Η Συμμορία της Μπογκοτά

 Στα χρόνια λίγο μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ποδόσφαιρο όπως και άλλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες λ.χ. ο κινηματογράφος, γνώριζαν εύλογα εκρηκτική άνοδο στην προσέλευση του κοινού. Στην Αγγλία τα γήπεδα ξεχείλιζαν από κόσμο, ωστόσο τα χρήματα που έμπαιναν στο ταμείο των συλλόγων δεν είχαν αρχίσει ακόμα να διοχετεύονται και προς τους παίκτες, με αποτέλεσμα η αποζημίωσή τους να παραμένει καθηλωμένη σε επίπεδα χαρτζιλικιού, κατά μέσο όρο γύρω στις 700 λίρες το χρόνο. Γι’ αυτό και μια πρόταση που έφτανε τις 5.000 λίρες χωρίς μπόνους λειτούργησε σαν πειρασμός για τρεις Άγγλους παίκτες της τότε πρώτης κατηγορίας να μεταναστεύσουν στην πολύ μακρινή Κολομβία, εντασσόμενοι στο δυναμικό της Ιντεπεντιέντε Σάντα Φε από την πρωτεύουσα Μπογκοτά. Έμοιαζε οξύμωρο, όμως η περίοδος του αποκλεισμού των ομάδων της χώρας από το διεθνές ποδόσφαιρο (1949-1954), λόγω διαμάχης της ομοσπονδίας με τη διοργανώτρια αρχή του επαγγελματικού πρωταθλήματος, έχει πάρει την ονομασία Ελντοράντο και γενικά θεωρείται ως «χρυσή εποχή» για το άθλημα στην Κολομβία. Ένας από τους λόγους που η Κολομβία προσέλκυσε τότε σημαντικούς παίκτες από το εξωτερικό (κυρίως από τις γειτονικές της χώρες) ήταν ότι δεν υποχρεούταν να καταβάλλει ποσά για μεταγραφές σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς της FIFA –και όλα γίνονταν στο μιλητό. Παίκτες-κολόνες της πολύ ισχυρής Στόουκ της εποχής, ο διεθνής αμυντικός Νιλ Φράνκλιν και ο εξτρέμ Τζορτζ Μάουντφορντ, μαζί με τον επιθετικό Τσάρλι Μίτεν της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αποφάσισαν να ζήσουν την περιπέτεια του Ελντοράντο, έστω και μη γνωρίζοντας αρχικά ούτε κατά πού πέφτει η Κολομβία, αποδεχόμενοι την πρόταση του μεγαλοκτηματία –σπουδαγμένου στο Κέιμπριτζ και λάτρη της Αγγλίας- προέδρου της Ιντεπεντιέντε, Λουίς Ρομπλέδο. Τον Μάιο του 1950 η Daily Mail αφιέρωσε το πρωτοσέλιδό της στις αντιδράσεις περί αχαριστίας και τυχοδιωκτισμού που είχε ξεσηκώσει η πρώτη μεταγραφή, αυτή του του Φράνκλιν,  δικαιολογώντας τον απόλυτα: «Μοιάζει εντελώς άδικο για έναν άνθρωπο που με την ικανότητά του προσελκύει χιλιάδες πελάτες στο γήπεδο να αμείβεται τόσο πενιχρά (…) Σε τι διαφέρει άραγε από έναν καλοπληρωμένο περφόρμερ του μιούζικ χολ που κερδίζει εκατοντάδες λίρες την εβδομάδα; Δεν είναι ανήθικο για έναν επαγγελματία να βελτιώνει τη ζωή του». Πάντως ο Φράνκλιν έφυγε πρώτος από τη Μπογκοτά έχοντας αγωνιστεί σε μόλις 6 παιχνίδια, κι επέστρεψε στο Λονδίνο με πρόφαση τη γέννα της γυναίκας του. Οι Μίτεν και Μάουντφορντ έβγαλαν μία σεζόν κι επέστρεψαν κι αυτοί αδυνατώντας να προσαρμοστούν στις συνθήκες της ζωής και της μπάλας εκεί. Όλα τα μέλη της «Συμμορίας της Μποκοτά», όπως αποκλήθηκαν από τον βρετανικό Τύπο της εποχής, τιμωρήθηκαν από την Αγγλική Ομοσπονδία με έναν χρόνο αποκλεισμό, γιατί αγωνίστηκαν σε μια μη αναγνωρισμένη ποδοσφαιρικά χώρα και ουσιαστικά έφτασαν γρήγορα στη δύση της καριέρας τους, μην καταφέρνοντας να επωφεληθούν από τις αυξήσεις στις απολαβές που άρχισαν να σημειώνονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά.

