Στο αυτοκίνητο για να πάω να συναντήσω τον Χρήστο Συρίμπεη, βάζω να ακούσω το τελευταίο μισάωρο της εκπομπής του στον πατρινό Mojo Radio 107.7. Είναι μια και μισή, έχει κίνηση και τον ακούω να λέει κάτι για τα ομόλογα και την αναγγελία Σαμαρά για μείωση της ανεργίας. Μετά κάτι για το κτηματολόγιο και ξεσπάει σε γέλια. Μετά πετάει Iggy Pop, αφήνει το ρεφρέν, ύστερα κόβει το κομμάτι και λέει κάτι για την Ελιά και τον Βενιζέλο ξαναγελώντας ακόμα πιο άγρια. Άσε μας ρε φίλε τα πράγματα δεν είναι για γέλια. Ή μήπως είναι; Έχω ήδη φτάσει στον σταθμό, παρκάρω κι ανεβαίνω, αυτός δεν έχει τελειώσει ακόμα, με βλέπει πίσω από το χοντρό τζάμι του στούντιο και μου δείχνει το μεσαίο δάχτυλο του χεριού του – νομίζει πως έχω έρθει μαζί με τον Μενέλαο τον φωτογράφο μας και ποζάρει. Πού να ήξερε πως τον θέλω να ποζάρει σαν μεταμοντέρνος Δον Κιχώτης πάνω στο ποδήλατο. Ωστόσο, όταν μετά από λίγο έρχεται κι ο φωτογράφος, το κάνει ευχαρίστως. Προφανώς και θα το έκανε ευχαρίστως, εδώ ήθελε να βγεί με κωλοδάχτυλα στις φωτογραφίες.
Ο ιδρυτής/ Μojoman/ ραδιοφωνικός παραγωγός και ιδιοκτήτης του Mojo Radio 107.7, Χρήστος Συρίμπεης, είναι ειδική περίπτωση ανθρώπου και το καταλαβαίνει κανείς από την πρώτη στιγμή που τον συναντά. Δεν είναι το κλασικό αφεντικό, όχι επειδή είναι χυμαδιό κι έχει μια από τις καλύτερες συλλογές με t-shirts που έχω δει, αλλά επειδή αναγνωρίζει στους παραγωγούς του σταθμού την αδιαμφισβήτητη αξία και συμβολή τους για αυτό που είναι ο Mojo σήμερα και ίσως είναι και μεθαύριο: μια συλλογική προσπάθεια με ταυτόχρονα προορισμό και πλοηγό τη μουσική. «Πρώτα απ’ όλα, σημείωσέ το, να γράψεις για όλους τους παραγωγούς, να φανεί ξεκάθαρα πώς χωρίς αυτούς ο Mojo δεν θα πήγαινε πουθενά. Φτάσαμε σε σημείο που σχεδόν έγινε αυτοδιαχείριση του σταθμού. Σταμάτησαν οι μισθοί και μόνο αν έβρισκε χορηγό ένας παραγωγός έπαιρνε τα λεφτά. Δεν υπήρχαν χρήματα, είχαμε φτάσει κυριολεκτικά στο αμήν, κάναμε μια συνάντηση τους το είπα και δεν παραιτήθηκε κανείς. Όλοι έμειναν και βοήθησαν».
«Κι εσύ πως αντέδρασες;», τον ρωτάω εύλογα. «Δύσκολα, άσε που είχα προίκα και πλέον δεν έχω», μου λέει γελώντας. Και συνεχίζει: «Ξυπνάς το 2009 και βλέπεις πέντε φαξ από πέντε εταιρείες που σου έβγαζαν τα λειτουργικά έξοδα κάθε χρόνο και έχεις πέντε εντολές ακύρωσης. Τέλος. Γεια σας. 60% μείωση. Είδαν την κρίση να έρχεται κι ένα πρωί πήραν μια απόφαση στην Αθήνα να σταματήσουν την διαφήμιση σε όλα τα ραδιόφωνα στην επαρχία. Και μετά ήρθε το μνημόνιο».
