

Κι ας αναρωτηθώ και πάλι κάπως δυνατά: Πώς μπορείς να κοπιάρεις σε έγγραφα, έναν εμφανώς μικρότερο σου και κάποιος να μην παρατηρήσει κάτι, να μην αναρωτηθεί το απλούστερο; Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε;

Andrew Scott, Johnny Flynn

Συμβαίνουν όμως κι άλλα, βεβαίως. Μια παράξενη εμμονή με τις σκάλες, τις δεκάδες σκάλες, τις χιλιάδες σκάλες -μα πόσες σκάλες έχει πια αυτή η πόλη, αυτή η χώρα- αλλά και με τους ουρανούς, δεκάδες ουρανούς, χιλιάδες ουρανούς – μα πόσους γκρίζους ουρανούς μπορείς να αντέξεις; όχι πες! Αντιλαμβάνομαι πως ένα αμόκ για την ασπρόμαυρη αισθητική και το στιλιζαρισμένο υπερθέαμα έχει πέσει ολούθε, προσωπικά όμως τη βρήκα να λειτουργεί μόνο στο πρώτο τέταρτο του πρώτου επεισοδίου, όσο δηλαδή ο Ripley ήταν στη ΝΥ και ένα film noir υψηλού επιπέδου ήταν έτοιμο να εξελιχθεί μπροστά σου. Η πόλη και οι δρόμοι της του πήγαιναν πολύ, αντιθέτως, η εξοχή και η Ιταλία όχι και τόσο. Γνώμη μου και μη βαράτε.  Όσο κι αν βρήκε ο απίθανος -δεν το συζητώ- σταθερός συνεργάτης του Paul Thomas Anderson στη φωτογραφία, Robert Elswit, εδώ, μια μοναδική ευκαιρία να «κοπιάρει» τη μαγική αίσθηση του Jerzy Lipman από τον φακό της ταινίας «Μαχαίρι στο νερό» (Ρομάν Πολάνσκι, 1962) ή το βάθος των πλάνων των σκηνοθετών του ιταλικού νεορεαλισμού, η προσέγγισή του μου φαίνεται ιδιαιτέρως «φτιαγμένη» εξεπιτούτου. Υπάρχουν και αυτές οι στιγμές που η «τελειότητα» στο στυλ μπορεί και να κυκλοφορεί χωρίς ψυχή. Έχω την αίσθηση πως αυτή η περίπτωση είναι μια από αυτές. Ιτ’ς οκ συμβαίνει και στα καλύτερα τα σπίτια.

Οι ουρανοί

Και οι (κάποιες, λίγες μόνο) σκάλες

(Γκούχου γκούχου κι άλλο spoiler): Στο διάσημο πια επ. 3, με τη φάση της δολοφονίας του Dicki – Flynn στη βάρκα (ευτυχώς έστω, αυτός έφυγε νωρίς), λόγω κυρίως της εστέτ κινηματογράφησής της, μπορούμε να σταθούμε στο γεγονός πως ο τριαντάρης Ripley (γελώ) έχει τον απέθαντο; Δηλαδή ούτε σε ταινίες του Τζέιμς Μποντ δεν θα φας τόσες φορές στο κεφάλι βάρκα και σημαδούρα και θα συνεχίζεις να κολυμπάς σαν ατάραχη γοργόνα στα μεσοπέλαγα!

Ο απέθαντος κύριος Ρίπλεϊ

Για να μη μιλήσω για την άλλη σκηνή της άλλης δολοφονίας, δύο επεισόδια μετά, που σέρνει το λεκιασμένο από αίμα πτώμα από όροφο σε όροφο και καταφέρει να αφήσει σημάδια μόνο σε ένα σημείο (άντε δύο). Πες και σε μας πώς το καταφέρνεις άρχοντα κι αχρείαστο ας είναι. 

Δεν περίμενα ποτέ να το πω, εγώ που βλέπω σκοτεινιά και τρίβομαι σαν γάτα σε λίμπιντο, αλλά μου λείπει το φως της Ιταλίας εδώ. Πολύ. Όπως και ένα καλό αφιέρωμα στη νταρκίλα, μέσα έξω, για να επανέλθω στα δικά μου, του Δανού Καρλ Τέοντορ Νράγιερ. Γιατί κάποιοι τον έχουν κορώνα στο κεφάλι τους. Κι ας μην το παραδέχονται (ίσως).

Υ.Γ. Ένα coffee table book με στοπ καρε από τη σειρά θα το αγόραζα με κλειστά μάτια. Με κάποιο παράξενο τρόπο, «ακινητοποιημένες» οι εικόνες της,  μου μιλούν καλύτερα.

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.