Τον φαντάζομαι στο γραφείο του σπιτιού του, βυθισμένο ανάμεσα σε τόνους νεοναζιστικών εντύπων. Το φως μιας μοναχικής λάμπας σωριάζεται λιπόθυμο επάνω στο έρεβος της ιδιότυπης συλλογής του. Οι τοίχοι θα μπορούσαν άνετα να φιλοξενούν ένα υπό διαρκή αναθεώρηση κολάζ με σημειώσεις, αποκόμματα και φωτογραφίες – έτσι δεν κάνουν οι μπαρουτοκαπνισμένοι ντετέκτιβ με τα υπερδραστήρια φαιά κύτταρα και την ατσάλινη στοχοπροσήλωση όταν εξιχνιάζουν υποθέσεις στα καλύτερα θρίλερ;

Το παραπάνω σκηνικό στήθηκε μεν αποκλειστικά στο μυαλό της γράφουσας, βασίζεται δε σε αληθινά γεγονότα. Γιατί ο Δημήτρης Ψαρράς είναι ο δημοσιογράφος που ερευνά ακατάπαυστα τη Χρυσή Αυγή από τα γεννοφάσκια της, στις αρχές του ’80, μέχρι σήμερα και που συνέβαλε πολύ σημαντικά στην καταδίκη της. Από την αρχή της καριέρας του στο περιοδικό «Σχολιαστής», έπειτα ως «φορέας» της αμιγώς ερευνητικής ομάδας «Ιός» της Ελευθεροτυπίας που δημιούργησε σχολή και σήμερα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο Δημήτρης Ψαρράς, συγγραφέας επίσης, δεν έχει αφήσει την Ακροδεξιά να πάρει ανάσα. Γνωρίζει πρόσωπα και γεγονότα όσο λίγοι.

Με τη δίκη της Χρυσής Αυγής να εξελίσσεται σε δεύτερο βαθμό και τη βεβαιότητα ότι με την Ακροδεξιά δεν έχουμε επουδενί ξεμπερδέψει, τον συναντήσαμε στα γραφεία της Εφημερίδας των Συντακτών την επομένη της κατάθεσης της Μάγδας Φύσσα στο Εφετείο.

«Έχοντας μελετήσει εξαρχής το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, έχω στα χέρια μου υλικά που δεν έχει κανένας άλλος», μου λέει. «Για παράδειγμα, όταν άρχισαν να βγάζουν την εφημερίδα τους και τα περιοδικά τους, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, κρατούσα κι έχω όλα τα φύλλα τους. Επομένως, έχω ένα αρχείο, το οποίο δεν έχει ούτε ο Μιχαλολιάκος. Κι αισθάνθηκα κάποια στιγμή την υποχρέωση να ολοκληρώσω αυτή τη συλλογή τη μαύρη, γιατί έβλεπα ταυτόχρονα ότι ελάχιστοι ασχολούνταν, όλοι το θεωρούσαν ως ένα είδος γραφικού ή, εν πάση περιπτώσει, τυχαίου συμπτώματος των προβλημάτων που έχει η ελληνική δημοκρατία, και όχι ως κάτι το οποίο θα μπορούσε να αναδειχθεί σε πραγματικό κόμμα και να φτάσει και στη Βουλή», συμπληρώνει, ενώ ο ήλιος εισβάλλει ασυγκράτητος στον τελευταίο όροφο των γραφείων όπου συζητάμε.

«Κι όταν μετά το 2012 και την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής στη Βουλή ξεκίνησαν να την ψάχνουν και άλλοι συνάδελφοί μου και ειδικοί ερευνητές και μελετητές, είχα ευτυχώς όλο αυτό το υλικό και το έδινα σε όλους, δεν το κράτησα ως αποκλειστικό. Εξάλλου είναι τόσο μαύρο, που καλό είναι να το μοιράζεται κανένας με ανθρώπους δημοκρατικούς».