Τρίτος από τα αριστερά στην κάτω σειρά, ο Τσάρλι Μίτεν,

Τρίτος από τα αριστερά στην κάτω σειρά, ο Τσάρλι Μίτεν,

 Λος Γκρίνγκος Γκαλάκτικος

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, μια ομάδα του κεντρικού Μεξικού με το όνομα Σελάγια, συνηθισμένη για δεκαετίες σε χαμηλές πτήσεις ανάμεσα στη β’ και τη γ’ κατηγορία της χώρας βρέθηκε ξαφνικά να διαθέτει στο ρόστερ της ορισμένους από τους πιο σημαντικούς Ισπανούς ποδοσφαιριστές των τελών του 20ου αιώνα, έστω σε πολύ προχωρημένη ποδοσφαιρικά ηλικία, ανακαλώντας κάτι από τη λάμψη της Ισπανίας στο Μουντιάλ του 1986 που διοργανώθηκε στη χώρα των Αζτέκων. Εμίλιο Μπουτραγκένιο, Μίτσελ (ναι, ο γνωστός εντρεναδόρ), Μαρτίν Βάθκεθ και Ράφα Παθ ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του παλιού συμπαίκτη των τριών πρώτων, του διάσημου Μεξικανού γκολεαδόρ Ούγκο Σάντσες, ο οποίος πρωτοστάτησε στην προσπάθεια δημιουργίας ενός μεγάλου κλαμπ που συγχωνεύοντας τη Σελάγια με κάποιες μικρότερες ομάδες τις περιοχής πήρε την ονομασία Ατλέτικο Σελάγια. Η νέα ομάδα δημιουργήθηκε το 1994 και σχεδόν αμέσως (1995-96), με τους Σάντσες και Μπουτραγκένιο αρχικά στη σύνθεσή της, όχι μόνο προβιβάστηκε στην α’ κατηγορία, αλλά διεκδίκησε και το πρωτάθλημα χάνοντάς το στον τελικό –όπως επίτασσε το μεξικάνικο σύστημα- απέναντι στη Νεκάξα, εξαιτίας του εντός έδρας γκολ που δέχτηκε σε δύο ισόπαλα παιχνίδια. Οι αφίξεις των υπόλοιπων σταρ στις δύο σεζόν που ακολούθησαν δεν βοήθησαν την ομάδα να αποφύγει τις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας και γρήγορα ο ενθουσιασμός εξανεμίστηκε, με αποτέλεσμα η Ατλέτικο Σελάγια να υποβιβαστεί και τελικά να διαλυθεί το 2004, σε μια απόπειρα που έμοιαζε με μεξικάνικη εκδοχή της ομάδας Κόσμος της Νέας Υόρκης.

