Το πρωί μας βρήκε να κάνουμε μπανιστήρι στις σεξουαλικές περιπέτειες των πρωταγωνιστών του Ραντεβού μετά τα Μεσάνυχτα. Κάθε φιλοσουρεαλιστής θεατής πρέπει τουλάχιστον να μειδίασε με περιέργεια στην ανάγνωση της πολλά υποσχόμενης περιγραφής της ταινίας.

Ραντεβού μετά τα μεσάνυχτα

Ραντεβού μετά τα μεσάνυχτα

Στο μυαλό μου, η ταινία χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος μας εισάγει σε μια bourgeois ατμόσφαιρα φαινομενικά άσκοπης αναζήτησης ηδονής, για να καταλήξει σε μια πικάντικα σχολαστική μελέτη της ψυχολογίας του σεξ, πλήρους φροϋδικών αναφορών και σεξουαλικών συμβόλων.

Συστηνόμαστε με τους περιφερειακούς χαρακτήρες και το background τους. Καθένας τους χρησιμοποιεί ένα ψευδώνυμο, προστατεύοντας την πραγματική τους ταυτότητα, ενώ διατηρούν ταυτόχρονα ένα καθεστώς ασφαλούς ανωνυμίας και ψυχρών σχέσεων (ξεχωρίζει ο Ερίκ Καντονά με το υπερμεγέθες πέος του και την τρυφερή ποιητική ψύχη, που έρχεται σε αντιπαράθεση με το παρατσούκλι του «Γαμιά»).

Στο δεύτερο μέρος, ωστόσο, εντρυφούμε στην παραμυθένια ιστορία των δύο επώνυμων κεντρικών ηρώων. Η εξομολόγηση των βιωμάτων τους αποτελεί το εφαλτήριο της στροφής σε μια εμφανέστερη υπαρξιακή ανάλυση των αιτιών της συμμετοχής απάντων παρόντων στο επικείμενο όργιο. Η αναζήτηση της κάθαρσης μέσω της επικείμενης συνουσίας αποτελεί πλέον το βασικό σκοπό, που θα αντικαταστήσει την υποκριτική νάρκη του οργασμού.

Χαρακτηριστική στο δεύτερο μέρος είναι και η υφολογική μεταστροφή της ταινίας. Από το σουρεαλισμό του πρώτου μέρους, οδηγούμαστε σε ένα ποιητικότερο συμβολικό στυλ, το οποίο δείχνει να χρωστά πολλά στον Αλαίν Ρενέ.

Απολαυστικά φλύαρη και σκωπτική, τρυφερή ενώ δεν το περιμένεις, εξαιρετική φωτογραφία και μουσική που επιδρά καταλυτικά στο περιεχόμενο αντί απλά να σιγοντάρει. Η πιο ιδιαίτερη μίξη της Διακριτικής Γοητείας της Μπουρζουαζίας με το Breakfast Club, με ολίγον τι από Αυτοκρατορία των Αισθήσεων.

Οι ήρωες μας ξεψυχούν απόψε

Οι ήρωες μας ξεψυχούν απόψε

Το Οι Ήρωές μας Ξεψυχούν Απόψε, από την άλλη, θα μπορούσε να είναι η ευρωπαϊκή απάντηση στο Wrestler του Αρονόφσκι. Αργόσυρτο, ατμοσφαιρικό, με μερικές από τις ρεαλιστικότερες σκηνές πάλης που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό.  Αφορμάται από τη σύρραξη, στη δεκαετία του ’60, δύο φίλων παλαιστών με τον υπόκοσμο που τους αντιμετωπίζει ως res, για να οδηγηθεί σε νύξεις σχετικές με την αναζήτηση ταυτότητας.

Άμεσο όταν χρειάζεται, αβίαστα μεταφορικό εκεί που πρέπει, με συμβολικές-οραματικές σεκάνς που θα έκαναν τον Ντέϊβιντ Λιντς περήφανο, το Οι Ήρωές μας… μυρίζει ιδρώτα, αίμα χυμένο στο καναβάτσο, στεγνωμένο αλκοόλ σε πατώματα μπαρ και καπνό ακριβού τσιγάρου που κρέμεται σε στόματα μαφιόζων. Και βενζίνη, αλλά το γιατί δε θα το πω.