Δημήτρης Ψαρράς

Στην πρώτη δίκη, η κατάθεση του Δημήτρη Ψαρρά κράτησε τρεις ημέρες. Πώς «έκαψε» τους φασίστες;

«Όταν δημιουργήθηκε η Χρυσή Αυγή, στις αρχές του ’80» μας λέει, «η αρχική της δράση ήταν μόνο κάποια συνθήματα στους δρόμους. «Εμείς στο περιοδικό που βγάζαμε τότε (σ.σ.: τον «Σχολιαστή») αναφερθήκαμε σε αυτό, και ήταν τόσο πεισμένοι και τόσο φανατικοί ναζιστές, που μας έστειλαν –επειδή κανένας δεν ασχολιόταν μαζί τους– όλα τα υλικά τους, βρίζοντάς μας και λέγοντας ότι “για εσάς μόνο μια γροθιά αξίζει”.

»Μέσα στα υλικά αυτά που μας έστειλαν υπήρχαν ντοκουμέντα, που στη συνέχεια ήθελαν να τα κρύψουν, όπως το πολύ χαρακτηριστικό αρχικό τους καταστατικό, το οποίο επιβεβαιώνει και τον σαφή ναζιστικό χαρακτήρα και τη δομή της οργάνωσης την εγκληματική, την απολύτως συγκεντρωτική και ιεραρχική, και τον ιδιαίτερο ρόλο του αρχηγού, τον οποίο μάλιστα περιγράφει σε ένα κεφάλαιο που λέγεται “Η Αρχή του Αρχηγού” – είναι η μετάφραση του χιτλερικού, του γερμανικού “Führerprinzip”.

»Αυτό το καταστατικό κατέθεσα στη δίκη της ΧΑ, και νομίζω ότι ήταν από τα στοιχεία που πήρε υπόψη του το δικαστήριο για την τελική του κρίση».

Το εν λόγω καταστατικό ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο που κατέθεσε η οργάνωση στον Άρειο Πάγο το 2012 εν όψει εκλογών.

«Η Ελλάδα δεν αποναζιστικοποιήθηκε ποτέ»

Αναρωτιόμαστε συχνά πώς στην Ελλάδα, που υπέφερε τα πάνδεινα από τη ναζιστική κατοχή, κατέληξαν να παίρνουν 7% και 18 βουλευτικές έδρες τα «ορφανά» του Χίτλερ. Όμως η Χρυσή Αυγή μόνο προϊόν παρθενογένεσης δεν ήταν. Δεν θα απορούσαμε βέβαια αν είχαμε διδαχθεί πραγματικά ιστορία, και όχι απλώς κατηχηθεί στην αρχαιολαγνεία.

«Η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα που μετά την απελευθέρωση, μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής όταν τέλειωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν ακολούθησε τον δρόμο της αποναζιστικοποίησης, ενός βαθμιαίου εκδημοκρατισμού», εξηγεί ο Δημήτρης Ψαρράς. «Αντίθετα, είχαμε εδώ έναν εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος στοίχισε πάρα πολλούς νεκρούς στη χώρα, διχάστηκε η κοινωνία, και το αποτέλεσμα, όταν τελείωσε αυτός ο εμφύλιος πόλεμος, ήταν να έχουμε ένα καθεστώς ατελούς δημοκρατίας, με τους πρώην συνεργάτες των Ναζί να έχουν αποκατασταθεί πλήρως και να λειτουργούν σε όλες τις βαθμίδες του κράτους.

»Και η κατάληξη αυτού του κράτους, που ήταν το 1967 η εγκαθίδρυση μιας στρατιωτικής δικτατορίας, ήταν ένα φυσικό επακόλουθο αυτής της αδυναμίας του κρατικού μηχανισμού».  

Από τη Χούντα στη Χρυσή Αυγή: Το «βαθύ κράτος» έχει συνέχεια

Ο Δημήτρης Ψαρράς έζησε στο πετσί του τη Χούντα ως φοιτητής τότε του Πολυτεχνείου. «…ο Παπαδόπουλος δεν ήταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τον πολιτικό διαχειριστή του μετεμφυλιακού κράτους των εθνικοφρόνων, μετά την πολιτική κρίση που οδήγησε τις διοικούσες ελίτ σε απόγνωση», γράφει στο «Η Κληρονομιά Ενός Δικτάτορα: Παπαδόπουλος, Μιχαλολιάκος, Βορίδης» (σελ. 20). «Ο ίδιος υπήρξε δημιούργημα αυτού του βαθέος κράτους, το οποίο αναπαραγόταν επί χρόνια θέτοντας σε κίνηση μηχανισμούς τους οποίους έχουμε ονομάσει παρακράτος».  