http://youtu.be/Wn8B5gOQBA4

Εισροές από το Ανατολικό Μπλοκ

Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες και ένας Ψυχρός Πόλεμος ώστε να βρεθούν κάποιοι παίκτες από την Ανατολική Ευρώπη στα βήματα του Φέρεντς Σας, του Ούγγρου εξτρέμ που είχε λάμψει με τα χρώματα της Μπόκα Τζούνιορς στο διάστημα από το 1938 ως το 1941. Στα χρόνια που ακολούθησαν τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ, υπήρξαν αρκετοί που θέλησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους, κυρίως στη Βραζιλία, συνήθως με μέτρια αποτελέσματα. Την αρχή έκανε ο Ρώσος τερματοφύλακας Γιούρι Σίσκιν, για τον οποίο είναι δύσκολο να καταλάβεις πώς βρέθηκε από βασικός στην έστω παρακμάζουσα ΤΣΣΚΑ Μόσχας της δεκαετίας του ΄80 να αγωνίζεται στο Καμπεονάτο Παουλίστα με τα χρώματα της μικρούλας Ρίο Μπράνκο. Στα μέσα των 90s ακολούθησαν δύο Πολωνοί μέσοι ψιλοδιεθνείς, ο Κριστόφ Νόβακ και ο Μάριους Πιεκάρσκι, οι οποίοι φόρεσαν τη φανέλα της Ατλέτικο Παραναένσε. Ο μακαρίτης πια Νόβακ (πέθανε από σκλήρυνση κατά πλάκας το 2005) προερχόταν από μια σεζόν στην Παναχαϊκή όπου τότε μεσουρανούσε ο Νιγηριανός φορ Αμαέκι Ότιντζι, που επίσης άφησε πρόωρα τα εγκόσμια το 2004, ενώ ο Πιεκάρσκι μεταγράφηκε το 1997 στη θρυλική Φλαμένγκο, όπου είχε πάντως μετρημένες στα δάχτυλα εμφανίσεις. Και οι δυο τους έπειτα από μια διετία στη Βραζιλία γύρισαν στην Ευρώπη. Ίσως το πιο πετυχημένο παράδειγμα πάντως να είναι αυτό του σέρβου επιτελικού χαφ Ντέγιαν Πέτκοβιτς, ο οποίος ήταν ήδη αναγνωρισμένος όταν το 1997 μεταγράφηκε στη Βιτόρια Μπαΐα, έχοντας αγωνιστεί στον Ερυθρό Αστέρα, τη Σεβίλλη, τη Σανταντέρ, αλλά και 5 φορές με τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Πέτκοβιτς βρέθηκε στη βραζιλιάνικη ομάδα ύστερα από την ανάληψη της διοίκησης από την Banco Excel μια βραζιλιάνικη τράπεζα-φούσκα της εποχής. Η αξιόλογη παρουσία του εκεί τού έδωσε καινούργιο συμβόλαιο στην Ευρώπη, στη Βενέτσια που τότε αγωνιζόταν στη Σέριε Α, όπου όμως ο Πέτκοβιτς δεν έπιασε με αποτέλεσμα να επιστρέψει στη Βραζιλία, αυτή τη φορά στη σαφώς ισχυρότερη Φλαμένγκο. Εκεί ο Πέτκοβιτς έφτιαξε καλό όνομα, κυρίως χάρη στη συνδρομή του για την κατάκτηση δύο τίτλων του Καμπεονάτο Καριόκα, αντίστοιχου του Παουλίστα για τις ομάδες από το Ρίο ντε Τζανέιρο. Στον τελικό του 2001 μάλιστα, κόντρα στη μεγάλη τοπική αντίπαλο Βάσκο Ντα Γκάμα ήταν εκείνος που χάρισε τη νίκη στη Φλαμένγκο με απευθείας φάουλ στο 89ο λεπτό, ενέργεια αρκετή για τον βάλει στις καρδιές των πολυπληθών οπαδών της ομάδας. Γρήγορα όμως βγήκε από αυτές, αφού το 2002 μεταγράφηκε στη Βάσκο και 2005 στην ακόμα πιο μισητή Φλουμινένσε, όπου κι εκεί άφησε το στίγμα του με το έξυπνο και συχνά αλήτικο –με την καλή και κακή έννοια- βαλκάνιο παιχνίδι του. Το 2009 μάλιστα,, κι αφού είχε πια αγωνιστεί σε 7 ομάδες της Βραζιλίας, ο Πέτκοβιτς ξαναγύρισε στη Φλαμένγκο, όπου και έμεινε για τρεις σεζόν μέχρι τα 39 του, όταν και αποσύρθηκε. Παρά τα αρχικά πικρόχολα σχόλια σχετικά με την ηλικία και τη φόρμα του, κατάφερε να πραγματοποιήσει εξαιρετικές εμφανίσεις ακόμα και σε αυτό το τελευταίο πέρασμα, κερδίζοντας το πρώτο και τελευταίο του πρωτάθλημα το 2009, όταν και αναδείχτηκε κορυφαίος παίκτης της σεζόν στη Βραζιλία. Πέρα από αυτό, θεωρείται αποκλειστικός υπεύθυνος για το γεγονός ότι 5 ακόμα Σέρβοι ποδοσφαιριστές, και τουλάχιστον άλλοι τόσοι Κροάτες και Βόσνιοι, βρήκαν δουλειά στη Βραζιλία από το 2001 και μετά.

http://youtu.be/7Zo589jWby4

 

 

1 2