Η σπουδή του σκηνοθέτη στο φιλμ νουάρ και τον εξπρεσιονισμό είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, ιδιαίτερα στα πλάνα που ο χώρος δείχνει να αποτελεί φυσική προέκταση του ατόμου. Κερδισμένο παιχνίδι αποτελεί και η άψογη χρήση του φωτισμού και των τονισμών του στο ασπρόμαυρο φίλτρο.

Μνεία πρέπει να γίνει και στις εξαιρετικά πειστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών και δη του Ζαν Πιέρ Μαρτάν, ο οποίος ελίσσεται με άνεση ανάμεσα στο μασκοφόρο κτήνος σωματικής ευρωστίας και στο σιωπηλό μα συνάμα ικανό αντιήρωα.

Η μόνη ένσταση του γράφοντος: θα προτιμούσε την εικόνα λιγότερο ευκρινή, καθώς η κρυστάλλινη ποιότητα μπορεί να στερήσει σε θέμα ατμόσφαιρας. Κατά τα άλλα, ένας μικρός θρίαμβος.

Made in Israel

Made in Israel

Τέλος ημέρας με την κάλυψη κενών της φιλμογραφίας του Άρι Φόλμαν. Αν κανείς μου έλεγε ότι το Made in Israel έχει πνευματικό του γεννήτορα τον ίδιο άνθρωπο που οδήγησε στην οικονομική άνθηση του κλάδου των ψυχολόγων με το Βαλς με τον Μπασίρ δε νομίζω να το πίστευα. Έστω ότι το πίστευα, θα κατέληγα στο εσφαλμένο συμπέρασμα πέρι πρώιμης ταινίας που πιθανόν δε φέρει την ωριμότητα του …Μπασίρ. Μέγα λάθος, το ομολογώ.

Ο τελευταίος εν ζωή ναζί οδηγείται στην Ιερουσαλήμ για να δικαστεί και να εκτελεστεί για εγκλήματα πολέμου. Τα πεπρωμένα τεσσάρων ανθρώπων χωρισμένων σε δύο ομάδες που δρουν για έναν χρηματοδότη -ο οποίος ποθεί διεστραμμένα να εκτελέσει τον ναζί αυτοπροσώπως για προσωπικούς λόγους- και ενός περαστικού τρομπετίστα θα συνδεθούν, οδηγώντας σε πολλά σπαρταριστά ευτράπελα.

Η σύγκριση με το Ταραντινικό φιλμικό στυλ καθίσταται αναπόφευκτη. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά όπως ιλιγγιώδη κοφτά πλάνα, διασκεδαστικές  λογοδιάρροιες που δεν προσφέρουν τίποτα ουσιώδες στην πλοκή, την υποβίβαση του χαρακτήρα σε καρικατούρα και τις πάντα ευπρόσδεκτες ποπ αναφορές.

Πέρα από τον Ταραντίνο, όμως, μια άλλη πηγή στυλιστικής και νοηματικής έκφρασης, το μπρεχτικό παράλογο. Ανάμεσα στα κύματα αντισυμβατικής τρέλας που παφλάζουν στο πανί, ξεβράζονται ψήγματα ωμής αλήθειας. Όταν δε, τίθεται το θέμα της μνήμης στο αισθητικά συγκλονιστικό φινάλε, που θα μπορούσε αν είχε πιο αργή κίνηση να ανήκει σε κάποια ταινία του Αγγελόπουλου, η ταινία βγάζει τα πραγματικά της δόντια που έκρυβε εδώ και πολλή ώρα κάτω από ένα παραπλανητικό χαμόγελο.

Το μόνο αδύναμο σημείο, ίσως, ότι κάποιες σεκάνς προς το τέλος θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο σύντομες, προς οικονομία χρόνου και προσοχής. Άλλα παράπονα γιόκ.