Είναι το ίδιο «βαθύ κράτος» στο οποίο στηρίχτηκε η Χρυσή Αυγή. Την περίοδο της ακμής της, είχε συγκεντρώσει γύρω της στελέχη του από «τους μηχανισμούς του στρατού, της δικαιοσύνης, της αστυνομίας και της εκκλησίας, υψηλόβαθμα στελέχη, τα οποία χρησιμοποιούσε και ως κάλυμμα στις περιπτώσεις που έφταναν οι εγκληματικές της πράξεις στο φως και αντιμετώπιζε την αστυνομία και τη δικαιοσύνη», μας εξηγεί ο Δημήτρης Ψαρράς.

«Επί χρόνια η ΧΑ είχε την ασυλία ότι λειτουργεί στο πλαίσιο τελικά του κράτους», διευκρινίζει ο Ψαρράς. «Η αστυνομία της είχε αναθέσει τη βρωμοδουλειά σε δύσκολες περιπτώσεις διαδηλώσεων να κινείται ελεύθερα πίσω από τις διμοιρίες των ΜΑΤ και να επιτίθεται με σουγιάδες και μαχαίρια στους πιο “ζωηρούς” διαδηλωτές, αντιεξουσιαστές και λοιπά. Υπάρχουν και βίντεο από αυτές τις επιθέσεις. Ήταν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο ένα ημι-νομιμοποιημένο παρακλάδι των κατασταλτικών μηχανισμών επί χρόνια».

Χρειάστηκε η απομάκρυνση αξιωματικών της αστυνομίας από το Σώμα όταν έπρεπε να γίνει η δικαστική διερεύνηση της ΧΑ μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, υπενθυμίζει ο Δημήτρης Ψαρράς. «Σήμερα πλέον η επιρροή της ΧΑ στους μηχανισμούς αυτούς είναι πολύ μικρότερη», εκτιμά. Θεωρεί ότι σε αυτό βοήθησε σημαντικά η διαδικασία της δίκης.

Σταδιακά όμως, δεν πέρασε μόνο η μεγάλη σε διάρκεια δίκη στα «ψιλά» των εφημερίδων, αλλά και οι νεοναζιστικού τύπου επιθέσεις. Για παράδειγμα, μόλις την προηγουμένη της συνέντευξής μας είχε καταγγελθεί επίθεση νεοναζιστών εναντίον μελών του ΣΕΚ, της ΚΕΕΡΦΑ και μαθητών έξω από το 1ο ΕΠΑΛ Αμαρουσίου. Στις 3 Σεπτεμβρίου, νεοναζί είχαν δείρει άγρια τον Πακιστανό μετανάστη Μαλίκ Αλί.

Τι συμβαίνει;

«Η εγκληματική βία της ακροδεξιάς δεν έχει εκλείψει μετά τη σύλληψη του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής και την ουσιαστική διάλυση της οργάνωσης», λέει. «Όμως, αυτό που έχει αλλάξει είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένας κεντρικός πυρήνας, ένας εγκέφαλος που να καθοδηγεί όλα αυτά τα φαινόμενα… Δεν σημαίνει αυτό ότι δεν είναι επικίνδυνα και ότι δεν πρέπει να αντιμετωπιστούν με μεγάλη σοβαρότητα, απλώς είναι κάτι το διαφορετικό».