«Άμα διάβαζες Μαρξ, θα το είχες ψυλλιαστεί», του κάνω τον έξυπνο. «Ναι άμα διάβαζα Μαρξ, γαμώτο… το γυρίσαμε στον Βίλχελμ Ράιχ, ψάξαμε τα υπαρξιακά μας και αφήσαμε το Κεφάλαιο απέξω. Και πάλι όμως ακόμα εδώ είμαστε, την μπίρα μας την πίνουμε, μουσικές ακούμε, μόνο συναυλίες πλέον δεν κάνουμε». Αναρωτιέμαι αν πάντα αυτό έκανε, αν έπινε μπίρες κι άκουγε μουσικές. Πριν τον σταθμό ο Χρήστος είχε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων και το έβρισκε τελείως βαρετό. Κάποια στιγμή η αντιπροσωπεία έκλεισε κι αργότερα μια πολύ καλή οικογενειακή φίλη του που τον ξέρει από παιδί τον βρήκε ένα βράδυ σε μια παραλία που έπινε την μπίρα του και του είπε: «”Ρε συ Χρήστο εσύ το ’92 που είχαμε βρεθεί σε ένα οικογενειακό τραπέζι μου είχες πει πως το όνειρό σου είναι να έχεις ραδιοφωνικό σταθμό;” – εκείνη την ώρα άνοιξε ένα λαμπάκι, το φως μέσα στο σκοτάδι το απόλυτο και με πήρε μαζί του», μου λέει με ένα τεράστιο χαμόγελο. Συνηθισμένο το χαμόγελο για τον Χρήστο χωρίς αυτό δεν θα άντεχε ούτε στιγμή.
Οι δικοί του κατάλαβαν τι παίχτηκε όταν έφτασαν τα πρώτα τιμολόγια, ο Χρήστος ήδη έστηνε σταθμό στο παλιό ιατρείο του πατέρα του. Μετά από μερικά χρόνια ο πατέρας του ο κύριος Σπύρος του είπε «ρε Χρήστο εγώ νόμιζα πως θα πάρεις ένα “μηχανάκι” θα το έβαζες στην γκαρσονιέρα σου και θα έπαιζες μουσική να ακούει η πολυκατοικία.». Κούλα-πολύ-κωλόπαιδο-ο-Κυριάκος-κατάσταση. Έτσι κι αλλιώς, ο Χρήστος έκανε πιτσιρικάς πειρατική εκπομπή με τον Άγγελο τον Πλαστήρα από το Δασύλλιο σε ένα «στούντιο» που είχε μέσα μέχρι και κότες. Είχαν δώσει το σταθερό του σπιτιού του για τηλέφωνο επικοινωνίας και υπήρχε άνθρωπος στο σπίτι ο οποίος σήκωνε τα τηλέφωνα έγραφε τις αφιερώσεις και ανά μισάωρο ανέβαινε με ένα παπάκι στο στούντιο για να τις μεταφέρουν στον αέρα. Τον επαγγελματικό σταθμό, βέβαια, τον είχε από την αρχή στο μυαλό του. Το πιο εύκολο απ’ όλα ήταν να βρεθούν τα παιδιά που θα έπαιζαν μουσική. Βασίλης Σμπίλιας (Playground Noise), Παναγιώτης Χριστόπουλος (είναι ακόμα εκεί μετά από 13 χρόνια), Άννα Πετούση, Κώστας Αποστολόπουλος, Γιώργος Κασσιώνης, Ανδρέας Μητρέλης. «Θα αδικήσω κάποιους σίγουρα μιλάμε για πολύ λαό. Με μια βόλτα στα ροκάδικα μπαράκια της πόλης ήταν πραγματικά πολύ εύκολο να βρεις κόσμο που το λάτρευε. Ξεκινάς έναν σταθμό στην Πάτρα που τους λες πως θα παίζει ροκ και οι μισοί σου λένε είσαι μαλάκας. Ο σταθμός στον αέρα βγήκε 17 Ιουλίου του 2001 στις 9.30 το βράδυ και το πρώτο τραγούδι που έπαιξε ήταν το “Life” της Des’ree γιατί το πρώτο όνομα του σταθμού ήταν L.I.F.E. (Life In Full Energy). Αυτό το τσαλικίστικο θετικοενεργειακό κράτησε μόνο για τρείς μήνες γιατί κάποιος το είχε ήδη κατοχυρώσει και έτσι -ευτυχώς- έγινε M.O.J.O. (Major Outlaw Jamming Outfit)». Aυτό το όνομα διατηρεί μέχρι σήμερα και με αυτό το όνομα μου έμαθε π.χ. τους Sonic Youth που άκουσα για πρώτη φορά απο κάποιον παραγωγό που εξέπεμπε στους 107.7
Πώς θα χαρακτήριζε τώρα την εκπομπή του; «Το δίωρο που σπας το στομάχι σου», απαντά αυτόματα. Από το πρώτο εξάμηνο ξεκίνησε την εκπομπή που έχει μέχρι σήμερα, καθημερινά 12.00-14.00. Καταγγελτικός, απηυδισμένος, μερικές φορές μαινόμενος σχεδόν κατά πάντων και ιδιαίτερα κατά των Χρυσαυγιτών με πολλά μπινελίκια να του ξεφεύγουν αλλά πάντα με το χαρακτηριστικό πηγαίο γέλιο του – για μένα, το σήμα κατατεθέν το Mojo. «Είμαι γκρίνιας, δεν βγάζω τα θετικά γιατί τα αρνητικά στην σημερινή κοινωνία είναι τόσα πολλά». Aποκαλεί τον Πρετεντέρη «Γκελμπεντέρη» και τον πρωθυπουργό «Τρελαντώνη» και τρομοκράτη γιατί «τρομοκρατεί τις γριές και τους γέρους». Εκεί είναι που μου περιγράφει την στάση «τρία τέταρτα», την στάση που παίρνει ο πρωθυπουργός στο βήμα της Βουλής, όταν γυρνάει στο πλάι για να αντιπαρατεθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. «Απο τα πιο αστεία είναι να πηγαίνεις να πάρεις τσιγάρα και να σου λέει ο περιπτεράς “Γεια σας κύριε Χρήστο” και να μην τον έχεις δεί ποτέ στην ζωή σου. Να του λες “Ε;” και να σου κλείνει το μάτι πονηρά και να λέει “Σ’ακούω-σ’ακούω”, εννοώντας πως συμφωνεί με αυτά που λες».