Δημήτρης Ψαρράς

Μήπως ο λαός ξεχνά «τι σημαίνει Ακροδεξιά»;

Έχω σημειώσει ένα απόσπασμα από τον Ιό (9 Ιουνίου 2002): «Κάποτε είμαστε σίγουροι ότι “ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά”. Τώρα αμφιβάλλουμε αν κανείς θυμάται τι σημαίνει Ακροδεξιά. Η τηλεοπτική κολυμπήθρα του εκσυγχρονισμού ξεπλένει τους υποψήφιους έλληνες Λεπέν από το ακροδεξιό στίγμα. Η σκηνή στην τηλεόραση του Antenna. Η Έλλη Στάη απευθύνεται στον καλεσμένο της εκπομπής της Μάκη Βορίδη και τον χαρακτηρίζει ακροδεξιό. Αυτός δείχνει πειραγμένος και τη διαψεύδει με χαμόγελο: “Ποιος σας είπε ότι είμαι ακροδεξιός;” Η κ. Στάη ψελίζει αμήχανη: “Εγώ ξέρω ότι είσαστε ακροδεξιός”. Ο κ. Βορίδης, όμως, την αποστομώνει: “Από πού συμπεραίνετε ότι είμαι ακροδεξιός;” Η γνωστή δημοσιογράφος μένει εμβρόντητη. Οι συνεργάτες της δεν την είχαν προετοιμάσει γι’ αυτό το ενδεχόμενο». 

Το θυμίζω στον Δημήτρη Ψαρρά. «Έχουμε σήμερα τρεις υπουργούς που προέρχονται από τον χώρο της ακροδεξιάς – ο ένας μάλιστα είναι αντιπρόεδρος της ΝΔ. Εκείνοι άλλαξαν ή εμείς ξεχάσαμε τι σημαίνει ακροδεξιά;» ρωτώ.

«Η παρουσία των πιο επιφανών στελεχών του ακροδεξιού κόμματος ΛΑΟΣ στη σημερινή κυβέρνηση είναι χαρακτηριστική για τη μετεξέλιξη που ζούμε αυτές τις εβδομάδες, αυτούς τους μήνες, ενός κλασικού συντηρητικού κόμματος, με μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα, σε ένα καινούργιο είδος κόμματος, το οποίο είναι ανοιχτό προς τις παραδοσιακές ιδέες της ακροδεξιάς που μέχρι τώρα ήταν αποβλητέες και από τα κόμματα της συντήρησης στην Ελλάδα», μου λέει.

Εντοπίζει μια καίρια διαφορά στη ΝΔ σε σχέση με το παρελθόν: «Ήδη από την εποχή της Μεταπολίτευσης, μετά την πτώση της Χούντας, υπήρξαν στο κόμμα της δεξιάς, τη ΝΔ, κάποια μεμονωμένα στελέχη τα οποία είχαν παρελθόν είτε συνεργασίας με τη δικτατορία είτε ήταν φιλοβασιλικοί – που αυτά τα δύο στην Ελλάδα είναι η ακροδεξιά, εκείνης της περιόδου. Όμως, αυτά τα στελέχη δεν ήταν ποτέ εκείνα που έδιναν τον τόνο στην πολιτική. Περισσότερο ο τότε αρχηγός και ιδρυτής της ΝΔ Κωνσταντίνος Καραμανλής τα είχε “μαντρώσει” κατά κάποιο τρόπο μέσα στο κόμμα του, έτσι ώστε να εξασφαλίζει κάποιες ψήφους, αλλά ποτέ δεν τους έδινε τον πρώτο λόγο. Απλώς, έλεγε ότι έχουμε και αυτό το είδος».

Θυμίζει ότι όταν αργότερα αυτά τα στελέχη προσπάθησαν να δώσουν τον τόνο δημιουργώντας την ομάδα Καρατζαφέρη, ο Κώστας Καραμανλής τα διέγραψε. Και μετά ιδρύθηκε το ΛΑ.Ο.Σ.

Γιατί άλλαξε αυτό σήμερα;

«Νομίζω ότι το κλειδί για το πώς συμβαίνει αυτή η παράξενη συγκατοίκηση και πώς είναι ανεκτό να δίνουν τον τόνο σε μια σημερινή, κατά τα άλλα δημοκρατική συντηρητική παράταξη, αυτά τα ακροδεξιά στελέχη, είναι η φανατική πίστη στον νεοφιλελευθερισμό.

»Αυτή είναι που συμμερίζεται και ο σημερινός αρχηγός της ΝΔ και αυτά τα στελέχη. Γιατί αντίθετα με στελέχη της ακροδεξιάς στην Ευρώπη που είναι περισσότερο κοντά σε έναν ειδικού τύπου λαϊκισμό, αυτά τα στελέχη είναι πλήρως ταυτισμένα με τον νεοφιλελευθερισμό, και από αυτή την άποψη θυμίζουν πολύ τους λόγους για τους οποίους οι πιστοί οπαδοί του πάπα του νεοφιλελευθερισμού, του Φρίντμαν, πήγαν στη Χιλή του δικτάτορα Πινοσέτ για να εφαρμόσουν τα δόγματά τους».

«Συνθήματα του Βορίδη και των συντρόφων του ήταν “ο Μάλλιος ζει, αυτός μας οδηγεί” και “Πινοσέτ Πινοσέτ”», αναφέρεται στο βιβλίο του Ψαρρά «Η Κληρονομιά ενός Δικτάτορα» (σελ. 101). Τα φώναζαν στα επεισόδια τον Μάιο του 1985, από όπου και η περίφημη φωτογραφία με το τσεκούρι του τότε ΓΓ της νεολαίας ΕΠΕΝ (του κόμματος του φυλακισμένου δικτάτορα Παπαδόπουλου) Μάκη Βορίδη.

«Πιστεύω θα δούμε πολύ σύντομα τα προβλήματα που προκύπτουν από αυτή τη συγχώνευση», μου λέει.

Κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου

Η Χρυσή Αυγή χαρακτήριζε πρόσφυγες και μετανάστες «εισβολείς». Κανείς άλλος τότε δεν χρησιμοποιούσε τέτοια «ορολογία». Έπειτα από τα επεισόδια στον Έβρο τον Φεβρουάριο του 2020, όταν χιλιάδες μετανάστες προσπαθούσαν να περάσουν τα σύνορα μετά το μονομερές άνοιγμά τους από την Τουρκία, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δήλωνε ότι «…η παράνομη εισβολή χιλιάδων ανθρώπων παίρνει τη μορφή της επιβουλής του εθνικού μας εδάφους…».

Πώς θα το σχολιάζατε;

«Η πίεση της ακροδεξιάς στη συντηρητική δεξιά προκαλεί μετατοπίσεις στον πολιτικό λόγο της επίσημης δεξιάς», μας λέει. Ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς λίγο πριν τις εκλογές του 2012 «υιοθέτησε τις πιο ακραίες εκφράσεις για το μεταναστευτικό πρόβλημα και το προσφυγικό, βάζοντας ως κύριο θέμα της προεκλογικής του καμπάνιας την αποβολή των λαθρομεταναστών, υιοθετώντας ουσιαστικά τον προπαγανδιστικό λόγο της ακροδεξιάς για πρώτη φορά».

»Μετά τη δολοφονία του Φύσσα και το σοκ που υπέστη το Πανελλήνιο από την αποκάλυψη όλων των εγκλημάτων της ΧΑ, και ο προπαγανδιστικός της λόγος άρχισε να απονομιμοποιείται… Αργότερα η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έγραψε μία εγκύκλιο ζητώντας να μη χρησιμοποιείται καν ο όρος σε επίσημα έγγραφα, αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για φορτισμένο ιδεολογικά ακροδεξιό χαρακτηρισμό».

Ωστόσο, σημειώνει, «η μετάλλαξη η σημερινή της ΝΔ και η ιδιότυπη συγκατοίκηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τα στελέχη της ακροδεξιάς, το γεγονός ότι ο ίδιος ανέδειξε σε αντιπρόεδρό του τον Άδωνη Γεωργιάδη που ήταν από τους βασικούς συνεργάτες του Καρατζαφέρη στο ακροδεξιό ΛΑΟΣ, το οποίο δεν ήταν απλώς αντιμεταναστευτικό και ρατσιστικό, ήταν σε ακραίο βαθμό αντισημιτικό, όλα αυτά οδηγούν σήμερα στην επαναφορά μιας προπαγανδιστικής ρητορείας που μοιάζει πολύ με τις ακροδεξιές ρητορείες που βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη σήμερα».