Από τις πρώτες κοινωνικοπολιτικές ενστάσεις που – χωρίς να χάσει λεπτό – εξέφρασε μέσω της εκπομπής ήταν για το αν έπρεπε να αναλάβουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κάποιοι τότε τον είπαν μίζερο, όμως αυτός ο αψύς ραδιοφωνικά τύπος μάλλον αποδείχτηκε σωστός. «Όταν ήρθε το ΔΝΤ έκατσα και διάβασα βιβλία και έβλεπα και τα ντοκιμαντέρ του Αυγερόπουλου, και είπα πως μάγκες αν έρθουν αυτοί θα έχουμε λογαριασμό ΔΕΗ και νερού στην General Electric. Και έμαθα πριν δυο βδομάδες πως η General Electric ενδιαφέρεται να αγοράσει τη ΔΕΗ ή να αγοράσει με ένα άλλο consortium μέρος της ΔΕΗ. Ό,τι έλεγαν κάποιοι τρελοί πριν έρθει το ΔΝΤ, νομίζω σιγά σιγά επιβεβαιώνεται»
Τον ρωτάω ευθέως αν είναι Συριζαίος. Το αρνείται κατηγορηματικά και γελάει για ακόμα μια φορά. «Όχι ρε δεν είμαι τίποτα, δεν πιστεύω πως ο Τσίπρας θα μας σώσει, όμως οι άλλοι ξέρω τι είναι. Προτιμώ να πάω στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα και όχι στον γκρεμό. Άκου, όλα τα καλύτερα που μου συνέβησαν, έγιναν μέσω του σταθμού. Με το ραδιόφωνο, είτε σαν δουλειά είτε σαν χόμπι ασχολούνται άνθρωποι που το μυαλό τους δεν κινείται στην ευθεία. Άνθρωποι που ταυτίζουν τη ζωή τους με τη μουσική, ευαίσθητοι, προβληματισμένοι».
Και δηλαδή ο Πάγκαλος πως κάνει ραδιοφωνική εκπομπή; «Τι συγκρίνεις τώρα, αυτά είναι καθεστωτικά μέσα. Εκεί δεν μπαίνεις να πιάσεις μικρόφωνα αν δεν περάσεις από κόσκινο. Άσε που εκεί δεν παίζουν μουσική. Εμείς εδώ ξεκινήσαμε με ένα όνειρο να αναβιώσουμε το ραδιόφωνο που αγαπήσαμε, το ραδιόφωνο δηλαδή που δεν είχε playlist. Το ραδιόφωνο που αντί για τριακόσια τραγούδια την εβδομάδα, έπαιζε χίλια, χίλια πεντακόσια τραγούδια την εβδομάδα. Μια βδομάδα που είχαμε κολλήσει όλοι οι παραγωγοί με ένα τραγούδι να το παίξουμε αυτό το τραγούδι πεντακόσιες φορές, αλλά να μην υπάρχει κάποιο πλαίσιο. Ο μόνος κανόνας με τους παραγωγούς είναι πως απαγορεύονται δια ροπάλου οι πατρινοκαρναβαλικοί ύμνοι. Την περίοδο του καρναβαλιού ακούμε φανκιές. Α και το “Last Christmas”. Αν ακουστεί αυτό το κομμάτι από τον Mojo δεν θα συμπεριφερθώ δημοκρατικά αλλά πολύ βίαια. Δεν το μπορώ, ούτε τα remixes του».