Από τη Σπιναλόγκα στην «εξαφάνιση» μεταναστών

Συνοδεύεται η ακροδεξιά ρητορική από αντίστοιχη πολιτική;

Η σημερινή κυβέρνηση «εφαρμόζει, έχει σχέδιο για να εφαρμόσει τα δόγματα της ακροδεξιάς τα σημερινά σε ορισμένους τομείς καίριους, όπως είναι το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, που για την Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί είναι χώρα εισόδου», λέει χωρίς περιστροφές ο Δημήτρης Ψαρράς.

«Και πώς το αντιμετωπίζει η κυβέρνηση; Το αντιμετωπίζει μέσω της “εξαφάνισης” των πληθυσμών αυτών, είτε με τη δημιουργία κλειστών κέντρων ώστε να μην είναι ορατοί αυτοί οι άνθρωποι.

»Θυμίζω ότι αυτή η μέθοδος είναι η παλιά μέθοδος της αντιμετώπισης όλων των δύσκολων καταστάσεων. Παλιά, υπήρχαν νησιά που στέλναμε τους λεπρούς. Ή άλλα νησιά που στέλναμε τους πάσχοντες από ψυχικές ασθένειες.

»Τώρα είναι οι μετανάστες ο στόχος αυτός, που δεν πρέπει να τους βλέπει κανένας, τους “εξαφανίζουμε”, και ο δεύτερος, και ακόμα χειρότερος τρόπος εξαφάνισής τους είναι τα λεγόμενα pushback…»

Μια πολύ ναζιστική θεώρηση

Ο Αμερικανός καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας του «Πώς Λειτουργεί ο Φασισμός» Τζέισον Στάνλεϊ, σε συνέντευξη μου είχε πει πως εάν κανονικοποιούμε την κατάσταση με τους πρόσφυγες στα νησιά, στο επόμενο στάδιο θα δεχθούμε δολοφονία πολιτικών αντιπάλων. Πώς θα το σχολιάζατε;

«Αυτή η διάσταση της απώθησης και της “εξαφάνισης” των προσφύγων έχει στη βάση της την, όχι απλώς ακροδεξιά, αλλά ναζιστική άποψη ότι πρόκειται για υπανθρώπους, επομένως για δεύτερης κατηγορίας όντα, τα οποία μπορούν να υποστούν τα πάντα. Από τη στιγμή λοιπόν που υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός, η απόσταση μεταξύ του χαρακτηρισμού των προσφύγων και των μεταναστών ως υπανθρώπων και του χαρακτηρισμού ως υπανθρώπων αυτών που υποστηρίζουν καταρχήν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ή αυτών που έχουν κάποιες διαφορετικές απόψεις, κι επομένως εμείς ως κυρίαρχο κόμμα που ελέγχουμε και την πολιτική πρακτική και την προπαγάνδα, μπορούμε αυτούς να τους θέσουμε εκτός του ανθρώπινου είδους, μπορεί να γίνει αποδεκτή και η πολιτική τους δίωξη, αλλά και από κάποιες ακραίες ομάδες η δική τους “εξαφάνιση”, η δολοφονία τους».

Τον ακούω και σκέφτομαι πως οι άνθρωποι συχνά στρουθοκαμηλίζουμε μπροστά σε επερχόμενες συμφορές. Κάπως έτσι κι η «Εβραία» του Μπρεχτ, ατόφια Γερμανίδα αστή, δεν κατάλαβε από πού της ήρθε «ξαφνικά» η συμφορά στο κεφάλι.

«Δεν βλέπω φαινόμενο Μελόνι στην Ελλάδα»

Και κάπως έτσι στη γειτονική μας Ιταλία, βρέθηκαν «ξαφνικά» με πρωθυπουργό τη Τζόρτζια Μελόνι, του κόμματος-συνεχιστή του Μουσολίνι, για την οποία ιδρώνουν και ξεϊδρώνουν κάποια ΜΜΕ να μας πείσουν ότι «δεν είναι αυτό που νομίζουμε». 

Για τον Δημήτρη Ψαρρά, η εκλογή Μελόνι είναι φαινόμενο «εξαιρετικά ανησυχητικό και δηλωτικό της κρίσης του πολιτικού συστήματος στην ΕΕ».

«Διότι βεβαίως και στην Ιταλία υπήρχαν ρίζες του φασισμού. Θυμίζω ότι με διάφορους τρόπους το φασιστικό κόμμα υπήρξε στη μεταπολεμική Ιταλία στην πολιτική της ζωή, αλλά τότε ήταν πολύ ισχυρή και η Χριστιανοδημοκρατία, αλλά και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οπότε, ήταν άλλος ο ρόλος ενός περιθωριακού κόμματος.

»Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Και βλέπουμε ακροδεξιά σχήματα, δηλαδή σχήματα που αναφέρονται σε έναν λαϊκισμό με τα χαρακτηριστικά της νοσταλγίας ενός φασιστικού παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα και με σύγχρονα στοιχεία, ένας λαϊκισμός που υπόσχεται και σε κατώτερες τάξεις κάποιο καλύτερο μέλλον, κάτι που είχε υπονομευτεί τα τελευταία χρόνια με την Ευρώπη των τραπεζιτών και των γραφειοκρατών. Δεν υπήρξε και καμία σοβαρή εναλλακτική πρόταση και από την άλλη πλευρά, δηλαδή από την Αριστερά…»

Τονίζει ότι «βεβαίως και η Μελόνι δεν μπορεί να εφαρμόσει τίποτα από όλα αυτά τα οποία υπόσχεται, έχει τα χαρακτηριστικά αυτά του λαϊκισμού που πολύ γρήγορα θα σκάσουν ως φούσκα. Αλλά αφού πρώτα έχει δηλητηριάσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού και έχει δυσκολέψει την όποια εναλλακτική λύση».

Το αντίδοτο θα ήταν ένας σχηματισμός με νέα χαρακτηριστικά. «Όχι τα χαρακτηριστικά ο Ντράγκι εναντίον της Μελόνι. Αυτό είναι μια λάθος συνταγή που δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά».

Κατά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, χουντικά σταγονίδια αντέγραφαν τη στρατηγική της έντασης των Ιταλών νεοφασιστών και συνεργάζονταν μαζί τους. Εξ ου και το μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων, ειδικά το 1978, για το οποίο είχε συλληφθεί και ο Μιχαλολιάκος.

Πόσο πιθανό είναι να «πάρει αέρα» η Ακροδεξιά εδώ από το «φαινόμενο Μελόνι»;

«… Δεν το βλέπω αυτή τη στιγμή να προκύπτει, κυρίως επειδή η σημερινή σύγκλιση ακροδεξιάς-δεξιάς έχει τα χαρακτηριστικά του φανατικού νεοφιλελεύθερου», υποστηρίζει. «Έχει στοιχεία λαϊκισμού, αλλά σε άλλους τομείς, όχι στους τομείς της κρίσιμης οικονομικής και κοινωνικής διαχείρισης. Βεβαίως, θα υπάρξουν άλλα σχήματα και στην Ελλάδα, που θα προσπαθήσουν να διεκδικήσουν τον χώρο της Χρυσής Αυγής. Ήδη κινούνται πολύ, αλλά δεν νομίζω ότι κανένας από αυτούς μοιάζει να κερδίζει κάτι περισσότερο από μια ενδεχόμενη είσοδο στη Βουλή».

«Δεν ήθελα να ξαναζήσω Δικτατορία»

Παρατηρώ τον Δημήτρη Ψαρρά καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας. Φαίνεται άνθρωπος χαμηλών τόνων, με μια αδιαμφισβήτητη φυσική ευγένεια στη μορφή και τους τρόπους.

«Πολλές φορές αυτά τα χρόνια αισθανθήκαμε ότι είμαστε μόνοι στη διερεύνηση αυτών των ζητημάτων», γράφει στη «Μαύρη Βίβλο της Χρυσής Αυγής» αναφερόμενος στους συνοδοιπόρους του στον «Ιό» Τάσο Κωστόπουλο, Δημήτρη Τρίμη, Αγγέλικα Ψαρρά και Άντα Ψαρρά.

Έχει κάτι μυθιστορηματικό αυτό το αδυσώπητο κυνήγι της ακροδεξιάς, κοντά μισό αιώνα. Όπως και η «σχέση» του Δημήτρη Ψαρρά με τον Μιχαλολιάκο.

Γιατί ως δημοσιογράφος μπορεί να ασχολείται με τη Χρυσή Αυγή από την ίδρυσή της το ’80, «αλλά ως πολίτης τη γνώριζα από το ’73. Διότι όταν εγώ ως φοιτητής, της Αρχιτεκτονικής τότε, ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο κατά την εξέγερση των φοιτητών τον Νοέμβρη του ’73, ήμουν μάλιστα μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής, ο Μιχαλολιάκος, νεότερος από εμένα, 16 χρονών τότε, με την ομάδα των οπαδών ενός διάσημου Έλληνα νεοναζί του Κώστα Πλεύρη (σ.σ: το Κόμμα της 4ης Αυγούστου), ήταν έξω από το Πολυτεχνείο, πετώντας πέτρες, βοηθώντας τις αστυνομικές δυνάμεις της Χούντας να μας προκαλεί, και είναι κιόλας περήφανος γι’ αυτή τη δράση του», μας λέει.

«Και ένας από την ομάδα αυτή, στενός συνεργάτης του Μιχαλολιάκου, ήταν αυτός που από την ταράτσα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης πυροβολούσε στο ψαχνό διαδηλωτές και ευθύνεται και έχει καταδικαστεί ερήμην στη δίκη που έγινε για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ως δολοφόνος.

»Επομένως η σχέση μας με τον Μιχαλολιάκο είναι πολύ παλιά».

Έχουμε κατεβεί εν τω μεταξύ στη αίθουσα σύνταξης. Ο Δημήτρης Ψαρράς μάς χαρίζει το βιβλίο του «Ο Αρχηγός: Το Αίνιγμα του Νίκου Μιχαλολιάκου».

Εκτιμά ότι η δίκη της Χρυσής Αυγής σε δεύτερο βαθμό δεν μπορεί παρά να επισφραγίσει τα αποτελέσματα της πρώτης: «Είναι τόσο συντριπτικά τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, τόσο δηλωτικά, όχι αυτά μόνο που έχουμε προσφέρει εμείς, αλλά κυρίως αυτά που βρέθηκαν στους ίδιους, στους σκληρούς δίσκους της οργάνωσης. Διότι η αδυναμία της ΧΑ ήταν ότι αυτά που μια οργάνωση εγκληματική κρύβει, η ίδια τα χρησιμοποιούσε ως προπαγάνδα για τα μυημένα μέλη της… Επαιρόταν ο Μιχαλολιάκος γι’ αυτά. Έχουμε ομιλίες του που τα περιγράφει, τις εγκληματικές πράξεις. Γιατί μέσα από την προπαγάνδα και την προβολή αυτών των πράξεων κατόρθωνε να στρατολογεί, όχι ψηφοφόρους, νέα μέλη σε αυτούς τους ολιγομελείς πυρήνες που ήταν επιφορτισμένοι με τα εγκλήματα».

Ο ίδιος ο Μιχαλολιάκος έχει παρομοιάσει τον Δημήτρη Ψαρρά με τον Ιαβέρη των “Αθλίων”. Ήταν στο αρχικό του απολογητικό υπόμνημα το 2014. Τον θεωρεί προφανώς τον “προσωπικό” του Ιαβέρη.  

Αναρωτιέμαι για το κίνητρό του, τι τον έκανε να αντέχει να ερευνά τον ζόφο τόσα χρόνια.

«Σε μεγάλο βαθμό όλα αυτά οφείλονται στο ότι επειδή έζησα την περίοδο της Δικτατορίας, για μένα μέτραγε το ενδεχόμενο να ξαναδούμε Ακροδεξιά στη χώρα μας με λόγο πολιτικό. Αυτό ήταν το δικό μου κίνητρο. Δυστυχώς, κατά κάποιο τρόπο επιβεβαιώθηκα», μου λέει.

Αποχαιρετώντας τον Δημήτρη Ψαρρά και περπατώντας λίγο μετά στην Κολοκοτρώνη, αναπόφευκτα μου έρχεται στο νου μια αποστροφή του Καζαντζάκη:

«Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια».